Ιστορία του Φρουρίου – Κάστρο του Σωσκού
Τή σημερινή του ονομασία τό «Φρούριο» την οφείλει σέ παρακείμενο κάστρο. Τό κάστρο ονομάζονταν «Κάστρο του Σωσκού». Είναι κάστρο Βυζαντινό τής ίδιας σειράς των Σερβίων. Οι Βυζαντινοί συγγραφείς στη κείμενά τους τό αναφέρουν:
(«Έμμετρος Ιστορία» Εφραίμ του Μοναχού).
(«Αλεξιάδα» Άννης Κομνηνής. Εκδ. έν Βόννη 1839, τόμος 1ος, βιβλίον 5ον, σελίς 242, στ. 21).
(«Χρονική Συγγραφή» Γεωργίου Άκροπολίτη. ’Έκδ. εν Βόννη 1836, σελ. 178, 181).
Επίσης ό Διονύσ. Ζακυνθηνός στη «Βυζαντινή Ιστορία» του και στη σελίδα 435, μας λέγει:
«Ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος τό 1015 τήν άνοιξη εξεστράτευσε εναντίον τής Εδέσσης (Βοδινών) καί οι κάτοικοί της επαναστάτησαν καί σήκωσαν τά όπλα εναντίον του Βυζαντίου καί τό «Φρούριο» παραδόθηκε στις 9 Απριλίου. Ο Ιωάννης Βλαδίσθλαβος ήλθε σε διαπραγματεύσεις. Αυτός καί οι άρχοντες της Βουλγαρίας μέ γράμματα ωμολόγησαν πώς θά γίνονταν υπήκοοι καί δούλοι του Βασιλιά. Άλλ’ ο Βασίλειος επειδή είχε δυσπιστία στις προτάσεις των Βουλγάρων ανέλαβε νέα επιθετική δράση και ελεηλάτησε την περιοχή του Όστρόβου καί του Σωσκού καί την πεδιάδα τής Πελαγονίας. Έπειτα κατέλαβε τήν Αχρίδα στην οποία ήσαν τά ανάκτορα των Βουλγάρων Βασιλειάδων».
Ο δέ Παναγιώτης Λιούφης στην «Ιστορία τής Κοζάνης», εκδ. 1924 σελ. 31 μας εξηγεί πώς «ό Σωσκός είναι Φρούριο Βυζαντινό τής ίδιας σειράς των Σερβίων».
Στα παραπάνω κείμενα των Βυζαντινών και νεωτέρων Ιστορικών συγγραφέων φαίνεται νά υπάρχει κάστρο μέ την ονομασία «Σωσκός». Καί τό κάστρο αυτό δεν είναι άλλο παρά τό ευρισκόμενο στό χωριό «Φρούριο», έφ’ όσον στα κείμενα αναφέρονται καί κάστρα πού βρίσκονται πλησίον αυτού (Στανός).
Τα κάστρα αυτά κατά τόν Ιστορικό Προκόπιο τά έκτισε ό Ιουστινιανός. Ό Ιουστινιανός απ’ τ’ ανατολικά σύνορα τού Βυζαντινού Κράτους έως τά δυτικά και τά βόρεια φρόντισε ν’ αναγερθούν φρούρια καί διάφοροι Πύργοι πού ονομάζονταν «Μονοπύργια».
Τά Φρούρια καί τά «Μονοπύργια» είχαν διαρκή στρατιωτική φρουρά καί χρησίμευαν σαν καταφύγια. Οί γύρω κάτοικοι σέ περίπτωση εχθρικών επιδρομών έτρεχαν καί κλείνονταν μέσα σ’ αυτά.
Επίσης άπ’ τά αρχαία αυτά κείμενα συνάγεται τό συμπέρασμα πώς ή περιοχή αυτή στους Βυζαντινούς χρόνους κατοικείτο. Οι μετέπειτα ονομασίες του χωρίου «Ίζεσκός» και «Νεζεσκός» προήλθαν άπό παραφθορά του «Σωσκός».
