ΑΡΙΔΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Ο Μακεδονομάχος του Λιβαδερού
Ο Μακεδονομάχος του Λιβαδερού
.
Στο Λιβαδερό γεννήθηκε και έδρασε ο Αρίδας Δημήτριος του Νικολάου και της Σταματούλας, ο οποίος κατά γενική ομολογία των κατοίκων είναι ο μόνος μακεδονομάχος του Λιβαδερού.
Γεννήθηκε την 1η Μαρτίου του 1864 και πέθανε στις 11 Απριλίου του 1969.
Στο Λιβαδερό γεννήθηκε και έδρασε ο Αρίδας Δημήτριος του Νικολάου και της Σταματούλας, ο οποίος κατά γενική ομολογία των κατοίκων είναι ο μόνος μακεδονομάχος του Λιβαδερού.
Γεννήθηκε την 1η Μαρτίου του 1864 και πέθανε στις 11 Απριλίου του 1969.
Οι πληροφορίες που υπάρχουν γι’ αυτόν στηρίζονται αποκλειστικά σε προφορικές μαρτυρίες-διηγήσεις ανθρώπων που είτε ήταν συγγενείς του είτε γνώριζαν γι’ αυτόν. Σύμφωνα μ’ αυτές, ο Αρίδας Δημήτριος (Αρδουμήτσιους αλλά και Μήτσιους ου τσιγγέλης-επειδή είχε μεγάλο και τσιγγελωτό μουστάκι): «Πολέμησε με τον Παύλο Μελά», «πολέμησε στο Μακεδονικό Αγώνα», «σκότωσε έναν Τούρκο Μπέη ή Μπίνμπαση [τουρκικό binbasi = ταγματάρχης] στην περιοχή Σκάλα του χωριού Τριγωνικό Κοζάνης», «σκότωσε έναν Τούρκο Μπέη στης Κατερίνης το Λάκκο, περιοχή μεταξύ Τριγωνικού και Μικροβάλτου», «δικάστηκε δεκατρία χρόνια φυλακή στα Μπιτόλια (bitola, Μοναστήρι στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας). Ας δούμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ο Αρίδας Δημήτριος ξεκίνησε τη δράση του από μικρή ακόμα ηλικία, ως αρχηγός μικρής αλλά οπωσδήποτε ισχυρής συμμορίας κλεφτών που συγκρούστηκε αρκετές φορές με Τούρκους αλλά και με Βουλγάρους. Στις αρχές του 20ου αιώνα στην περιοχή των Καμβουνίων έγινε πανίσχυρος. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που τον επέλεξαν ως «σύνδεσμο», όσοι από την ελεύθερη Ελλάδα στήριζαν τον αγώνα στη σκλαβωμένη Μακεδονία. Με αυτή την ιδιότητα προωθούσε βορειότερα «τα ευζωνάκια» που έρχονταν από «το Ελληνικό» και τα έφερνε σε επαφή με αρχηγούς μεγάλων ομάδων, που δρούσαν είτε αυτόνομα είτε υπό την καθοδήγηση Ελλήνων αξιωματούχων. Το ελεύθερο ελληνικό κράτος είχε επικηρύξει αρκετούς Τούρκους και Βουλγάρους εξαιτίας των πολλών αγριοτήτων που διέπρατταν σε βάρος των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας. Σε μία από τις εξορμήσεις με τη συμμορία του και σε συνεργασία με τον Μακρή, κλέφτη από το χωριό Ντριάνοβο (σήμερα Δρυμός) της Ελασσόνας, στήνει ενέδρα στο απόσπασμα ενός Τούρκου μπέη, ενός μπίνσμπαση, στην τοποθεσία Λάκκος Κατερίνης (γέφυρα Προσηλίου-Μικροβάλτου). Ο Αρίδας έχει ενημερωθεί ότι ο μπέης θα καβαλάει το τρίτο από το τέλος άσπρο άλογο, από τα δέκα ίδια άσπρα άλογα που προπορεύονταν ώστε να είναι άγνωστο σε ποιο είναι