Η ευτυχία των Ελλήνων δεν βρίσκεται στις παχυλές υποσχέσεις των αθλίων πρακτόρων της ξένης προπαγάνδας και των λιροσυντήρητων κομμουνιστών, αφεντάδων των βουνών και των πόλεων….[1] έγραφε σε προεκλογική προκήρυξη το Μάρτιο του 1946 κεντρώος υποψήφιος βουλευτής από τη Σιάτιστα έχοντας δίκιο μαζί και άδικο.
Χρηστικό και γοητευτικό το χρήμα, ιδίως ο χρυσός στον οποίο ποτέ δεν αντιστέκονται οι υλιστές όλων των εδεσμάτων και σχεδόν καθόλου οι ιδεολόγοι πασών των αποχρώσεων. Μυθικές διαστάσεις είχαν αποκτήσει οι βρετανικές λίρες, που έπεφταν από τον ουρανό επί Κατοχής, αλλά και οι αντίστοιχες των ανταρτών που συλλέγονταν επαναστατική βία από αστούς, αγρότες και ποιμένες.
Όμως στο στίβο του χρυσού και των χρημάτων προπονούνταν κι άλλοι εκτός των ειρημένων όπως θα φανεί στη συνέχεια. Και η άθληση συνεχίζεται μέχρι σήμερα με άλλες λέξεις και πρακτικές. Και μάλλον ες αεί.
Διαδόσεις
Αρκετά χρόνια πριν από το 1940 το χρήμα, αναφερόμενο συνήθως ως λίρες, καταλάμβανε μεγάλο μέρος των καθημερινών συζητήσεων των ανθρώπων. Όχι πάντα χωρίς βάσιμη αφορμή, καθώς εναυστικά γι’ αυτό γεγονότα δεν είχαν πάψει ποτέ. Αγορές κτημάτων επί Τουρκοκρατίας όπως λ.χ. του Αιανιώτη ιερέα Κωνσταντίνου Κακάλα ή Μπουνόβα, που είχε αποκτήσει 300 στρέμματα στο χωριό Κρόκος δίνοντας έναν τρουβά λίρες για καπάρο, συνδυάζονταν με φήμες για θαμμένο χρυσάφι στα όρη Καμβούνια από συναδέλφους του ληστή Φώτη Γιαγκούλα κατά τη δεκαετία του 1920.
Όταν ο, εν Θεσσαλονίκη παρεγγονός του παπα-Κώστα, Χρήστος Μανώλης ή Μπουνόβας[2] σε μια ξαφνική επίσκεψη στην Αιανή την Άνοιξη του 1937 πλήρωσε δύο νεολαίους να σκάψουν σε θέση της Ράχης Τσέικα[3] και τρία χρόνια αργότερα άρχισε να μοιράζει χρήμα σε οικογένειες του ίδιου χωριού,[4] οι κουβέντες για λίρες και θησαυρούς απέκτησαν ισχύ ντοκουμέντων κι επεκτάθηκαν σ΄ όλη την επαρχία.
Ανύποπτες κρύπτες
Εξαθλιωμένοι ποιμένες κι αγρότες ονειρεύονταν το πολύ χρήμα χωρίς ποτέ να το δουν στην πραγματικότητα. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο με υπέρπλουτους εμπόρους της Κοζάνης, που κολυμπούσαν. Ο βομβαρδισμός της πόλης στις 10 Απρίλη 1941 από γερμανικά αεροπλάνα ανατάραξε τους κατοίκους και προκάλεσε ένα τεράστιο κύμα φυγής προς τα χωριά. Προτού εγκαταλείψουν τα σπίτια πήραν μαζί ή έθαψαν σε αυλές και κήπους χρήματα. Η γυναίκα μεγαλοχρηματιστή έκρυψε «στουν αναγκαίου» (αφεδρώνα) χρήματα, έραψε στο φουστάνι της όσες λίρες μπορούσε να σηκώσει και μοίρασε τις υπόλοιπες -μάλλον για μεταφορά- σε έμπιστή της οικογένεια κατευθυνόμενη μαζί της προς τον απόμακρο κάπως οικισμό Ροδιανή. Οι προληπτικές αυτές ενέργειες έσωσαν αρκετές περιουσίες, καθώς οι επιτιθέμενοι Γερμανοί, ορθότερα εναπομείναντες στην πόλη τολμηροί Κοζανίτες, έμπαιναν σ΄ όλα τα άδεια από τους ενοίκους σπίτια και καταστήματα δανειζόμενοι χωρίς να ρωτήσουν υλικά αγαθά, από αυγά ως κοστούμια.[5]
Εκτυπωτική μανία
Την ίδια μέρα άδειασαν τα χρηματοκιβώτια της Εθνικής Τράπεζας στην Κοζάνη και της αντίστοιχης των Αθηνών στα Γρεβενά. Το περιεχόμενό τους μεταφέρθηκε στην Αθήνα κι έπειτα στο Κάιρο. Για να αντισταθμίσει την έλλειψη χρήματος η διάδοχη Ελληνική Πολιτεία, έθεσε στην κυκλοφορία χαρτονομίσματα των 50, 100, 500 και 1000 δραχμών που είχαν τρυπηθεί κι ακυρωθεί. Ταυτόχρονα, τα ολοκαίνουργια τραπεζογραμμάτια των 100 δραχμών μετατράπηκαν στο τυπογραφείο σε 1000 πριν βγουν στη συναλλαγή.[6]
Προς τα τέλη του 1941 τυπώθηκαν χιλιάρικα με το Μέγα Αλέξανδρο κι οπισθότυπο τους καταρράκτες τις Έδεσσας,[7] κίνηση προφανέστατη για να πληγεί και οπτικώς κάθε επιρροή Βουλγάρων στον σλαβόφωνο πληθυσμό της επαρχίας Εορδαίας και της υπόλοιπης Μακεδονίας. Η αγορά ενισχύθηκε και με μάρκα κατοχής, ειδικά δηλαδή χαρτονομίσματα με την επιγραφή Hauptvervaltung der Reihskreditkassen (Γενική Επιστασία Κρατικού Ταμείου Πίστεως), με τα οποία πλήρωναν οι Γερμανοί στρατιώτες.[8]
Στον χορό μπήκαν και οι Ιταλοί τυπώνοντας δικές τους αντίστοιχα δραχμές με το σήμα Μεσόγειον Ταμείον Πίστεως δια την Ελλάδα. Κυκλοφορούσαν μόνον στις περιοχές Γρεβενών, Βοΐου και Βεντζίων, αφού οι Γερμανοί απαγόρευαν την εισροή τους στην Κοζάνη και την Εορδαία.[9] Στην δε ανατολική Μακεδονία όπου ο εκβουλγαρισμός ήταν πλήρης, επίσημο νόμισμα ήταν το λέβα, το οποίο έφτανε κάποτε μέσω πρακτόρων της βουλγαρικής λέσχης σε σλαβόφωνα χωριά της Εορδαίας.[10] Χωρίς όμως να τα δέχεται προς ανταλλαγήν η Τράπεζα της Ελλάδος, τουλάχιστον ως την άνοιξη του 1945.[11]
Η συνεχής υποτίμηση του κρατικού νομίσματος και η υπεραφθονία των τραπεζογραμματίων που αφειδώς έκοβαν οι κατακτητές κλόνισε την ανταλλακτική αξία πολύ πριν εμφανιστούν στη σκηνή οι αγγλικές λίρες.[12] Ήδη από τις αρχές του 1943 ελάχιστοι εργάτες των μεταλλείων χρωμίου στο Χρώμιο ή τη Ροδιανή προτιμούσαν να πληρώνονται σε ρευστό κι όχι σε τρόφιμα, ενώ με βαριά καρδιά και κάτω από σκληρή πίεση οι κρεοπώλες και οι μανάβηδες της Κοζάνης πούλησαν στους διερχόμενους Ιταλούς κρέας και λαχανικά το Μάρτη του ιδίου έτους, όταν οι δεύτεροι κατευθύνονταν εκδικητικά προς τα Γρεβενά, γεμίζοντας τις τσέπες τους ανάξιες λιρέτες.