Στον κώδικα τής Τζάμπορδας τό «Φρούριο» φέρεται με την ονομασία Νεζεσκός. Κατόπιν του εδόθη η όνομασία «Παληάλωνα» άπό μιά ομώνυμη τοποθεσία πού βρίσκεται πάνω σέ ύψωμα άνατολικά του χωριού. Τελευταία δέ πήρε την ονομασία «Φρούριο».
Ή ένδειξη ζωής στό «Φρούριο» δεν αρχίζει άπ’ τη Βυζαντινή εποχή. Χάνεται στά βάθη των αιώνων. Κατά καιρούς βρέθηκαν στό «Φρούριο» λίθινα εργαλεία πού πείθουν γιά ένδειξη ζωής κατά την Νεολιθική εποχή. Απ’ τά αντικείμενα αυτά τίποτε δέ σώζεται σήμερα καί χάθηκαν στήν περιοχή του χωριού. Όπως μου διηγήθηκε ό φίλος των άρχαίων κ. Παυλίτσας Φώτιος, βρήκε σφυρί λίθινο σέ καλή κατάσταση. Τό χρώμα του λίθου ήταν μαύρο καί επιβεβαιώνει ακόμη περισσότερο τήν πληροφορία.
Τά λίθινα αυτά αντικείμενα, ώς καί μερικά πήλινα αγγεία είναι ή μόνη πληροφορία γιά ένδειξη ζωής κατά τούς Ηρωικούς καί Ομηρικούς χρόνους (2.000 π.Χ.-776 π.Χ.).
Δείγματα ζωής στήν περιοχή κατά τούς ιστορικούς χρόνους (776-323 π.Χ.) έχουμε πάρα πολλά. Έχουμε χάλκινα κοσμήματα πού βρέθηκαν μέσα σέ κυβωτιόσχημους τάφους. Σιδερένια όπλα καί νόμισμα χάλκινο του Φιλίππου Β’. Τ’ αντικείμενα αυτά θά τά δούμε παρακάτω.
Άπ’ τό 323 π.Χ. μέχρι τό 395 μ.Χ. τήν παρουσία των κατοίκων στην περιοχή τή δείχνουν τά εξής άνιικείμενα: α) ένα πήλινο λυχνάρι Ρωμαϊκών χρόνων, β) πήλινα άγγεία και γ) τό νόμισμα μέ τήν προτομή του Άδριανού.
Γιά τή Βυζαντινή έποχή (395-1453 μ.Χ.) είπαμε πώς έχουμε σα μαρτυρία τούς Βυζαντινούς συγγραφείς.
Στήν έποχή τής Τουρκοκρατίας έχουμε τις ζωντανές μαρτυρίες των λίγων κατοίκων πού ζουν και πολλά νομίσματα μέ Αραβικές χρονολογίες.
Τό «Φρούριο» λοιπόν είναι χωριό ιστορικό και δίνει έντονη τήν παρουσία του σ’ όλες τις περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας.
Οί τάφοι
Μπορούμε νά πούμε πώς η περιοχή του «Φρουρίου» είναι όλη μια νεκρούπολη. Οί αρχαίοι τάφοι τούς όποιους έχει, είναι πολλοί. Βρίσκονται κατά μήκος μιας γραμμής πού ξεκινά άπ’ τή θέση «Μπάρες», διέρχεται τού σημερινού χωριού, τού νεκροταφείου, τού Αγίου Δημητρίου, τής θέσεως «Κτιού» και φτάνει μέχρι κάτω στόν «Κάμπο». Τούς τάφους του «Κάμπου» θά μπορούσαμε νά τούς χαρακτηρίσουμε προέκταση των τάφων τής Αίανής. Οί τάφοι όλοι είναι φτιαγμένοι κυβωτιόσχημοι καί με δύο ειδών πέτρες: α) τίς πορώδεις καί β) τΙς συμπαγείς πέτρινες πλάκες.
