Το Ολοκαύτωμα των Σερβίων: Ένα γεγονός εν πολλοίς άγνωστο
Το Σάββατο, 7 Μαρτίου στις 7.00 το απόγευμα ο Μορφωτικός Όμιλος Σερβίων «Τα Κάστρα» πραγματοποίησε εκδήλωση μνήμης για το ολοκαύτωμα των Σερβίων της 6ης Μαρτίου 1943.
Την εκδήλωση τίμησαν οι Ιερείς, ο Δήμαρχος της πόλης μας, πρώην Δήμαρχοι, Αντιδήμαρχοι, Μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου, Εκπρόσωποι Στρατιωτικών Αρχών και πολλοί Συμπολίτες μας. Το πλέον συγκινητικό ότι παρευρέθηκαν και άνθρωποι που έζησαν –παιδιά τότε- τα γεγονότα και τώρα δε μένουν στα Σέρβια. Ο κ. Ιπποκράτης Εξάρχου και ο κ. Λάζαρος Κοεμτζόπουλος απηύθυναν στο τέλος χαιρετισμό και συγκίνησαν ιδιαίτερα.
Η εκδήλωση περιελάμβανε το χρονικό, συνθεμένο με προσωπικές μαρτυρίες που δόθηκαν είτε γραπτώς σε κείμενο ή ζωντανά με video. Πλαισιώθηκε δε με μουσική και τραγούδι από τη Κασσάνδρα Δημοπούλου (το γένος Ματάνα) συνοδευομένη στο πιάνο από το Φίλιππο Μοδινό.
Οι μαρτυρίες είναι πολλές. Τα γεγονότα συνταρακτικά. Για έκτη χρονιά φέτος, είπε η Πρόεδρος του Μ.Ο.Σ. Χρυσάνθη Καραγιαννίδου, επιχειρούμε να τα ζωντανέψουμε παρουσιάζοντας κάθε φορά νέες μαρτυρίες και βιώματα από διαφορετικούς ανθρώπους. Στόχος μας βέβαια να δούμε τους αγώνες και τις θυσίες των πατέρων μας και να προβληματιστούμε από την Ιστορία μας. Και κάτι ακόμη: Να προβάλουμε και προς τα έξω τη μαρτυρικότητα της πόλης μας, που εν πολλοίς είναι εντελώς άγνωστη.
«Τις μαρτυρίες τις παραθέτουμε αυτούσιες χωρίς σχολιασμό και χωρίς καμία προσωπική παρέμβαση. Δε σχολιάζουμε τα γεγονότα και δεν τα κρίνουμε. Εμείς απλά προσπαθούμε να τα καταγράφουμε.»
Ευχαρίστησε «όσους μας εμπιστεύθηκαν τα βιώματά τους», και έκανε έκκληση και σε όσους άλλους έχουν σημαντικές μαρτυρίες, που για τους δικούς τους λόγους δεν τις έχουν καταθέσει, να αλλάξουν γνώμη.
Προλογίζοντας η Πρόεδρος του ΜΟΣ έκανε μια σύντομη αναφορά στην κατάσταση που επικρατούσε στα Σέρβια μετά την απελευθέρωση του 1912, οπότε, όπως σημειώνει ο Μηνάς Μαλούτας, «εξεδηλούτο τάσις προοδευτικότητος ουχί η τυχούσα»
Τα Σέρβια ήταν μια πόλη ανθούσα, που είχε άφθονο εκλεκτό πνευματικό υλικό, το οποίο ανέβασε σε υψηλή στάθμη το πολιτιστικό της επίπεδο. Μια πόλη με αρχοντιά τόσο στην άψυχη φύση της όσο –και πολύ περισσότερο- στους κατοίκους της. Tα Σέρβια είχαν μια καλή αστική τάξη και μια επίσης δραστήρια κοινωνική, οικονομική και εμπορική ζωή.
Αυτά μέχρι το 1940.
Από τον Απρίλιο όμως του 1941 αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για την όμορφη πόλη μας, η μεγάλη ανατροπή.
