ΜΣπυριδου134Όταν ήμουν παιδί , περνούσα ώρες μπροστά στο παράθυρό μου , για να βλέπω ουρανό, αστέρια την νύχτα, δέντρα ανθισμένα, φεγγάρι, μέλισσες, πεταλούδες, χελιδόνια, νυφάδες χιονιού.
Σε εκείνο το παράθυρο έγραφα, ζωγράφιζα το μέλλον μου στα τζάμια του με τα χνώτα μου.

Χνώτιζα στα τζάμια την μελλοντική ιστορία μου και την μελλοντική ιστορία του κόσμου
Ένα χνώτισμα γεμάτο σχέδια , ελπίδες και με πράξεις αριθμητικής
Όπoiα πράξη κι αν έκανα, πρόσθεση , αφαίρεση , πολλαπλασιασμό , διαίρεση το αποτέλεσμα ήτανε πάντοτε πλεόνασμα.
Χνώτιζα γιατί γράμματα δεν είχα μάθει ακόμα.
Πήγα Δημοτικό γι αυτό.
Στην Α’ Δημοτικού ήμουνα το παιδί του τελευταίου θρανίου Αμίλητο. Ανύπαρκτο.
Ίσως να ονειροπολούσα
Η δασκάλα μας , η κ. Μαριάνθη , μία σωματώδης, ψηλή και μαυροφορεμένη γυναίκα ίσως να θεωρούσε ότι είμαι παιδί με μία νοητική υστέρηση
Την διέψευσα
Όταν ένιωσα ότι είμαι έτοιμη κάποια μέρα της είπα¨?
–Κυρία , θέλω να διαβάσω την εφημερίδα που έχετε επάνω στην έδρα.
–Εσύ , μου είπε ειρωνικά . Έλα
Την εξέπληξα
Από τότε μεταφέρθηκα στο πρώτο θρανίο και απέκτησα και καινούριo όνομα .Μαρίτσα
Όνομα που ποτέ δεν συμπάθησα
Η συγκεκριμένη δασκάλα , όταν μας δίδασκε το γράμμα λάμδα , σήκωσε εμένα στον πίνακα για να το γράψω [ πριν την εφημερίδα και το Μαρίτσα ]Αδύνατον . Έβαζα την ουρίτσα , όπως την έλεγε από την αντίθετη πλευρά Ξανά και ξανά και ξανά , αλλά εγώ τίποτα.
Με τιμώρησε Με κράτησε και μετά το σχόλασμα για να γεμίσω τον πίνακα με λάμδα έως την ώρα που θα ερχότανε τα παιδιά για την απογευματινή βάρδια.
Από τότε έως και σήμερα , το λάμδα μου είναι μία ίσια γραμμή , χωρίς ουρίτσα σε καμμία πλευρά.
Λατρεύω όμως το κεφαλαίο Λάμδα
Γιατί με κεφαλαίο γράφεται η λέξη Λαμπρή την οποία εξυμνεί ο Δ. Σολωμός στον Λάμπρο?

