Την 1η Οκτωβρίου 1820, ο Γεώργιος Λασσάνης συνόδευσε τον Υψηλάντη στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας, όπου έλαβε χώρα η σύσκεψη στελεχών της Φιλικής Εταιρείας, για τον καθορισμό του σχεδίου δράσης της οργάνωσης.
Στη σύσκεψη αποφασίστηκε να αναβληθεί η έναρξη της Επανάστασης, που είχε οριστεί για το Νοέμβριο, και να δοθεί βάρος στην προετοιμασία του αγώνα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.
ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΒΟΛΗ ΕΝΑΡΞΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Στις 21 Φεβρουαρίου, ο Υψηλάντης ξεκίνησε από το Κισνόβιο της Βεσαραβίας (σημερινό Κισινάου Μολδαβίας) και αφού διέβη τον ποταμό Προύθο (Προυτ) μαζί με τους αδελφούς του Γεώργιο και Νικόλαο, έφθασε στο Ιάσιο την επομένη.
Η επιλογή της Μολδαβίας και της Βλαχίας θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στο γεγονός ότι στις περιοχές αυτές απαγορευόταν η παραμονή του Τουρκικού στρατού.
Eνώ από το 1709 οι τοπικοί άρχοντες ήταν Έλληνες Φαναριώτες. Μαζί του φυσικά ο υπασπιστής του και γραμματέας του Γ. Λασσάνης όπως μαζί του θα είναι και σε όλες τις μάχες που παρίσταται ο Αλέξανδρος Υψηλάντης όντας το δεξί του χέρι, με αποκορύφωμα την μάχη του Δραγατσανίου όπου την τελευταία στιγμή τον σώζει ο Βλατσιώτης Γιάννης Φαρμάκης
ΠΟΤΑΜΟΣ ΠΡΟΥΘΟΣ - ΙΑΣΙΟ
Στις 22 Φεβρουαρίου 1821 με μια μικρή συνοδεία πέντε ατόμων, στο σύνορο μεταξύ της Pωσίας και των παραδουνάβιων ηγεμονιών (Mολδαβία και Bλαχία) που ανήκαν στην Oθωμανική Aυτοκρατορία.
Στο έδαφος της Μολδαβίας τον υποδέχτηκε η φρουρά του ηγεμόνα Mιχαήλ Σούτσου και τον συνόδευσε έως το Iάσιο.
Eκεί εξέδωσε στις 24 Φεβρουαρίου την προκήρυξη Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος, η οποία θεωρείται η επίσημη κήρυξη της επανάστασης.
Δύο ημέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε ιεροτελεστία κατά την οποία ευλογήθηκε η επαναστατική σημαία.
Η σημαία είχε στη μια της όψη το φοίνικα, κεντρικό σύμβολο της Φιλικής Eταιρείας, και τη φράση ’’ Eκ της στάκτης μου αναγεννώμαι,’’
ενώ από την άλλη τους ισαποστόλους Kωνσταντίνο και Eλένη, το σταυρό και τη φράση‘’Eν τούτω νίκα‘’.
Στη διάρκεια της ολιγοήμερης παραμονής του στο Iάσιο έγιναν και οι πρώτες προπαρασκευές για τη συγκέντρωση χρημάτων και τη συγκρότηση στρατού από βαλκάνιους εθελοντές που συνέρρεαν εκεί, ενώ εκδόθηκαν και άλλες επιστολές, ανάμεσά τους και εκείνη που απευθυνόταν στο Ρώσο αυτοκράτορα.
Στις 26 Φεβρουαρίου 1821 στο ναό των Τριών Ιεραρχών τελείται δοξολογία, κατά την οποία ο Μητροπολίτης Βενιαμίν ευλογεί πρόχειρη σημαία με έμβλημα το Σταυρό και κατά το βυζαντινό τυπικό, παραδίδει το ξίφος στον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Κατόπιν, διενεργείται έρανος για τη συλλογή ενός εκατομμυρίου γροσίων και παράλληλα εθελοντές από ολόκληρη την Ευρώπη καταφθάνουν στη Μολδαβία για να καταταχθούν στο στρατιωτικό σώμα που δημιούργησε, οργανώνοντας μάλιστα το πρώτο τμήμα του Πυροβολικού με δύο πυροβόλα.