Ο Γρηγόρης Καλλιανιώτης από την Αιανή, γραφέας στρατολογίας Κοζάνης στον Εμφύλιο Πόλεμο. Είχε την ατυχία να βρίσκεται στο γραφείο του, εκείνη την Παρασκευή του Δεκεμβρίου 1946 που χιόνιζε δεκάρικα και εικοσάρικα. Πηγαίνοντας για πρωινό φαγητό στους στρατώνες, τους σταμάτησαν και τους γύρισαν πίσω.
Ο πληθωρισμός ανέβαινε ταχύτατα. Όταν ο αποθηκάριος τροφίμων στα μεταλλεία Μουτσιάρας Ροδιανής Γρηγόρης Καλλιανιώτης πληρώθηκε 350 εκατομμύρια, τον τελευταίο μισθό του τον Αύγουστο του 1944, αγόρασε μ΄ αυτόν έναν αλουμινένιο αναπτήρα, περισσότερο ως ιλαροτραγικό ενθύμιο παρά σαν αναγκαία επένδυση ενός νεαρού καπνιστή.[13]
Το χρυσό τζιπ
Τέλη Μαρτίου 1941 το λεκανοπέδιο γέμισε Βρετανούς, Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς και Σιχ Ινδούς στρατιώτες, που προετοιμάζονταν για στατική άμυνα εναντίον των Γερμανών στα όρη Καμβούνια και Μπούρινο, έχοντας μαζί τους και λίρες για τον επιτόπιο ανεφοδιασμό τους. Ο σκληρός αγώνας τους στα υψώματα Μπρουσιάνα και Μαύρη Ράχη, οι κανονιοβολισμοί, οι βομβαρδισμοί, τα άρματα μάχης και, όταν έληξε η σύγκρουση, ο πλουσιότατος παρατημένος εξοπλισμός τους στη βόρεια πλευρά του Αλιάκμονα, γεγονότα απροσμένως μεγάλα για την τοπική μικροκλίμακα, γέννησαν στον πολύ κόσμο φήμες για ένα χρυσό τζιπ, όχημα δηλαδή φορτωμένο με λίρες που, επειδή δεν μπορούσε να διαφύγει, απεκρύβη στην περιοχή. Κάπου μεταξύ των θέσεων Πόρτες Σερβίων και του απόκρημνου φαραγγιού ονόματι Χάβος ΒΑ του χωριού Προσήλιου.[14] Αυτό όμως που τις θέριεψε, κρατώντας τες ζωντανές ως σήμερα ήταν η εμφάνιση των Άγγλων συνδέσμων στο Αγίασμα Βοΐου και τα κιβωτίδια με χρυσό που έπεφταν από τον ουρανό μαζί τους.
Καλύτερα στο χέρι
Οι βρετανικές λίρες δεν ξοδεύονταν μόνο για τρόφιμα και φάρμακα. Από την άνοιξη του 1943, που οι Ιταλοί άρχισαν το μαζικό κάψιμο των χωριών ως το καλοκαίρι του 1944 με τους Γερμανούς να ανεβάζουν τους δηωμένους οικισμούς πάνω από την εκατοντάδα, οι Άγγλοι πρόσφεραν αφειδώς λίρες στους πυροπαθείς.[15] Στην αρχή τις εγχείριζαν στις επιτροπές του ΕΑΜ, μετά όμως, υποπτευόμενοι τις κομπίνες του ΚΚΕ που εντέχνως το υπερκάλυπτε , τις μοίραζαν οι ίδιοι συνοδευόμενοι από εαμίτες περιωπής όπως ο δεσπότης Ιωακείμ ή ο δημοσιογράφος Σταύρος Θεοδοσιάδης. Στο τέλος δικαίως κατέληξαν στην απευθείας παράδοση τροφίμων κι αγαθών που αγόραζαν μέσα από την Κοζάνη στους λιμώττοντες χωρικούς, αντί να τους προσφέρουν άμεσα χρυσό, ο οποίος κατέληγε στα χέρια των επαναστατών. Βρετανός σύνδεσμος καταθέτει πως έδωσε 892 λίρες στους 4.000 Ιταλούς αιχμαλώτους του ΕΛΑΣ που είχαν απομονωθεί στην ορεινή Σαμαρίνα και το Ντουτσκό. Εφ’ όσον όμως γνωρίζουμε ότι οι περισσότεροι από τους δυστυχείς Ιταλούς πέθαναν από την πείνα, ή ο ειρημένος είχε καταγράψει μεγαλύτερο αριθμό ή τις λίρες απαλλοτρίωνε ο ΕΛΑΣ για δική του χρήση.[16]
Λίρες για όλους
Την ίδια χρηματική υποβάσταξη, εξαγορά συνειδήσεων την αποκαλούσαν οι ιδεολόγοι αριστεροί δεχόμενοι όμως χωρίς δισταγμούς τον παρά, απολάμβαναν και οι οικογένειες των ανταρτών του ΕΛΑΣ. Πάλι σύμφωνα με τους Βρεττανούς, έκαστος αντάρτης λάβαινε μια χρυσή λίρα τον μήνα. Ο σύνδεσμος Έντμοντς τηλεγραφούσε ότι το Φλεβάρη του 1944 είχε δώσει 2.573 λίρες στον ΕΛΑΣ. [17] Το χρυσό ιππικό[18] της Αγγλίας μεσουρανούσε. Σίγουρο είναι πάντως ότι κανείς απλός αντάρτης δεν έλαβε ποτέ λίρα στο χέρι, αφού όλες ασφαλίζονταν στην κάσα της 9ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Ο υπεύθυνός της μόνιμος αξιωματικός Γιάννης Τσουρός ή Δίπλας, τις κατένειμε στις υποτελείς της μονάδες. Την άνοιξη του 1944 το 53 σύνταγμα του ΕΛΑΣ διέθετε στο ταμείο του 2.000 στερλίνες, που ξοδεύονταν για τρόφιμα, ρούχα και για αγορά υγειονομικού υλικού εντός της χώρας φθάνοντας μέχρι την Σερβία.[19]
