koukoulopoulos 1Με τη βολική θεωρία ότι η κρίση είναι εισαγόμενη προσπαθεί η κυβέρνηση της ΝΔ να συγκαλύψει τις ευθύνες της στο παλιρροιακό κύμα της ακρίβειας που ξεκινώντας από το φυσικό αέριο πέρασε στο ηλεκτρικό ρεύμα και σε βασικά αγαθά και τώρα έφτασε στις αντλίες της βενζίνης.

Η κρίση στην αγορά ενέργειας είναι όντως εξωγενής και έχει διεθνή χαρακτήρα, με ιδιαίτερη μάλιστα ένταση στην Ευρώπη, αυτό όμως δεν εξηγεί τις ακραίες συνέπειες που συναντούμε στη χώρα μας.

 
Το 2021 είχαμε μεσοσταθμικά την ακριβότερη ηλεκτρική ενέργεια στην Ευρώπη και είμαστε σταθερά στις τρεις χώρες με το υψηλότερο ημερήσιο κόστος. Ως αποτέλεσμα αυτών είχαμε τη μεγαλύτερη αύξηση στην Ευρώπη, με πενταπλασιασμό (!) στην τιμή της Η.Ε. (έρευνα POLITICO).
 
Η πραγματικότητα επιδεινώνεται δραματικά από το γεγονός ότι οι εν λόγω αυξήσεις περνάνε εξολοκλήρου σε όλους ανεξαίρετα τους καταναλωτές, κάτι που συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, με πολλαπλές συνέπειες. Από τη διευρυνόμενη απειλή ενεργειακής φτώχειας και το κόστος της αγροτικής παραγωγής μέχρι την ενεργοβόρο βιομηχανία καμία δραστηριότητα ή κοινωνική ομάδα δε μένει ανέγγιχτη. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι πληρώνουμε το ακριβότερο ρεύμα στην Ευρώπη ενώ επί δεκαετίες είχαμε το φθηνότερο και αυτό το γεγονός δε μπορεί να αφήνει κανένα αδιάφορο λόγω της σοβαρότητας του. Τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτή την εξέλιξη, αντίθετα υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι κάθε άλλο παρά εισαγόμενοι και συνακόλουθες κυβερνητικές ευθύνες.

 
Η Ελλάδα, σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, είναι η μόνη χώρα στην Ε.Ε. όπου το 2021 η ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο αυξήθηκε κατά 24%, την ώρα που σε όλες τις άλλες χώρες μειώθηκε προς αντιστάθμιση του υψηλού κόστους και μάλιστα σε κάποιες με εντυπωσιακά ποσοστά, όπως στην Ολλανδία κατά 49%, στη Γαλλία κατά 46%, στη Γερμανία κατά 30% και στην Ισπανία κατά 21%. Η χώρα βρέθηκε με το μουτζούρη στο χέρι γιατί αποποιήθηκε με αφάνταστη επιπολαιότητα το προνόμιο της ευελιξίας στο ενεργειακό της μείγμα. Το 2019 η κυβέρνηση αντί ενός εθνικού σχεδίου ομαλής και πλήρους απανθρακοποίησης με ορίζοντα 10-20 ετών, όπως όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, επέλεξε τη βίαιη απολιγνιτοποίηση και την πλήρη εξάρτηση μας από το εισαγόμενο, ρυπογόνο και τελικά πανάκριβο Φυσικό Αέριο. Τώρα που χρειάστηκαν οι λιγνιτικές μονάδες για να φρενάρουν τις αυξήσεις, ναι μεν «επιστρατεύτηκαν», όντας όμως σε πορεία απαξίωσης απέδωσαν πολύ λιγότερα από τις δυνατότητες τους όσο και σε σύγκριση με χώρες όπως η Γερμανία που αποσύρει τις αντίστοιχες μονάδες της συντεταγμένα το 2038, όχι άναρχα όπως επέλεξε η κυβέρνηση της ΝΔ.

 
Είναι γνωστό, τουλάχιστον πέντε χρόνια τώρα, πως η πολιτική των δικαιωμάτων ρύπων στην Ε.Ε. καθιστά ανταγωνιστικές τις ΑΠΕ και η ενεργειακή κρίση τις ανέδειξε στο ασφαλέστερο καταφύγιο.

Καθώς οι ΑΠΕ δεν ακολουθούν τις διακυμάνσεις των τιμών ημέρας γιατί μπαίνουν στο σύστημα με σταθερές τιμές, είναι η μόνη πηγή ενέργειας που συγκρατεί την τελική τιμή στο ρεύμα. Σύμφωνα με έρευνα του ΑΠΘ, το Δεκέμβριο η μέση τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στη χονδρεμπορική αγορά χωρίς την παραγωγή ΑΠΕ θα είχε διαμορφωθεί σε 315 ευρώ/MWh και όχι σε 235 ευρώ/MWh που τελικά ανήλθε. Η πιο πάνω τιμή μπορούσε να αποκλιμακωθεί κοντά στα 160 ευρώ/Mwh αν είχαμε διπλάσιες ΑΠΕ εγκατεστημένες κάτι που σκοντάφτει στην έλλειψη χωρητικότητας του δικτύου διανομής. Η σημερινή κυβέρνηση επί 2,5 χρόνια και η προηγούμενη για αλλά 4,5 έχουν μηδενικό απολογισμό στην αναβάθμιση του δικτύου μέσης και χαμηλής τάσης που αποτελεί βασική προϋπόθεση για την περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ. Τα ελάχιστα ποσά που έχουν προβλεφθεί για αυτή τη δράση στο Ταμείο Ανάκαμψης είναι μια απόδειξη αδράνειας και αβελτηρίας της σημερινής κυβέρνησης που τρέχει μόνιμα πίσω από τα γεγονότα σε στρατηγικούς τομείς.

