Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012
Αποχαιρετώντας τον Άλκη Αλκαίο...
.
Από χθες όλη η Ελλάδα μιλάει για τον Άλκη Αλκαίο. Για τον στιχουργό της «Ρόζας» και της «Πιρόγας». Έπρεπε να πεθάνει για να μάθουμε ποιος ήταν ο ποιητής που, με τους στίχους του, έφτιαξε ένα δικό του, ξεχωριστό και υψηλών ποιοτικών προδιαγραφών, ρεύμα στο χώρο της μουσικής δημιουργίας.
Έτσι το θέλησε ο ίδιος. Όσο ζούσε δεν έδωσε ούτε μία συνέντευξη. Δεν είχε κάνει καμία δημόσια εμφάνιση. Δεν επέτρεψε στον εαυτό του να κάνει εκπτώσεις στις αρχές του. Παρέμεινε πιστός στις αξίες του. Δεν τον συναντήσαμε ποτέ στην γκρίζα ζώνη των συναλλαγών και των δημοσίων σχέσεων με οικονομικά ή άλλα συμφέροντα.
Από χθες όλη η Ελλάδα μιλάει για τον Άλκη Αλκαίο. Για τον στιχουργό της «Ρόζας» και της «Πιρόγας». Έπρεπε να πεθάνει για να μάθουμε ποιος ήταν ο ποιητής που, με τους στίχους του, έφτιαξε ένα δικό του, ξεχωριστό και υψηλών ποιοτικών προδιαγραφών, ρεύμα στο χώρο της μουσικής δημιουργίας.
Έτσι το θέλησε ο ίδιος. Όσο ζούσε δεν έδωσε ούτε μία συνέντευξη. Δεν είχε κάνει καμία δημόσια εμφάνιση. Δεν επέτρεψε στον εαυτό του να κάνει εκπτώσεις στις αρχές του. Παρέμεινε πιστός στις αξίες του. Δεν τον συναντήσαμε ποτέ στην γκρίζα ζώνη των συναλλαγών και των δημοσίων σχέσεων με οικονομικά ή άλλα συμφέροντα.
«Τον καλλιτέχνη είναι καλό πρώτα να τον κρίνουμε από το έργο που μας άφησε και ύστερα να ενδιαφερθούμε για τον κύκλο της ζωής του». Αυτό πίστευε, αυτό έπραξε. Με μια συνέπεια άξια θαυμασμού, αλλά και που τρομάζει που κατάφερε να τη φέρει εις πέρας χωρίς να ενδώσει ποτέ στον πειρασμό.
Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες η Ελλάδα τραγουδούσε, χόρευε, μεράκλωνε, θύμωνε, μελαγχολούσε, αγαπούσε με τα λόγια του, αλλά αυτός ήταν διακριτικά στο περιθώριο. Δεν ήθελε να ξέρουν τίποτε για τον ίδιο. Δεν άφησε ούτε μια στιγμή να τραβηχτεί η κουρτίνα της ιδιωτικής του ζωής. Του αρκούσε να εκτίθεται μέσα από τους στίχους του. Του περίσσευε που, διαγενομένου του χρόνου, όλο και περισσότεροι άνθρωποι ξεκλείδωναν τη ζωή τους μέσα από τα λόγια του.
Επηρέασε δυο και τρεις γενιές Ελλήνων, και δεν μπήκε ποτέ στον πειρασμό να πει, όχι να φωνάξει, να πει έστω και ψιθυριστά: Ε, ξέρετε εγώ είμαι αυτός που σας έμαθα πως η ανάγκη γίνεται ιστορία, πως η ιστορία γίνεται σιωπή. Δεν έφτιαξε φαν κλαμπ ή όμιλο φίλων που να διαλαλούν ότι είναι ο Βαγγέλης Λιάρος, πίσω από το όνομα Άλκης Αλκαίος, αυτός που μας ταξίδεψε με την «πιρόγα» του και μας έκανε να ριγήσουμε λέγοντας μας πως εδώ είναι Αττική φαιό νταμάρι, ένα πεδίο βολής φτηνό που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι.
Δεν εκπορνεύτηκε στης δημοσιότητας τα λαδωμένα φύλλα και τα κίτρινα εκράν. Δεν μόλυνε τις φλέβες του με το μελάνι των αργυραμοιβών της κλάκας. Παρέμεινε πιστός στον Καρυωτάκη. Σ’ αυτόν που πρωτοαγάπησε. Σ’ αυτόν για τον οποίον πρωτοέγραψε° «ένα πεζό κείμενο για έναν ποιητή». Σ’ ολάκερη τη ζωή του είχε δίπλα του τον αυτόχειρα της Πρέβεζας. Δίπλωνε το στήθος του, γυρεύοντας αναπνοή στη σκόνη των χαρτιών του. Ακόμη κι όταν απόκαμε και θόλωσε το μυαλό του συνέχιζε να γράφει πως των ονείρων είμαστε σκιές και πως το σκοτάδι του ενός δυο μαζί το κάνουν φως. Ήθελε στο κατόπι του να μείνουν έστω και δέκα στίχοι. Και έμειναν χιλιάδες.
