Κύριε Υφυπουργέ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ένα νομοσχέδιο που περιλαμβάνει την ενσωμάτωση μιας νέας οδηγίας, τη συμπλήρωση δύο άλλων οδηγιών, την τυποποίηση για πρώτη φορά στην εσωτερική ποινική έννομη τάξη μιας πράξης με έντονη κοινωνική απαξία, αλλά και κάποιες ποινικοδικονομικές ρυθμίσεις που κατατείνουν στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης ευλόγως δεν προσφέρεται για σύγκρουση και αντιπαράθεση.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο νομίζω επέλεξαν κάποιοι συνάδελφοι της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης να επιστρατεύσουν το «τζόκερ» της Novartis, τη στιγμή που κανένας από την κυβερνώσα παράταξη δεν έχει ισχυριστεί ότι η υπόθεση αυτή δεν συνιστά μια ελεγχόμενη υπόθεση, ένα σκάνδαλο.
Από την άλλη, όμως, είναι φανερό από την εξέλιξη των πραγμάτων ότι την ίδια στιγμή πολιτικά πρόσωπα της τότε κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ελέγχονται σήμερα, ένας πρώην υπουργός ελέγχεται σήμερα, για την προσπάθεια ποδηγέτησης της δικαιοσύνης, κατά τη διαδικασία ελέγχου διερεύνησης εκείνης της υπόθεσης, η οποία έσυρε πολιτικά πρόσωπα σε ποινική διερεύνηση χωρίς να συντρέχουν, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, τα στοιχεία. Και βέβαια γι’ αυτό ακριβώς σήμερα ελέγχονται ο πρώην υπουργός και κάποιοι εισαγγελικοί λειτουργοί. Και μένει βέβαια στην ανεξάρτητη δικαιοσύνη να αποφανθεί εάν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την παραπομπή και για την καταδίκη τους.
Όμως, ακόμη και ως προς το ζήτημα της άσκησης αγωγής γι’ αυτήν την υπόθεση, νομίζω ότι ο τελευταίος που δικαιούται να ομιλεί είναι η Αξιωματική Αντιπολίτευση που είχε την ευθύνη του χειρισμού, του ελέγχου αυτής της υπόθεσης και ουδέποτε άσκησε οποιαδήποτε πράξη για τη διεκδίκηση της αποκατάστασης της αποζημίωσης, της διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος.
Έρχεται λοιπόν και το κάνει η σημερινή Κυβέρνηση. Με επιφύλαξη μάλιστα διεκδικεί την ικανοποίηση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και εγκαλείται σήμερα από την αντιπολίτευση ακόμα και γι’ αυτό.
Σε ό,τι αφορά το συζητούμενο σχέδιο νόμου, την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2019/713 για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας μέσων πληρωμής πλην των μετρητών και τις άλλες διατάξεις επείγοντος χαρακτήρα, το μέσο της πληρωμής εκτός των μετρητών είναι κάθε μηχανισμός, εφαρμογή ή διαδικασία με υλική ή εικονική μορφή που επιτρέπει στον χρήστη να μεταφέρει χρήματα ή νομισματική αξία χωρίς να κάνει χρήση κερμάτων ή χαρτονομισμάτων.
Τέτοιες, λοιπόν, πράξεις, τέτοιες εφαρμογές είναι τα αξιόγραφα, οι χρεωστικές, οι πιστωτικές και οι προπληρωμένες κάρτες, το ηλεκτρονικό πορτοφόλι, οι ψηφιακές υπηρεσίες πιστώσεων ή χρεώσεων, το web banking, ακόμα και τα κρυπτονομίσματα που έχουν αυξημένη πλέον διάδοση στις συναλλαγές.
Είναι γνωστή σε όλους μας η ραγδαία άνοδος της χρήσης τέτοιων μέσων. Ενδεικτικά να πούμε ότι οι εγχρήματες συναλλαγές στα καταστήματα έχουν μειωθεί πάνω από 50% σε σχέση με το 2019, ενώ αντίστοιχα οι συναλλαγές με κάρτες από το 2019 μέχρι σήμερα έχουν αυξηθεί κατά 44%. Η αξία των συναλλαγών με κάρτα το 2020 ανήλθε στα 35 δισεκατομμύρια ευρώ και αναμένεται το 2021 να φτάσει απολογιστικά και να υπερβεί ενδεχομένως τα 37 δισεκατομμύρια από τα 24 δισεκατομμύρια στα οποία βρισκόταν το 2019.
Αντίστοιχη όμως είναι και η αύξηση των εγκληματικών συμπεριφορών που σχετίζονται με την αύξηση στη χρήση αυτών των μέσων, μια απομακρυσμένη εγκληματικότητα που δύσκολα ανιχνεύεται και ακόμα δυσκολότερα διώκεται και συλλαμβάνεται, αφού κατά κανόνα μιλάμε για διασυνοριακό έγκλημα και για πράξεις που πολλές φορές τα θύματα διαπιστώνουν πολύ καιρό, ίσως και μήνες, μετά από την τέλεσή τους.