…είναι νύχτα γλυκειά , και το φεγγάρι
δε βγαίνει να σκεπάσει άστρο κανένα
περίσσια , μύρια . Σ’ όλη τους τη χάρη
λάμπουν , άλλα μονάχα , άλλα δεμένα
κάνουν κι εκείνα Ανάσταση που πέφτει
του ολόστρωτου πελάου μες στον καθρέφτη
Εγώ η μικρή Μαρίτσα τότε είχα κι έναν μικρό κηπάκο κατάδικό μου στον οποίο έσπερνα μόνον κατηφέδες Σαν φυτρώνανε έπαιρνα ένα μπλοκάκι και μετρούσα και σημείωνα πόσοι φύτρωναν κάθε μέρα
Μετρούσα καινούριε ζωές Τις έδινα πνοή και μου την ανταποδίδανε όταν άνθιζαν Κι εγώ τους μιλούσα Αγαπώ πολύ τους κατηφέδες Και σήμερα ακόμη στην μεγάλη γλάστρα φυτεύω έναν , ο οποίος γίνεται τεράστιος Βασιλιά μου τον αποκαλώ Όταν δεν είμαι πλάι του μία θλίψη την έχει
Λατρεύω τους κατηφέδες Σε ένα ταξίδι μου στην Ινδία , επισκεφθήκαμε το Βαρανάσι πόλη στον Γάγγη , εκεί που λούζονται σε ιερό προσκύνημα οι Ινδουιστές Πήγαμε αξημέρωτα Το ξημέρωμα είχε εκείνο το γαλαζωπό χρώμα της αυγής και στον Γάγγη έπλεεαν κατiφέδες τοποθετημένοι σε ένα φύλλο με λαδάκι και ένα φiτίλι αναμμένο Η διαδρομή μέχρι αυτού του σημείου ήτανε γεμάτοι κατiφέδες που πουλάγανε μικροπωλητές για του προσκυνητές Ένα θέαμα υπερβολικά μυστηριακό που με ακολουθεί ακόμη
-Τι σου έμεινε από την Ινδία όταν με ρωτάνε και σήμερα – Οι κατiφέδες του Γάγγη απαντώ.
Εγώ η μικρή Μαρίτσα , το ίσιο , το κανονικό που κάνανε οι άλλοι δεν το καταλάβαινα
Πολλά τα γιατί για τα άδικα του κόσμου
–Γιατί υπάρχουν σύνορα ?
¨
–Γιατί υπάρχουν λεφτά?
–Γιατί γίνονται πόλεμοι?
—Γιατί πρέπει να έχεις οικόπεδο για να χτίσεις σπίτι?
—Γιατί κάποιο ζουν μίζερα για να έχουν λεφτά στις τράπεζες?
—Γιατί υπάρχουν τράπεζες?
Ρωτούσα τους γονείς μου.
–‘Ε, γιατί έτσι είναι το κανονικό μου απαντούσαν
Θύμωνα
Και ίσως γι αυτό μάζευα πέτρες και καθόμουνα στην εξώθυρα της αυλής μας και πετροβολούσα όποιον πέρναγε και ήταν πολλοί , γιατί το σπίτι μας ήτανε σε κεντρικό δρόμο
Πετροβολούσα μεγάλους επειδή πίστευα ότι έχουν ευθύνη γι αυτό το κανονικό
Αν ζούσα αλλού και σε άλλη εποχή μπορεί αντί για πέτρες να έσπαγα βιτρίνες ή να πέταγα μολότωφ
Έτσι δε λένε οι ψυχολόγοι για τα παιδιά που σπάνε χωρίς λόγο , ότι βγάζουνε τον θυμό τους σε μία κοινωνία που πιστεύουν ότι τους αδίκησε
Μεγάλωσα… Η Μαρίτσα είναι Μαρία, αλλά αυτά τα γιατί ακόμα με βασανίζουν παρόλο που συμβιβάστηκα
Όλα είναι θέμα οικονομίας
Οικονομία Τι ωραία λέξη
Οίκος+νέμω Οίκος η γη μας , το σπίτι μας Νέμω , πρέπει να μοιράζεται ο πλούτος της ίσα σε όλους . Συμβαίνει Όχι.

Άρα η οικονομική επιστήμη απέτυχε Η νομή δεν ίση και δίκαια
Εμένα την μικρή Μαρίτσα δεν με χωρούσαν τα στενά πλαίσια του χωριού
Το μυαλό μου, η ψυχή μου ήθελε άπλα Που να την βρεις τότε
Μου την έδινε η Μαρίκα Το άλογο του πατέρα μου [ το Μαρίκα δάνειο από την γνωστή οικογένεια ]
Την αγαπούσα την Μαρίκα και αυτή με αγαπούσε Με ένα σάλτο καβαλίκευα στην ράχη της,  την έπιανα από την χαίτη και βουρ στα μπαίρια του χωριού
Τι ελευθερία Πετούσα Πήγασος γινόμουνα
Κάλπαζε η Μαρίκα και εγώ στην ράχη της ονειρευόμουνα
Θα ήθελα να είμαι τσιγγάνα Να έχω ένα τσαντίρι και χωρίς να χρειάζομαι τσιγγάνικο διαβατήριο να κατασκηνώνω κάθε τόσο σε όλα τα μέρη της γης που θα με πήγαινε η Μαρίκα μου
Και να ζηλεύανε λέει οι άνθρωποι και να παίρνανε κι αυτοί ένα άλογο και να με ακολουθούσαν
Θα στήναμε τα τσαντίρια μας και
Θα μοιραζόμασταν
Θα τραγουδούσαμε
θα χορεύαμε
θα γλεντούσαμε
θα αγκαλιαζόμασταν
και επειδή δεν θα είχαμε παράθυρα για να χνωτίζουμε τα όνειρά μας , θα τα ζωγραφίζαμε στον ουρανό , στα αστέρια Και ……δίπλα μας ένας τσιγγάνος θα έπαιζε βιολί ή και ακκορντεόν κι εμείς θα γελούσαμε , θα γελούσαμε, θα γελούσαμε με ένα γέλιο κρυστάλλινο, μεταδοτικό και …
ίσως έτσι να τελειώνανε και τα άδικα του κόσμου

Μαρία Σπυρίδου

ΜΣπυριδου134