Κύριε Υπουργέ, κύριε Υφυπουργέ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, τέτοιες ημέρες, πριν από 109 χρόνια, οι ελληνικές απελευθερωτικές δυνάμεις έδιναν στρατηγικής σημασίας μάχη με τον τουρκικό στρατό, στις 9 και 10 Οκτωβρίου, στο Σαραντάπορο. Το οποίο τελικά κατέλαβαν μετά από σφοδρή σύρραξη με έναν αντίπαλο, ισχυρό και με γεωγραφικό πλεονέκτημα.

Το τίμημα της νίκης πλήρωσαν, όμως, ακριβά τα μαρτυρικά Σέρβια με τη σφαγή 117 πολιτών, ιερέων, δασκάλων, προκρίτων. Μια ημέρα μετά, σαν σήμερα, υπό τους ήχους των καμπανών, ο ελληνικός στρατός προέλαυνε στην Κοζάνη, ανοίγοντας τον δρόμο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.

Στα γιορτινά της, λοιπόν, σήμερα η πρωτεύουσα της Δυτικής Μακεδονίας, τιμάει τους αγωνιστές και τους αγώνες για ανεξαρτησία, δημοκρατία και δικαιοσύνη.

Το αγαθό της δικαιοσύνης, και συγκεκριμένα τον κλάδο της πολιτικής δικαιοσύνης, φιλοδοξεί να υπηρετήσει και το σχέδιο νόμου που έχω την τιμή σήμερα να εισηγούμαι ενώπιον του Σώματος.

Το αστικό δίκαιο (ουσιαστικό και δικονομικό) είναι κλάδος που ρυθμίζει τις υποθέσεις των ιδιωτών, που ανακύπτουν στο πλαίσιο του οικογενειακού, κοινωνικού και επαγγελματικού βίου τους, καθώς και τους κανόνες δικαστικής επίλυσης αυτών των διαφορών. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η ποιότητα στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης, επηρεάζει τις ζωές όλων των πολιτών και αποτελεί δημοκρατικό, βιοτικό, κοινωνικό και αναπτυξιακό δείκτη για κάθε χώρα.

Σημαντικό, όμως, όρο της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης αποτελεί η απονομή της σε εύλογο χρόνο, όπως άλλωστε αξιώνουν το Σύνταγμα και η Ε.Σ.Δ.Α.

Kάτι που, δυστυχώς, δεν έχει καταφέρει να πετύχει στον επιθυμητό βαθμό το δικαστικό μας σύστημα, παρά τις πολυάριθμες σχετικές προσπάθειες.

Είναι σαφές ότι η επιτάχυνση της δικαιοσύνης είναι σύνθετο ζήτημα και προϋποθέτει:

  • την αναβάθμιση των υποδομών,
  • τον εκσυγχρονισμό των συστημάτων,
  • την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού,
  • την απλοποίηση της νομοθεσίας,
  • τον εξορθολογισμό των διαδικασιών και τη βελτίωση άλλων παραμέτρων, που επιδρούν στα διάφορα στάδια από τη γέννηση της διαφοράς μέχρι την απόδοση έννομης προστασίας, συμπεριλαμβανομένης και της κουλτούρας της κάθε κοινωνίας.

Απαιτείται, λοιπόν, συστηματική παρακολούθηση των δεδομένων και η στοχευμένη παρέμβαση για την αντιμετώπιση των αδυναμιών του συστήματος.

Σε αυτήν την κατεύθυνση κινείται και το ζητούμενο σχέδιο νόμου.

Έξι χρόνια μετά τις εκτεταμένες αλλαγές του ν.4335/2015, η προς τούτο συσταθείσα νομοπαρασκευαστική επιτροπή, αποτελούμενη από δικαστές, καθηγητές, δικηγόρους, αξιολόγησε τα αποτελέσματά του και εισηγήθηκε τροποποιήσεις για τη βελτίωση προβληματικών διατάξεων, την επίλυση διχογνωμιών και τη συμπλήρωση κενών στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Στη βάση αυτής της επεξεργασίας, το σχέδιο νόμου:

  • εισάγει σημαντικές καινοτομίες,
  • διευρύνει κρίσιμες προθεσμίες και δικαιώματα,
  • επαναφέρει ένδικα μέσα που είχαν καταργηθεί,
  • απλοποιεί διαδικασίες και
  • αυξάνει τις ψηφιακές εφαρμογές στην πολιτική δικαιοσύνη.