Και η αντικομουνιστική ανταρτική οργάνωση ΠΑΟ της περιοχής έλαβε αγγλικό χρυσό από την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση ή εμπόρων σαν τον Νικόλαο Γκέκα. Στο χέρι μέσω προσώπων όπως ο ανθυποσμηναγός Αντρέας Βασιλειάδης από τα Σέρβια.[20] Ο εν λόγω μυστικός πράκτορας της αντιστασιακής οργάνωσης ΙSLD (Inter-Services Liaison Department/MI6)[21] εμφανίστηκε στην περιοχή με πομπό ασυρμάτου, τον οποίο εγκατέστησε μέσα στην Κοζάνη, έναν συνοδό Κύπριο, δυο Σερβιώτες βοηθούς και λίρες. Εγκατασταθείς στην Κάτω Κώμη[22] δρούσε μεταξύ Κοζάνης και Πιερίων. Ελάχιστα όμως πρόλαβε να σταδιοδρομήσει, καθώς τον Αύγουστο του 1943 τον αιχμαλώτισε ο ΕΛΑΣ.[23]Τον εκτέλεσαν στον ορεινό οικισμό Καταφύγι[24] παίρνοντας προφανώς ό,τι είχε επάνω του.
Χρεωμένοι Δήμοι
Όσο ο πληθωρισμός έτρεχε τόσο αγκομαχούσε το κρατικό νομισματοκοπείο τυπώνοντας καινούργια τραπεζογραμμάτια, τα οποία ευτελίζονταν πριν ακόμα στεγνώσουν καλά τα μελάνια τους. Το καλοκαίρι του 1942 οι προτροπές του Βελβεντινού Ιωάννη Αντωνιάδη, αντιπρόσωπου του Υπουργείου Οικονομικών στη Δυτική Μακεδονία, για αγορά έντοκων κρατικών ομολόγων[25] δεν έπειθαν κανένα. Ο γαλαντόμος Δήμος Κοζάνης είχε ήδη ξοδέψει τρία δάνεια:[26] ένα των 7.300 στερλινών, που είχε λάβει το 1938 από την Εθνική Κτηματική Τράπεζα, άλλο αντίστοιχο των 18.000.000 από την Τράπεζα της Ελλάδος[27]κι έτερο άτοκο κρατικό των 26.000.000 που έλαβε αρχάς 1942.[28]
Οι αριθμοί είχαν αυξηθεί κατακόρυφα. Το καλοκαίρι του 1944 οι καθαρίστριες έπαιρναν 13 εκατομμύρια το δεκαήμερο και οι μισθοί αυξήθηκαν τον Ιούλη κατά 100%.[29] Με διαταγή των Γερμανών ο Δήμος Κοζάνης δανείστηκε 200 δις από την Τράπεζα Ελλάδας στις 14 Οκτωβρίου 1944, χαρτιά χωρίς αντίκρισμα.[30] Τα μαγαζιά σταμάτησαν να τα δέχονται, μόλις μαθεύτηκε ότι τα τσουβάλια με τα χαρτονομίσματα, με τα οποία άτομα ερχόμενα από το νότο αγόραζαν ό,τι έβρισκαν στην Κοζάνη, αποδείχτηκαν εντελώς άχρηστα, αφού οι Γερμανοί έφευγαν τμηματικά από τη χώρα. Όπως θυμάται ο Γρηγόρης Καλλιανιώτης: πουλήσαμε σε Τρικαλινούς δυο γελάδια αλλά, αγοράσαμε την ίδια μέρα στην Πτολεμαΐδα με τα ίδια λεφτά ένα μοσχάρι![31]
Χρειάστηκαν άμεσες απειλές του γερμανικού Φρουραρχείου να αποκατασταθεί η φυσιολογική λειτουργία της αγοράς.[32] Όταν ο ΕΛΑΣ μπήκε στην Κοζάνη το απόγευμα της 28ης Οκτώβρη ΄44 κι άρχισαν οι έρευνες για κρυμμένα τρόφιμα, αντιδραστικούς και λεφτά, ο επιμελητής του 53ου συντάγματος του ΕΛΑΣ άδειασε από ένα παράθυρο στον δρόμο τσουβάλια ραλλικά χαρτονομίσματα, που ανακάλυψε στα γραφεία της αντικομουνιστικής οργάνωσης Εθνικός Ελληνικός Στρατός (ΕΕΣ), όπως ισχυρίζεται μια αδιασταύρωτη μαρτυρία, και στην κρύπτη δερματέμπορου της Κοζάνης. Μια πράσινη χάρτινη βροχή![33]
Ερανικές εισφορές
Οι έρανοι του Κράτους, προϊόν του μεταξικού καθεστώτος και κάθε αντίστοιχου ως σήμερα με άλλες, φιλάνθρωπα καλυμμένες, μορφές σήμερα, συνεχίστηκαν και από την Ελληνική Πολιτεία. Τρόφιμα, δημητριακά, χρήματα και σε μια περίπτωση μάλλινα είδη για τους Γερμανούς του ρωσικού μετώπου ήταν καλοδεχούμενα. Μάλιστα όποιος συνεισέφερε, θα γραφόταν το όνομά του σε κατάσταση,[34] απαραίτητη ίσως σε καιρούς εκτραχηλισμών.
