Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013
Γοργοπόταμος 25η Νοεμβρίου 1942
του Θανάση Καλλιανιώτη
Το σαμποτάζ σχεδίασαν και οργάνωσαν Βρετανοί στρατιωτικοί
Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου τη νύχτα της 25ης Νοεμβρίου 1942 δεν ήταν το μοναδικό στην Ελλάδα γεγονός όπου συνεργάστηκαν διάφορες μεταξύ τους παρατάξεις, ο ΕΔΕΣ και το ΕΑΜ εν προκειμένω, αφού τρεις μήνες αργότερα, στο οροπέδιο Φαρδύκαμπος της Σιάτιστας αντάρτες του αριστερού ΕΛΑΣ και συνάδελφοί τους εθνικιστές της ΥΒΕ/ΕΚΑ αιχμαλώτισαν ένα ολόκληρο τάγμα Ιταλών.
Χωρίς το πρώτο είναι απίθανο να υπήρχε το δεύτερο κι αμφότερες οι επιτυχίες διέθεταν κοινό παρονομαστή, έναν αμέσως επακολουθήσαντα ενδοελληνικό σπαραγμό. Είναι φανερό πως η διαφοροποίηση ανάγεται στον «ανάδοχο»: στον Φαρδύκαμπο δεν υπήρχε κανείς, ενώ ο Γοργοπόταμος σχεδιάστηκε, οργανώθηκε και κατά ένα μέρος εκτελέστηκε από Βρετανούς. Χωρίς την παρουσία τους όχι μόνον δεν θα λάβαινε χώρα η καταστροφή της γέφυρας, αλλά η μετέπειτα σημαντική ένοπλη αντίσταση εναντίον των τριών κατακτητών δύσκολα θα ξεπερνούσε στην ύπαιθρο το στάδιο των ασύνδετων ανταρτοομάδων, εκ των οποίων ελάχιστες θα ασχολούνταν με μαζικές επιθέσεις εναντίον των κατακτητών.
Ισχυρή ένδειξη των ειρημένων αποτελεί η ενιαύσια βαθιά παρανομία, διάβαζε διάλυση, από Γερμανούς και Βουλγάρους των ενόπλων ελληνικών σχηματισμών κατά τη φθινοπωρινή εξέγερση του 1941 στη Μακεδονία. Διττής, όχι όμως και ισομερούς, φύσεως ήταν η πτώση των Βρετανών στην Kεντρική Ελλάδα τέλη Σεπτεμβρίου του 1942, όπως φαίνεται από τους επικεφαλής τους.
Ο αρχηγός της Αποστολής, αντισυνταγματάρχης Μηχανικού Έντμουντ Μάγιερς, εξέφραζε το στρατιωτικό μέρος, σύμφωνα με το οποίο επειγόταν η διακοπή των γερμανικών ενισχύσεων από την Ευρώπη στη Βόρεια Αφρική μέσω των ελληνικών σιδηροδρόμων. Εκτός από τις ειδικές του γνώσεις για την καταστροφή της γέφυρας, η ένστολη παρουσία του ήταν απαραίτητη για την έλξη σε ένα σώμα των κεχωρισμένων Ελλήνων ανταρτών. Στον υποδιοικητή της Βρετανικής Αποστολής, έφεδρο ταγματάρχη Πυροβολικού Κρίστοφερ Γούντχαουζ, έναν πανέξυπνο, ελληνομαθή και ωκύποδα (προσόν άριστο για την περίσταση) νεαρό αφέθηκε το πολιτικό σκέλος της υποθέσεως. Καθώς ο Κρις, όπως ήταν το παρωνύμιό του, επρόκειτο να παραμείνει στην Ελλάδα, ενώ ο αρχηγός του να επιστρέψει στο Κάιρο, φαίνεται πως το σαμποτάζ βάραινε ολιγότερο από την επιτόπια αναγνώριση του πεδίου και την εν καιρώ διαχείριση των ιδιαιτεροτήτων του.
Η παρουσία των Βρετανών ήταν αναγκαία, αφού περίσσευαν οι θολές αναγνώσεις για την κατάσταση στην Ελλάδα, τουλάχιστον λόγω της μυστικότητας και της απόστασης μεταξύ του χωριού και της πόλης. Ετσι, οι πληροφορίες που ξεκινούσαν από την ύπαιθρο έφθαναν με βραδύτητα στην Αθήνα όπου υπήρχε συμμαχικός πομπός ασυρμάτου για να μεταδοθούν στη Μέση Ανατολή.
