«...Είπα ιερά Κοινωνία;
- Ναι, είπες...
Παρέκβαση τότε.
...αρσενικοί και παιδάρια ανάμικτα από τα δεξιά, ένας ένας ανοίγουν το στόμα τους ενώπιον του ιερέως (είπε ήδη το «Μετά φόβου...») σ' οδοντιατρική διάσταση –ανοιχτά που λέγει ο χειριστής του τροχού κι επιδιορθωτής οδοντοσωτήρ σου Κώστας Δ.
Τότε είναι που νεαρίσκος, ο οποίος μόλις πριν ηγείτο της συνοδείας της Μεγάλης Εισόδου, («Πάντων υμών...» ο ιστορικός ιερέας του αγίου Δημητρίου παπα – Χρ. συνεπικουρούμενος από τον παπα – Γ. όψιμο παπά εκεί συμμαθητής μου στο Γυμνάσιο) μικρολαμπαδηφόρος, Αλέξανδρος ονόματι, πρώτος όλων, λαμβάνει Κοινωνίαν αφού γεγονυία φωνή (το εκκλησίασμα θορυβείται ευχάριστα κάθε φορά, και περιμένει πότε θα ακουστεί -είναι κάτι σαν μασκότ της Θείας Λειτουργίας- η λεπτή δυνατή φωνή που σπάει το ευσεβές πρωτόκολλον σιωπής,) διαδηλώνει το όνομά του στον ιερέα για να το επαναλάβει αυτός σιωπηλά, μαζί με την ευχή συγχωρήσεως αμαρτιών του. Τι αμαρτίες έχει το μειράκιον και όλα τα νεογνά τα θηλάζοντα εισέτι, άδοντα και κλαίοντα συνήθως, που τα φέρουν εκόντα άκοντα να μεταλάβουν αι κυρίαι νεαραί μητέραι, φορές και οι πατέρες αυτών, συνήθως ήρεμα ως η επιφάνεια του ηρεμούντος ύδατος, αλλά κάποια τους ποδαρίζονται αρνούμενα την σωτηρίαν της ψυχής τους δι αυτής της μεθόδου. Αλλωστε έχουν καιρό μπροστά τους...
Προς τι όλον αυτό το Κυριακάτικον ανθρωπομάνι – οι ίδιοι και οι ίδιοι σχεδόν- που συνωθείται κάθε, μα κάθε Κυριακή, προς Κοινωνίαν; Δεν χορταίνουν τελικά ή πάσχουν από αχορτασίαν κοιλίας και Κοινωνίας. Πόσους παραδείσους θα κερδίσουν όλοι αυτοί πέραν του ότι οι μόνοι αληθινοί παράδεισοι είναι οι χαμένοι, που έγραφε ο Μ. Προύστ, αλλά τι μ’ αυτό; Αυτοί εκεί στο κουταλάκι (ιερόν δε λέω) και τι το θες το κουταλάκι κ.λπ.
Εχω κάποιες σκέψεις επ’ αυτού, τις καταθέτω κι αμαρτίαν ουκ έχω (ή έτσι νομίζω).
Αυτό το πλήθος των κοινωνούντων κάθε Κυριακή χωρίς αποχρώντα λόγον πρέπει ν' αραιώσει. Καταντά φαιδρόν εκεί που έπρεπε να κυριαρχεί σοβαρότητα παρομοία των πετεινών των Ιεροσολύμων οίτινες την Μεγάλη Παρασκευή δεν κικιρικίζουν, σεβόμενοι το πένθος της ημέρας και των Χριστιανών κατά τον Εμ. Ροϊδην.
Επειδή πολύ λάσκα έχει το πράγμα ως προς το ποιός και πως πρέπει να γίνεται δεκτός προς Κοινωνίαν (με το ισχύων έθος πας νηστεύων έστω και μιαν ημέραν αποχήν κρέατος έχει λαμβάνειν Κοινωνία), ο ιερεύς πρέπει να ζητά το Εξομολογοχάρτι, ήγουν βεβαίωσιν γραπτήν του εξομολόγου (παπα- Π. εκ Λευκοπηγής ας πούμε) πως ο φέρων αυτό έχει εξομολογηθεί δεόντως και τους αφέθησαν οι μέχρι την ώρα (μέρα) εκείνη αμαρτίες. Αυτός ο έλεγχος μπορεί να προκαλέσει κάποια καθυστέρηση αλλά θα μειώσει δραστικά τους κοινωνούντας στα καλά καθούμενα κάθε Κυριακή λες και άλλη δουλειά δεν έχουν να κάνουν. Πέραν δε του ότι αποτελεί κάρφον εις τον οφθαλμών των άλλων αυτή η διαδήλωση στην εκκλησιαζόμενη κοινωνία, της πίστης τους με όσα συνεπάγεται αυτή ως προς την παραδείσιαν κατάταξιν τους όταν... κ.λπ.
Μήπως πρέπει η Κοινωνία πωλείται σε μπουκαλάκι όπως το σιρόπι για το βήχα να την παίρνουν κατά την διάρκεια της εβδομάδος οι νηστικοί αυτής. Λέω, μήπως...
‘Η πάλιν να επιβληθεί ένα συμβολικόν τέλος κοινωνίας 1,3 ευρώ λχ. όσο και η τιμή των καθημερινών εφημερίδων, όσων απόμειναν, με τις οποίες κοινωνεί το ευλαβές κοινόν των κομμάτων των αχράντων πολιτικών τους μυστηρίων. Να τοποθετηθεί μηχανάκι στην είσοδο του ναού που θα παραχωρεί χαρτάκι Κοινωνίας άμα τη καταβολή του αντιτίμου το οποίο θα επιδεικνύεται την κρίσιμη στιγμή λήψις ψίχας έστω Μεταλαβιάς.
- Αμήν...»
* Θραύσμα από τη διήγηση «Εισερχόμενος στο ναό, αλλά από το δεξιόν κλίτος...» που περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων «ΕΝΩΜΕΝΑ ΜΥΣΤΙΚΑ» το οποίο κυκλοφορεί στις εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2018.