Ειδοποίηση ΕΕΣ προς πολίτη της Κοζάνης ως προς τον έρανο για κατασκευή αρβυλών, ΚΔΒΚ, Λυτά Έγγραφα, 2
Στον ίδιο ερανικό δρόμο περπάτησαν και οι χωρικοί αντικομουνιστές οπλίτες του ΕΕΣ, όταν εγκαταστάθηκαν στην Κοζάνη την άνοιξη του 1944, ζητώντας χρήμα για άρβυλα στη αρχή[35] για τους ιδίους, κλινοσκεπάσματα και μεταλλικά είδη εστίασης αργότερα[36]για τους χιλιάδες ανταρτόπληκτους που κατέφευγαν καταρρακτωδώς στην πόλη. Για να πείσουν τους αστούς κατοίκους οι ένοπλοι χωρικοί διέδιδαν πως ο έρανος γινόταν δυνάμει Διαταγής των Γερμανικών Αρχών.[37] Η κίνηση φανερώνει πως ούτε την αφειδή στήριξη των κατακτητών απολάμβαναν ούτε και του εμπορικού κόσμου της πόλης.
Ονομαστική Κατάσταση κατοίκων Κοζάνης για ερανική προσφορά στον ΕΕΣ εις κλινοσκεπάσματα και μεταλλικά είδη εστίασης, ΚΔΒΚ, Λυτά Έγγραφα,
Το αποτέλεσμα όμως πενιχρότατο, αν συγκριθεί με τα δάνεια και τους εράνους επί Εαμοκρατίας, όχι μόνο γιατί μαζεύονταν σε λίρες αλλά και διότι απέφεραν σεβαστά ποσά.[38] Στις 8 Νοέμβρη του 1944 η νέα εξουσία, το Επαρχιακό Συμβούλιο Κοζάνης Σερβίων του ΕΑΜ, σε μια πλουσιομάχα συνεδρίαση αποφάσισε να λάβει από τους πλουτίσαντες επί Κατοχής ιδιώτες της πόλης δάνειο μιας έως τριών λιρών ή 180 οκάδες στάρι αντί μιας λίρας.
Αι εισπράξεις ως χαρτονομίσματα εκ της πωλήσεως των εμπορευμάτων χρησιμοποιούνται μόνον δια καύσιμον ύλην παραπονέθηκε ένας τους,[39] αλλά προφανώς η ρετσινιά του αντιδραστικού κόστιζε περισσότερο από τα δανεικά (κι αγύριστα).
Πριν συμπληρωθούν δυο μήνες και κάτω από τη βαριά σκιά των Δεκεμβριανών στην Αθήνα το ίδιο Συμβούλιο όρισε στις 8 Γενάρη νέα, αγριότερη φορολογία με προοπτική τη συλλογή 3.809 λιρών. Χαράτσωσε 111 εμπόρους της Κοζάνης με ποσά που κυμαίνονταν από 3 έως 150 λίρες.[40] Το αποθησαύρισμα αυτό θα συμπλήρωνε ό,τι άλλο μπόρεσαν να μαζέψουν οι επιμελητές του ΕΛΑΣ [41] είτε κατάσχοντας άμεσα αποταμιεύσεις ιδιωτών όπως οι 400 λίρες μεγαλέμπορου δερμάτων είτε πιέζοντας με ξυλοδαρμό ή χωρίς αιχμαλώτους οπλίτες του ΕΕΣ και καπεταναίους τους. Αρχηγός των αντικομουνιστών οπλιτών Εορδαίας συνελήφθη από τους αντάρτες με 25 λίρες επάνω του[42] -προφανώς και πέρασαν στο επαναστατικό ταμείο.
Απόφαση 1/24.2.45 Επιτροπής Καθορισμού Φόρων, ανήκουσα στο Επαρχιακό Συμβούλιο Κοζάνης, ΚΔΒΚ, Λυτά Έγγραφα, 24848
Νέο νόμισμα
Όταν αποστρατεύτηκε ο ΕΛΑΣ, τέλη Μάρτη 1945 στην περιοχή μας, προσπαθώντας να μαζέψουν πίσω τις στερλίνες τους οι Άγγλοι τύπωσαν μαζί με διευκρινιστικές αφίσες νέο τραπεζογραμμάτιο, το Νόμισμα της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής, ισάξιο με μια χρυσή λίρα, 600 σταθεροποιημένες ή 5 δις πληθωρικές δραχμές.[43] Μ΄ αυτό πλήρωναν τους Βρετανούς, τους Έλληνες συνεργάτες κι όσους τους βοήθησαν ή ζημιώθηκαν εξ αιτίας τους από τον Απρίλη του ΄41 ως το τέλος της Κατοχής.[44] Το νόμισμα αυτό, μια προσπάθεια σταθεροποίησης αλλά και αντίρρησης στο αρτίπλουτο με χρυσές λίρες ΕΑΜ, κυκλοφόρησε ως το τέλος Ιουνίου 1945, ανταλασσόμενο στις τράπεζες με δραχμές.[45]
Επικηρύξεις
Η πρώτη αντιεαμική επικήρυξη τοιχοκολλήθηκε στη Σιάτιστα το 1945 με τιμώμενοπρόσωπο φιλόλογο της πόλης, διοικητή τάγματος του ΕΛΑΣ,[46] αλλά ο κόσμος λίγο εξεπλάγη. Είχε εθιστεί από άλλες προηγούμενες όπως των ληστών της δεκαετίας του 1920 και των αντίστοιχων του 1936,[47] πριν αναλάβει ο Μεταξάς. Κοζανίτης μέλος της ΟΠΛΑ κι αντάρτης του ΔΣΕ είχε επικηρυχτεί το Φλεβάρη του 1950 αντί 6 εκατομμυρίων δραχμών, λίγο πριν συλληφθεί στη Μπνάσια της Δεσκάτης.[48] Χαμηλότερη τιμή είχε δάσκαλος από το Ζιάκα Γρεβενών, 1 εκατομμύριο.[49] Επικηρύξεις που χάιδευαν τα αυτιά θαρραλέων κι επιρρεπών στο χρήμα νεολαίων.