καβάλα ο μπέης. Επειδή ήταν άριστος σκοπευτής τον βρήκε με την πρώτη βολή και στη συνέχεια σκότωσαν και τους υπόλοιπους του αποσπάσματος. Πήρε το κεφάλι του μπέη και το πήγε στη Λάρισα όπου και εισέπραξε το μικρό ποσό της επικήρυξης. Οι Τούρκοι όμως απείλησαν πως αν δεν παραδοθεί ο υπαίτιος του θανάτου του μπέη θα προχωρήσουν σε αντίποινα, καίγοντας όλα τα χωριά της περιοχής των Καμβουνίων. Ο Αρίδας γενναίος και πονόψυχος, όπως ήταν πάντα, παρουσιάστηκε μαζί με κάποια από τα παλικάρια του ομολογώντας ότι αυτός διέπραξε το φόνο, και όταν τον ρώτησαν γιατί το έκανε, αρκέστηκε να πει: «Δε σας θέλουμε, θέλουμε τη λευτεριά μας». Δικάστηκε στο Μοναστήρι (Μπίτολα) και καταδικάστηκε σε 13-15 χρόνια φυλάκισης. Στη φυλακή τον έχτισαν σε ένα κελί όρθιο και του έβαλαν στο λαιμό πολύ βάρος (το ίδιο και τους άλλους). Οι σύντροφοί του δεν άντεξαν και πέθαναν, ο Αρίδας όμως άντεξε 24 ώρες και έτσι τον έβγαλαν από αυτό το κελί και του χάρισαν τη ζωή, κλείνοντάς τον όμως στις κανονικές φυλακές. Κάποιον από τους φίλους του, που κατάγονταν από τη Δεσκάτη Γρεβενών (κοντά στο Λιβαδερό), τον άφησαν να φύγει, λένε, επειδή έπαιζε πολύ καλό βιολί και τους έπαιξε ένα τούρκικο αμανέ.
Μέσα στη φυλακή πολλές φορές είχε ανατεθεί σε άτομα να τον σκοτώσουν αλλά αυτός φρόντιζε να έχει τους πάντες με το μέρος του. Έτσι ό,τι λεφτά του έστελναν από το «Ελληνικό», αυτός τα μοίραζε σε κρατουμένους και φύλακες, αποσπώντας κάθε φορά τις πληροφορίες που χρειάζονταν.
Σε ηλικία περίπου 45 ετών αποφυλακίζεται και επιστρέφει στο χωριό τραγουδώντας, όπως λένε.
Ο Αρίδας γνώρισε τον Παύλο Μελά και συμμετείχε σε κάποιες επιχειρήσεις του στη Δ. Μακεδονία. Τον αγαπούσε και τον θαύμαζε. Γι’ αυτό και αποφάσισε να πάρει εκδίκηση, όταν η συμμορία του Βούλγαρου Κομιτατζή Μήτρου Βλάχου, που διακήρυττε ότι «οι Γραικομάνοι να τελειώνουν», πρόδωσε τον Παύλο Μελά και τον σκότωσαν οι Τούρκοι. Συνεργάζεται με τον Στάμκο (Σταμκόπουλο), κλέφτης από το Τριγωνικό(χωριό κοντά στο Λιβαδερό), καταστρώνουν και εκτελούν το εξής σχέδιο ώστε να πάρουν το κεφάλι του Τούρκου διοικητή: Ο Στάμκος, μετά από κλήρωση, ντύνεται ζητιάνος και ζητάει ελεημοσύνη από τους Τούρκους και να του παραχωρηθεί έστω κι ο χώρος στις τουαλέτες, για να κοιμηθεί και να φύγει την επόμενη μέρα. Πρέπει να ήταν θαυμαστή η στάση το Στάμκου και η ηθοποιΐα του βέβαια, ώστε να πετύχει από τον Τούρκο διοικητή αυτή την παραχώρηση. Τη νύχτα ο Τούρκος διοικητής βγήκε στην τουαλέτα για σωματική ανάγκη και ο Στάμκος του πήρε το κεφάλι. Αν χρειάζονταν και αναμέτρηση με τους Τούρκους οι κλέφτες με τον Αρίδα φύλαγαν απ’ έξω. Αυτή η πράξη μόνο φρασεολογικά αναγνωρίστηκε από τη Μεγάλη Ελλάδα.