Στις 13 Απριλίου η πρώτη καταστροφή. Βομβαρδισμός και καταστροφή τριάντα περίπου σπιτιών και πολλά θύματα. Αυτόπτες μάρτυρες έδωσαν ζωντανές περιγραφές για τον πρώτο βομβαρδισμό και τις συνέπειες για τα Σέρβια. Και αυτός ο βομβαρδισμός ήρθε ως συνέπεια της ανατίναξης της γέφυρας του Αλιάκμονα από Άγγλους σαμποτέρ για να καλύψουν την οπισθοχώρησή τους και να μην αιχμαλωτισθούν από τους Γερμανούς. Η πόλη μας βρέθηκε και πάλι στο μάτι του κυκλώνα, αφού βρίσκεται μεταξύ των δύο μοναδικών εμποδίων για την πορεία του εχθρού: την γέφυρα του Αλιάκμονα και τα στενά του Σαρανταπόρου. .
« Όταν μπήκαμε στο χωριό, γράφει ο Έφεδρος Ανθυπίατρος Θεόδωρος Ηλέκτρης, (ωραιότατο, μεγάλο, με παλιά κάστρα και βυζαντινές εκκλησίες), είδα πολλά κατεστραμμένα σπίτια από βομβαρδισμούς αεροπλάνων. Ο κόσμος είχε φύγει πριν από τους βομβαρδισμούς, αλλά πλήρωσαν ακριβά την απουσία τους, γιατί λεηλατήθηκαν όλα τα αποθέματά τους, άλευρα, βούτυρα, κ.λπ.»
Από τις 15, λοιπόν, Απριλίου 1941 άρχισε η γερμανική κατοχή στα Σέρβια, «που τα χρησιμοποίησαν ως κέντρο ανεφοδιασμού και ορμητήριο για την προώθησή τους», μία περίοδος «σκληρών δοκιμασιών, εθνικής ταπεινώσεως, πείνας και στερήσεων».
Ωστόσο, μετά το πρώτο σοκ από την κάθοδο των Γερμανών και τον βομβαρδισμό που υπέστησαν τον Απρίλιο του 1941, είχε αρχίσει η ζωή να επανέρχεται στους κανονικούς ρυθμούς, πάντα βέβαια κάτω από την επίβλεψη των Γερμανών. Οι Γερμανοί δε θα άφηναν αφύλακτη μια τόσο σημαντική γεωστρατηγική θέση, όπου εγκατέστησαν το γερμανικό φρουραρχείο.
Αλλά και αυτά μέχρι τις αρχές Μαρτίου του 1943, οπότε ήρθε το τέλος αυτής της όμορφης, αρχοντικής πόλης. Τα Σέρβια έπαψαν πια να υπάρχουν….
1-6 Μαρτίου, μία εβδομάδα γεμάτη γεγονότα, γεμάτη ένταση για τα Σέρβια.
Δευτέρα 1η του Μάρτη, οι Γερμανοί (το Φρουραρχείο δηλαδή που ήταν στο Φυτώριο) έφυγαν από τα Σέρβια για την Κοζάνη.
Μόλις το έμαθε ο λαός των Σερβίων ξεχύθηκε στους δρόμους και στην κεντρική πλατεία γιορτάζοντας το γεγονός, που έμοιαζε πραγματικά σαν απελευθέρωση. Κατέβασαν ακόμη και τη γερμανική σημαία από το Κοινοτικό Κατάστημα με την προτροπή του Δεσπότη Ιωακείμ.
Την επομένη, 2 Μαρτίου, κατά τις 10-11 η ώρα ήρθε ο Γερμανός φρούραρχος, είδε τις σημαίες στα σπίτια και στην Κοινότητα, ζήτησε τη γερμανική, τη δίπλωσε βιαστικά, την έβαλε κάτω από τη μασχάλη του και έφυγε για την Κοζάνη.
Κατά μία μαρτυρία το μεσημέρι, ένα τμήμα του ΕΛΑΣ Χασίων και Καμβουνίων του Υπαρχηγείου Αμάρμπεη με αρχηγούς τους Ν. Πάικο και Μπαντέκο, κατέβηκε μέσα στα Σέρβια στην κεντρική πλατεία έστησαν το χορό και τραγουδούσαν το τραγούδι του Ρήγα
Στη συνέχεια κατέβηκαν στη γέφυρα. Oι αντάρτες έβρεξαν τη γέφυρα με βενζίνη και της έδωσαν φωτιά, για να εμποδίσουν να περάσει ιταλική φάλαγγα που θα κατευθυνόταν προς τη Σιάτιστα.
