Ο Γιάννης ήταν 23 ετών όταν το 1947 η πατρίδα τον στράτευσε και έλαβε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο από το 47 έως τον Αύγουστο του 49. Σχεδόν τρία χρόνια. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες τόσο στο Βίτσι όσο και στο Γράμμο.
Σαν νέος στρατιώτης μετά την βασική εκπαίδευσή του πήρε μέρος σε έναν αγώνα σκοποβολής. Ήταν άριστος σκοπευτής. Άτυχος όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση. Εκείνος με το όπλο του σημάδεψε κανονικά. Έπιασε διάνα, δηλαδή στο κέντρο του στόχου. Μα ο στόχος δεν ήταν δικός του, αλλά του διπλανού στρατιώτη. Έτσι νικητής δεν ήταν ο Γιάννης αλλά το διπλανό του «στραβάδι» που είχε αστοχήσει παντελώς. Ο έπαινος λοιπόν χάθηκε. Τον πήρε αδίκως ο άλλος.
Στις μάχες ήταν πάντα πολυβολητής. Είχε και έναν βοηθό για γεμιστή. Στο στρατό έκανε ανδραγαθήματα πολλά και γι αυτό του δώσανε και βαθμό. Η μάνα του η Βασίλαινα ήταν πολύ περήφανη για τον μοναχογιό της. Όταν την ρωτούσαν για τον Γιάννη της, με πολύ υπερηφάνεια έλεγε και ξανάλεγε πως εκείνος έχει μεγάλο, μα πολύ μεγάλο βαθμό στο στρατό.
Την ρωτούσαν:
-Είναι λοχαγός;
-Όχι
-Μήπως είναι ανθυπολοχαγός;
-Όχι
-Μήπως είναι δεκανέας ο Γιάννης ρε θεία;
-Nαι, ναι αυτό είναι.
Όταν ήταν σε επιφυλακή, στο κατάφυτο από οξιές Βίτσι, μια κουραμάνα ψωμί είχε μόνιμα δίπλα του. Κι αυτή βουτηγμένη στο νερό, να την δαγκώνει που και που όταν πεινούσε. Μέσα στην ομίχλη και μέσα από την σκηνή παρατηρούσε και προσπαθούσε να αφουγκρασθεί το τρίξιμο στα συρματοπλέγματα, σημάδι ότι έρχονται. Έρχονται οι αντάρτες. Κι αυτό πολλές φορές τον ξεγελούσε, γιατί και ο αγέρας συχνά έτριζε χωρίς λόγο τα συρματοπλέγματα. Και όταν οι αντάρτες τους βομβάρδιζαν παρακαλούσε νάναι το χώμα μαλακό. Γιατί μόνο έτσι οι οβίδες έπεφταν χαλαρά και δεν έσκαγαν εύκολα. Στo ενδιάμεσο κάθε μάχης οι αντάρτες ποτέ δεν ξεχνούσαν τους στρατιώτες . Τους φώναζαν με τηλεβόες χρησιμοποιώντας εφευρετικά κοσμητικά επίθετα:
-Έϊ χαλβατζήδες !
-Ρε κωλόπαιδα της Φρειδερίκης! Της Βασίλισσας δηλαδή.
Εκείνοι ποτέ δεν απαντούσαν, απαγορευόταν.
Οι όποιες προμήθειες έφθαναν στον στρατό μόνο με μουλάρια, που πολλές φορές και αυτά από το πολύ κρύο το χειμώνα έπεφταν μονομιάς κάτω και ψοφούσαν.
Μια αντάρτισσα, νεαρό κορίτσι, που την είχε ο Γιάννης και σε φωτογραφία, τους έριξε πενήντα χειροβομβίδες πριν την πιάσουν αιχμάλωτη. Τόσο θαρραλέα ήταν η «άτιμη». Και μία άλλη, πολύ όμορφη, που μέσα στην μάχη την βρήκε τραυματισμένη λέγοντάς της, για να την παρηγορήσει, πως και εκείνον σε λίγο η ίδια τύχη τον περίμενε.