Όταν ο Αρίδας αποφάσισε να παντρευτεί (μετά τη φυλακή βέβαια) θεωρούνταν αρκετά μεγάλος και δεν έβρισκε γυναίκα να παντρευτεί. Τελικά παντρεύτηκε μια 17χρονη από το διπλανό χωριό Άκρη της Ελασσόνας, η οποία είχε αρραβωνιαστεί με κάποιον στρατιωτικό που σκοτώθηκε πέφτοντας με το αεροπλάνο. Με αυτή τη σύζυγο (Πανάγιω) έκανε 6 παιδιά: Τον Νικόλαο (1914), Γραμμάτη (1918), Ανδρέα (1919), Θωμά (1923), Σοφία (1927), που χάθηκε το 1949 με τον εμφύλιο και τέλος την Αικατερίνη.
Έζησε 105 χρόνια χωρίς να τον ανταμείψουν κάπως για την ανεκτίμητη προσφορά του, όπως και τόσους άλλους βέβαια. Είχε θιχτεί παλαιότερα το θέμα του να του στήσουν ανδριάντα στην πλατεία του χωριού και θα ήταν αυτό ένα δείγμα τιμής γι’ αυτόν και τους συγγενείς του. Όμως η προσπάθεια αυτή δεν καρποφόρησε.
Στη δεκαετία του ’60, αρχές του 1968, έγιναν κάποιες ενέργειες για παραχώρηση κατοικίας στην Πτολεμαΐδα, σε ένδειξη αναγνώρισης των υπηρεσιών προς την πατρίδα. Τα χαρτιά ετοιμάστηκαν, αλλά πέθανε χωρίς να υπογράψει, τον Απρίλη του 1969. Επίσης λέγεται πως του δόθηκε κλήρος στα Τρίκαλα, που σήμερα θα μπορούσε να ζήσουν άνετα όλα του τα παιδιά, αλλά και εδώ δεν έκανε χρήση του δικαιώματός του.
Τον Αρίδα τον χαρακτήριζε η πίστη στον αγώνα, η ισχυρή θέληση (δεν υπήρχε περίπτωση να βάλει κάτι στο μυαλό του και να μην το πετύχει, λένε), η μαχητικότητα, η αποφασιστικότητα και η τεχνική σε όλες τις δραστηριότητες και ασχολίες του. Από μικρός ξεκίνησε ως μάστορας και σε πολύ μικρή ηλικία έγινε κλέφτης. Ένας παππούς μου είπε: «Αυτός, γιε ΄μ, ήταν μακιδουνουμάχους, σκότουσι του μπέη κι μόνου αυτός είχι πέτρινου αλώνι στου χουριό, ν’ αγαπούσι τ’ μαστουρική κι ήταν άπιαστους σι’ όλα…». Κάποιος άλλος μου είπε: «Όποιουν τζιουμπάνου έβρισκι τον έλιγι πως αν σι ρουτήσι κανένας τίνος είνι τα πρόβατα να μη φοβηθείς κι να πεις πως είνι τ’ Μήτσιου τ’ Τσιγκέλι και τράβα στη δουλειά σου να μη βρεις το μπελιά σου», κάτι που δηλώνει την ισχύ του και το φόβο που είχαν οι άλλοι γι’ αυτόν.
Ήταν πολύ ψηλός, γεροδεμένος, γαλανομάτης, αστείος και πολύ φιλότιμος. Πάντα συμβούλευε τα παιδιά του πως αν αποφασίζουν να δώσουν ένα χαρτζιλίκι στο μικρό παιδί τους, να προσέξουν αν φτάνουν τα λεφτά ώστε να δώσουν και στα ξένα που ήταν παρέα με το δικό τους, αλλιώς να μην κάνουν καθόλου την κίνηση και πληγώσουν τα ξένα παιδιά. Ήταν πολύ λογικός, δεν αγχωνόταν για τίποτα και μάλωνε τους δικούς του αν τους έβλεπε να στενοχωριούνται (περίπτωση θανάτου συγγενούς κλπ), λέγοντάς τους πως δε μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα, έτσι είναι η ζωή, με τις πίκρες της και τις χαρές της.
Φιλοσοφώντας, έλεγε πως κάποτε θα έρθει η ώρα που οι άνθρωποι θα αποξενωθούν, κοιτάζοντάς μόνο το συμφέρον τους και πως τα παιδιά δε θα λένε τη μάνα τους «μάνα» και τον πατέρα τους «πατέρα». Νομίζω πως δεν έπεσε έξω. Ακόμα έλεγε πως «φίλος αστυνομικός δεν υπάρχει». Επίσης ήταν πολύ ευγενικός και πάντα σου έλεγε χίλια ευχαριστώ για ό,τι κι αν του έδινες.
