6 Μαρτίου 1943 - 6 Μαρτίου 2023: Ογδόντα χρόνια από το Ολοκαύτωμα των Σερβίων. Το ολοκαύτωμα των Σερβίων είναι ένα ιστορικό γεγονός που μένει ανεξίτηλο στη μνήμη και στην καρδιά μας ...
και έτσι πρέπει να το διατηρήσουμε με αξιοπρέπεια και αίσθημα ευθύνης στις επερχόμενες γενεές. Διότι, αν η γνώση και η μελέτη της Ιστορίας γενικά οδηγεί στην αυτογνωσία και «μορφώνει» τον άνθρωπο, πολύ περισσότερο σημαντικό είναι η γνώση της τοπικής ιστορίας, καθώς υπάρχει προσωπική του καθενός σχέση με πρόσωπα και γεγονότα.
«Σε μια άκρη του Κοζανίτικου κάμπου προς τη Σιάπκα, κοντά στα στενά της Πόρτας, βρισκόταν άλλοτε η όμορφη πολιτειούλα Σέρβια. Δεν πρόβαλλε καμιά απαίτηση η πόλη μας, βρέθηκε μοναχά πάνω στον αυτοκινητόδρομο που ενώνει τη Βόρειο Ελλάδα με τη Θεσσαλία, έναν δρόμο που πέρασε κοντά της για να της φέρει την πρόοδο.
Αυτό ήταν το μοναδικό έγκλημά της. Περήφανα την καμάρωναν τα Πιέρια, καμάρι την είχαν τα Καμβούνια, της χαμογελούσε το ηλιόλουστο Βέρμιο, κι ο Αλιάκμονας πιο πέρα τη χαιρετούσε με το θολό και ήρεμο ρέμα του. Τώρα μια πένθιμη σιωπή τη σκεπάζει. Δίνει τον πένθιμο τόνο σ` όλη την άπλα του Κοζανίτικου κάμπου. Νεκρούπολη σωστή.» Αυτά έγραφε η Εφημερίδα Νίκη, της Κοζάνης, 30 Σεπτ. 1943
Μάρτιος 1943. Αυτό το κόσμημα της περιοχής, όπως χαρακτηρίστηκε, έγινε στάχτη και εξαφανίστηκε. Αυτή η πόλη πλήρωσε πολλές φορές τη στρατηγικότητα της θέσης της και τον ηρωϊσμό των κατοίκων της. Αυτή τη φορά όμως η καταστροφή της ήταν ολοκληρωτική και καθόρισε ή καλύτερα κατέστρεψε το μέλλον της. Η πόλη μας, η βυζαντινή πόλη των Σερβίων, έγινε από τις πλέον μαρτυρικές πόλεις της Ελλάδος.
Τα Σέρβια ήταν μια όμορφη κωμόπολη με 4 χιλιάδες κατοίκους. Ήταν μια πόλη που έσφυζε από ζωή και δραστηριότητα, που είχε άφθονο εκλεκτό πνευματικό υλικό, το οποίο ανέβασε σε υψηλή στάθμη το πολιτιστικό της επίπεδο. «...Tο επίπεδον ζωής ήτο υψηλότερον εις την περιοχήν εκείνην...», γράφει επιτελάρχης του στρατηγού Μοντγκόμερυ που επισκέφθηκε την περιοχή το 1940-41
Όμως η γερμανοϊταλική κατοχή ανέκοψε την πρόοδο και όχι μόνο. Πήγε να εξαφανίσει εντελώς την ιστορική-βυζαντινή πόλη των Σερβίων.
Το πρώτο πλήγμα το δέχθηκε η πόλη τον Απρίλιο του 1941, όταν τα γερμανικά στρατεύματα βομβάρδισαν τα Σέρβια για να πλήξουν τις συμμαχικές δυνάμεις που φρουρούσαν τη δεύτερη Γραμμή Άμυνας στις κορυφογραμμές νοτίως των Σερβίων. Οι βομβαρδισμοί κατέστρεψαν ένα μεγάλο μέρος του οικισμού, κατέστρεψαν ένα μέρος των βυζαντινών μας μνημείων και εφόνευσαν όσους δεν είχαν προλάβει να περάσουν στα κρυσφύγετα.