Κατά την κοινοβουλευτική επεξεργασία, οι εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης και των φορέων αναγνώρισαν τις ελλείψεις και συντάχθηκαν με τους στόχους και με διατάξεις του σχεδίου νόμου, διατύπωσε, βέβαια, ο καθένας τις επιφυλάξεις ή και τις αντιθέσεις του σε συγκεκριμένα ζητήματα.

Η διάταξη, όμως, που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι αναμφίβολα η εισαγωγή της Πιλοτικής Δίκης στην αστική δικαιοσύνη, θεσμός που εφαρμόζεται εδώ και δέκα χρόνια στη διοικητική, με ιδιαίτερη επιτυχία.

Στόχος είναι η επίλυση με ενιαίο και ασφαλή τρόπο υποθέσεων ευρύτερου ενδιαφέροντος, που προκαλούν:

  • συμφόρηση και καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης,
  • απασχόληση μεγάλου αριθμού δικαστών και υπαλλήλων,
  • ταλαιπωρία και δαπάνη στους πολίτες
  • και οδηγούν πολλές φορές στην έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και στην πρόκληση ανασφάλειας δικαίου.

Αντίστοιχους ή παραπλήσιους θεσμούς συναντούμε:

  • στο γαλλικό δίκαιο,
  • στο γερμανικό δίκαιο,
  • στο ελεγκτικό συνέδριο,

ενώ ομοιότητες υπάρχουν και στην πιλοτική δίκη του Ε.Δ.Δ.Α.

Έτσι, κρίθηκε σκόπιμη η επέκταση του θεσμού και στην πολιτική δικονομία προκειμένου να υπηρετήσει τους ίδιους αυτούς στόχους της αποσυμφόρησης, της επιτάχυνσης και της ασφάλειας του δικαίου.

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης επικαλέστηκαν λειτουργικές και συνταγματικές αιτιάσεις, χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν πειστικά γιατί θεωρούν αποδεκτό και αποτελεσματικό τον θεσμό στη διοικητική δίκη αλλά όχι στην αστική.

Εξάλλου, και ο ισχυρισμός περί δήθεν κατάργησης του δικαιώματος του κάθε δικαστή στον διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας, επίσης δεν ευσταθεί, αφού η σχετική κρίση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, στο πλαίσιο της Πιλοτικής Δίκης, αποτελεί μεν μια ισχυρότατη νομολογία αλλά δεν θα δεσμεύει άλλες υποθέσεις, άλλες δίκες.

Στο σημείο αυτό, αναγκάζομαι να επανέλθω και να τονίσω και πάλι την άτοπη, άδικη και επικίνδυνη θέση των εκπροσώπων της αντιπολίτευσης, για την εργαλειοποίηση της πολιτικής δίκης, που θίγει το κύρος των δικαστικών λειτουργών, όταν αποδίδει στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ότι θα υπηρετεί πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, και στους δικαστές των άλλων βαθμίδων ότι δεν θα έχουν το ανάστημα να εκφράσουν την ελεύθερη και ανεξάρτητη κρίση τους.

Έτσι, όμως, υπονομεύεται το αίσθημα εμπιστοσύνης των πολιτών στον θεσμό της δικαιοσύνης συνολικά.

Ένα άλλο ζήτημα που ήγειρε αντιδράσεις μέρους της αντιπολίτευσης είναι η νέα απλοποιημένη διαδικασία στις Μικροδιαφορές.

Όμως και εδώ οι ενστάσεις είναι ανεξήγητες, δεδομένης της καθυστέρησης που εμφανίζουν οι συγκεκριμένες υποθέσεις.

Αυτό που συμβαίνει είναι ότι υιοθετούνται και στις Μικροδιαφορές ρυθμίσεις που δοκιμάστηκαν σε άλλα είδη υποθέσεων, ιδίως, για διαδικαστικές πράξεις και προθεσμίες.