«Δυνάμεις ελληνικής αντιστάσεως υπό τας οδηγίας αγνώστων εις ημάς επιτελικών ηγητόρων έκαιον την ξυλίνην γέφυραν του Αλιάκμονος, ήτις είχε κατασκευασθεί υπό των Γερμανών, εις αντικατάστασιν της σιδηράς τοιαύτης, της ανατιναχθείσης υπό των Άγγλων, κατά την εξ Ελλάδος υποχώρησίν των, μετά την κατάρρευσιν του Αλβανικού μετώπου». Μ. Μαλούτα
Στις 5 Μαρτίου ειδοποιούν από το Σαραντάπορο με το τηλέφωνο που είχαμε εκεί, ότι μεγάλη φάλαγγα Ιταλών έρχεται προς τα Σέρβια με προορισμό τη Σιάτιστα «Αμέσως όλες οι δεκαρχίες, αποφασίσαμε να χτυπήσουμε τη φάλαγγα και πιάσαμε θέσεις στα Στενά Πόρτες, περιμένοντάς την εκεί».
Εκείνη την ημέρα στα Σέρβια επικρατούσε σύγχυση και διάφορες διαδόσεις.
«Μετά τους πρώτους βομβαρδισμούς στο Σαραντάπορο και τους καπνούς που είδαν να ανεβαίνουν από τη γέφυρα, αλλά και από τις φήμες που κυκλοφορούσαν από την προηγούμενη μέρα, ότι σήμερα – αύριο θα περάσει ένα σύνταγμα Ιταλών, πολλοί Σερβιώτες κατάλαβαν τι τους περίμενε και άρχισαν να τα εγκαταλείπουν όπως - όπως. Προηγουμένως βέβαια είχαν κρύψει σε θόλους ή στοές τα πολυτιμότερα αντικείμενα που είχαν.»
«Ακόμη και εμείς τα παιδιά, λέει ο Ιπποκράτης Εξάρχου, βλέποντας την έκφραση των μεγάλων διαισθανόμασταν ότι κάποιος σοβαρός κίνδυνος μας απειλεί».
Η οργάνωση Σερβίων ανοίγει τις αποθήκες και μοιράζουν όλα τα τρόφιμα και σιτηρά στο λαό των Σερβίων και των γύρω χωριών. Στις αποθήκες μείνανε σκοπιές.
«Το μεσημέρι της 5ης Μαρτίου 1943 ακούσθηκε ότι πρέπει να απομακρυνθούμε από την πόλη για καμιά μέρα. Έτσι βιαστικά φορτώθηκαν τα ζώα με είδη πρώτης ανάγκης (κουβέρτες, βελέντζες, μαγειρικά κτλ), ενώ και οι μεγάλοι άνω των 12 ετών πήραν στην πλάτη ανάλογο φορτίο ο καθένας. Νυχτωθήκαμε στα ριζά του βουνού πιο πάνω από τις Αυλές. Ξεφορτώθηκαν τα ζώα, οι άνδρες μάζεψαν ξύλα και άναψαν φωτιά που την κράτησαν μέχρι το πρωί γιατί έκανε πολύ κρύο. Ξημερώνοντας ακούγονται κάποιοι πυροβολισμοί από την περιοχή Σαράντα Πόρτες, ενώ βλέπουμε και ένα αεροπλάνο-παρατηρητήριο, προφανώς πάνω από την περιοχή του Φάραγγα. Γρήγορα τότε οι μεγάλοι φορτώνουν τα ζώα και ενώ ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε, εγώ αισθάνθηκα ζάλη και προς στιγμή λιποθύμησα δίπλα στη φωτιά, γιατί ψηνόμουν στον πυρετό. Με άρπαξε τότε η μητέρα μου και παρότι ήμουν 9 χρονών, με έριξε στην πλάτη της πάνω από τον μπόγο που κουβαλούσε για να συνεχίσουμε την πορεία με το καραβάνι…»
Από τις 6 Μαρτίου, λοιπόν, του 1943 τέσσερις χιλιάδες κάτοικοι των Σερβίων τρέχουν από χωριό σε χωριό, μέσα σε ρεματιές, μέσα σε δάση προσπαθώντας να σώσουν τη ζωή τους. Οι ταλαιπωρίες που γνώρισαν πολλοί από αυτούς είναι απερίγραπτες. Έτσι αρχίζει για τους Σερβιώτες ένας Γολγοθάς προσφυγιάς, με κυνηγητό συνέχεια από τον κατακτητή και με την απειλή του θανάτου, ως την ημέρα της απελευθέρωσης.