Δεν ξέρω αν απόψε θα αναζητήσει κανείς τον Λιάρο στο παλιό στέκι, στη Λεωφόρο και τη Βικτώρια, είμαι όμως σίγουρος ότι ο Αλκαίος θα τον μοιρολογήσει λέγοντάς του: Κάνει μια ψύχρα απόψε που μ’ αρρωσταίνει κι έχω χαθεί στης πολιτείας τα στενά. Εσύ κοιμάσαι σε μια θάλασσα αφρισμένη και ‘γω βουλιάζω κάθε νύχτα στη στεριά. Και οπωσδήποτε θα τον συντροφεύουν η «πεταλούδα» που στη γωνία χαμογελάει, κερνάει τσιγάρο μα πουλάει τη φωτιά, κι ο αστυφύλακας που ταυτότητα ζητάει, μα ‘γω την ψάχνω απ’ τα δεκαεννιά. Και πιο νωρίς. Και όσο κι αν δεν το δείχνω, αρρωσταίνω που στη ζωή μου όρισα να φυλάω ισορροπίες. Που ποντάρω κι ύστερα πάω πάσο σ’ ένα καρέ τυφλών.
Έτσι τον γνώρισα εγώ τον Αλκαίο. Να τον ακούω να μου λέει: Κάνει μία ψύχρα που τρυπάει κι αρρωσταίνει, έξω η νύχτα με τραβάει απ’ τα μαλλιά. Αυτά τα λόγια του με σημάδεψαν. Και όταν ξημερώματα πήγαινα να κοιμηθώ ψιθύριζα: Χαράζει η μέρα κι η πόλη έχει ρεπό, στη γειτονιά μας καπνίζει ένα φουγάρο και ‘γω σε ζητάω σαν ένα πρωινό τσιγάρο και σαν ένα καφέ πικρό.
Μ’ ένα καφέ πικρό, στη μνήμη του, υποθέτω θα τον αποχαιρετήσει, σήμερα στην Πάργα, και ο Θάνος Μικρούτσικος, ο συνθέτης και φίλος του, αυτός που κατ’ εξοχήν ανέδειξε τον ποιητικό λόγο του Αλκαίου. Μαζί βαδίσανε τον ίδιο δρόμο ακόμη κι αν τα κελιά τους ήταν χωριστά. Ο Θάνος δεν έπαιξε ποτέ τον Άλκη στη ρουλέτα και γι’ αυτό δεν τον έχασε από συνοδοιπόρο στη μουσική τους. Κάποιοι άλλοι ίσως. Στην περίπτωση αυτή, αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους αυτούς ένας επέθαινε από αηδία… Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
Ακόμη κι αν δεν συμβεί αυτό εμείς θα συνεχίζουμε να τραγουδάμε -τρισάγιο στη μνήμη του: Σ’ ένα μπαράκι με προγκάει ένας πιωμένος, μου λέει πως ψάχνει από κάπου να πιαστεί, και ‘γω ξεκάρφωτος και καρφωμένος, του λέω με στιλ, πως είναι όμορφη η ζωή. Και θα επιμένουμε πως στα τρελά μας όνειρα δοσμένοι πάντα θάμαστε γελαστοί κι ας ξέρουμε πως είμαστε και γελασμένοι. Σημασία δεν έχει η νίκη, σημασία έχει ο αγώνας. Κι αυτός συνεχίζεται, ακόμη κι αν δέσουν τη Μεσόγειο με σκοινιά…
Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες η Ελλάδα τραγουδούσε, χόρευε, μεράκλωνε, θύμωνε, μελαγχολούσε, αγαπούσε με τα λόγια του, αλλά αυτός ήταν διακριτικά στο περιθώριο. Δεν ήθελε να ξέρουν τίποτε για τον ίδιο. Δεν άφησε ούτε μια στιγμή να τραβηχτεί η κουρτίνα της ιδιωτικής του ζωής. Του αρκούσε να εκτίθεται μέσα από τους στίχους του. Του περίσσευε που, διαγενομένου του χρόνου, όλο και περισσότεροι άνθρωποι ξεκλείδωναν τη ζωή τους μέσα από τα λόγια του.