Ποιοι οι στόχοι αυτής της οδηγίας; Η εναρμόνιση των ορισμών για μια σειρά ηλεκτρονικών εγκλημάτων, όπως το «hacking» ή το «fishing», δηλαδή η παραβίαση του υπολογιστή του θύματος και το ηλεκτρονικό «ψάρεμα», η τυποποίηση με ενιαίο τρόπο της νομοτυπικής μορφής των παράνομων αυτών συμπεριφορών, η ανταλλαγή πληροφοριών και η διασυνοριακή συνεργασία, η ενίσχυση της αναφοράς περιστατικών απάτης από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αλλά βεβαίως πρωτίστως από τους πολίτες.
Σε ό,τι αφορά τώρα στην ενσωμάτωση των σχετικών κανόνων στην ποινικοδικονομική εσωτερική ύλη, σωστά νομίζω ότι αυτό δεν έγινε με τη θέσπιση ενός ειδικού ποινικού νόμου, αφού η οδηγία αναφέρεται σε αδικήματα σχετικά με την προσβολή εννόμων αγαθών, τα οποία ήδη προστατεύονται από τον Ποινικό Κώδικα και έτσι αποφεύγεται η παράλληλη ισχύς γενικότερων και ειδικότερων διατάξεων.
Τα συγκεκριμένα αδικήματα συνιστούν αναμφίβολα απειλή για την ασφάλεια των συναλλαγών, μέσα τροφοδότησης του οργανωμένου εγκλήματος, δυνητικά δε και της τρομοκρατίας. Επίσης συνιστούν εμπόδιο στην ψηφιακή ενιαία αγορά, διότι κλονίζουν την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και προκαλούν οικονομική ζημία. Απαιτείται, συνεπώς, η θέσπιση κοινών κανόνων για την αντιμετώπιση του φαινομένου και αυτό ακριβώς κάνει και το συζητούμενο σχέδιο νόμου.
Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει ρυθμίσεις για την καταπολέμηση της απάτης, της πλαστογραφίας, της παραχάραξης, της κλοπής και γενικά, της παράνομης χρήσης, όπως αυτό ορίζεται στις ειδικότερες διατάξεις των άυλων και υλικών μέσων και εφαρμογών πληρωμής εκτός των μετρητών. Με το δεύτερο μέρος εισάγονται συμπληρωματικά μέτρα για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/48 και της απόφασης-πλαίσιο 2002/584 αναφορικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και νομίζω ότι δεν ακούστηκαν και γι’ αυτές τις διατάξεις ουσιαστικές ενστάσεις.
Άξια αναφοράς αναμφίβολα η ρύθμιση του άρθρου 37 που προβλέπει την τιμώρηση της δημόσιας υποκίνησης τρομοκρατικού εγκλήματος μέσω του διαδικτύου, διάταξη στην οποία δεν μπορεί κάποιος να αντιταχθεί.
Με το άρθρο 38 θεσπίζεται η τιμώρηση της εκδικητικής πορνογραφίας μέσω του νέου άρθρου 346 του Ποινικού Κώδικα στη βασική της μορφή σε βαθμό πλημμελήματος και στην επιβαρυντική, στη διακεκριμένη, σε βαθμό κακουργήματος.
Και εδώ οφείλω να σημειώσω ότι υπήρξε μια άστοχη κριτική σε ένα τέτοιο απεχθές και επαχθές για τα θύματα αδίκημα-πράξη, μια τέτοια συμπεριφορά από την Αξιωματική Αντιπολίτευση, η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ υπονόησε ότι η Κυβέρνηση νομοθετεί ορμώμενη από την επικαιρότητα. Αυτό νομίζω ότι εκπέμπει ένα εσφαλμένο μήνυμα στην κοινωνία ως προς τη σημασία και τη σκοπιμότητα, αν θέλετε, της συγκεκριμένης νομοθετικής πρωτοβουλίας.
Τέλος, με τα άρθρα 39 έως 41 εισάγονται ρυθμίσεις δικονομικού χαρακτήρα που κατατείνουν στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και νομίζω ότι μετά τις νομοτεχνικές βελτιώσεις που δέχθηκε ο κύριος Υπουργός, αμβλύνονται οι οποιεσδήποτε ενστάσεις και οι σχετικές διατάξεις θα εισφέρουν σε κάποιον βαθμό στην επιτάχυνση της διαδικασίας.
Κύριε Υφυπουργέ, επιτρέψτε μου μια αναφορά στον τόπο μου. Επισκεφθήκαμε πρόσφατα τον Νομό Κοζάνης. Οι συνάδελφοι εκεί σας έθεσαν το ζήτημα του Ειρηνοδικείου της Πτολεμαΐδας. Παρακαλώ θερμά, επειδή είναι πολύ σημαντικό το ζήτημα, ιδίως σε μια περιοχή που υφίσταται τις συνέπειες της απολιγνιτοποίησης και πρέπει να ενισχύσουμε τις κρατικές δομές και υποδομές και τις δικαστηριακές, να επιστρατεύσετε όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες, να δείτε με κατανόηση και με ενδιαφέρον το αίτημα αυτό και να προχωρήσει τάχιστα η μετεγκατάσταση του ειρηνοδικείου.
Ευχαριστώ θερμά.
Στάθης Κωνσταντινίδης
Βουλευτής Νέας Δημοκρατίας Π.Ε. Κοζάνης