Ήταν αδύνατον λοιπόν να εξακριβωθεί εξ αποστάσεως τι ίσχυε και τι όχι στον κόσμο των ελληνικών βουνών, παραδείγματος χάριν ο πραγματικός αριθμός των ανταρτών, το ποιόν, οι σκοποί ή οι αρχηγοί τους. Έτσι, γραφικοί κλέφτες διαφημίζονταν ως πραγματικοί αγωνιστές, ενώ κάτω από ηχηρά ψευδώνυμα κρύβονταν ποικίλων ειδών άνδρες. Ελάχιστοι π. χ. γνώριζαν ότι ο «ταγματάρχης Πυροβολικού Άρης Βελουχιώτης» ήταν στην πραγματικότητα απόστρατος δεκανέας κι ασήμαντος έως τότε στο Πανελλήνιο δηλωσίας κομμουνιστής, ενώ οι περισσότεροι αγνοούσαν ότι ηνίοχος του ΕΑΜ, στις δέλτους του οποίου δρούσε ο ρηθείς, ήταν το ΚΚΕ. Κριτήριο για την επιλογή του τόπου προσεδάφισης αποτέλεσε η γεωγραφία.
Έτσι, παρ’ όλο που στον Όλυμπο δρούσαν ένοπλοι Έλληνες από την άνοιξη ήδη του 1942, προτιμήθηκε η Στερεά Ελλάδα, επειδή εκεί έστεκαν οι στόχοι, τρεις τεράστιες γέφυρες – τα Τέμπη δεν προσφέρονταν κι επιπροσθέτως βρίσκονταν πολύ μακριά από την Αθήνα.
Για την καταστροφή των γεφυρών χρειάζονταν δεκάδες αντάρτες, αλλά οι μόνοι βέβαιοι για τη συμμετοχή τους ήταν όσοι δρούσαν υπό τις διαταγές του απότακτου συνταγματάρχη Ναπολέοντος Ζέρβα, γνωστού στους συμμάχους, αφού ήδη είχε λάβει σημαντική οικονομική στήριξη για τη δημιουργία ανοιχτού αντάρτικου.
Στην τεράστια σωματική (και ψυχική) αντοχή του υποδιοικητή Κρις οφείλεται εν πολλοίς η εύρεση και σύνδεση του μακρινού ΕΔΕΣ με τους Βρετανούς δολιοφθορείς στην Γκιώνα. Την πτώση των αλεξιπτωτιστών έμαθαν αμέσως οι Ιταλοί, γι’ αυτό και κίνησαν δυνάμεις εξεύρεσής τους. Καθώς οι συνδέσεις καθυστερούσαν, διαμορφώθηκε η αντίληψη ότι την αγνοούσε ο ΕΛΑΣ της περιοχής, παρ’ όλο που το γεγονός, εξέχον στην τοπική Ιστορία, διαδόθηκε προφανώς αστραπιαία. Με παρόμοια ταχύτητα εικάζεται πως είχε εξαπλωθεί και η φήμη ότι οι Βρετανοί αγόραζαν με λίρες σφάγια και τρόφιμα για την επιβίωσή τους χωρίς να τα κατάσχουν.
Ο ΕΔΕΣ και ο ΕΛΑΣ έδρασαν από κοινού
Η εμφάνιση του ΕΛΑΣ στη σκηνή συνέπεσε με την άφιξη των ανταρτών του Ναπολέοντος Ζέρβα στο πεδίο, με τους τελευταίους αποφασισμένους να λάβουν μέρος αμέσως στην ανατίναξη. Ο ΕΔΕΣ θα έδρεπε τη δόξα του εγχειρήματος και αφειδή συμμαχική στήριξη σε περίπτωση αχειρίας του ΕΛΑΣ, κάτι όχι εντελώς απίθανο, αφού λόγω της αυστηρής πολιτικής δομής του τελευταίου ήταν φυσικό να αναμένεται έγκριση συμμετοχής από ανώτερα κλιμάκια. Καθώς όμως επρόκειτο για εγχείρημα στην περιοχή του ΕΛΑΣ, η απουσία του πιθανότατα θα κατέληγε στον λήθαργο, αν όχι τη διάλυση των μονάδων του, αφού κανένας από τους απλούς αντάρτες δεν θα την εκλάμβανε ως ορθή.