Τις πέτρες αυτές τις έπαιρναν άπ’ τήν περιοχή του χωριού έφ’ όσον καί σήμερα υπάρχουν τέτοιες πέτρες στα «Παληάλωνα» και τόν «Κτιό». Πολλοί άπό τούς τάφους είναι ορθογώνιοι με τίς πλάκες εφαρμοζόμενες. Άλλοι είναι σέ σχήμα τραπεζίου καί πρός τό μέρος τής μεγάλης βάσεως βρίσκεται τό κεφάλι του νεκρού, ό,τι γίνεται δηλαδή καί μέ τό σημερινό φέρετρο. Σέ μερικούς οί επάνω πλάκες τής στέγης προεξέχουν αριστερά καί δεξιά. Μάλιστα δέ βρέθηκαν σέ τέτοιους τάφους καί κτερίσματα έξω άπ’ αύτούς, άλλά σκεπασμένα μέ τίς προεξέχουσες πλάκες. Κανένας τάφος δέν βρέθηκε εντελώς κενός. Όλοι τους είχαν μέσα χώμα. Ο νεκρός στούς τάφους δέν έχει μιά όρισμένη θέση. Βρέθηκαν νεκροί πού κοίταζαν τή δύση αλλά καί νεκροί νά κοιτάζουν πρός τήν ανατολή.
Επίσης στή θέση «Αηλιάγας», όπου έσκαψε ή μπουλντόζα βρέθηκαν καί τάφοι πρόχειροι, χωρίς δηλαδή λίθους. Τούτο διαπιστώνεται άπ’ τό χρώμα του χώματος στόν όχθο του αναχώματος. Κι όπως διηγούνται οι κάτοικοι κάτω άπ’ τή θέση «Άη Θανάση» βρέθηκε ομαδικός τάφος. Στόν «Κάμπο» κάτω πάλι υπάρχουν τάφοι πρόχειροι μέ λίγες μόνο μικρές πέτρες γύρω άπ’ τό νεκρό. Ίσως σ’ όλους αυτούς τούς πρόχειρους τάφους νά θάφτηκαν σκοτωμένοι από εχθρική έπιδρομή. Ή τοποθεσία «Άη Θανάσης» είναι προνομιούχα γι’ αντίσταση, επειδή είναι ύψωμα. Επίσης τό μέρος του «Κάμπου», όπου υπάρχουν πρόχειροι τάφοι οδηγεί στο κάστρο του «Σωσκού».
Τά ευρήματα των τάφων είναι πολύ σημαντικά, γιατί μας επιτρέπουν νά σχηματίσουμε μιά εικόνα για τον πολιτισμό των παλαιών αυτών κατοίκων τής περιοχής και νά μελετήσουμε όχι μόνο τά ταφικά τους έθιμα, άλλά και τόν τρόπο του ένδύματος και τόν οπλισμό τους.
'Απ’ τις ταφές αυτές άλλες είναι ανδρικές κι άλλες γυναικείες. Σε κάθε ταφή υπάρχει ένα πήλινο κυρίως αγγείο και πολλές φορές δύο. Τα αγγεία αυτά περιείχαν υγρό (κρασί, λάδι, γάλα) ή τροφή, πού αποτελούσαν προσφορά στό νεκρό. Oι ανδρικές ταφές είναι σχετικά φτωχές γιατί έκτος απ’ τά αγγεία υπάρχει κι ό οπλισμός του νεκρού. Ο οπλισμός αποτελείτο από ένα μικρό μαχαιρίδιο, ένα δόρυ ή ένα μεγάλο μαχαίρι. Μάλιστα δέ σέ μιά ταφή ΝΑ του Σχολείου κάτω απ’ τό αμπέλι του κ. Κων/ νου Λιάκου βρέθηκε καί κομμάτι ακονίου μέ τρήμα. Σέ μιά μόνο αντρική ταφή βρέθηκε κόσμημα πού είναι ένα δαχτυλίδι μπρούντζινο. Αντίθετα πολλές γυναικείες ταφές περιέχουν κοσμήματα επειδή oι γυναίκες θάβονταν μέ τήν καλύτερη στολή τους κι όλα τά κοσμήματα που είχαν. ’Απ’ τά ευρήματα και τή θέση τους βγάζουμε τό συμπέρασμα πως τό γυναικείο ένδυμα ήταν ένα μακρύ επανωφόρι πού κρατιούνταν στους ώμους μέ δύο πόρπες. Μιά τέτοια γυναικεία ταφή βρέθηκε στή θέσι «Μπάρες» μέ τήν καλλιέργεια των χωραφιών.