Όμως και πάλι ανέκαμψαν οι Σερβιώτες. Εργατικοί, προσπάθησαν να επουλώσουν τις πληγές τους και να ξαναφτιάξουν την πόλη και τη ζωή τους.
Στο διάστημα της Κατοχής φιλήσυχοι οι κάτοικοι όχι μόνο φρόντιζαν την οικογένειά τους αλλά βοηθούσαν και όπου μπορούσαν. Πολλά παιδιά από την Αθήνα φιλοξενήθηκαν στα Σέρβια, με τη φροντίδα του Ερυθρού Σταυρού.
Η αλλαγή στην πόλη ήλθε ξαφνικά ένα βράδυ. Αρχές Μαρτίου 1943. Βιαστικός και ανήσυχος ο κόσμος έτρεχε πάνω στα πέτρινα καλντερίμια που έβγαζαν φωτιές. Οι κάτοικοι πανικόβλητοι. Μεγάλη αναστάτωση επικρατούσε στα μέχρι τότε ήσυχα Σέρβια. Οι άνθρωποι, κλεισμένοι στα σπίτια τους κατάλαβαν ότι κάτι κακό συμβαίνει, αλλά δεν ήξεραν τι.
Από τις 2 Μαρτίου φτάνει είδηση ότι μία φάλαγγα Ιταλών από τη Λάρισα σπεύδει να βοηθήσει τους Ιταλούς που μάχονταν στο Φαρδύκαμπο. Στο μεταξύ κυκλοφορεί η είδηση πως οι αντάρτες έκαψαν τη γέφυρα του Αλιάκμονα για να εμποδίσουν το πέρασμα των Ιταλών. Μεγάλη ανησυχία. Ένας αόρατος κίνδυνος απειλούσε την πόλη…
Όλος ο κόσμος σε συναγερμό σωτηρίας, σκάβει και κρύβει ό,τι έχει πιο πολύτιμο. Βλέπει κατάματα πια την καταστροφή και προσπαθεί να σώσει τις περιουσίες του.
Στο μεταξύ τα Σέρβια άρχισαν να εκκενώνονται.
Όλη την ημέρα της Παρασκευής 5 Μαρτίου, όσοι δεν είχαν φύγει ακόμη, επιδίδονταν στη δημιουργία κρυψώνων. Το απόγευμα φτάνει νέα είδηση, πως Ιταλικά στρατεύματα έφτασαν στις Πόρτες. Τότε κατέλαβε όλους πανικός και πήραν όλοι το δρόμο της φυγής. Εγκατέλειψαν την πόλη τους, και ζήτησαν καταφύγιο, άλλοι στα γύρω χωριά, άλλοι σε καλύβες, σε ρεματιές, σε δάση, όπου ο καθένας πίστευε ασφαλέστερα γι’ αυτόν και την οικογένειά του. Το κρύο τσουχτερό και ανυπόφορο.. Οι πρόσφυγες των Σερβίων έφυγαν μέσα σε τρομερή κακοκαιρία. Χιόνιζε ασταμάτητα, δεν έβλεπαν στα δύο μέτρα. Και οι περισσότεροι έφυγαν γυμνοί και το πλήρωσαν πολύ ακριβά.
«Το δράμα των γυναικόπαιδων, που φεύγαν απ’ τα Σέρβια, ήταν απερίγραπτο, γράφει ο Σαράντης Πρωτόπαπας-Κικίτσας στο βιβλίο του. Γυμνά, ξυπόλητα [και] πεινασμένα [τα παιδιά] τραβούσαν μέσα στα χιόνια προς τα κοντινά χωριά. Ωστόσο, το φρόνημα όλων ήταν ακμαίο…»
Το πρωΐ του Σαββάτου, 6 Μαρτίου, αφού εξουδετέρωσε την αντίσταση που πρόβαλαν την προηγουμένη μέρα οι αντάρτες στις Πόρτες, η ιταλική φάλαγγα ξεκίνησε για τα Σέρβια. Στη θέση «Βρύσσες» οι Ιταλοί σκότωσαν τους πρώτους Σερβιώτες, τους μυλωνάδες, Κώστα Παρασκευά και Λουκά Ζυγούρη. Γύρω στις 10 η ώρα, τα ιταλικά στρατεύματα, μπήκαν στα Σέρβια και έκαψαν εντελώς αναίτια τα πρώτα σπίτια της πόλης.