Πιθανότατα ευκολότεροι ήταν άλλοι τρόποι συλλογής λιρών από το κυνήγι σκληροτράχηλων ανταρτών στα βουνά. Μέλη αντικομμουνιστικών αποσπασμάτων, που δρούσαν στην ύπαιθρο από το 1945 δεν παρέλειπαν τη θήρα λιρών. Σύμφωνα με μια μοναδική μαρτυρία την άνοιξη του 1947 τέτοιας υφής άντρες εισέβαλαν βράδυ στο σπίτι εδωδιματοπώλη στο χωριό Καρδιά, τον ξύπνησαν κι, αφού ξέθαψαν τις λίρες του, τον άφησαν άπνοο πάνω στο σκάμμα.[50]
Ομηρίες
Μερικοί ενθυλάκωναν τον χρυσό και το χρήμα χωρίς βία. Δάσκαλος π.χ. κρατούμενος των Ιταλών στα Γρεβενά αφέθηκε μόνον με 5.000 δραχμές, όταν η γυναίκα του τις έδωσε σε μεσολαβητή λεγεωνάριο.[51] Ο αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Πούλος και οι γερμανοντυμένοι εθελοντές του είχαν ακριβότερες τιμές: 2 εκατομμύρια δραχμές του 1945 διατείνεται Κοζανίτης έμπορος ότι κατέβαλε Αύγουστο του ΄43 για να απελευθερωθεί.[52]Κατά μια μαρτυρία αρκετά φτηνός ήταν σταθμάρχης της περιοχής ζητώντας μόνο 2 λίρες το Πάσχα του 1948 από Λευκοπηγιώτη αγρότη, για να μεριμνήσει για την αποφυλάκισή του από το στρατόπεδο Κοζάνης, όπου ο τελευταίος ήταν κλεισμένος επειδή, πριν παρουσιαστεί αυθορμήτως στο Στρατό, είχε απαχθεί από τους αντάρτες του ΔΣΕ.[53]
Τα μπουλέτα
Πιο ευέλικτο τρόπο συλλογής μεταλλικών πόρων εφήρμοσαν οι αντάρτες-μέλη των Κέντρων Πληροφοριών του ΔΣΕ. Έδιναν μπουλέτα (σημειώματα) στους πιστικούς των κοπαδιών με γραμμένη πάνω την τιμή, οι οποίοι τα μετέφεραν στα αφεντικά τους και οι λίρες προσέρχονταν άνετα στο δημοκρατικό θυλάκιο. Ταμίας στο όρος Μπούρινος ήταν ένας πρώην ελασίτης από τον Κρόκο. Κάθε άρνηση συνεπάγονταν κυρώσεις και μάλλον σπάνια για την ατιμωρησία του Παρασκευά Μανόπουλου από το Χρώμιο τα Θεοφάνεια του 1948. Όταν έλαβε μπουλέτο των 500 δραχμών απάντησε προφορικά:
Δε δίνου, δεν έχου ιμπιστουσύν(η), αν μι βρήτι στου δρόμου πάρτι μι λιφτά, έτσ(ι) δε δίνου»![54]
Πώς να έδινε, αφού την τακτική των μπουλέτων μιμούνταν κι άλλοι, άσχετοι με τον αντάρτικο αγώνα, εκβιαστές; Τον Ιούνη του 1947 μια σπείρα με μέλη από Βελβεντό, Ποντοκώμη και Κοζάνη έστειλε απειλητικές επιστολές (πυρπόληση σπιτιού και θάνατο) σε δύο Κοζανίτες εμπόρους τιμώντας με 250 χιλιάρικα τον πρώτο κι 600 τον δεύτερο. Αν δεν είχαν εξαρθρωθεί αμέσως, οι κατηγορίες θα στρέφονταν αβίαστα εναντίον των βουλγαροσλαβοφίλων αναρχοκομμουνιστοσυμμοριτών.[55]
Η λίρα ήταν ζωτικά απαραίτητη για το ανταρτικό. Κάθε φορά που εισέβαλλαν σε πόλεις, πρώτο μέλημα ήταν τα διάφορα κρατικά ταμεία. Στην Πτολεμαΐδα π.χ. είχαν ελαφρύνει το κοινοτικό.[56] Όσοι αντάρτες επιχείρησαν να ιδιοποιηθούν χρήμα αποφεύγοντας την κατάθεσή τους στο ταμείο δεν είχαν καλή τύχη. Μπορεί Κοζανίτης καπετάνιος του ΕΛΑΣ να γλίτωσε, επιστρέφοντας σακούλι με λεφτά, που είχε απαλλοτριώσει από το κατάστημα του Πρόδρομου Γεωργιάδη στο Βαθύλακκο την άνοιξη του 1943, δικαιολογούμενος ότι τα νόμιζε για έγγραφα – ο καταστηματάρχης ηγήθηκε μετά αντικομουνιστικού αποσπάσματος. Όμως τέσσερα χρόνια αργότερα επιμελητής τάγματος της περιοχής Σινιάτσικου από τη Σιάτιστα στάθηκε άτυχος. Εκτελέστηκε με την κατηγορία απόκρυψης λιρών[57] κι ερωτοτροπιών με αντάρτισσες.
Αξιωματικός του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ από τα ημιορεινά χωριά των Γρεβενών κατηγορούμενος για ζορμπαλίκι και ληστείες εκτελέστηκε στο ύψωμα Σκούρτζα της Σαμαρίνας μετά από απόφαση στελεχών του ΚΚΕ.[58] Στο πτώμα του καρφιτσώθηκε σημείωμα έτσι πεθαίνουν οι καταχραστές της λαϊκής εξουσίας.[59] Παρασπονδίες στο κεφαλαιώδες ζήτημα της οικονομίας ήταν ανεπίτρεπτες. Οι αντάρτες αγόραζαν με λίρες φάρμακα, ρούχα, σφαίρες και καπνό,[60] ενώ οι ηγέτες των χρειάζονταν ταξίδια στο εξωτερικό, άνετη ζωή και τα συμπαρομαρτούντα κάθε εξουσίας.
Γαλάζιο χιόνι
Κόστιζε, λοιπόν, κόπο και αίμα ο χρυσός και οι αργυραμοιβοί της Κοζάνης δεν χάριζαν ούτε χιλιοστό του γραμμαρίου, όταν αγόραζες απ’ αυτούς λίρες, ρεσάτια (τουρκικές λίρες)[61] ή τρίτα (κοκκοράκια, ήτοι γαλλικά χρυσά νομίσματα του 1854).[62] Όμως τα Χριστούγεννα του 1946 ήταν η μοναδική στιγμή στην ιστορία της πόλης, ίσως και παγκοσμίως, που ο ουρανός εκτός από χιόνι έριχνε και λεφτά!