Και ήταν τραγική η κατάσταση αυτού του λαού, που από νοικοκυραίοι, από άρχοντες, κατήντησαν πρόσφυγες, σε ξένη γη, χωρίς τίποτε δικό τους, αντιμετωπίζοντας πολλές φορές και τη χειρότερη συμπεριφορά. Πόσες εικόνες των ξεσπιτωμένων Σερβιωτών δε μας θυμίζουν τη Μικρασιατική καταστροφή…
«Το δράμα των γυναικόπαιδων, που φεύγαν απ’ τα Σέρβια, ήταν απερίγραπτο, γράφει ο Σαράντης Πρωτόπαπας-Κικίτσας στο βιβλίο του Χη Μεραρχία του ΕΛΑΣ. Γυμνά, ξυπόλητα [και] πεινασμένα [τα παιδιά] τραβούσαν μέσα στα χιόνια προς τα κοντινά χωριά. Ωστόσο, το φρόνημα όλων ήταν ακμαίο. Δε λύγισαν ούτε στιγμή κι ας αντίκριζαν τα σπίτια τους, που καίγονταν με όλα τα υπάρχοντά τους. Ανηφόριζαν σε μεγάλες ομάδες προς το Παλιογράτσανο, Μοσχοχώρι, Καταφύγι, άλλα προς Βελβεντό και άλλα προς Καστανιά. Μια ομάδα γριούλες, που είχαν πάρει το μονοπάτι προς Παλιογράτσανο, στάθηκαν και ξεκουράζονταν μαζί με τα εγγονάκια τους, που τα είχαν φορτωθεί στις καμπουριασμένες από τα χρόνια πλάτες τους. Αντίκριζαν τα σπίτια τους, που λαμπάδιαζαν και, καθώς είδαν τ’ αντάρτικα τμήματά μας να κατηφορίζουν προς την πόλη τους, όλες άρχιζαν να τραγουδάνε το αθάνατο τραγούδι του Ζαλόγγου, με μικρή παραλλαγή. Την είχαν κάνει για την περίσταση, για το δικό τους δράμα: “…Στη στεριά δε ζει το ψάρι-μηδ’ ανθός στην αμμουδιά/κι οι Σερβιώτισσες δεν ζούνε δίχως την ελευθεριά…»
6 Μαρτίου, ημέρα Σάββατο. Αφού συγκεντρώθηκαν όλες οι δυνάμεις του ιταλικού συντάγματος με τα άφθονα πολεμικά μέσα που διέθεταν, όλμους, πολυβόλα βαριά κλπ., έσπασαν τις γραμμές μας και κατά το μεσημέρι φτάσανε στα πρόθυρα των Σερβίων. Εκεί πάλι τους χτυπήσαμε, και τους κρατήσαμε περίπου 1-1/2 ώρα, ώσπου δόθηκε καιρός και εγκατέλειψαν τα Σέρβια όλα σχεδόν τα γυναικόπαιδα, εκτός από ορισμένους γέρους και αρρώστους, που δεν μπόρεσαν να φύγουν. Τους βρήκαν και τους σκότωσαν όλους. Τα πρώτα θύματα των Σερβίων είναι οι Παρασκευάς Κων/νος και Λουκάς Ζυγούρης στη θέση Βρύσες.