Κατευθύνθηκαν προς την Κοζάνη αλλά βρήκαν τη γέφυρα κατεστραμμένη. Έτσι, οι Ιταλοί, ώσπου να ξαναφτιάξουν μια γέφυρα να περάσουν, για μια βδομάδα, ανέβαιναν κάθε μέρα στην πόλη, λεηλατούσαν πρώτα, έκαναν πλιάτσικο, φόρτωναν αυτοκίνητα και μετά έβαζαν φωτιά και έκαιγαν, ώσπου ολοκληρώθηκε το έργο τους.
Ουρανομήκεις φωτιές ξεπετιούνταν από τα σπίτια, και κόποι, ιδρώτας, αγώνας δεκάδων ετών και μάλιστα γενεών, γίνονταν μέσα σε λίγα λεπτά στάχτη…
Το πλέον τραγικό είναι ότι πολλοί από τους Σερβιώτες άφησαν τη γριά μάνα ή το γέρο πατέρα σπίτι τους, είτε γιατί δεν ήθελαν να ακολουθήσουν ή δεν μπορούσαν να τους μεταφέρουν, είτε με την ελπίδα, μήπως η παρουσία τους αποτελούσε εμπόδιο στους εμπρηστές να κάψουν το σπίτι. Όλοι αυτοί κάηκαν και ο αριθμός τους υπερέβαινε τους 50.
Ύστερα από μια βδομάδα, οι Ιταλοί επί τέλους έφυγαν. Τα Σέρβια ήταν ένα απέραντο νεκροταφείο, μια νεκρή Πολιτεία, που κάπνιζε από κάθε σπίτι επί ένα μήνα.
Χαρακτηριστική η εικόνα που δίνει ο Βουλευτής Κοζάνης Διονύσιος Μανέντης προς τον Ιταλό πρεσβευτή στην Αθήνα, το Δεκέμβρη του 1951 στον οποίο λέει ότι έχουν υποχρέωση να ξαναχτίσουν τα Σέρβια, την ιστορικήν πόλιν που «χωρίς αιτίαν, … ο ιταλικός στρατός άρχισε με πρωτοφανή λύσσα να πυρπολεί τα σπίτια, τα σχολεία, τις εκκλησίες, τα πάντα. Απηνθρακώθησαν γέροντες, εκάησαν μικρά βρέφη και εν συντομία η άλλοτε όμορφη πολιτειούλα των Πιερίων με τα ξακουστά αρχοντόσπιτα μετεβλήθη εις καπνίζοντα ερείπια.»
Έφυγαν οι Ιταλοί και οι Σερβιώτες άρχισαν να ξετρυπώνουν ένας-ένας μέσα στα ερείπια, ίσως και περισώσουν τίποτα ή έστω να δουν το μέρος όπου ήταν άλλοτε το σπίτι τους, έστω και καμένο. Μα βασικός σκοπός ήταν ν’ ανοίξουν οι θόλοι για να πάρουν όλοι ό,τι είχαν κρύψει εκεί. Σε πολλούς όμως η φωτιά προχώρησε μέχρι μέσα και έγιναν όλα στάχτη.
Στο μεταξύ τον Ιούλιο του 1943 οι αντάρτες έκαψαν στο Σαραντάπορο μια γερμανική φάλαγγα, που μετέφερε φαρμακευτικό υλικό. Από τότε ώσπου έφυγαν οι Γερμανοί τα Σέρβια κηρύχτηκαν Νεκρά Ζώνη. Και επειδή οι Γερμανοί τη Γέφυρα του Αλιάκμονα και το Σαραντάπορο τα χαρακτήρισαν πολύ ζωτικά, εγκατέστησαν ένα τάγμα γερμανικό στο Ορφανοτροφείο Σερβίων, το οποίο χρησιμοποιούσαν ως κέντρο εκπαιδεύσεως νεοσυλλέκτων, τους οποίους έστελναν στο Μέτωπο.
