Θέλουμε ή δεν θέλουμε να ψηφίζουν οι Έλληνες του Εξωτερικού στον τόπο διαμονής τους;
Ας αφήσουμε τις προφάσεις και τις υπεκφυγές!
Αυτό είναι το μοναδικό αληθινό ερώτημα της σημερινής συζήτησης.
Πράγματι, η διευκόλυνση της ψήφου των Ελλήνων του εξωτερικού απασχόλησε το κοινοβούλιο τον Δεκέμβριο του 2019, με την ψήφιση του Ν. 4648.
Εκείνο ήταν το πρώτο βήμα που κατοχύρωσε το συγκεκριμένο ζήτημα και ήταν το αποτέλεσμα ενός συμβιβασμού ανάμεσα στην κυβέρνηση, που πρότεινε την ανεμπόδιστη ψήφο για όλους, και σε κόμματα της αντιπολίτευσης που έθεσαν περιορισμούς και κρατούσαν στα χέρια τους το κλειδί των απαιτούμενων 200 ψήφων.
Με εκείνα τα δεδομένα, η υφιστάμενη ρύθμιση αποτελεί ένα σημαντικό επίτευγμα.
Αν δεν είχαμε καταφέρει εκείνο το πολιτικό κομπρομέσο, οποιαδήποτε συζήτηση σήμερα -ακόμα και το επόμενο διάστημα- θα ήταν άνευ αντικειμένου.
Από τότε, βέβαια, είχαμε εκφράσει την ελπίδα, σύντομα να διευρυνθεί το εφαρμοστικό πεδίο του νόμου.
Αφού, όμως, δεν κατορθώθηκε η απροϋπόθετη άσκηση του εκλογικού δικαιώματος, πριν από ενάμιση χρόνο, μήπως είναι άκαιρη η επαναφορά του θέματος σήμερα, λένε κάποιοι;
Κάθε άλλο!
Τι έχει συμβεί από τότε;
Πρώτα απ’ όλα, δικαιώθηκε η θέση μας ότι όσο περισσότεροι περιορισμοί τίθενται, τόσο συρρικνώνεται -ακυρώνεται για κάποιους- η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία.
Το δεύτερο, ακόμα πιο σημαντικό που προέκυψε, ήταν η συνέντευξη της αρμόδιας τομεάρχη του ΣΥΡΙΖΑ σε ομογενειακή εφημερίδα, κατά την οποία χαρακτήρισε τους περιορισμούς άδικους και υποτιμητικούς και δεσμεύθηκε ότι το κόμμα της θα τους ακυρώσει, αν ποτέ (αμέσως μόλις, είπε η ίδια) επανέλθει στην εξουσία.
Οι περισσότεροι αντιλήφθηκαν την παραπάνω τοποθέτηση ως προσχηματική.
Έστω κι έτσι, όμως, η κυβέρνηση δεν είχε δικαίωμα να μην εξαντλήσει κάθε πιθανότητα για την άρση των εκλογικών εμποδίων. Θα έδειχνε ασυνέπεια και θα δικαίωνε την ψευδή μομφή ότι οι σχετικοί περιορισμοί εισήχθησαν στο νόμο ή έστω διατηρήθηκαν με ευθύνη της Νέας Δημοκρατίας.
Επί της ουσίας, πρέπει να επαναλάβουμε, ότι δεν πρόκειται για χορήγηση δικαιώματος ψήφου, όπως ακόμα πολλοί συμπολίτες μας πιστεύουν.
Δίνεται, απλά, η δυνατότητα σε συμπατριώτες μας, οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους και αν βρίσκονταν την ημέρα των εκλογών στην Ελλάδα θα ψήφιζαν κ α ν ο ν ι κ ό τ α τ α, να το πράξουν σε εκλογικά τμήματα του εξωτερικού.
Γιατί, λοιπόν, να τίθενται οι οποιοιδήποτε περιορισμοί σε ένα έτσι κι αλλιώς υπαρκτό δικαίωμά τους;
Η ένσταση, ότι δεν πρέπει να «συνδιαμορφώνουν» με την ψήφο τους τις τύχες της χώρας, άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν άμεσο συμφέρον και πραγματικό ενδιαφέρον για τις εφαρμοζόμενες πολιτικές, στερείται βασιμότητας και σίγουρα δεν απαντιέται από τις υφιστάμενες ρυθμίσεις.