«Γύρω στις 10:30 με 11:00 το πρωί της 6ης Μαρτίου μπαίνουν στα Σέρβια και βάζουν φωτιά στα πρώτα σπίτια. Προχωρούν προς τη Γέφυρα του Αλιάκμονα, που τη βρίσκουν κατεστραμμένη. Δεν μπορούν να περάσουν πριν τη φτιάξουν, γεγονός που τους καθυστέρησε μια ολόκληρη βδομάδα. Τις μέρες λοιπόν αυτές, ανεβοκατέβαιναν στα Σέρβια και με πιο μεγάλη λύσσα δεν άφησαν τίποτε όρθιο. Αφού πρώτα έκαναν το πλιάτσικο από όλα τα σπίτια και από τους παλιούς θόλους που ανακάλυψαν (εκεί είχαμε κρύψει τις προίκες των κοριτσιών και ό,τι άλλο πολύτιμο υπήρχε) τα φόρτωσαν στα αυτοκίνητά τους και μετά βάλαν φωτιά απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλη την ηρωική κωμόπολη. Δε σεβάστηκαν τίποτα. Δημαρχείο, Στρατώνες, εκκλησίες, σχολεία, τα πάντα έγιναν παρανάλωμα του πυρός. Δεν σώθηκε τίποτα. Οι νεκροί μας την ημέρα του ολοκαυτώματος ανέρχονται σε 15 ή 16 άνδρες και γυναίκες.»
«Μεταξύ των άλλων κατεκάησαν και οι τρεις ιεροί ναοί της πόλεως, ο της Αγίας Κυριακής, του Αγίου Γεωργίου και του Αγ. Νικολάου, καθώς και το εξωκλήσι της Παναγιωπούλας.
Ένα απέραντο νεκροταφείον, σαν μια μικρή Πομπηΐα, εκάλυψε και καλύπτει ακόμη και σήμερον την έκτασιν, όπου τόσαι γεγεαί γενεών Σερβιωτών εγεννήθησαν, ηνδρώθησαν, έζησαν τις χαρές και τις λύπες της ζωής, νεκροταφείον που έγινε όχι από την μανίαν των στοιχείων της φύσεως, όπως εις την περίπτωσιν της Πομπηΐας αλλά από το ατταβιστικόν μίσος εναντίον της φυλής μας, εκ μέρους εκείνων των λαών τους οποίους επιτυχώς συνηγωνίσθη ο ιδικός μας λαός κατά το παρελθόν, εν τη διαδρομή των αιώνων.» σημειώνει ο Μ. Μαλούτας στο βιβλίο του «Τα Σέρβια»
«Την ημέρα βλέπαμε ένα σύννεφο καπνού να ανεβαίνει προς τον ουρανό. Βλέπαμε την καταστροφή που συντελούνταν. Περιουσίες αρκετών δεκαετιών έγιναν στάχτη μέσα σε λίγες ημέρες. Εμείς στο εξής έπρεπε να συνεχίσουμε τη ζωή άλλους 18 μήνες με τα λίγα ρούχα που φορούσαμε…»
Από δω και πέρα αρχίζει η μεγάλη οδύσσεια των Σερβιωτών. Δυο χρόνια σχεδόν χωρίς σπίτι, χωρίς ρούχα, χωρίς νοικοκυριό.
«Μαζευτήκαμε στην καλύβα στο χωράφι, εικοσιτέσσερις οικογένειες. Έρχεται ένας της Δεκαρχίας και μας λέει να φύγουμε, γιατί θα ρθουν από δω οι Ιταλοί. Φεύγουμε προς το Πλατανόρευμα. Λίγες μέρες στα Ίμερα. Κι εδώ μας λεν κινδυνεύουμε. Ανεβαίνουμε στο βουνό μέσα σε μια σπηλιά. Παιδιά, μεγάλοι, γέροι όλοι σε μια σπηλιά. Φεύγουμε κι από κει. Πάμε στο Βελβεντό. Πληροφορούμαστε κι εδώ τον κίνδυνο. Ανεβαίνουμε στο Μοναστήρι της Αγ. Τριάδος στο Μετόχι, για κανένα μήνα. Μας ειδοποιούν πάλι ότι θα έρθουν κι εδώ οι Γερμανοί. Φεύγουμε για το Καταφύγι. Μόλις φτάνουμε εκεί, μας λεν ότι δεν είναι ασφαλές μέρος, πάμε μέσα στο δάσος. Σε δυο-τρεις μέρες τελείωσε και το ψωμί μας. Τι θα κάνουμε; Αλεύρι είχαμε. Ζυμώνουν ψωμί οι γυναίκες, ανοίγουν στη γη ένα λάκκο, καιν μέσα πολλά ξύλα κι αφού έκαψε καλά το χώμα, ρίχνουν το ζυμάρι και έγινε ένα ψωμί…