Συνεπώς μετά και από αυτό το γεγονός κανείς Σερβιώτης δεν μπορούσε να πλησιάσει όχι μόνο στα ερείπια του σπιτιού του αλλά ουδέ καν στην περιοχή γύρω από τα Σέρβια. Όσοι το αποτόλμησαν, το πλήρωσαν με τη ζωή τους.
Η ταλαιπωρία για τους Σερβιώτες συνεχίζεται όλο και πιο οδυνηρή: Δεν είναι όλοι ανεκτοί στα χωριά, διότι προκαλούν δυσβάστακτο βάρος:
«Ανεβήκαμε πιο πάνω μέσα στο δάσος όπου και μείναμε σε πρόχειρες καλύβες που κάναμε σκεπασμένες με φτέρες για δύο μήνες στερούμενοι τροφής- νερού και άλλα», αφηγείται κάποιος. «Ζούσαμε σε μια σπηλιά μέσα στο βράχο», λέει άλλος. «Τρώγαμε λίγες πατάτες που βρίσκαμε σε κάποια χωράφια, κάναμε μικρά φουρνάκια και πάνω σε πέτρινες πλάκες ψήναμε λίγο ψωμί, με αλεύρι που προλάβαμε να πάρουμε μαζί μας φεύγοντας…» αφηγούνται άλλοι. Θα μπορούσαμε να μιλούμε επί ώρες για τα δεινοπαθήματα των προσφύγων Σερβιωτών.
Oι ταλαιπωρίες και οι κακουχίες ήταν σε τέτοιο βαθμό, που πολλούς που γλίτωσαν από τη γερμανική ή την ιταλική θηριωδία τους οδήγησαν στο θάνατο.
«Ο αδελφός μου 22 χρόνων, λέει μία κυρία, πέθανε από την πείνα και τις κακουχίες, μαζί με άλλους τέσσερις συνομηλίκους.» «Η συνεχής υγρασία και η μπούντα δίπλα στο ποτάμι και το δάσος καθώς και τα κουνούπια μας αρρώστησαν όλους. Ο μικρότερος γιος του Θ. Χατζημπάρα δεν άντεξε και τον θάψανε εκεί στην ποταμιά, όπως και την αγαπημένη μας γιαγιά Μαρία.» μας λέει άλλη μαρτυρία. «Οι δυστυχείς κάτοικοι ηναγκάσθησαν να καταφύγουν εις τα πλησιέστερα δάση, όπου περιάγουν γυμνά και ισχνά τα σώματά των υπό τα δένδρα υπό τα οποία αναγκάζονται να θάπτουν τα αποθνήσκοντα τέκνα των και να κοιμώνται τα εν τη ζωή ακόμη διατηρούμενα», μας διασώζει η περιγραφή ενός εγγράφου της Υπηρεσιακής επιτροπής περιθάλψεως πυροπαθών και παθόντων Δυτικής Μακεδονίας. «Ήταν τόσο τραγική η διαβίωσή τους, ώστε παρατηρήθηκαν περιπτώσεις, γονείς να σκάβουν με τα χέρια τους λάκκους για να θάψουν τα παιδιά τους, που δεν άντεξαν στις κακουχίες, τις στερήσεις και την πείνα… Πολλοί στο βουνό ζούσαν σε τρώγλες και σπήλαια.» γράφει και ο Κίμων Κοεμτζόπουλος.
Μπορεί ο αριθμός των νεκρών την εβδομάδα του Ολοκαυτώματος να ήταν γύρω στους πενήντα, όμως τα δεινοπαθήματα των Σερβιωτών κατά τη διετία της νεκράς ζώνης προκάλεσαν τόσους θανάτους και τόσα άλλα δεινά σε όλους τους κατοίκους, που ο αριθμός των θυμάτων δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί. Γι’ αυτό και δεν μιλούμε για συγκεκριμένο αριθμό θυμάτων κατά το ολοκαύτωμα. Σχεδόν κάθε οικογένεια έχει το δικό της θύμα, κάποιες και όχι μόνο ένα.