ΦΩΞΑΝΗ
Ο Ιερός Λόχος ήταν στρατιωτικό σώμα που ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στη Φωξάνη, πόλη στα όρια της Μολδαβίας με τη Βλαχία, στα μέσα Μαρτίου του 1821 και συγκροτήθηκε από εθελοντές σπουδαστές των ελληνικών παροικιών της Μολδοβλαχίας και της Οδησσού, κυρίως αποτελούμενος αρχικά από 500 σπουδαστές που στην πορεία θα τετραπλασιαστεί. Ήταν η πρώτη οργανωμένη στρατιωτική μονάδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και του ελληνικού στρατού γενικότερα. Ο Υψηλάντης πίστευε πως, οι νεαροί αυτοί θα μπορούσαν να αποτελέσουν την ψυχή του στρατού του. .Αμέσως μετά την ορκωμοσία ο Αλέξανδρος Υψηλάντης μίλησε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό και παρέδωσε τη Σημαία του Ιερού Λόχου στον αρχηγό του Λόχου Γεώργιο Καντακουζινό. Στο λόχο αυτό κατατάσσεται και ο Γεώργιος Λασσάνης που ορίζεται χιλίαρχος, τότε ήταν 28 χρόνων. Παραμένοντας πάντα διπλά στον Αλέξανδρο Υψηλάντη όντας το δεξί του χέρι και ο μόνιμος γραμματέας και κειμενογράφος του.
ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ (Γκαλάτσι)
Το Γαλάτσι ήταν ένα από τα κέντρα της Φιλικής Εταιρείας. Ανάμεσα στους Έλληνες που είχαν μυηθεί ήταν ο στρατιωτικός διοικητής της πόλης Βασίλειος Καραβίας, που τον Φεβρουάριο του 1821 εκδίωξε τους Τούρκους.
Το Γαλάτσι ανακαταλήφθηκε από τον οθωμανικό στρατό τον Μάιο, με μεγάλες απώλειες στον άμαχο πληθυσμό στην Μάχη του Γαλατσίου ήταν η πρώτη πραγματική μάχη στην Μολδοβλαχία ανάμεσα στις δυνάμεις της Φιλικής Εταιρίας, του πρίγκιπα Αλέξανδρου Υψηλάντη και των στρατευμάτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στα ευρύτερα πλαίσια της Ελληνικής επανάστασης του 1821 έγινε 1η τού Μάη τού 1821. Αρχηγός των Ελλήνων, Κρητικών στη καταγωγή, ήταν ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης με 600 άνδρες που είχαν αναλάβει την προστασία της πόλης έναντι δύο χιλιάδων πεζών, τριών χιλιάδων ιππέων, πεδινά κανόνια και 18 πλωτών κανονιοφόρων. Έκβαση, νίκη των Τούρκων.
ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙ
Aπό το Iάσιο ο Yψηλάντης αναχώρησε την 1η Μαρτίου, διέσχισε τη Μολδαβία, πέρασε στη Βλαχία και προς τα τέλη του μήνα βρέθηκε έξω από το Βουκουρέστι, όπου βρίσκονταν ήδη τα ένοπλα σώματα του Γεωργάκη Ολύμπιου.
Οι μικρές οθωμανικές φρουρές δεν ήταν δυνατό να εμποδίσουν την πορεία του.
Παρόλα αυτά, τα προβλήματα είχαν αρχίσει να διαφαίνονται. Oι πολεμικές προετοιμασίες ήταν ανεπαρκείς.
Ο στρατός συγκροτούνταν καθ’οδόν ανάλογα με την προσέλευση των εθελοντών, ενώ πολλοί ήταν άοπλοι ή πλημμελώς οπλισμένοι.
Oι ομογενείς των περιοχών αυτών φαίνονταν διστακτικοί στην πλειονότητά τους στο να βοηθήσουν ενεργά και ουσιαστικά, ενώ και οι ντόπιοι πληθυσμοί ήταν μάλλον εχθρικοί, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας των αρπαγών και των λεηλασιών που υφίσταντο από τμήματα του στρατού του Υψηλάντη.
Eπιπρόσθετα, είχε διαφανεί ότι δεν υπήρχε ελπίδα για επανάσταση των Σέρβων.
Η επικοινωνία με τον Αλή-πασά δεν είχε καταστεί δυνατή και μόνο ο Βλαδιμιρέσκου, επικεφαλής αγροτικού κινήματος στη Bλαχία, που επίσης κατευθυνόταν την ίδια εποχή προς το Βουκουρέστι και θα μπορούσε να καταστεί σύμμαχος.
Στις 17 Μαρτίου ο Υψηλάντης υψώνει τη σημαία στο Βουκουρέστι, όπου συναντά τον Γιάννη Φαρμάκη και τον Γεωργάκη Ολύμπιο
ΔΡΑΓΑΤΣΑΝΙ
Η πρώτη μεγάλη μάχη του Ιερού λόχου που επιλέγει να δώσει ο Υψηλάντης, είναι στην κωμόπολη του Δραγατσανίου, όπου είναι εγκατεστημένη ισχυρή φρουρά με ιππικό των Τούρκων.
