Όσοι άκουσαν με προσοχή το πρόσφατο διάγγελμα του πρωθυπουργού σχετικά με τα μέτρα για το ρεύμα δικαιολογημένα αναρωτιούνται μήπως ο κ Μητσοτάκης φλερτάρει με τον ευρωσκεπτικισμό. Για του λόγου το αληθές παρατίθενται αυτούσια δυο χαρακτηριστικά σημεία του διαγγέλματος.
«…Η Ευρώπη εμφανίζεται -μέχρι σήμερα τουλάχιστον- κατώτερη των περιστάσεων. Και δυστυχώς η λύση της αργεί…. Αλλά δεν πρόκειται να περιμένω μέχρι το αργοκίνητο ευρωπαϊκό υπερωκεάνιο να αλλάξει πορεία…».
Ποιές είναι οι λύσεις που υπαινίσσεται ο πρωθυπουργός και αν υπάρχουν γιατί η ΕΕ ολιγωρεί;
Η μια δυνατότητα θα ήταν η αναστολή του target model για όσο διάστημα χρειάζεται, έτσι ώστε να μπει τέλος στις εξωφρενικές τιμές χονδρικής που διαμορφώνονται εδώ και 9 μήνες στην Ένωση.
Είναι γνωστό ότι οι τιμές χονδρικής προκύπτουν καθημερινά στο χρηματιστήριο ενέργειας κάθε χώρας και όλοι όσοι εισφέρουν ενέργεια, παραγωγοί και εισαγωγείς, πληρώνονται με βάση την τελευταία προσφορά που είναι η ακριβότερη. Η έκρηξη κόστους των μονάδων που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια με ΦΑ και η αδυναμία κάλυψης των αναγκών χωρίς τις μονάδες αυτές στην πράξη ακύρωσε το μοντέλο λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρισμού. Με μεσοσταθμικό κόστος στη ζώνη των 100 ευρώ για το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής, η χονδρική τιμή κινείται παντού στα 250-270 ευρώ αφού έφτασε μέχρι τα 400. Εδώ δεν πρόκειται για μια ημέρα ή ένα μικρό διάστημα που κάποιοι παραγωγοί ωφελούνται συγκυριακά, πρόκειται για μια πραγματικότητα 9 μηνών με πλειάδα παραγωγών να καταγράφουν υπερκέρδη ύψους 200 δις ευρώ σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Διεθνούς Επιτροπής Ενέργειας και της Κομισιόν.
Στο ερώτημα γιατί η ΕΕ δεν πράττει το αυτονόητο η απάντηση είναι απλή. Το target model είναι το ιερό δισκοπότηρο της ευρωπαϊκής εκδοχής στην απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και γι αυτό η αναστολή του θα είναι το τελευταίο καταφύγιο εφόσον εξαντληθούν όλα τα άλλα μέτρα.
Αποτελεί βέβαια κοινό μυστικό ότι η νεοφιλελεύθερης έμπνευσης απελευθέρωση της ενέργειας στην ΕΕ απέτυχε ιστορικά αφού τα τελευταία χρόνια οι τιμές ηλεκτρισμού στην Ευρώπη είναι ακριβότερες κατά μέσο όρο από αυτές στις ΗΠΑ, αντίθετα με ο,τι συνέβαινε επί δεκαετίες πριν την απελευθέρωση ενέργειας.
Οι συνθήκες μέχρι σήμερα δεν είναι ώριμες για μια ριζική αναθεώρηση της ενεργειακής πολιτικής στην ΕΕ, αλλά προφανώς ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν εννοεί τίποτα από όλα αυτά καθώς είναι γνωστός θιασώτης της πλήρους απελευθέρωσης στην ενέργεια και όχι μόνο.
Στη μια λύση συνεπώς που υπάρχει, το πρόβλημα δεν είναι ότι η ΕΕ αργεί, αλλά ότι η κυβέρνηση μας δεν την προτείνει γιατί την υπερβαίνει ιδεολογικά.