- Παππού, πόσα χρόνια έχεις; τον ρωτούσαν τα μικρά παιδιά πριν πεθάνει κι όταν αυτός καθόταν μπροστά στο σπίτι του.
- Ε, κάναν ιώνα θα’ έχου πιδιά ΄μ.
Αυτός ήταν ο Αρίδας Δημήτριος.
Οι πληροφορίες πάρθηκαν:
1) Από τον ανηψιό του, τον Αρίδα Δημήτριο 58 χρονών
2) Από την κόρη του Γραμματική Αρίδα 87 χρονών και τον άνδρα της Αγοραστό Νικόλαο 88 χρονών
3) Από άλλους κατοίκους του χωριού
Ο Αρίδας Δημήτριος ξεκίνησε τη δράση του από μικρή ακόμα ηλικία, ως αρχηγός μικρής αλλά οπωσδήποτε ισχυρής συμμορίας κλεφτών που συγκρούστηκε αρκετές φορές με Τούρκους αλλά και με Βουλγάρους. Στις αρχές του 20ου αιώνα στην περιοχή των Καμβουνίων έγινε πανίσχυρος. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που τον επέλεξαν ως «σύνδεσμο», όσοι από την ελεύθερη Ελλάδα στήριζαν τον αγώνα στη σκλαβωμένη Μακεδονία. Με αυτή την ιδιότητα προωθούσε βορειότερα «τα ευζωνάκια» που έρχονταν από «το Ελληνικό» και τα έφερνε σε επαφή με αρχηγούς μεγάλων ομάδων, που δρούσαν είτε αυτόνομα είτε υπό την καθοδήγηση Ελλήνων αξιωματούχων. Το ελεύθερο ελληνικό κράτος είχε επικηρύξει αρκετούς Τούρκους και Βουλγάρους εξαιτίας των πολλών αγριοτήτων που διέπρατταν σε βάρος των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας. Σε μία από τις εξορμήσεις με τη συμμορία του και σε συνεργασία με τον Μακρή, κλέφτη από το χωριό Ντριάνοβο (σήμερα Δρυμός) της Ελασσόνας, στήνει ενέδρα στο απόσπασμα ενός Τούρκου μπέη, ενός μπίνσμπαση, στην τοποθεσία Λάκκος Κατερίνης (γέφυρα Προσηλίου-Μικροβάλτου). Ο Αρίδας έχει ενημερωθεί ότι ο μπέης θα καβαλάει το τρίτο από το τέλος άσπρο άλογο, από τα δέκα ίδια άσπρα άλογα που προπορεύονταν ώστε να είναι άγνωστο σε ποιο είναι καβάλα ο μπέης. Επειδή ήταν άριστος σκοπευτής τον βρήκε με την πρώτη βολή και στη συνέχεια σκότωσαν και τους υπόλοιπους του αποσπάσματος. Πήρε το κεφάλι του μπέη και το πήγε στη Λάρισα όπου και εισέπραξε το μικρό ποσό της επικήρυξης. Οι Τούρκοι όμως απείλησαν πως αν δεν παραδοθεί ο υπαίτιος του θανάτου του μπέη θα προχωρήσουν σε αντίποινα, καίγοντας όλα τα χωριά της περιοχής των Καμβουνίων. Ο Αρίδας γενναίος και πονόψυχος, όπως ήταν πάντα, παρουσιάστηκε μαζί με κάποια από τα παλικάρια του ομολογώντας ότι αυτός διέπραξε το φόνο, και όταν τον ρώτησαν γιατί το έκανε, αρκέστηκε να πει: «Δε σας θέλουμε, θέλουμε τη λευτεριά μας». Δικάστηκε στο Μοναστήρι (Μπίτολα) και καταδικάστηκε σε 13-15 χρόνια φυλάκισης. Στη φυλακή τον έχτισαν σε ένα κελί όρθιο και του έβαλαν στο λαιμό πολύ βάρος (το ίδιο και τους άλλους). Οι σύντροφοί του δεν άντεξαν και πέθαναν, ο Αρίδας όμως άντεξε 24 ώρες και έτσι τον έβγαλαν από αυτό το κελί και του χάρισαν τη ζωή, κλείνοντάς τον όμως στις κανονικές φυλακές. Κάποιον από τους φίλους του, που κατάγονταν από τη Δεσκάτη Γρεβενών (κοντά στο Λιβαδερό), τον άφησαν να φύγει, λένε, επειδή έπαιζε πολύ καλό βιολί και τους έπαιξε ένα τούρκικο αμανέ.