Οι συμπτώσεις με συναισθηματικές προεκτάσεις, που μου έλεγε για τον πόλεμο αυτό ήταν πολλές. Σε μία από αυτές σε αναγνώριση στρατιωτικής φάλαγγας, δύο αδέλφια βρέθηκαν ένα βράδυ αντιμέτωποι. Ο καθένας στην αντίπαλη πλευρά από τον άλλο. Αυτά τα απίθανα και όχι μόνο πράγματα είχε να δείξει ο εμφύλιος.
Από θαύμα γλίτωσε ο Γιάννης σε μια επιχείρηση του στρατού για κατάληψη πολυβολείου των ανταρτών. Στον Γράμμο, κοντά στο Επταχώρι της Καστοριάς. Όλη η επιχείρηση ήταν κακά σχεδιασμένη. Άλλο πολυβολείο στην απέναντι πλαγιά τους θέρισε στην κυριολεξία. Όταν η ομάδα του κατάλαβε την παγίδα οπισθοχώρησε. Όλοι χάθηκαν πλην του Γιάννη, που έμεινε μόνο με την λαβή του πολυβόλου. Το υπόλοιπο όπλο καταστράφηκε από τις σφαίρες. Αποσύρθηκε πίσω από μία ράχη. Το χιτώνιό του, όπως έτρεχε να γλυτώσει και ανέμιζε, τα πυρά το είχαν κάνει σουρωτήρι. Δεν πίστευε πως είναι ζωντανός. Ψαχνόταν να δει που είχε χτυπηθεί. Κρατούσε την λαβή του πολυβόλου τόσο σφιχτά, που οι άλλοι στρατιώτες είδαν και έπαθαν να ανοίξουν το χέρι του. Σώθηκε γιατί ένα φυλακτό με τίμιο ξύλο, που του είχε δώσει η μάνα του η Βασίλαινα, έκανε το θαύμα του, κατά πως φαίνεται.
Μια μέρα, προς το τέλος του εμφυλίου, και ενώ και οι αντάρτες και ο στρατός είχαν αποκάμει και κουραστεί από τις πολύχρονες μάχες, ο Γιάννης ήταν από τους λίγους που πολεμούσαν. Ο κίνδυνος να τον πιάσουν αιχμάλωτο ήταν ορατός. Εκείνος τράβηξε τότε από το πόδι, έξω από το όρυγμα, έναν ανθυπολοχαγό, που από το φόβο του είχε κρυφθεί εκεί και του είπε:
-Άκου. Εγώ δεν θα κάτσω να με πιάσουν αυτοί, οι αντάρτες. Θα βγάλω τα άρβυλα και θα γίνω καπνός. Εσάς θα πιάσουν πρώτους και αλλοίμονό σας..
Εκείνος σαν να προσβλήθηκε από το γεγονός αυτό και έβαλε κι άλλους στρατιώτες στην μάχη.
Κάποτε του συνέστησα να δει ένα κινηματογραφικό έργο με θέμα τα γεγονότα της εποχής εκείνης. Αρνήθηκε κατηγορηματικά να πάει να το δει. Θα του έρχονταν, λέει, άσχημες μνήμες για όλα τα παιδιά, αντάρτες και στρατιώτες, που χάθηκαν, που χάθηκαν τόσο άδικα. Και είχε τόσο δίκιο.
Και όταν μία φορά μου εξιστορούσε τα γεγονότα του εμφυλίου, εγώ, παιδί 7 ετών τότε, τον ρώτησα:
-Και δεν μου λες, εσύ σκότωσες στον πόλεμο;
Eκείνος με περισσή ειλικρίνεια και αυτοκριτική μου απάντησε:
- Από μακριά έριχνα στην μάχη με το όπλο μου και δεν ξέρω αν χτύπησα κάποιον, μα από κοντά δεν έριξα ποτέ ούτε μία σφαλιάρα σε αντάρτη αιχμάλωτο, όπως πάντα πολλοί στρατιώτες το έκαναν. Ήμασταν αδέλφια.
Μεγάλη, ειλικρινή και πονεμένη απάντηση από πατέρα σε γιο. Γιατί αυτός που ρωτούσα δεν μου ήταν ξένος, μα ήταν ο πατέρας μου Γιάννης Φαρμάκης.
Κώστας Ι. Φαρμάκης
Ξάνθη