Είναι εξάλλου, αναντίστοιχο με το αντικείμενό τους, το να διέπεται η εκδίκασή τους από αυστηρό και τυπικό πλαίσιο, όταν έχουν απλοποιηθεί άλλες δίκες με ασυγκρίτως μεγαλύτερο επίδικο.

Έτσι, ούτε η λήψη ενόρκων βεβαιώσεων χωρίς την κλήση του αντιδίκου, ούτε η αξιολόγηση αποδεικτικών μέσων, επιπλέον εκείνων που προβλέπει ο νόμος, ούτε η υποβολή των ισχυρισμών και των αποδεικτικών στοιχείων με απλό έγγραφο - υπόμνημα ή σε ηλεκτρονική πλατφόρμα, υποβαθμίζουν πραγματικά το επίπεδο της έννομης προστασίας. Το αντίθετο, μάλιστα.

Τα ίδια ισχύουν και για την από κοινού δήλωση των διαδίκων για παράσταση σε δίκες:

  • της ειδικής διαδικασίας,
  • της εκουσίας στο 2ο βαθμό και
  • στις συναινετικές προσημειώσεις,
  • που σίγουρα δεν θίγουν την αρχή της προφορικότητας, αφού και δυνητικό χαρακτήρα έχουν και αφορούν σε περιπτώσεις τις οποίες η παρουσία των διαδίκων έχει αποκτήσει πλέον διαδικαστικό, τυπικό, χαρακτήρα.

Αρκετή συζήτηση προκάλεσε και η μερική επαναφορά του δικαιώματος της αναστολής στην ανακοπή του πλειστηριασμού για τα κινητά, η οποία επίσης συνοδεύτηκε από ισχυρή δόση υπερβολής.

Κι αυτό γιατί αφενός η ρύθμιση συνιστά βελτίωση σε σχέση με τα ισχύοντα σήμερα και αφετέρου γιατί και στα ακίνητα είναι δυνατή η αναστολή, αλλά από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, η οποία μπορεί να ζητηθεί και αυτοτελώς.

Κατά συνέπεια, ούτε τα ακίνητα στερούνται δικαστικής προστασίας.

Εκεί, όμως, που η υποκρισία χτύπησε πραγματικά κόκκινο, ήταν στη ρύθμιση για την αυτόματη σταδιακή μείωση της τιμής του εκπλειστηριαζόμενου, μετά από δύο άγονους πλειστηριασμούς στο 80% και μετά από τρεις στο 65%.

Κι αυτό γιατί ο καθένας γνωρίζει ότι μετά από δύο και τρεις άγονους πλειστηριασμούς ούτε και σήμερα αποφασίζεται δικαστικά η αύξηση της τιμής.

Στην πραγματικότητα το εμπορικό ενδιαφέρον και ο ανταγωνισμός είναι αυτά που καθορίζουν την τιμή.

Εξάλλου, με τις ηλεκτρονικές διαδικασίες υπάρχουν ισχυρές εγγυήσεις για την αποφυγή φαινομένων συμπαιγνίας, ενώ και οι συνθήκες στην κτηματαγορά έχουν αλλάξει σημαντικά.

Έτσι, η νέα ρύθμιση συμβάλλει στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων, τα οποία με το ισχύον σήμερα καθεστώς θα έπρεπε να επέμβουν για να αλλάξουν την τιμή. Επομένως, εισάγεται ένα αντικειμενικό κριτήριο που πρακτικά οδηγεί, χωρίς περιττές διαδικασίες, στο ίδιο αποτέλεσμα που θα οδηγούσε και η δικαστική απόφαση.

Πάντως, το να μας εγκαλεί ειδικά η αξιωματική αντιπολίτευση για διευκολύνσεις στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης θυμίζει πατροκτόνο που ωρύεται για την ορφάνια του.

Για το θέμα της ανάθεσης στον δικαστικό επιμελητή να συντάσσει βεβαίωση, για την παρεμπόδιση της επικοινωνίας του παιδιού με τον γονέα, ακούγοντας τις επιφυλάξεις, ζήτησα την αντικατάσταση στο σχετικό άρθρο του όρου «βεβαιώνει» με τον όρο «διαπιστώνει».