Μέσα στη φυλακή πολλές φορές είχε ανατεθεί σε άτομα να τον σκοτώσουν αλλά αυτός φρόντιζε να έχει τους πάντες με το μέρος του. Έτσι ό,τι λεφτά του έστελναν από το «Ελληνικό», αυτός τα μοίραζε σε κρατουμένους και φύλακες, αποσπώντας κάθε φορά τις πληροφορίες που χρειάζονταν.
Σε ηλικία περίπου 45 ετών αποφυλακίζεται και επιστρέφει στο χωριό τραγουδώντας, όπως λένε.
Ο Αρίδας γνώρισε τον Παύλο Μελά και συμμετείχε σε κάποιες επιχειρήσεις του στη Δ. Μακεδονία. Τον αγαπούσε και τον θαύμαζε. Γι’ αυτό και αποφάσισε να πάρει εκδίκηση, όταν η συμμορία του Βούλγαρου Κομιτατζή Μήτρου Βλάχου, που διακήρυττε ότι «οι Γραικομάνοι να τελειώνουν», πρόδωσε τον Παύλο Μελά και τον σκότωσαν οι Τούρκοι. Συνεργάζεται με τον Στάμκο (Σταμκόπουλο), κλέφτης από το Τριγωνικό(χωριό κοντά στο Λιβαδερό), καταστρώνουν και εκτελούν το εξής σχέδιο ώστε να πάρουν το κεφάλι του Τούρκου διοικητή: Ο Στάμκος, μετά από κλήρωση, ντύνεται ζητιάνος και ζητάει ελεημοσύνη από τους Τούρκους και να του παραχωρηθεί έστω κι ο χώρος στις τουαλέτες, για να κοιμηθεί και να φύγει την επόμενη μέρα. Πρέπει να ήταν θαυμαστή η στάση το Στάμκου και η ηθοποιΐα του βέβαια, ώστε να πετύχει από τον Τούρκο διοικητή αυτή την παραχώρηση. Τη νύχτα ο Τούρκος διοικητής βγήκε στην τουαλέτα για σωματική ανάγκη και ο Στάμκος του πήρε το κεφάλι. Αν χρειάζονταν και αναμέτρηση με τους Τούρκους οι κλέφτες με τον Αρίδα φύλαγαν απ’ έξω. Αυτή η πράξη μόνο φρασεολογικά αναγνωρίστηκε από τη Μεγάλη Ελλάδα.
Όταν ο Αρίδας αποφάσισε να παντρευτεί (μετά τη φυλακή βέβαια) θεωρούνταν αρκετά μεγάλος και δεν έβρισκε γυναίκα να παντρευτεί. Τελικά παντρεύτηκε μια 17χρονη από το διπλανό χωριό Άκρη της Ελασσόνας, η οποία είχε αρραβωνιαστεί με κάποιον στρατιωτικό που σκοτώθηκε πέφτοντας με το αεροπλάνο. Με αυτή τη σύζυγο (Πανάγιω) έκανε 6 παιδιά: Τον Νικόλαο (1914), Γραμμάτη (1918), Ανδρέα (1919), Θωμά (1923), Σοφία (1927), που χάθηκε το 1949 με τον εμφύλιο και τέλος την Αικατερίνη.
Έζησε 105 χρόνια χωρίς να τον ανταμείψουν κάπως για την ανεκτίμητη προσφορά του, όπως και τόσους άλλους βέβαια. Είχε θιχτεί παλαιότερα το θέμα του να του στήσουν ανδριάντα στην πλατεία του χωριού και θα ήταν αυτό ένα δείγμα τιμής γι’ αυτόν και τους συγγενείς του. Όμως η προσπάθεια αυτή δεν καρποφόρησε.
