Κυρία Πρόεδρε, κύριε Υπουργέ, κύριε Υφυπουργέ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι.
Στην τελική ευθεία για την ψήφισή του βρίσκεται άλλος ένας νόμος για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, μετά και από τις ορθές νομοτεχνικές βελτιώσεις, ιδίως αυτή για την εναρμόνιση της άρσης της δέσμευσης με τη σχετική πρόβλεψη του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Πρόκειται για την τρίτη νομοθετική πρωτοβουλία τα τελευταία τρία χρόνια στο συγκεκριμένο πεδίο. Αρχικά με τον ν. 4557/2018 ενσωματώθηκε στην εθνική έννομη τάξη η Οδηγία 2015/849, ενώ με τον ν. 4734/2020 επήλθαν τροποποιήσεις και ενσωματώθηκαν η Οδηγία 2018/843 και το άρθρο 3 της Οδηγίας 2019/2177. Όμως, και πριν από αυτές είχαν σημειωθεί επανειλημμένες νομοθετικές παρεμβάσεις, με πιο σημαντικές: τον ν. 3691/2008, με τον οποίο αντικαταστάθηκε ο ν. 2331/1995 και ενσωματώθηκαν στη νομοθεσία μας οι Οδηγίες 2005/60 και 2006/70. Τον ν. 3875/2010, με τον οποίο κυρώθηκε και η σύμβαση του ΟΗΕ κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος, γνωστή και ως Σύμβαση του Παλέρμο. Τον ν. 3932/2011, με τον οποίο μάλιστα συνεστήθη ως ανεξάρτητη αρχή, αντί επιτροπής, η «Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες», και τον ν. 4478/2017, με τον οποίον, μεταξύ άλλων, κυρώθηκε η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης που είχε υπογραφεί στη Βαρσοβία τον Μάιο του 2005. Σημειακές αλλαγές είχαν γίνει εξάλλου με τους νόμους: ν. 4099/2012, ν. 4174/2013 και ν. 4389/2016.
Από την επιγραμματική αναδρομή προκύπτει διψήφιος αριθμός νομοθετικών παρεμβάσεων μόλις στα τελευταία δεκατρία χρόνια. Πολυνομία, μεν, αναγκαία δε, αφού το συγκεκριμένο αντικείμενο έχει υπερεθνικές διαστάσεις και παρουσιάζει διαρκή εξέλιξη, που υποχρεώνει σε ανάλογη αναμόρφωση, αλλά και ευθυγράμμιση των εθνικών νομοθεσιών στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, για την από κοινού αντιμετώπιση εγκλημάτων αυξημένης επικινδυνότητας και απαξίας.
Ως ξέπλυμα χρήματος νοείται η πρακτική της νομιμοποίησης των προϊόντων του εγκλήματος μέσα από το πέρασμά τους στην κανονική οικονομία, προκειμένου να συγκαλυφθεί η παράνομη προέλευσή τους. Η καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, Anti-Money Laundering, άρχισε από τη δεκαετία του 1980 να αποτελεί προτεραιότητα πολλών κρατών. Εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αξία των ύποπτων συναλλαγών εκτιμάται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ, στο 1,3% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Σε παγκόσμιο επίπεδο, υπολογίζεται στο 3% του αντίστοιχου ΑΕΠ.
Στη χώρα μας, εκτός των διωκτικών και δικαστικών αρχών, ουσιώδη ρόλο στην πρόληψη και καταστολή τέτοιων πράξεων έχουν: η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία ελέγχει τη συμμόρφωση των εποπτευόμενων ιδρυμάτων στο θεσμικό πλαίσιο και αξιολογεί την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών που εφαρμόζουν και φυσικά η προς τούτο συσταθείσα Ανεξάρτητη Αρχή.
Αναφορικά τώρα με το προς ψήφιση σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, εισάγονται ρυθμίσεις: αφενός για την πρόληψη και την καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, με την τροποποίηση των διατάξεων του ν. 4557/ 2018 και την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2018/1673 και αφετέρου, για την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης.
Ειδικότερα, οι σημαντικότερες μεταβολές που προκαλούνται από την ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας, αναφέρονται στον επανακαθορισμό: των πράξεων που συνιστούν νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και των βασικών αδικημάτων, των επιβαλλόμενων κυρώσεων, των προϋποθέσεων και της διαδικασίας δέσμευσης και δήμευσης των προϊόντων του εγκλήματος της νομιμοποίησης και της ευθύνης των νομικών προσώπων από την τέλεση τέτοιων πράξεων.
Περαιτέρω, στο σκέλος που αφορά στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης: επανακαθορίζεται η αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων σε ακυρωτικές και αποφάσεις ουσίας, δίνεται η δυνατότητα προβολής ισχυρισμών για την παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρου ή τέλους, για πρώτη φορά κατά την άσκηση ανακοπής, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν κριθεί αυτά από άλλο δικαστήριο με ισχύ δεδικασμένου, αυξάνεται ο αριθμός των οργανικών θέσεων δικαστικών λειτουργών στα διοικητικά δικαστήρια και τέλος, εισάγονται μεταβατικές διατάξεις για την εκδίκαση εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και ορίζονται οι καταργούμενες διατάξεις, μετά και την αφαίρεση του άρθρου 17 που ρύθμιζε το ζήτημα της δέσμευσης.
Στόχο, λοιπόν, του σχεδίου νόμου αποτελεί η βελτίωση της εθνικής νομοθεσίας, προκειμένου να ευθυγραμμιστεί με το ευρωπαϊκό πλαίσιο και να καταστεί δυνατή η αποτελεσματικότερη συνεργασία με άλλα κράτη.
Όπως κατ’ επανάληψη ειπώθηκε, οι πρακτικές στην παράνομη νομιμοποίηση εσόδων εξελίσσονται ραγδαία, γι’ αυτό και απαιτείται η διαρκής νομοθετική προσαρμογή στα νέα δεδομένα. Σε πρόσφατη, με αριθμό 13/2021, Ειδική Έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου επισημαίνεται ότι: σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης οι δράσεις που αναλαμβάνονται για την πρόληψη του ξεπλύματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας χαρακτηρίζονται από θεσμικό κατακερματισμό και ελλιπή συντονισμό, τα θεσμικά της όργανα διαθέτουν περιορισμένα εργαλεία για τη διασφάλιση της επαρκούς εφαρμογής του ευρωπαϊκού κανονιστικού πεδίου στις εθνικές έννομες τάξεις, ενώ, δεν υπάρχει ενιαία ευρωπαϊκή εποπτική αρχή και οι σχετικές αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατανέμονται σε διάφορους φορείς της.
Ελπίζουμε ότι με την υιοθέτηση των συστάσεων του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και άλλων αρμόδιων φορέων, στο σύνθετο αλλά εξαιρετικά σημαντικό αυτό ζήτημα, θα καταστεί αποτελεσματικότερη η καταπολέμηση του ξεπλύματος που τροφοδοτεί το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία.
Εις ό,τι μας αφορά, η επιχειρούμενη εναρμόνιση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία αποτελεί ένα ακόμα βήμα στον περιορισμό του φαινομένου και γι’ αυτό υπερψηφίζουμε το συζητούμενο σχέδιο νόμου και τις εισαχθείσες τροπολογίες, οι οποίες αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά ειδικότερα ζητήματα του τομέα της αρμοδιότητάς τους.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Στάθης Κωνσταντινίδης
Βουλευτής Νέας Δημοκρατίας Π.Ε. Κοζάνης