Αφού η πόλη μας μετατράπηκε σε στάχτη και καμένα ντουβάρια (από τα 1100 σπίτια δεν έμειναν ούτε 10 και αυτά για την εξυπηρέτηση των Ιταλών αξιωματικών) ύστερα από τη διαμονή μας σε σκηνές επί 10 μέρες σχεδόν αποφασίστηκε να προχωρήσουμε στο κοντινότερο χωριό, στο σημερινό Φρούριο. Οι κάτοικοί του αποδείχθηκαν υπέρμετρα φιλόξενοι και μας υποδέχθηκαν, όπως και άλλους Σερβιώτες, σαν φίλους. …Μόλις οι δικοί μας βεβαιώθηκαν ότι έφυγαν οι Ιταλοί , ο πατέρας μου με τον θείο γύρισαν στην πόλη για να δουν αν απέμεινε κάτι από το βιος τους. Τα καμένα ντουβάρια συνέχιζαν να καπνίζουν. Το σιτάρι στο υπόγειο από την αλωνιστική μηχανή είχε και αυτό καεί. Η πατόζα με το τρακτέρ και την κοσκίνα το ίδιο, όπως και το μπακάλικο που είχε με τον θείο μου. Ορισμένα τρόφιμα μισοκαμένα ήταν χυμένα κάτω. Απόδειξη ότι προηγήθηκε πλιατσικολόγημα. Το μόνο που σώθηκε ήταν το σιτάρι που είχε παραχώσει και με τα άλογα του Νίκου Δασκάλου το μετέφερε στο Φρούριο για να αποτελέσει την βάση διατροφής μας τα επόμενα δύο χρόνια.
Και όλα αυτά διότι οι Σερβιώτες δεν μπορούσαν να γυρίσουν ούτε στα καμένα και λεηλατημένα σπίτια τους, ούτε καν στα ερείπια. Διότι λίγο καιρό μετά το Ολοκαύτωμα, τον Ιούνιο του 43, καθώς οι αντάρτες έκαψαν στο Σαραντάπορο φάλαγγα γερμανική με υγειονομικό υλικό, κηρύχτηκε στα Σέρβια Νεκρά Ζώνη.
Αρχές Ιουλίου μαθαίνουμε ότι οι Γερμανοί ξεκίνησαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην γύρω περιοχή. Ο κόσμος αναστατωμένος διασκορπίζεται στα δάση κουβαλώντας πάλι τα είδη πρώτης ανάγκης. Οι δικές μας οικογένειες και αρκετές των κατοίκων του χωριού κατεβαίνουν προς ένα πολύ επικλινές μέρος για να φτάσουμε στην κοίτη του Αλιάκμονα περίπου 200 μέτρα πιο κάτω. Περνάμε το ποτάμι προς την πλευρά του χωριού Χρώμιο. Εδώ έχει δάσος αλλά επειδή ψιλοβρέχει συνεχώς οι δικοί μας στήνουν πάλι σκηνές με κουβέρτες που μας προφυλάσσουν, έστω και μερικώς από την βροχή (γιατί δεν είναι αδιάβροχες) και το κρύο είναι τσουχτερό. Μάλιστα επειδή το αμμώδες χώμα ήταν πολύ υγρό, θυμάμαι ο πατέρας έκανε και ένα είδος κρεβατιού, με ξύλα, κλαδιά και φύλλα. Η συνεχής υγρασία και η μπούντα δίπλα στο ποτάμι και το δάσος καθώς και τα κουνούπια μας αρρώστησαν όλους. Ο μικρότερος γιος του Θ. Χατζημπάρα δεν άντεξε, πέθανε και τον θάψανε εκεί στην ποταμιά, όπως και την αγαπημένη μας γιαγιά Μαρία.
Οι Σερβιώτες θρηνούσαν τη «χαμένη πατρίδα τους» και προσπαθούσαν να βρουν τρόπους να επιβιώσουν. Έξω από τα σπίτια τους, όσοι έχοντας χωράφια ή ζώα και μη μπορώντας να φύγουν μακριά, επιβιώνουν σε σπηλιές, σε καλύβες, σε αχυρώνες.