Ποιος είναι άραγε ο βαθμός συμφέροντος που δικαιολογεί ή αναιρεί το δικαίωμα συμμετοχής κάθε Έλληνα στις πολιτικές εξελίξεις του τόπου; Τα 50, τα 200 ή τα 2.000 ευρώ, από την εκμίσθωση ενός χωραφιού ή ενός διαμερίσματος; Πρόκειται, δηλαδή, για περιουσιακό δεσμό;
Από την άλλη, όταν χιλιάδες εκλογείς του εσωτερικού δεν πάνε να ψηφίσουν, άλλοι εννοώντας την αποχή τους ως αποδοκιμασία και άλλοι από αδιαφορία, εμείς εδώ τρυγάμε το βαθμό σύνδεσης με τη χώρα ενός ανθρώπου που στην Αυστραλία πάει να ψηφίσει για τις εκλογές στην Ελλάδα;
Συνεπώς, η σημερινή συζήτηση αφορά αποκλειστικά στην πρόσβαση των εκλογέων στην κάλπη.
Τεχνηέντως επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ να διευρύνει το αντικείμενό της. Σκοπίμως το «πακετάρει» με άλλα ζητήματα για να δικαιολογήσει την απροθυμία του να δώσει τη δυνατότητα σε όλους τους Έλληνες του εξωτερικού να ψηφίζουν.
Ας θυμηθούμε τι μας είπαν οι εκπρόσωποί τους στην Επιτροπή:
Μην μας φοβάστε. Σεβαστείτε μας!
Θέλω, όμως, να χρησιμοποιήσω ένα τελευταίο παράδειγμα, απευθυνόμενος και στο θυμικό όσων σήμερα αντιστέκονται σε αυτήν την εξέλιξη, για να κάμψω ενδεχομένως τις αντιστάσεις τους.
Προσφάτως συναντήθηκα στην Αθήνα με την Ευτυχία Νούλα, την ιδρύτρια του «Eftychia Project».
Μίας οργάνωσης που στόχο έχει να βοηθήσει παιδιά, τα οποία στις δεκαετίες του 1950 και 1960 υιοθετήθηκαν από αλλοδαπούς γονείς, στην Αμερική, στην Ολλανδία και σε άλλες χώρες, και ψάχνουν τις ελληνικές ρίζες τους.
Η κυρία Νούλα ήταν ένα από τα 4.000 περίπου παιδιά που υιοθετήθηκαν την περίοδο εκείνη στο εξωτερικό, κατάφερε, όμως, να επανενωθεί με τη φυσική της οικογένεια, και από τότε, μέσω της οργάνωσης, προσπαθεί να βοηθήσει και άλλους υιοθετημένους συμπατριώτες μας που αναζητούν την καταγωγή τους.
Η Ελλάδα που νοιάζεται, έχει την υποχρέωση να συνδράμει τους ανθρώπους αυτούς, τους οποίους δύσκολες συνθήκες εκρίζωσαν από την πατρίδα, αλλά όχι την πατρίδα από τις ψυχές τους, να ξαναβρούν την ελληνική τους ταυτότητα και να τους αναγνωριστεί η ελληνική ιθαγένεια.
Αναφέρθηκε προηγουμένως στην αναγνώριση της ιθαγένειας σε ομογενείς ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ. Ξέρετε κάτι όμως; Αυτοί οι άνθρωποι, που μετά από δεκαετίες έχουν την αγωνία και τον πόθο να έλθουν στην πατρίδα και να βρουν τις ρίζες τους, ακόμα και μετά την αυτοδίκαιη απόδοση, αναγνώριση της ιθαγένειας, δεν θα πληρούσαν άμεσα τις προϋποθέσεις του ισχύοντος νόμου για την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος στο εξωτερικό.
Ποιος έχει στ’ αλήθεια το δικαίωμα να τους το στερήσει αυτό;
Συνεπώς, η σημερινή συζήτηση δεν έχει να κάνει ούτε με το γιατί,
ούτε με το πως, αλλά μόνο με το αν.
Αν θέλουμε να δώσουμε τη δυνατότητα στους Έλληνες του εξωτερικού να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή του τόπου.
Πρόκειται για ζήτημα του οικουμενικού ελληνισμού, στο οποίο δε χωρούν μικροπολιτικές σκοπιμότητες.
Γι’ αυτό, ακόμα και τούτη την ύστατη ώρα, κάντε την υπέρβαση και υπερψηφίστε το, διατυπώνοντας τις επιφυλάξεις σας.
Μόνο να κερδίσετε θα είχατε από μία τέτοια υπεύθυνη στάση.
Στάθης Κωνσταντινίδης
Βουλευτής Νέας Δημοκρατίας Π.Ε. Κοζάνης