Για αυτή την μάχη προσπάθησε να συγκεντρώσει όλη την μάχιμη δύναμη που διέθετε .
Τα πρώτα ελληνικά τμήματα ξεκίνησαν προς την κατεύθυνση του Δραγατσανίου στις 15 Ιουνίου 1821, με άσχημες καιρικές συνθήκες και έφτασαν στην περιοχή στις 18 Ιουνίου.
Οι θέσεις που κατέλαβαν οι Έλληνες στους πρόποδες των γύρω βουνών παρείχαν πλεονεκτήματα, και ο αρχηγός των τουρκικών δυνάμεων του Δραγατσανίου Καρά Φεϊζ, για να αντιμετωπίσει τα ελληνικά τμήματα, άρχισε να κατασκευάζει οχυρώματα και συγχρόνως να πυρπολεί τμήμα του χωριού.
Ενώ όμως ο ίδιος ο Υψηλάντης, που βρισκόταν σε απόσταση τριών ωρών από το σημείο της μάχης, συσκεπτόταν με το Γεωργάκη Ολύμπιο, ο χιλίαρχος Βασίλειος Καραβίας, στις 19 Ιουνίου 1821 και παρά τις αντίθετες διαταγές επιτέθηκε με 800 ιππείς εναντίον της μονής Σερμπανεστίου, όπου είχαν οχυρωθεί οθωμανικές δυνάμεις.
Η επίθεση απέτυχε και πολλοί από τους ιππείς εγκατέλειψαν τον αγώνα Ο Νικόλαος Υψηλάντης, επικεφαλής του Ιερού Λόχου, έσπευσε προς βοήθεια με 375 αξιωματικούς και οπλίτες, οι Ιερολοχίτες πολεμούσαν μόνοι τους χωρίς την υποστήριξη ιππικού του Καραβία.
Η μάχη ήταν σκληρή και αιματηρή.
Μαζί του ο Γεώργιος Λασσάνης, που έχει ενταχθεί και αυτός στον Ιερό λόχο.
Έτσι ο Ιερός Λόχος δέχτηκε επίθεση από το τουρκικό ιππικό, αρνούμενος το κάλεσμα να παραδοθεί, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρές απώλειες. Με 205 νεκρούς και 37 αιχμαλώτους .
Στη κρίσιμη στιγμή της μάχης, έφτασε ο Γεωργάκης Ολύμπιος ο οποίος διέσωσε τους υπόλοιπους, 136 ανάμεσα και ο Τσακάλωφ εκ των ιδρυτών της Φιλικής εταιρίας .
Ο Νικόλαος Υψηλάντης σώθηκε τυχαία από έναν φιλέλληνα Γάλλο αξιωματικό, που τον ανέβασε στο άλογό του.
Ο Λασσάνης, αφού πολέμησε ηρωικά μαζί με τον αρχηγό του, τον ακολούθησε στις 7 Ιουνίου 1821 στην απόφασή του να υποχωρήσουν προς τα Αυστριακά σύνορα, καθώς είχε διαφανεί πια, ότι η μάχη είχε χαθεί και ο στρατός με τις τεράστιες απώλειες, που υπέστη, είχε ουσιαστικά διαλυθεί.
Όλοι μαζί και οι άνδρες που είχαν διασωθεί, κατέφυγαν, αρχικά, προς το Ρίμνικο, μια πόλη βορειοδυτικά του Δραγατσανίου.
Εκεί, στις 8 Ιουνίου 1821, συνέταξε την τελευταία διαταγή του, με την οποία στιγμάτισε την προδοσία του πολιτικού και στρατιωτικού του επιτελείου και εξήρε την αυτοθυσία του Ιερού Λόχου.
Ο Υψηλάντης με τά αδέρφια του και τον Γ. Λασσάνη κατευθύνθηκαν στην μονή Κόζια, με σκοπό να περάσουν τα Αυστριακά σύνορα.
Οι δε οπλαρχηγοί μαζί με τους άνδρες τους απεφάσισαν να κατευθυνθούν προς βορειοανατολικά, για να περάσουν στην Βεσσαραβία και την Ρωσία και στην συνεχεία να κατευθυνθούν στην Ελλάδα, σε καμιά περίπτωση όμως να παραδοθούν στους Τούρκους.
Στην επόμενη δημοσίευση θα αναφερθούμε στις συγκρούσεις, που έγιναν στον δρόμο των οπλαρχηγών και των συντρόφων τους, προς την Βεσσαραβία και την Ρωσία και στην μεθεπόμενη, στην πορεία του Αλέξανδρου Υψηλάντη και αυτών που τον συντρόφευαν στο μοναστήρι Κοζιά, όπου και κατέληξαν.