Να πώς συνέβη: τέλη του 1946 η πόλη είχε αποκλειστεί από τα χιόνια και από τους αντάρτες, οι οποίοι παραμόνευαν υπομονετικά στις ορεινές διαβάσεις περιμένοντας περαστικά αυτοκίνητα για να τα ξαλαφρώσουν από το φορτίο τους χωρίς να λησμονούν τις τσέπες των επιβατών και κάποτε και τις ζωές των επιβαινόντων. Ένα π.χ. περίπου μήνα νωρίτερα εαμοσνοφική συμμορία είχε σταματήσει αυτοκίνητο στη διάβαση Πισοδερίου, εκτέλεσε τον επιβαίνοντα πρόσφυγα Χρήστο Αναστασιάδη,[63] κοινοτικό σύμβουλο Αγίου Γερμανού, κατάσχοντας 3.000.000 δραχμές συν 20 χρυσά εικοσόφραγκα που είχε πάνω του.[64] Στο Βέρμιο π.χ. τον μεθεπόμενο μήνα οι αντάρτες ξεγύμνωσαν 16 εμπορικά αυτοκίνητα και διπλάσιους επιβάτες στη θέση Καστανιά, όπου η πομπή είχε κολλήσει από τα χιόνια. [65]
Το δημόσιο χρήμα του νομού είχε εξαντληθεί καθώς τα Χριστούγεννα πλησίαζαν γοργά. Νωρίς το πρωί της 20ής Δεκέμβρη στρατιωτικό αεροπλάνο απογειώθηκε από τη Θεσσαλονίκη φορτωμένο με ταχυδρομείο, αντικομουνιστικό έντυπο υλικό και 2,5 δις δραχμές. Αφού έφερε κάμποσες γύρες πάνω από τα βουνά ρίχνοντας προκηρύξεις στους αντάρτες, επιχείρησε να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Κοζάνης. Το παχύ χιόνι που έπεφτε εμπόδιζε τον πιλότο να βρει τον αεροδιάδρομο. Αποφασίστηκε τότε να ριχτούν λεφτά και γράμματα μέσα στους στρατώνες και το αεροπλάνο χαμήλωσε. Από απροσεξία μάλλον οι αεροπόροι μπέρδεψαν το πεδίο ρίψεως, πάνω στην προσπάθεια σκίστηκαν τα πακέτα, και χάρτινα δεκάρικα και εικοσάρικα μετεωρίζονταν μαζί με τις μαλακές νιφάδες πριν πέσουν στα χωράφια νοτιοδυτικά της πόλης, τα περισσότερα κοντά στον ναό της Παναγίας.[66]
Στρατιώτες από την κατεύθυνση της Λευκοπηγής που γύριζαν από διανυκτέρευση κι επιβάτες των λεωφορείων από Βόιο και Γρεβενά χάζεψαν, αρπάζοντας τα ουράνια δώρα. Το νέο μεταδόθηκε γοργά και φαντάροι πήδηξαν τα σύρματα του στρατοπέδου σμίγοντας με πολίτες που μαύριζαν σκυμμένοι τα χιονοσκεπή χωράφια. Σήμανε συναγερμός, το μέρος αποκλείστηκε αλλά αρκετοί πρόλαβαν να μπουν στην πόλη για να αγοράσουν χρυσαφικά, σταυρούς και ρολόγια από τους χρυσοπώλες, αδειάζοντας τις προθήκες στη στιγμή.[67]
Να μην απομακρυνθούν από Θεσσαλονίκη όσοι επέβαιναν του αεροπλάνου, που έριξε τη χρηματαποστολή στα χωράφια της Κοζάνης. ΙΑΜ,ΓΔΔΜ, Φ13/9
Γρήγορα οι γέφυρες Γρεβενών και Νεαπόλεως μπλοκαρίστηκαν και κατασχέθηκαν τα χρηματικά δέματα των επιβατών. Φέιγ βολάν κυκλοφόρησαν αμέσως με τους αριθμούς των τραπεζογραμματίων που δεν ίσχυαν.[68] Όταν η χρηματοστιβάδα ηρέμησε, μετρήθηκαν τα απωλεσθέντα χαρτονομίσματα σε 986.200.000 δραχμές, εποχή που μ΄ ένα εικοσάρικο έτρωγε κανείς 10 πιάτα φασόλια σούπα.[69]
Γιατί όχι;
Έγιναν ανακρίσεις. Οι αεροπόροι παρακολουθήθηκαν στενά[70] αλλά χρήματα δεν βρέθηκαν. Λίγους μήνες αργότερα ένας φόνος Κοζανίτη λοχία από συναδέλφους του, που περιπολούσαν έξω από το στρατόπεδο,[71] προκάλεσε υπόνοιες ότι είχε σχέση με τον ουράνιο παρά και πολίτες που μεγάλωσαν τις επιχειρήσεις τους θεωρήθηκαν κερδισμένοι από τη χριστουγεννιάτικη χρηματόπτωση. Βέβαια, μέσω ποιανής αιτιολόγησης θα μπορούσε να θεωρηθεί ένοχος όποιος συνέλεξε μάνα εξ ουρανού; Επίσης, μέσω τίνος κανόνος συνελήφθη πριν από λίγα χρόνια στη θέση Αϊ-Νικόλας Χρωμίου κομπανία Αιανιωτών κι άλλων θησαυροθήρων, οι οποίοι διάνοιγαν επί χρόνια σπήλαιο όπου πίστευαν ότι βρισκόταν θαμμένος όλος ο χρυσός του Δημοκρατικού Στρατού, μισθώνοντας ακόμα κι αλλόφωνους για σκάψιμο;
Δημοσιεύτηκε στην Παρέμβαση (Σεπτ. – Νοέμ. ΄99) 20-23. Ανακτενίστηκε 9.2.2019
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΡΧΕΙΑ
Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας (ΙΑΜ)
-ΓΔΔΜ, Φ.1-9-13-18
Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης (ΚΔΒΚ), Λυτά Έγγραφα
– Φ.70-72-85-102-129-138-154-155
Ληξιαρχείο Δήμου Φλώρινας
-ΛΠΘ 1948
ΒΙΒΛΙΑ-ΔΙΑΤΡΙΒΕΣ
Καλλιανιώτης Αθανάσιος, Οι Πρόσφυγες στη Δυτική Μακεδονία κατά την περίοδο 1941 -1946, διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Ιστορίας ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2007,
https://phdtheses.ekt.gr/eadd/handle/10442/19183
Κρητίδης Παύλος, Ο πολυπρόσφυγας, Αθήνα 1985
Μπουσχότεν Βαν Ρίκη, Περάσαμε πολλές μπόρες κορίτσι μου, Πλέθρον, Αθήνα 1998
Παπακωνσταντίνου Μιχάλης, Το χρονικό της μεγάλης νύχτας, Εστία, Αθήνα 1999
Πιπιλιάγκας Χρυσόστομος, Η Ελλάς κατά την από του 1942 -1967 περίοδον: Εχθρική Κατοχή –Εαμοκρατία –Δεκεμβριανόν Κίνημα –συμμοριτοπόλεμος –Εθνική Επανάστασις, Αθήναι 1970
Πρωτοπαπάς Σαράντης (Κικίτσας), Χη μεραρχία του ΕΛΑΣ, Εθνική Αντίσταση στη Μακεδονία 1941–1944, επιμ. Ν. Μάργαρη, Αθήνα 1978
Ρόσιος Αλέξης (Υψηλάντης), Στα φτερά του οράματος, Εθνική Αντίσταση, διωγμοί μετά τη Βάρκιζα, Εμφύλιος 1946 –1949, πολιτική προσφυγιά, Κώδικας, Θεσσαλονίκη 1997
Σαββιλωτίδης Κοσμάς, Τα φαράγγια των Σερβίων, «Τα Κάστρα», Σέρβια 1998
Σιαμπανόπουλος Κωνσταντίνος, Χρήστος Μανώλης, ο ευεργέτης της Αιανής
Τσιούμης Γ. Κωνσταντίνος, Ιστορία της Αντίστασης στη Δυτική Μακεδονία, [1955] (δακτυλογραφημένο κείμενο)
Χάμμοντ Νίκολας, Με τους αντάρτες, 1943 –44, Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1982
Hammond N., Δυτική Μακεδονία. Αντίσταση και συμμαχική στρατιωτική αποστολή 1943-1944, μετ. -σχόλια: Παρμενίων Παπαθανασίου, Παπαζήσης, Αθήνα 1992
ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ
Ακρίται του Βορρά 1947
Βόρειος Ελλάς 1936
Ελληνική Μακεδονία 1950
Εστία 1944
Νέα Ευρώπη 1941-42
Το Φως (21.12.46
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Αραιοβηματάς Νικόλαος, ταμίας 53ου συντάγματος ΕΛΑΣ, συνέντευξης τη Λάρισα το 1995
Βόμβας Κωνσταντής, αγρότης, συνέντευξη στη Λευκοπηγή το 1993
Γάτας Αστέριος, αγρότης, συνέντευξη στην Κ. Κώμη το 1996
Γιώτα Μαρία, ιστορικός, συνέντευξη στην Κοζάνη το 1998
Γκαλγκουράνας Χαρίσης, αγρότης, συνέντευξη στην Αιανή το 1992
Γυλτίδης Δημήτρης, αντάρτης ΕΛΑΣ και ΔΣΕ, συνέντευξη στη Θεσσαλονίκη το 1998
Ζυγούρας Μήτσος, διοικητής μεραρχίας ΔΣΕ, συνέντευξη στην Αθήνα το 1994
Καλλιανιώτης Γρηγόρης, λογιστής, συνέντευξη στην Αιανή το 1999
Καπαγιαννίδου Βάσω, αντάρτισσα ΔΣΕ, συνέντευξη στο Βατερό το 1998
Κυριακίδης Κωνσταντίνος, ελασίτης, συνέντευξη στη Βέροια το 1995
Μανόπουλος Παρασκευάς, κοινοτικός γραμματέας, συνέντευξη στο Χρώμιο το 1998
Νομικός Χρήστος, διοικητής διλοχίας ΔΣΕ, συνέντευξη στην Αθήνα το 1993
Παπακάλας Χαρίσης, αγρότης, συνέντευξη στον Κρόκο το 1997
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης (ΚΔΒΚ), Λυτά Έγγραφα (ΛΕ), Φ85/79/52, Προεκλογική προκήρυξη του κεντρώου υποψήφιου βουλευτή Ευρυπίδη Νεράντζη από τη Σιάτιστα στις 25.3.1946
[2] Παπακάλας Χαρίσης, αγρότης, συνέντευξη στον Κρόκο το 1997
[3] Γκαλγκουράνας Χαρίσης, αγρότης, συνέντευξη στην Αιανή το 1992
[4] Σιαμπανόπουλος Κωνσταντίνος, Χρήστος Μανώλης, ο ευεργέτης της Αιανής, σ. 16 -18
[5] Παπακωνσταντίνου Μιχάλης, Το χρονικό της μεγάλης νύχτας, Εστία, Αθήνα 1999, σ. 54, 63 και Καλλιανιώτης Γρηγόρης, λογιστής, συνέντευξη στην Αιανή το 1999
[6] Νέα Ευρώπη (13.5.41) 1 και (20.5.41) 1,2
[7] Νέα Ευρώπη (19.11.42) 2
[8] Νέα Ευρώπη (16.4.41) 1
[9] Νέα Ευρώπη (22.6.41)
[10] Νέα Ευρώπη (14/20.10.41)
[11] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ155/Β/4, Ανακοίνωση Τράπεζας Ελλάδος, Νομάρχης προς Δήμο, Κοζάνη 27.3.45
[12] Παπακωνσταντίνου, ό.π., σ. 293
[13] Καλλιανιώτης Γρηγόριος ό.π.