Πόρπες επίσης «Οκτώσχημες» μεγάλες βρέθηκαν μαζί μέ άλλες μικρότερες στον τάφο του χωραφιού τού κ. Ευθυμίου Κούρα. Μαζί μ’ αυτές βρέθηκαν κι άλλες μικρότερες. Επίσης βρέθηκαν χάλκινα κουμπιά σέ σχήμα ασπίδας στή μέση του σώματος του νεκρού. Τά κουμπιά αυτά ήσαν ραμμένα πάνω στή δερμάτινη ή άπό ύφασμα ζώνη. Τή ζώνη αύτή τήν πόρπωναν στή μέση.
Κοσμήματα τής κεφαλής δέν βρέθηκαν άκόμη σέ καμιά ταφή του «Φρουρίου». Αντίθετα πολλές γυναικείες ταφές ήταν πλούσιες σέ κοσμήματα των άκρων. Βρέθηκαν ζεύγη φελλίων καί δακτυλίδια μπρούτζινα. Μάλιστα δέ η νεκρή τής ταφής στό χωράφι του κ. Κούρα είχε τρία βραχιόλια στό ένα χέρι και τρία στό άλλο. Επίσης στά δάκτυλά της είχε τρία πεπλατυσμένα μπρούτζινα δαχτυλίδια.
Πολλοί συγκεντρωμένοι τάφοι υπάρχουν στό χωριό κάτω άπ’ το ύψωμα «Αη Θανάσης», γύρω άπ’ τό Δημοτικό Σχολείο, στό σημερινό νεκροταφείο, στό χωράφι του κ. Κούρα Εύθυμίου, άπέναντι άπ’ τήν Αγία Παρασκευή καί στον «Κάμπο». Πολλοί άπό τούς τάφους του «Κάμπου» είναι συλλημένοι άπό πολύ παλιά. Ή περιοχή αύτή, είμαι τής γνώμης, πώς πρέπει νά φυλαχτεί, γιατί ή τοποθεσία είναι ερημική.
Τό κάστρο «Σωσκού»
Δύο εκδοχές υπάρχουν γιά τήν ονομασία του κάστρου «Σωσκού»: ή μία είναι πώς ή λέξη «Σωσκός» προήλθε άπ’ τό ρήμα «σώζω» (σωμός) καί ή άλλη νά προήλθε άπ’ τό «σηκός», δωρικό «σακός» πού σημαίνει μέρος περίφραχτο. Η δεύτερη εκδοχή κατά τή γνώμη μου είναι καί η πιό πιθανή.
Τό κάστρο βρίσκεται δυτικά του χωριού, πάνω άπ’ τά βράχια τής όχθης του Αλιάκμονα. Τό έδαφος είναι επικλινές καί είναι καλυμμένο μέ θάμνους πουρναριών. Ανατολικά, Βορειοανατολικά και Νοτιοανατολικά σώζονται ακόμη ερείπια. ’Απ’ τις άλλες πλευρές τό κάστρο είναι άδιάβατο έξ αιτίας των αποτόμων βράχων. Στήν επιφάνειά του υπάρχουν διεσπαρμένες πολλές πέτρες καί κεραμίδια. Στήν είσοδο του κάστρου πού βρίσκεται Ανατολικά, οι κάτοικοι μου είπαν πώς παλαιότερα έβγαλαν δύο μεγάλα πήλινα πιθάρια. Κανένα άλλο αντικείμενο δέν βρέθηκε στήν περιοχή του κάστρου.
Από το βιβλίο του δάσκαλου Βασίλη Γεωργούλα:
ΦΡΟΥΡΙΟ ΚΟΖΑΝΗΣ (ΙΣΤΟΡΙΑ – ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ)
ΕΚΔΟΣΗ 1978
(Διατηρήθηκε το δυνατόν η ορθογραφία του πρωτοτύπου)
Δείτε ακόμη: Στανόν - Σωσκός: Πόλεις-Κάστρα της περιοχής