Αναστάτωση, ανησυχία μεγάλη. Έτσι ξαφνικά; Τόσο σοβαρό είναι το πρόβλημα; Την επομένη τα Σέρβια ήταν βουβά. Ατμόσφαιρα πένθους. Τελεία απομόνωση. «Αποκόπτεται η περιοχή από την Κοζάνη και όλη τη Βόρειο Ελλάδα». Όλοι μιλούσαν για καταστροφή. Όντας χρονικά κοντά το ολοκαύτωμα, κάποιοι το συνέδεαν και μ’ αυτό και διερωτώνταν. Πόσα ακόμη ολοκαυτώματα μπορεί να αντέξει ο τόπος μας;
Και παράλληλα ερχόταν στη μνήμη μας η εγκατάλειψη που ένιωσε η περιοχή μας από την κρατική μηχανή και η έλλειψη φροντίδας όταν, καθώς ομολογεί τον Μάιο του 1953, ο υπουργός Βορείου Ελλάδος Ανδρέας Ν. Στράτος «εκ των 700 (δεν ήσαν 700, ήσαν 1100) καταστραφεισών οικιών των Σερβίων, (το 1943) μόνον 72 ανηγέρθησαν, οι δε υπόλοιποι κάτοικοι ζουν εις παραπήγματα και εις πρόχειρα στέγαστρα... Ομολογώ ότι ουδέποτε ανέμενον εγκατάλειψιν τοιαύτης εκτάσεως…» (οκτώ χρόνια μετά το ολοκαύτωμα!!!)
Πολλές παρόμοιες μαρτυρίες Ελλήνων και ξένων, που ομολογούν ότι η εικόνα καταστροφής στα Σέρβια ήταν πολύ πιο άσχημη από τις άλλες πληγείσες περιοχές.
Θα περιοριστούμε σε μία ακόμη, του μακαριστού Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης κυρού Διονυσίου, τo 1958, 3η Σεπτεμβρίου, σε «Εμπιστευτικόν Υπόμνημα…» προς το Βασιλικόν Εθνικόν Ίδρυμα: «… Παρά την αναπτυχθείσαν καθ’ όλην την χώραν μεταπολεμικήν ανοικοδομητικήν δραστηριότητα, ώστε μικροί συνοικισμοί και χωρία να αποκατασταθούν πλήρως και μάλιστα εις καλυτέραν κατάστασιν ή πρότερον, τα Σέρβια παρέμειναν ηρειπωμένα, προκαλούντα αλγεινήν εντύπωσιν εις τον το πρώτον επισκεπτόμενον την ελληνικήν Μακεδονίαν, εις την είσοδον αυτής. … Ώστε σήμερον ηλεκτρικόν φως εις τα Σέρβια να μη υπάρχη, το γυμνάσιον να στεγάζηται ανθυγιεινώς και αντιπαιδαγωγικώς εις ξυλόπηκτον και άθλιον παράπηγμα, η δε πόλις σχεδόν όλη να κείται εις ερείπια, ως εις την ημέραν της καταστροφής της…» Δεκαπέντε χρόνια μετά το ολοκαύτωμα!!!
Αλλά και τριάντα έξι χρόνια μετά, τον Αύγουστο του 1979, επανέρχεται ο γιατρός μας, Αριστ. Χρηστάκης, τονίζοντας την εγκατάλειψη του τόπου μας ως: «ο περισσότερο ασθενής οικονομικά και ο περισσότερο παραμελημένος από άποψη νοσοκομειακής περιθάλψεως». Και ζητεί αναβάθμιση της νοσοκομειακής περίθαλψης. Σήμερα, οι νέες συνθήκες με την απομόνωση που μας επεβλήθη, επιβάλλουν την εκ νέου αναβάθμιση των υπηρεσιών.