Πολύ τραγική ήταν η κατάσταση εκείνων, γράφει ο Κίμων Κοεμτζόπουλος, που δεν μπόρεσαν, την ημέρα που κάηκε η ωραία αυτή κωμόπολη να πάνε στις πόλεις και κατέφυγαν στο βουνό. Ήταν τόσο τραγική η διαβίωσή τους, ώστε παρατηρήθηκαν περιπτώσεις, γονείς να σκάβουν με τα χέρια τους λάκκους για να θάψουν τα παιδιά τους, που δεν άντεξαν στις κακουχίες, τις στερήσεις και την πείνα. Όλοι είχαν φύγει από τα Σέρβια κουβαλώντας στα χέρια μόνο τα μωρά τους, καμιά κουβέρτα ή λίγα τρόφιμα. Πολλοί στο βουνό ζούσαν σε τρώγλες και σπήλαια.
Από τις 6 Μαρτίου, λοιπόν, 4 000 κάτοικοι των Σερβίων τρέχουν από χωριό σε χωριό από ρεματιά σε ρεματιά. Τι να πρωτοθρηνήσει κανείς; Διαβάζουμε σε κάποιο Ημερολόγιο. Τον ιδρώτα μιας ζωής; Τα όνειρα τα χαμένα; Το βιος που έγινε στάχτη. Τις προίκες των κοριτσιών; Τους νεκρούς, που ανήμποροι να ακολουθήσουν τους άλλους, που τα ερείπια τα πυρακτωμένα έγιναν ο τάφος τους;
«Όμως, κατέληξε η κ. Καραγιαννίδου, υπήρχε και μεγαλύτερη συμφορά για τα Σέρβια. Λόγω της νεκράς ζώνης που κηρύχθηκε στην περιοχή, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, που αποτελούνταν από αστούς, έφυγαν, οι περισσότεροι στη Θεσσαλονίκη και, αφού κατά κάποιο τρόπο είχαν κάπως ταχτοποιηθεί στη διετία που μεσολάβησε, δεν επέστρεψαν. Άλλωστε δεν άντεχαν οι πολλοί να αντικρίσουν τα χαλάσματα και τη στάχτη. Έτσι τα Σέρβια έχασαν ένα μεγάλο μέρος από τον γνήσιο, τον γηγενή πληθυσμό τους. Έχασαν και τους Σερβιώτες, και αυτό είναι δεύτερο, χειρότερο ολοκαύτωμα από το πρώτο, διότι τα σπίτια ξαναέγιναν, αλλά η πόλη δεν ξαναβρήκε ποτέ το παλιό της χρώμα, τα δικά της χαρακτηριστικά.
Και το ακόμη χειρότερο ίσως, που δεν αναγνωρίστηκε όπως θα έπρεπε η θυσία τους από την Ελληνική Πολιτεία… Μόλις πριν δύο χρόνια αναγνωρίστηκαν επίσημα ως Μαρτυρική πόλη, αλλά ουσιαστικά η θυσία των Σερβίων παραμένει άγνωστη, μολονότι, όπως είπε και ο κ. Εξάρχου, τα Σέρβια είναι από τις πλέον μαρτυρικές πόλεις όχι μόνο της Ελλάδος αλλά και της Ευρώπης. Τη θυμούνται μόνο οι απόγονοι όσων την έζησαν…
Όμως, όπως γράφει μία Σερβιώτισσα, οι Σερβιώτες στάθηκαν με αξιοπρέπεια στην απρόσμενη συμφορά, έσφιξαν το μαντήλι, ανασκουμπώθηκαν και πίσω απ’ την αρχή. Εργατικοί, τίμιοι, περήφανοι δούλεψαν…
Την όλη εκδήλωση έκλεισε ο Δήμαρχος Σερβίων-Βελβεντού κ Αθανάσιος Κοσματόπουλος, ο οποίος υποσχέθηκε ότι θα γίνει μεγάλο μνημείο στην είσοδο της πόλης, στη μνήμη του Ολοκαυτώματος και των νεκρών του.