Όμοια ήταν και η πρόταση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, αλλά και εκπροσώπων των άλλων κομμάτων.

Ο κ. Υπουργός ήδη δέχτηκε να επανεξετάσει τη σχετική διατύπωση. Εντούτοις, από το βήμα της επιτροπής ακόμα, σημείωσα ότι έτσι κι αλλιώς είναι αδικαιολόγητη η ανησυχία αφού: είτε βεβαιώνει, είτε διαπιστώνει την παρεμπόδιση ο δικαστικός επιμελητής, το παράνομο αυτής θα το κρίνει τελικά και πάλι το δικαστήριο.

Επειδή όμως ακούστηκαν και ακόμα πιο αυστηρές επικρίσεις για το συγκεκριμένο ζήτημα ας θυμηθούμε και το άρθρο 931 παρ. 2 που προβλέπει τη σύνταξη έκθεσης από τον δικαστικό επιμελητή για κάθε αξιόποινη πράξη που τελείται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, εκεί δηλαδή ο δικαστικός επιμελητής αξιολογεί και το αξιόποινο.

Παραδόξως, η αξιωματική αντιπολίτευση εξέφρασε την αντίθεσή της και σε ένα ζήτημα εκτός ύλης, στον περιορισμό της εμμάρτυρης διαδικασίας στα αστικά δικαστήρια που έφερε ο ν.4335/2015, δηλαδή ο νόμος του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Λάππας εκφράστηκε σκληρά εναντίον του, είπε μάλιστα ότι επιβλήθηκε εκβιαστικά από τους θεσμούς στην κυβέρνηση και ότι ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης δεν μπόρεσε να αλλάξει ούτε ένα «και», ούτε ένα κόμμα στο κείμενο και ότι είναι αποτυχημένος και πρέπει να αλλάξει.

Για το ίδιο θέμα τοποθετήθηκε επικριτικά, αλλά όχι το ίδιο αυτοκριτικά, η κ. Τζάκρη και ακόμα πιο προσεκτικά ο Τομεάρχης κ. Ξανθόπουλος.

Φάνηκε όμως να συντάσσονται και άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης. Περιμένουμε συνεπώς να ακούσουμε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης expressis verbis και όχι με μισόλογα, καθώς και γιατί δεν άλλαξε τις σχετικές ρυθμίσεις ο ΣΥΡΙΖΑ επί 3,5 χρόνια,  καθόσον ίσχυε η εφαρμογή κατά τη διάρκεια της θητείας του συγκεκριμένου νόμου ή έστω δεν δεσμεύτηκε να το πράξει.

Μάλλον δεν θα πρόκαμε ούτε γι’ αυτό.

Τελικά το μόνο που πρόκαμε ήταν να φορολογεί.

Κόπτεστε, όμως, σήμερα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τα συμφέροντα των επαγγελματιών της δικαιοσύνης, αλλά η στραγγαλιστική  «φόρο» και «εισφορο-επιδρομή» που κάνατε στη θητεία σας στους «επαγγελματίες της γραβάτας» έχει μείνει μνημειώδης.

Επανερχόμενος στο σχέδιο νόμου, για τη διεύρυνση των προθεσμιών στην Τακτική, νομίζω ότι ήταν μεικτή η στάση της αντιπολίτευσης.

Άλλοι συντάχθηκαν, άλλοι είπαν ότι δεν βοηθάει, άλλοι είπαν ότι θα επιβαρύνει χρονικά τη διαδικασία. Νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει είναι ότι βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση, είναι σωστή η ρύθμιση, η οποία διευκολύνει τους διαδίκους και συνολικά τη διαδικασία.

Σχετικά με τις διατάξεις που επαναφέρουν ένδικα βοηθήματα και γενικά διευρύνουν δικονομικά και ουσιαστικά δικαιώματα των διαδίκων, εξυπακούεται ότι δεν μπορεί κανείς να είναι αντίθετος.