Ακριβώς τα αντίστοιχα συμβαίνουν με τα δίκτυα υψηλής τάσης και συγκεκριμένα με τις γραμμές διασύνδεσης της χώρας με τα ευρωπαϊκά δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας που χρήζουν αναβάθμισης εδώ και πολλά χρόνια. Η χαμηλή διασυνδεσιμότητα περιορίζει τις δυνατότητες εισαγωγής φθηνότερης ενέργειας και αντίστοιχα εξαγωγής όταν είμαστε ανταγωνιστικοί και ο μόνος που ωφελείται από την κατάσταση αυτή είναι το ολιγοπώλιο της ενέργειας στη χώρα. Ο μηδενικός απολογισμός της κυβέρνησης στον τομέα αυτό, όπως οι ελάχιστοι πόροι που προβλέπονται από το Ταμείο Ανάκαμψης φανερώνουν και εδώ μια κυβέρνηση μακριά από τις πραγματικές ανάγκες της χώρας.

 
Η χαμηλή διείσδυση των ΑΠΕ, η άναρχη απολιγνιτοποίηση και η απόλυτη εξάρτηση από το Φ.Α., σε συνδυασμό με τη χαμηλή διασύνδεση με τα ευρωπαϊκά δίκτυα μας έδωσαν τη θλιβερή πρωτιά πανευρωπαϊκά στη χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας το 2021 και καμία από τις αιτίες αυτές δεν είναι εισαγόμενη, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση.

Η μεγαλύτερη ωστόσο επιβάρυνση σε όλους ανεξαίρετα τους καταναλωτές στην παρούσα κρίση οφείλεται στον τρόπο λειτουργίας της εγχώριας αγοράς, όπου ξεχωρίζουν δυο προβλήματα.

Η ημερήσια χονδρεμπορική τιμή της Η.Ε. διαμορφώνεται κάθε φορά από την ακριβότερη προσφορά• με αυτή αποζημιώνεται το σύνολο παραγωγών και εισαγωγέων και σε αυτή την τιμή αγοράζεται η Η.Ε. από όλους ανεξαίρετα τους παρόχους. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι σε αυτή την κατάσταση κερδίζουν τεράστια ποσά αφενός όσοι παράγουν με πολύ χαμηλό κόστος και αφετέρου όσοι είχαν αποθέματα καυσίμων με τιμές προ κρίσης.

Η ως άνω διαμορφωθείσα χονδρική τιμή με το επιπλέον ποσοστό κέρδους του παρόχου μετακυλίεται εξολοκλήρου στην κατανάλωση και αυτό συμβαίνει μόνο στη χώρα μας. Σε όλη την Ευρώπη το μεγαλύτερο μέρος της ημερήσιας κατανάλωσης διακινείται με συμβόλαια σταθερής τιμής καθώς και με διμερή συμβόλαια που συνάπτει κυρίως η βιομηχανία. Τα ποσοστό της προθεσμιακής αγοράς κινείται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες άνω του 50% και σε κάποιες άνω του 70%, όταν στην Ελλάδα βρίσκεται πρακτικά στο μηδέν. Αυτή μας η ιδιαιτερότητα προκαλεί μεγάλα προβλήματα σε όλο τον πληθυσμό και εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους για ενεργοβόρες παραγωγικές δραστηριότητες.
Όσοι είναι αθεράπευτοι εραστές της αγοράς, όπως οι κυβερνώντες, καλό είναι να αποδεχτούν ότι οι αγορές όταν δεν ρυθμίζονται, το μόνο που κατοχυρώνουν είναι τα κέρδη τους. Η απορρύθμιση που προκάλεσε στην ενεργειακή αγορά της χώρας η κρίση του φυσικού αερίου είναι μια κραυγαλέα απόδειξη που δεν επιτρέπει εφησυχασμούς ιδεοληπτικού χαρακτήρα.

Είναι αδιανόητο ότι μέχρι σήμερα δεν έχει αναληφθεί ούτε μια κυβερνητική πρωτοβουλία για την ανάληψη μέρους του κόστους από όλους τους συντελεστές της αγοράς μερικοί εκ των οποίων, όπως τονίστηκε, αθροίζουν τεράστια κέρδη. Ομοίως καμία κίνηση δεν καταγράφεται για να επιλυθούν θεσμικά ζητήματα που βελτιώνουν τη λειτουργία της αγοράς, ενώ για την κοινωνική θωράκιση με προώθηση των ενεργειακών κοινοτήτων και των φωτοβολταϊκών στέγης, ξεκινώντας από τους πλέον ευάλωτους, τηρείται σιγή ασυρμάτου.
Το μόνο που ακούσαμε τις τελευταίες μέρες είναι ότι ο πρωθυπουργός ελπίζει σε αποκλιμάκωση της ενεργειακής κρίσης μετά τον Απρίλιο και την ίδια μέρα η Κομισιόν μας ενημέρωσε ότι κάτι τέτοιο αναμένεται μετά την άνοιξη του 2023.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Οι λογαριασμοί στο ρεύμα θα εξακολουθήσουν να «καίνε» γιατί η κυβέρνηση της ΝΔ είναι παγιδευμένη σε εμμονές και ιδεοληψίες που δεν υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, αντίθετα ευνοούν τα μεταπρατικά συμφέροντα που συγκροτούν το ολιγοπώλιο της ενέργειας στη χώρα.