«…Ακόμα κι ως σήμερα, (τονίζει ο Γιάννης Δημόπουλος το1994, πενήντα χρόνια μετά το ολοκαύτωμα) τα ίχνη της καταστροφής υπάρχουν. Η πολιτεία πέρα από την έκτακτη συμπαράσταση, από κει και πέρα, φάνηκε αφιλόστοργη και αδιάφορη... μια κάποια προτεραιότητα, μια κάποια παρουσία στα ειδικά προβλήματα μπορούσε να δείξει….»
Όμως δεν είναι μόνο το κράτος που δεν έδειξε τη φροντίδα που έπρεπε για τα Σέρβια και που πρέπει πλέον να ευαισθητοποιηθεί και να τα προσέξει ιδιαίτερα. Πρέπει και η τοπική Αυτοδιοίκηση, εν προκειμένω η Περιφέρεια και ο Νομός να στηρίξουν τα Σέρβια.
Έρχεται στη μνήμη μας αίτημα της Κοινότητας Σερβίων μετά το ολοκαύτωμα, (8 Φεβρουαρίου 1945) προς τον Δήμαρχο και το Δημοτικό Συμβούλιο Κοζάνης: «Επειδή η υμετέρα πόλις Κοζάνη λόγω της θέσεώς της έμεινε άτρωτη στον σημερινό πόλεμο διατηρούσα όλες τις οικονομικές πηγές με τρόπο που ο λαός της δεν υποφέρει, γεννάται εις ημάς το ερώτημα, αν πρέπει η Κοζάνη να έρθει αρωγός στον δεινοπαθούντα λαό των Σερβίων ή όχι. Το ζήτημα είναι σοβαρό και επιτακτικό. …»
Μήπως και επίκαιρο; Η Κοζάνη να μην εκμεταλλευθεί (φευ!) την απομόνωση των Σερβίων για δική της ωφέλεια, αλλά να εξασφαλίσει ευκαιρίες στα Σέρβια, ακόμη και θυσιάζοντας κάποια δραστηριότητα δική της, για να υπάρχει και εκεί λίγη ζωή. Δεν είναι άστοχο να πούμε, να επιστρέψουν κάποιες Υπηρεσίες στα Σέρβια, έστω ως παραρτήματα, έστω μέχρι την αποκατάσταση της Γέφυρας… Δε συμφέρει ούτε στην Κοζάνη να αρχίσουν να φεύγουν και να μετεγκαθίστανται Σερβιώτες σε άλλα μέρη, όπως έγινε με το ολοκαύτωμα.
Αλλά ας μη βγάζουμε και τους εαυτούς μας έξω. Πρέπει κι εμείς να αντιμετωπίσουμε την όλη κατάσταση με σοβαρότητα, υπευθυνότητα και ψυχραιμία. Δεν εγκαταλείπουμε τον τόπο μας σε μια δυσκολία, αλλά τον στηρίζουμε. Είναι πολύ χαρακτηριστικά κάποια παραδείγματα του Συλλόγου Γυναικών «Η Αναγέννησις», πόσο συνέβαλαν στην πρόοδο των Σερβίων μετά το ολοκαύτωμα:
Όλα ήσαν έτοιμα, λέει η Πρόεδρος του Συλλόγου, Ασπασία Κοεμτζοπούλου, σχέδια, μελέτη και προϋπολογισμός για να γίνει ο Παιδικός Σταθμός, «και επρόκειτο να έλθη η κ. Τσαλδάρη να θέση τον θεμέλιον λίθον. Αλλ’ … εν τω μεταξύ παρουσιάσθη η έκτακτος ανάγκη εκ των σεισμών και τα χρήματα διετέθησαν εις τον Βόλον. Πέρυσι διετέθησαν διά τα Ιωάννινα και εις σημερινήν μου επίσκεψιν εις το Ν.Ε.Μ. με απελπισίαν μου επληροφορήθην ότι ελήφθη από τούδε απόφασις όπως το εισόδημα του κληροδοτήματος Βασίλη Μελά εις το εξής διατίθεται διά τας παραμεθορίους περιοχάς. …»