Το γεγονός όμως, ότι υπάρχουν αρκετές τέτοιες διατάξεις -είναι διψήφιος ο αριθμός τέτοιων άρθρων στο νομοσχέδιο- απαντάει με τον καλύτερο τρόπο στη μομφή ότι δήθεν το σχέδιο νόμου θυσιάζει στον βωμό της επιτάχυνσης εγγυήσεις της δίκαιης δίκης.

Η αλήθεια είναι ότι η επιτάχυνση επιδιώκεται με εστιασμένες παρεμβάσεις που δεν θίγουν την ποιότητα και τις εγγυήσεις της διαδικασίας, ενώ επαναφέρουν δικαιώματα που είχαν καταργηθεί, όπου κρίθηκε αυτό αναγκαίο. Γι’ αυτό δικαίως νομίζω χαρακτηρίζεται ως ένα ισορροπημένο νομοθέτημα.

Πολυάριθμες είναι όμως και οι ψηφιακές παρεμβάσεις που περιλαμβάνονται σε διατάξεις του σχεδίου νόμου και θα τεθούν στη διάθεση των επαγγελματιών της δικαιοσύνης, καθιστώντας πιο εύκολη και αποδοτική την εργασία τους.

Νομίζω ότι και αυτές εισέπραξαν δικαίως την επιδοκιμασία των κομμάτων της αντιπολίτευσης, πλην της Ελληνικής Λύσης που είπε ναι στην ψηφιοποίηση, αλλά όχι στην υπέρμετρη.

Γενικά η «υπέρμετρη» βλάπτει σε όλα τα πράγματα.

Τέλος, ο καλόπιστος κριτής θα βρει και πολλές άλλες πρακτικές λύσεις στο σχέδιο νόμου όπως είναι:

  • η δυνατότητα λήψης ενόρκων βεβαιώσεων από δικηγόρους,
  • ο οίκοθεν επαναπροσδιορισμός δικών για λόγους ανωτέρας βίας,
  • ο συμψηφισμός δικαστικών εξόδων όταν υπάρχει εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης,
  • η προσθήκη των ψυχολόγων στους εξαιρετέους μάρτυρες,
  • ο περιορισμός των περιπτώσεων που για επουσιώδη σφάλματα δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν ένορκες βεβαιώσεις,
  • η αρμοδιότητα για τα ασφαλιστικά και στο δικαστήριο που δικάζει την κύρια υπόθεση,
  • η κατάργηση των μη ρεαλιστικών προθεσμιών στα ασφαλιστικά μέτρα,
  • η αναστολή δίκης του δικαστηρίου που επιλήφθηκε δεύτερο σε υποθέσεις διαιτητικής διαφοράς ώστε να αφήσει το δικαστήριο που επιλήφθηκε πρώτο να κρίνει την εγκυρότητα αυτής της συμφωνίας.

Αλλά και άλλες ρυθμίσεις:

  • για τα Ανώτατα Δικαστικά Συμβούλια,
  • για τους δικαστικούς υπαλλήλους,
  • για το Κτηματολογικό Γραφείο Ρόδου και
  • για την επέκταση της δυνατότητας πρακτικής σε ασκούμενους δικηγόρους και σε άμισθα και σε έμμισθα υποθηκοφυλακεία.

Ρυθμίσεις, που αντιμετωπίζουν υπαρκτά προβλήματα στον χώρο της δικαιοσύνης.

Υπάρχουν λοιπόν επαρκέστατοι λόγοι, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ώστε να υπερβούν τα κόμματα τις όποιες επιφυλάξεις τους και να υπερψηφίσουν το σύνολο του σχεδίου νόμου, διότι είναι ανώφελο και υποκριτικό από τη μια να καταγράφουμε και να συμφωνούμε για τις χρόνιες ασθένειες της δικαιοσύνης και από την άλλη να μην έχουμε την τόλμη να στηρίξουμε δοκιμασμένες και επιτυχημένες λύσεις.

Κύριε Υπουργέ, κύριε Υφυπουργέ, ευχαριστώ θερμά εσάς και την ομάδα σας για την εξαιρετική συνεργασία και εσάς, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, για τον ποιοτικό διάλογο και την προσοχή σας

 

Στάθης Κωνσταντινίδης

Βουλευτής Νέας Δημοκρατίας  Π.Ε. Κοζάνης

Konstant3