Τελικώς επιλέχτηκε ως στόχος η γέφυρα του Γοργοποτάμου και ύστερα από αναγνωρίσεις το τριμερές σχέδιο καταστροφής της είχε ως εξής: α) τοποθέτηση και εμπύρευση εκρηκτικών στη βάση των μεταλλικών στηριγμάτων β) απασχόληση ή εκμηδένιση της εκατέρωθεν ιταλικής φρουράς γ) απαγόρευση άφιξης ενισχύσεων και διακοπή επικοινωνιών Για το πρώτο μέρος η τεχνογνωσία αρκούσε, αφού εκτός του Μάγιερς υπήρχαν και άλλοι Βρετανοί αξιωματικοί έμπειροι των εκρηκτικών.
Η εκτέλεση των υπολοίπων δύο μερών προϋπέθετε ορθή κατανομή όπλων, κυρίως αυτομάτων στεν, και πυρομαχικών, ιδίως χειροβομβίδων μιλς, αφού ο εχθρός είχε οχυρωθεί, σωστό διαμοιρασμό ανταρτών και αυστηρή τήρηση χρονοδιαγράμματος μέσα στη χειμωνιάτικη δυσχωρία, λογικές σχέσεις στις οποίες διακρίνονταν οι Βρετανοί, ιδιαίτερα ο Κρις. Η αρχηγία της επιχείρησης αφέθηκε στον (απότακτο) συνταγματάρχη Ζέρβα ως ανώτερο στον βαθμό από όλους τους παρευρισκομένους, γι’ αυτό αργότερα αυτόν επικήρυξαν οι Ιταλοί.
Την καταβολή του νοτίου βάθρου της γέφυρας όπου οι Ιταλοί ήταν πολυπληθέστεροι ανέλαβε ο βαθμοφόρος του ΕΔΕΣ Μιχαήλ Μυριδάκης, λόγω της έλλειψης αξιωματικών στον ΕΛΑΣ παρά εξαιτίας του εντυπωσιακού παραστήματός του.
Ο Άρης Βελουχιώτης δεν προσφέρθηκε ως υποψήφιος, πρώτον διότι ήταν πλασματικός «ταγματάρχης», κι έπειτα επειδή φοβόταν να μην αποκαλυφθούν τόσο ο πραγματικός στρατιωτικός βαθμός του όσο και το ονοματεπώνυμό του. Συμμετείχε όμως στο επιτελείο της επιχείρησης και ήταν χρήσιμος για να προσδίδει τόλμη στους άνδρες του, κάτι που ήδη το είχαν αποδείξει.
Αρτια λοιπόν οργανωμένη η επιχείρηση ήταν αφύσικο να μην επιτύχει. Όταν αντάρτες και Βρετανοί αποσύρθηκαν ευτυχείς από το πεδίο, ο Ζέρβας επέστρεψε στην περιοχή του Βάλτου από όπου είχε εξορμήσει. Για τη συμμετοχή οι Βρετανοί προσφέρθηκαν να δώσουν παράσημα και χρήματα τόσο στον Ζέρβα όσο και στον Βελουχιώτη, αλλά ο τελευταίος ενώ αρνήθηκε το πρώτο, αποδέχτηκε το δεύτερο, ήτοι 250 χρυσές λίρες μετρητοίς τον Νοέμβριο κι άλλες τόσες έναν μήνα μετά.
Η οικονομική εξάρτηση του ΕΛΑΣ από τους Βρετανούς είχε αρχίσει. Ολίγες ημέρες αργότερα βαδίζοντας στα ίχνη του Κρις ο ΕΛΑΣ, ενισχυμένος με δύο νέους εξ Αθηνών καθοδηγητές, ανταπέδωσε την επίσκεψη των ανταρτών του ΕΔΕΣ με μια κύρια όμως διαφορά: ο Ζέρβας είχε προσέλθει αδελφικώς για την επιτυχία ενός κοινού σκοπού, ενώ η εισόρμηση του Άρη σκόπευε στην εξάρθρωση του ΕΔΕΣ. Έπειτα από τη μεσίτευση του Κρις προς στιγμήν μόνον κατευνάστηκε η έμφυλη σύγκρουση. Η γέφυρα που είχε ενώσει τους αντάρτες είχε τελικώς καταστραφεί.
Ιστορικός, Δρ. Ιστορίας ΑΠΘ
ΦΩΤΟ: Κρίστοφερ Γούντχαουζ. Πολιτικός καθοδηγητής της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην ορεινή Ελλάδα, ένθερμος ελληνιστής
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Η Καθημερινή (10.10.10)