Επί πλέον, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο κακό, χάθηκε ένας ολόκληρος πολιτισμός, χάθηκε πολύτιμο ανθρώπινο οικοσύστημα που χρειάστηκε ίσως αιώνες για να διαμορφωθεί, σχέσεις και δραστηριότητες πολύμορφες που αναπτύχθηκαν στα πλαίσια της πόλης, της γειτονιάς, της οικογένειας …Τα Σέρβια φημίζονταν για την αρχοντιά τους, την αρχοντιά των νοικοκυριών και την αρχοντιά των ανθρώπων. Αυτά χάθηκαν μέσα στις φλόγες. Κάηκαν όλα τα αρχεία της πόλης, οι φωτογραφίες των αγαπημένων προσώπων, τα οικογενειακά κειμήλια. Έμειναν οι άνθρωποι γυμνοί από αντικείμενα και από ιστορία. Οι κατακτητές δε σεβάστηκαν ούτε τις εκκλησίες ούτε τα βυζαντινά μνημεία.
Τα Σέρβια είναι από τις πλέον μαρτυρικές πόλεις της Ελλάδος και δυστυχώς πολύ αργά έγινε η επίσημη αναγνώρισή τους. Αλλά και πάλι οι θυσίες των Σερβίων δεν αναγνωρίστηκαν όσο και όπως θα έπρεπε. Ως προς την ελληνική πολιτεία, όχι μόνο δεν έδειξε κάποια ευνοϊκή μεταχείριση στην πολύπαθη πόλη μας – ούτε καν ακούμε ποτέ να γίνεται λόγος για τη μαρτυρικότητα της πόλης μας, όπως για τόσες άλλες.
«Επανακάμψας εις τα ελεύθερα μεν Σέρβια, αλλά κυρίως ειπείν εις άμορφους σωρούς ερειπίων, εις τα Σέρβια τα εμφανίζοντα την απαίσιαν όψιν αγρίως παραμορφωμένου πτώματος ,… αισθάνομαι ιεράν την υποχρέωσιν και επιτακτικόν το καθήκον …να βροντοφωνήσω με φωνήν που ίσως θα έπρεπε να διακόπτηται υπό λυγμών ότι ιερόν προβάλλει το καθήκον εις το Κράτος, … όπως στρέψωσι οπωσδήποτε παρήγορον αλλά προπαντός γενναιόδωρον το βλέμμα και την προσοχήν των προς την γωνίαν ταύτην της γης…» Αυτά έγραφε σε επιστολή ο ιατρός Αριστείδης Χρηστάκης προς το Υγειονομικό Κέντρο Κοζάνης, λίγο μετά το ολοκαύτωμα. «Εγκαταλελειμμένη περιοχή των Σερβίων» την είχε χαρακτηρίσει και ο Υπουργός Β. Ελλάδος Ανδρέας Ν. Στράτος, όταν την επισκέφθηκε το 1953.
Άραγε μήπως ακόμη η περιοχή δε βρήκε τη φροντίδα που της ανήκε;
‘Όμως στα κατεστραμμένα Σέρβια οι κάτοικοι, όσοι κατάφεραν να επιστρέψουν, στάθηκαν με αξιοπρέπεια, εργάστηκαν με αγάπη για τον τόπο τους και πείσμα και ανέστησαν ως ένα βαθμό την έρημη νεκρούπολη. Οι Σερβιώτες πρέπει να νιώθουν υπερήφανοι που παρά την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης των, παρά τη φυγή πολλών διακεκριμένων και δραστήριων κατοίκων της, παρά τις πολλές μεταπολεμικές δυσκολίες, μπόρεσαν να αναστήσουν την πόλη τους μόνοι τους και να έχουν πάντα στο νου τους ότι ενωμένοι μεγαλουργούν. Τα Σέρβια είναι ο τόπος, το χωνευτήρι όπου έζησε αρμονικά και δημιουργικά το ντόπιο στοιχείο με τους κάθε κατηγορίας πρόσφυγες και δημιούργησε πολιτισμό. Κι ας είναι αυτό το τελικό μήνυμα για όλους μας. Να διατηρούμε την ενότητα, ως κινητήρια δύναμη δημιουργίας και προόδου, τη συνεργατικότητα, την αλληλεγγύη και να ξαναφέρουμε στον τόπο μας όλη τη χαμένη αρχοντιά. Το οφείλουμε στην πατρίδα μας, το οφείλουμε στους προγόνους μας, το οφείλουμε στα παιδιά μας