Άρα και πάλι τα Σέρβια στο περιθώριο. Πάλι μόνοι τους οι Σερβιώτες. Ευτυχώς για το συγκεκριμένο βρέθηκε δωρητής, ο Γιώργος Τσιουκαρδάνης ο οποίος δώρισε μεγάλα οικόπεδα και κτίσθηκαν τότε ο Υγειονομικός Σταθμός , το κτίριο του ΠΙΚΠΑ και άλλα
Στη συνέχεια ο Σύλλογος στέλνει επιστολή προς τον Υπουργό Διονύσιο Μανέντη: «… Διά την προσωρινήν εγκατάστασιν της Αγροτικής Τραπέζης ο Σύλλογος ημών προσφέρει κατάλληλον οίκημα….» Πάλι η πρωτοβουλία στους Σερβιώτες. (Αλήθεια σήμερα τι θα έλεγαν οι άνθρωποι αυτοί που έφυγε το κατάστημα της συγκεκριμένης Τράπεζας από τα Σέρβια;;;)
Απογοητευμένη η Ασπασία Κοεμτζοπούλου έγραφε στο Μητροπολίτη, Ιούλιο 1961 «Από τον Υπουργό Προνοίας δεν περιμένουμε Παιδικό Σταθμό ούτε από Π.Ι. Ανάγκη να στηριχθούμε στις ίδιες μας δυνάμεις, τουλάχιστον στην αρχή. …Τα Σέρβια οπωσδήποτε παρήκμασαν. Πρέπει να ευρεθή τρόπος να υψωθούν και να τονωθούν επί τόπου. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Με Σχολάς και εργασίας επί τόπου, με δημιουργίαν ιδανικών εις τα παιδιά, κάτι να γίνη από απόψεως απασχολήσεων και οικονομικής ενισχύσεως και διά να μη πλήττουν …. Όλα μα όλα τα χάσαμε από τα χέρια μας…»
Να είναι τα λόγια αυτά προφητικά; Να ισχύουν και για μας σήμερα;
Αλλά ας ακούσουμε τον σοφό μας δάσκαλο, το Μηνά Μαλούτα, που μας άφησε πλούσια την Ιστορία του τόπου μας: «…Αλλά τσουρουφλημένοι από το κακό που πάθαμε, πόσο προσεκτικοί πρέπει να είμεθα; Πόσην αγάπην και προσοχήν πρέπει εις το εξής να αφιερώσωμεν εις την τόσον δοκιμασθείσαν πατρίδα μας;»
Κάθε καταστροφή, κάθε δοκιμασία, όσο πόνο κι αν προκαλεί, όσες δυσκολίες κι αν επιφέρει, μπορεί να γίνει πάντοτε η αιτία ενός νέου ξεκινήματος για δημιουργία. Οι πρόγονοί μας μπροστά σε τόσες συμφορές δεν απογοητεύθηκαν, δεν έχασαν την πίστη στις δυνάμεις τους. Έχτισαν πάλι τα θεμέλια, και τράβηξαν μπροστά. Ενωμένοι, όλοι μαζί, με γνώμονα το κοινό συμφέρον, το καλό του τόπου μας συνεχίζουμε…
Και τη σημερινή δοκιμασία μπορούμε τελικά να τη δούμε ως ευκαιρία. Ευκαιρία για να αναθεωρήσουμε ενδεχομένως τη σχέση μεταξύ μας και τη θέση μας στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ακούγοντας την ανάλυση του προβλήματος και τον κίνδυνο που αντιμετωπίζαμε για κατάρρευση της γέφυρας με απρόβλεπτες συνέπειες, ας δοξάζουμε τον Θεό που μας προστάτευσε από τα χειρότερα.
Και πάντοτε ισχύει το «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Φτάνει να το επισημάνουμε και να το επιδιώξουμε…