Η άλλη λύση θα ήταν ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα στήριξης για την ενέργεια κατά το πρότυπο της πανδημίας. Αυτή είναι η πρόταση του κ Μητσοτάκη όπως μας είπε πριν ένα μήνα στους Δελφούς και επανέλαβε στο διάγγελμα του ζητώντας την ενεργοποίηση κεφαλαίων από τα 220 δις ευρώ δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης που δεν έχουν κινηθεί ακόμα. Αν ξεκινούσε από τα 200 δις υπερκέρδη των ενεργειακών εταιρειών ζητώντας και τη συνδρομή του Ταμείου Ανάκαμψης αρκετοί ίσως θα συμφωνούσαν μαζί του.
Ανεξάρτητα πάντως από την προέλευση των χρημάτων παραμένει το ερώτημα γιατί η ΕΕ δεν αναλαμβάνει κοινή πρωτοβουλία για να μπει φραγμός στις εξωφρενικές τιμές του ρεύματος.
Η απάντηση κι εδώ είναι μάλλον απλή και τη γνωρίζουν όλοι και φυσικά ο κ Μητσοτάκης. Πουθενά στην ΕΕ πλην της Ελλάδας οι παράλογες τιμές που διαμορφώνονται στη χονδρική δεν περνάνε εξολοκλήρου στη λιανική, δηλαδή στα τιμολόγια που πληρώνουν οι καταναλωτές. Οι περισσότεροι δεν πληρώνουν ρήτρα αναπροσαρμογής γιατί έχουν μακροπρόθεσμα συμβόλαια σταθερής τιμής και οι μεγάλοι καταναλωτές, όπως η βιομηχανία, έχουν συνήθως διμερή συμβόλαια ελεγχόμενων τιμών με παραγωγούς. Στη χώρα μας τόσο τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια, όσο και τα διμερή είναι απειροελάχιστα εξού και είμαστε όλοι αντιμέτωποι με τον εφιάλτη της ρήτρας αναπροσαρμογής.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι τα συμβόλαια σταθερής τιμής δεν είναι αορίστου διαρκείας και το τελευταίο διάστημα οι ανανεώσεις όσων λήγουν γίνονται σε αισθητά μεγαλύτερες τιμές. Αυτό σημαίνει ότι όταν σφίξουν τα πράγματα σίγουρα θα μπει στο τραπέζι η λύση της ευρωπαϊκής ομπρέλας, όχι γιατί το προτείνουμε εμείς, αλλά γιατί τότε θα αφορά όλους.
Τούτων δοθέντων το πραγματικό ερώτημα είναι αν οι λύσεις που πρότεινε η ΕΕ στα κράτη-μέλη είναι επαρκείς, τουλάχιστον σε πρώτη φάση και ειδικότερα για την Ελλάδα. Οι δυο λύσεις που έχουν προταθεί και μπορούν να εφαρμοστούν παράλληλα είναι αφενός η φορολόγηση των υπερκερδών των εταιρειών ενέργειας και αφετέρου το πλαφόν στη λιανική τιμή του ρεύματος.
Ο πρωθυπουργός αναγνώρισε για πρώτη φορά την πιθανότητα να υπάρχουν υπερκέρδη την παραμονή της Συνόδου Κορυφής του Μαρτίου, όταν ήδη είχε κυκλοφορήσει το προτεινόμενο κείμενο συμπερασμάτων με ευθεία αναφορά στη φορολόγηση υπερκερδών. Ο αρμόδιος υπουργός ενέργειας μέχρι τις 28 Απριλίου αρνιόταν πεισματικά ότι υπάρχουν προετοιμάζοντας μας για τη συνέχεια που όλοι γνωρίζουμε.
