Με κοινοβουλευτική του παρέμβαση στα συναρμόδια υπουργεία εθνικής οικονομίας, εργασίας και κοινωνικής συνοχής, ο κυβερνητικός βουλευτής εισηγείται την καθιέρωση «αυτόματης αναπροσαρμογής
στο ύψος και στα κριτήρια απονομής κρατικών επιδομάτων και ενισχύσεων, που θα λαμβάνει υπόψη τους δείκτες του πληθωρισμού, της ανάπτυξης και των μισθολογικών αυξήσεων στη χώρα».
Στην πρότασή του επικαλείται την αύξηση σε μισθούς και συντάξεις, τη μείωση της ανεργίας και την άνοδο στις περιουσιακές αξίες, επισημαίνει όμως και το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει ακόμα το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό στην κατάταξη της αγοραστικής δύναμης των πολιτών και το τέταρτο υψηλότερο σε εκείνην του κινδύνου κοινωνικού αποκλεισμού, σε σχέση με τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς μέσους όρους.
Κατά συνέπεια, επισημαίνει: «Είναι αναγκαία η διατήρηση των κοινωνικών μεταβιβάσεων, αλλά και σκόπιμη η επανεξέταση των επιδομάτων, ώστε να δίνονται σε εκείνους που πραγματικά τα δικαιούνται» και προσθέτει ότι «επειδή παράλληλα με τους μισθούς αυξάνεται και το κόστος διαβίωσης, θα πρέπει να μεταβάλλονται αναλόγως τα ποσά και τα κριτήρια, βάσει των οποίων χορηγούνται τα επιδόματα».
Καταλήγει, δε, ότι: «Το δικαιότερο θα ήταν να προβλεφθεί μία ενιαία και αυτοματοποιημένη υπολογιστική μέθοδος, που θα λαμβάνει υπόψη κάποιες οικονομικές παραμέτρους, όπως την ανάπτυξη της οικονομίας, την αύξηση των μισθών, τον πληθωρισμό, και θα διαμορφώνει σύμφωνα με αυτές το ύψος των επιδομάτων και των άλλων ενισχύσεων, καθώς και τα εισοδηματικά ή περιουσιακά κατώφλια ή τις κλίμακες για τη χορήγησή τους». Προτείνει, δηλαδή, «ένα είδος, αυτόματης αναπροσαρμογής», ανάλογη με εκείνη που εφαρμόζεται για τις αυξήσεις μισθών και συντάξεων, γεγονός που, όπως λέει «θα απαλλάξει την κυβέρνηση από την ευθύνη της σχετικής διαδικασίας, θα προσδώσει σταθερότητα στο σύστημα και θα επιτρέψει τον ασφαλή προγραμματισμό για όλα τα μέρη».