Στη δεκαετία του ’60, αρχές του 1968, έγιναν κάποιες ενέργειες για παραχώρηση κατοικίας στην Πτολεμαΐδα, σε ένδειξη αναγνώρισης των υπηρεσιών προς την πατρίδα. Τα χαρτιά ετοιμάστηκαν, αλλά πέθανε χωρίς να υπογράψει, τον Απρίλη του 1969. Επίσης λέγεται πως του δόθηκε κλήρος στα Τρίκαλα, που σήμερα θα μπορούσε να ζήσουν άνετα όλα του τα παιδιά, αλλά και εδώ δεν έκανε χρήση του δικαιώματός του.
Τον Αρίδα τον χαρακτήριζε η πίστη στον αγώνα, η ισχυρή θέληση (δεν υπήρχε περίπτωση να βάλει κάτι στο μυαλό του και να μην το πετύχει, λένε), η μαχητικότητα, η αποφασιστικότητα και η τεχνική σε όλες τις δραστηριότητες και ασχολίες του. Από μικρός ξεκίνησε ως μάστορας και σε πολύ μικρή ηλικία έγινε κλέφτης. Ένας παππούς μου είπε: «Αυτός, γιε ΄μ, ήταν μακιδουνουμάχους, σκότουσι του μπέη κι μόνου αυτός είχι πέτρινου αλώνι στου χουριό, ν’ αγαπούσι τ’ μαστουρική κι ήταν άπιαστους σι’ όλα…». Κάποιος άλλος μου είπε: «Όποιουν τζιουμπάνου έβρισκι τον έλιγι πως αν σι ρουτήσι κανένας τίνος είνι τα πρόβατα να μη φοβηθείς κι να πεις πως είνι τ’ Μήτσιου τ’ Τσιγκέλι και τράβα στη δουλειά σου να μη βρεις το μπελιά σου», κάτι που δηλώνει την ισχύ του και το φόβο που είχαν οι άλλοι γι’ αυτόν.
Ήταν πολύ ψηλός, γεροδεμένος, γαλανομάτης, αστείος και πολύ φιλότιμος. Πάντα συμβούλευε τα παιδιά του πως αν αποφασίζουν να δώσουν ένα χαρτζιλίκι στο μικρό παιδί τους, να προσέξουν αν φτάνουν τα λεφτά ώστε να δώσουν και στα ξένα που ήταν παρέα με το δικό τους, αλλιώς να μην κάνουν καθόλου την κίνηση και πληγώσουν τα ξένα παιδιά. Ήταν πολύ λογικός, δεν αγχωνόταν για τίποτα και μάλωνε τους δικούς του αν τους έβλεπε να στενοχωριούνται (περίπτωση θανάτου συγγενούς κλπ), λέγοντάς τους πως δε μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα, έτσι είναι η ζωή, με τις πίκρες της και τις χαρές της.
Φιλοσοφώντας, έλεγε πως κάποτε θα έρθει η ώρα που οι άνθρωποι θα αποξενωθούν, κοιτάζοντάς μόνο το συμφέρον τους και πως τα παιδιά δε θα λένε τη μάνα τους «μάνα» και τον πατέρα τους «πατέρα». Νομίζω πως δεν έπεσε έξω. Ακόμα έλεγε πως «φίλος αστυνομικός δεν υπάρχει». Επίσης ήταν πολύ ευγενικός και πάντα σου έλεγε χίλια ευχαριστώ για ό,τι κι αν του έδινες.
- Παππού, πόσα χρόνια έχεις; τον ρωτούσαν τα μικρά παιδιά πριν πεθάνει κι όταν αυτός καθόταν μπροστά στο σπίτι του.
- Ε, κάναν ιώνα θα’ έχου πιδιά ΄μ.
Αυτός ήταν ο Αρίδας Δημήτριος.
Οι πληροφορίες πάρθηκαν:
1) Από τον ανηψιό του, τον Αρίδα Δημήτριο 58 χρονών
2) Από την κόρη του Γραμματική Αρίδα 87 χρονών και τον άνδρα της Αγοραστό Νικόλαο 88 χρονών
3) Από άλλους κατοίκους του χωριού
4) Από το βιβλίο της Έφης Νίκου-Γιωλτζόγλου: "ΛΙΒΑΔΕΡΟ( ΜΟΚΡΟ)-Η λαϊκή μας παράδοση".
Τσιόκανος Φώτης