Ως προς το πλαφόν στη λιανική τιμή που αναφέρεται ρητά στην εργαλειοθήκη της ΕΕ από τις 8 Μαρτίου, η κυβέρνηση όχι μόνο το αγνόησε, αλλά επιτέθηκε και στο ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής που το προτείνει εδώ και πέντε μήνες. Τι λέει αυτή η πρόταση;
Η λιανική τιμή του ρεύματος ήταν πριν ένα χρόνο στα 150 €/Mwh και ένα πλαφόν πχ 10% τη διαμορφώνει στα 165 €/Mwh. Με τη μέση χονδρική τιμή στην οποία αγοράζουν οι πάροχοι ενέργειας να κινείται κοντά στα 265 €/Mwh ακούγεται ίσως παράδοξο να προτείνεται καθαρή ζημιά 100 €/Mwh και μηδενικό κέρδος για όλους τους παρόχους• μόνο που τα πράγματα δεν έχουν έτσι.
Οι έξι μεγαλύτεροι πάροχοι είναι ταυτόχρονα και παραγωγοί ενέργειας κατέχοντας το 92% των παροχών ηλεκτρισμού στη χώρα. Κερδίζουν τεράστια ποσά από την αγορά χονδρικής ρεύματος και από την εμπορία καυσίμων και μπορούν να συμψηφίσουν το μεγαλύτερο μέρος της ζημιάς από το πλαφόν στη λιανική. Το υπόλοιπο 8% των παροχών μοιράζονται 15 εταιρείες που μπορούν να αποζημιωθούν, όπως προβλέπει η πρόταση, για ένα εύλογο διάστημα. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η πρόταση ανατρέπει ριζικά το μοντέλο της μιζέριας με τα επιδόματα και αντί να ψάχνει για υπερκέρδη που ΘΑ φορολογηθούν (;) αργότερα καλεί τους παραγωγούς να τεκμηριώσουν τις όποιες ζημιές τους. Η κοινωνία και η πραγματική οικονομία όμως απαλλάσσονται άμεσα από τον εφιάλτη της ρήτρας αναπροσαρμογής. Με δυο λόγια το πλαφόν στη λιανική είναι μια πρόταση απλή και διαφανής, αντίθετα με τα μέτρα που ανακοινώθηκαν τα οποία είναι δαιδαλώδη και αδιαφανή καθώς ουδείς γνωρίζει στο τέλος ποιος και πόσα πληρώνει. Το βέβαιο είναι ότι η κυβέρνηση αφού σκούπισε τον πάτο όλων των αυτοτελών λογαριασμών που υπάρχουν στην ενέργεια (ΕΛΑΠΕ, ΥΚΩ, Ρύποι κλπ) εφορμά τώρα στον κρατικό προϋπολογισμό, ουσιαστικά δηλαδή ετοιμάζεται να στηρίξει τα μέτρα με δανεικά.
Η κυβερνητική άμυνα στην πρόταση για πλαφόν στη λιανική χτίζεται με το επιθετικό ερώτημα «πόσο κοστίζει;». Το ερώτημα είναι έωλο δεδομένου ότι το πλαφόν στη λιανική κοστίζει πολύ λιγότερο στο δημόσιο ταμείο από το δαίδαλο της κυβέρνησης, ενώ δίνει πολλά περισσότερα στον καταναλωτή. Σε κάθε περίπτωση κοστίζει πολύ, μα πολύ λιγότερο από τη βίαιη αντικατάσταση του λιγνίτη με φυσικό αέριο που προώθησε η κυβέρνηση και την παρεμπόδιση των ΑΠΕ που μάταια περιμένουν, τρία χρόνια τώρα, την αναβάθμιση του δικτύου που δεν έρχεται. Στο σπίτι του κρεμασμένου…
(Ο Πάρης Κουκουλόπουλος είναι πρώην υπουργός και βουλευτής, ο πρώτος αιρετός πρόεδρος της ΚΕΔΚΕ και ο μακροβιότερος δήμαρχος Κοζάνης)