[14] Σαββιλωτίδης Κοσμάς, Τα φαράγγια των Σερβίων, «Τα Κάστρα», Σέρβια 1998, σ. 109
[15] Γυλτίδης Δημήτρης, αντάρτης ΕΛΑΣ και ΔΣΕ, συνέντευξη στη Θεσσαλονίκη το 1998
[16] Χάμμοντ Νίκολας, Με τους αντάρτες, 1943 –44, Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1982, σ. 125 και Hammond N., Δυτική Μακεδονία. Αντίσταση και συμμαχική στρατιωτική αποστολή 1943-1944, μετ. -σχόλια: Παρμενίων Παπαθανασίου, Παπαζήσης, Αθήνα 1992, σ. 97. Επίσης Τσιούμης Γ. Κωνσταντίνος, Ιστορία της Αντίστασης στη Δυτική Μακεδονία, [1955] (δακτυλογραφημένο κείμενο), σ. 32
[17] Χάμμοντ, Με τους αντάρτες, ό,π., σ. 52 και του ιδίου Δυτική Μακεδονία, ό.π., σ. 95
[18] Παπακωνσταντίνου, ό.π., σ. 206
[19] Αραιοβηματάς Νικόλαος, ταμίας 53ου συντάγματος ΕΛΑΣ, συνέντευξης τη Λάρισα το 1995
[20] Πρωτοπαπάς Σαράντης (Κικίτσας), Χη μεραρχία του ΕΛΑΣ, Εθνική Αντίσταση στη Μακεδονία 1941–1944, επιμ. Ν. Μάργαρη, Αθήνα 1978, σ. 158
[21] List of Greek Resistance organizations,
https://en.wikipedia.org/wiki/
List_of_Greek_Resistance_organizations
[22] Γάτας Αστέριος, αγρότης, συνέντευξη στην Κ. Κώμη το 1996
[23] Κυριακίδης Κωνσταντίνος, ελασίτης, συνέντευξη στη Βέροια το 1995
[24] Καλλιανιώτης Αθανάσιος, Οι Πρόσφυγες στη Δυτική Μακεδονία κατά την περίοδο 1941 -1946, διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Ιστορίας ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 327,
http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/
id/19183#page/328/mode/2up
[25] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ85/104/20/14, Αφίσα Ι. Αντωνιάδη προς τον λαόν Κοζάνη, Φλωρίνης, Καστορίας
[26] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ155/Β/1, Δήμος Κοζάνης προς Κτηματική Τράπεζα, Αθήναι 5.11.45
[27] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ138/Δ/9, Εθνική Τράπεζα Ελλάδος 26.4.42
[28] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ154/Α/Ψ1/1 και ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ70/Α/98
[29] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ70/Γ/246, Νομαρχία προς Δήμο, Κοζάνη 13.7.1944
[30] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ70/α/98, Δήμος Κοζάνης, Απόφασις 192/14.10.44
[31] Καλλιανιώτης, ό.π.
[32] ΚΔΒΚ, ΛΤ, Φ70/Γ/224, Διαταγή Φρουράρχου Πλατσκομμανταντούρ, Νομαρχία προς Δήμο Κοζάνης 17.10.1944
[33] Αραιοβηματάς, Η αντίσταση στα Χάσια, ό.π., σ. 124, 129
[34] ΚΔΒΚ, ΛΤ, Φ154/Α/Ε/12/13, Νομάρχης προς Κοινοτάρχες, Κοζάνη 18.2.1942
[35] ΚΔΒΚ, ΛΤ, Ερανική Επιτροπή ΕΕΣ προς Γκατζόφλιαν Χαρίσιον, Κοζάνη 9.6.44
[36] ΚΔΒΚ, ΛΤ, Ονομαστική Κατάσταση κατοίκων Κοζάνης προς παράδοσιν κλινοσκεπασμάτων και μεταλλικών ειδών εστιάσεως. Κοζάνη 5.9.44
[37] Καλλιανιώτης, Οι Πρόσφυγες, Παράρτημα σ. 187-8,
http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/
id/19183#page/748/mode/2up
[38] Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας (ΙΑΜ), ΓΔΔΜ, Φ.1,11
[39] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ70/Γ/34, Ν. Τσιαρτσιώνης προς Δήμον, Κοζάνη 17.11.44
[40] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ129
[41] Κρητίδης Παύλος, Ο πολυπρόσφυγας, Αθήνα 1985, σ. 182
[42] Αρχείο Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Φ415/23/8/172, έγγραφο ΠΕ ΚΚΕ Πτολεμαΐδας
[43] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ85/114/20/92, Αφίσα όπου ανακοίνωση αρχιστρατήγου Ρόναλντ Σκόμπυ
[44] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ72, Ανακοίνωσις Δημάρχου Κοζάνης 10.5.45
[45] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ153/Α, Κοινοποίησις διαταγής ΥΠΕΣ, Δήμος Κοζάνης 23.5.45
[46] Ρόσιος Αλέξης (Υψηλάντης), Στα φτερά του οράματος, Εθνική Αντίσταση, διωγμοί μετά τη Βάρκιζα, Εμφύλιος 1946 –1949, πολιτική προσφυγιά, Κώδικας, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 199
[47] Βόρειος Ελλάς (15.8.36)
[48] Ελληνική Μακεδονία (27.2.50)
[49] Μπουσχότεν Βαν Ρίκη, Περάσαμε πολλές μπόρες κορίτσι μου, Πλέθρον, Αθήνα 1998, σ. 163
[50] Γιώτα Μαρία, ιστορικός, συνέντευξη στην Κοζάνη στις 12.7.1998
[51] Πιπιλιάγκας Χρυσόστομος, Η Ελλάς κατά την από του 1942 -1967 περίοδον: Εχθρική Κατοχή –Εαμοκρατία –Δεκεμβριανόν Κίνημα –συμμοριτοπόλεμος –Εθνική Επανάστασις, Αθήναι 1970, σ. 279
[52] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ102/137, Δήλωσις Ι. Πάπιστα, Κοζάνη 26.6.45
[53] Βόμβας Κωνσταντής, αγρότης, συνέντευξη στη Λευκοπηγή το 1993
[54] Μανόπουλος Παρασκευάς, κοινοτικός γραμματέας, συνέντευξη στο Χρώμιο το 1998
[55] Ακρίται του Βορρά (30.6.47) 2
[56] ΙΑΜ, ΓΔΔΜ, Φ9/1, Έκθεσις υπηρεσιακής Κοινότητας προς Διευθυντήν, Πτολεμαΐς 31.3.45
[57] Νομικός Χρήστος, διοικητής διλοχίας ΔΣΕ, συνέντευξη στην Αθήνα το 1993
[58] Ζυγούρας Μήτσος, διοικητής μεραρχίας ΔΣΕ, συνέντευξη στην Αθήνα το 1994
[59] Νομικός, ό.π.
[60] Καπαγιαννίδου Βάσω, αντάρτισσα ΔΣΕ, συνέντευξη στο Βατερό το 1998
[61] τι νομισμα ειναι αυτο?, 2.9.2010,
http://steki-syllekton.gr/index.php?topic=490.0
[62] Εστία 15 (10.9.44) 1
[63] Ληξιαρχείο Δήμου Φλώρινας, ΛΠΘ 4/1948
[64] Ελληνική Φωνή (2.11.46) 2
[65] ΙΑΜ,ΓΔΔΜ, Φ18/8, ΕΓΣ Εορδαίας-Αμυνταίου προς ΓΔΔΜ, 5.2.47
[66] Το Φως (21.12.46)
[67] Καλλιανιώτης, ό.π.
[68] Το Φως (21.12.46)
[69] ΙΑΜ,ΓΔΔΜ, Φ13/9, ΓΔΔΜ προς ΓΔΒΕ, 22.11.46
[70] ΙΑΜ,ΓΔΔΜ, Φ13/9, ΓΔΔΜ προς ΓΔΒΕ, 21.11.46
[71] Καλλιανιώτης, ό.π.