Επηρέασε δυο και τρεις γενιές Ελλήνων, και δεν μπήκε ποτέ στον πειρασμό να πει, όχι να φωνάξει, να πει έστω και ψιθυριστά: Ε, ξέρετε εγώ είμαι αυτός που σας έμαθα πως η ανάγκη γίνεται ιστορία, πως η ιστορία γίνεται σιωπή. Δεν έφτιαξε φαν κλαμπ ή όμιλο φίλων που να διαλαλούν ότι είναι ο Βαγγέλης Λιάρος, πίσω από το όνομα Άλκης Αλκαίος, αυτός που μας ταξίδεψε με την «πιρόγα» του και μας έκανε να ριγήσουμε λέγοντας μας πως εδώ είναι Αττική φαιό νταμάρι, ένα πεδίο βολής φτηνό που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι.
Δεν εκπορνεύτηκε στης δημοσιότητας τα λαδωμένα φύλλα και τα κίτρινα εκράν. Δεν μόλυνε τις φλέβες του με το μελάνι των αργυραμοιβών της κλάκας. Παρέμεινε πιστός στον Καρυωτάκη. Σ’ αυτόν που πρωτοαγάπησε. Σ’ αυτόν για τον οποίον πρωτοέγραψε° «ένα πεζό κείμενο για έναν ποιητή». Σ’ ολάκερη τη ζωή του είχε δίπλα του τον αυτόχειρα της Πρέβεζας. Δίπλωνε το στήθος του, γυρεύοντας αναπνοή στη σκόνη των χαρτιών του. Ακόμη κι όταν απόκαμε και θόλωσε το μυαλό του συνέχιζε να γράφει πως των ονείρων είμαστε σκιές και πως το σκοτάδι του ενός δυο μαζί το κάνουν φως. Ήθελε στο κατόπι του να μείνουν έστω και δέκα στίχοι. Και έμειναν χιλιάδες.
Δεν ξέρω αν απόψε θα αναζητήσει κανείς τον Λιάρο στο παλιό στέκι, στη Λεωφόρο και τη Βικτώρια, είμαι όμως σίγουρος ότι ο Αλκαίος θα τον μοιρολογήσει λέγοντάς του: Κάνει μια ψύχρα απόψε που μ’ αρρωσταίνει κι έχω χαθεί στης πολιτείας τα στενά. Εσύ κοιμάσαι σε μια θάλασσα αφρισμένη και ‘γω βουλιάζω κάθε νύχτα στη στεριά. Και οπωσδήποτε θα τον συντροφεύουν η «πεταλούδα» που στη γωνία χαμογελάει, κερνάει τσιγάρο μα πουλάει τη φωτιά, κι ο αστυφύλακας που ταυτότητα ζητάει, μα ‘γω την ψάχνω απ’ τα δεκαεννιά. Και πιο νωρίς. Και όσο κι αν δεν το δείχνω, αρρωσταίνω που στη ζωή μου όρισα να φυλάω ισορροπίες. Που ποντάρω κι ύστερα πάω πάσο σ’ ένα καρέ τυφλών.
Έτσι τον γνώρισα εγώ τον Αλκαίο. Να τον ακούω να μου λέει: Κάνει μία ψύχρα που τρυπάει κι αρρωσταίνει, έξω η νύχτα με τραβάει απ’ τα μαλλιά. Αυτά τα λόγια του με σημάδεψαν. Και όταν ξημερώματα πήγαινα να κοιμηθώ ψιθύριζα: Χαράζει η μέρα κι η πόλη έχει ρεπό, στη γειτονιά μας καπνίζει ένα φουγάρο και ‘γω σε ζητάω σαν ένα πρωινό τσιγάρο και σαν ένα καφέ πικρό.
Μ’ ένα καφέ πικρό, στη μνήμη του, υποθέτω θα τον αποχαιρετήσει, σήμερα στην Πάργα, και ο Θάνος Μικρούτσικος, ο συνθέτης και φίλος του, αυτός που κατ’ εξοχήν ανέδειξε τον ποιητικό λόγο του Αλκαίου. Μαζί βαδίσανε τον ίδιο δρόμο ακόμη κι αν τα κελιά τους ήταν χωριστά. Ο Θάνος δεν έπαιξε ποτέ τον Άλκη στη ρουλέτα και γι’ αυτό δεν τον έχασε από συνοδοιπόρο στη μουσική τους. Κάποιοι άλλοι ίσως. Στην περίπτωση αυτή, αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους αυτούς ένας επέθαινε από αηδία… Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
Ακόμη κι αν δεν συμβεί αυτό εμείς θα συνεχίζουμε να τραγουδάμε -τρισάγιο στη μνήμη του: Σ’ ένα μπαράκι με προγκάει ένας πιωμένος, μου λέει πως ψάχνει από κάπου να πιαστεί, και ‘γω ξεκάρφωτος και καρφωμένος, του λέω με στιλ, πως είναι όμορφη η ζωή. Και θα επιμένουμε πως στα τρελά μας όνειρα δοσμένοι πάντα θάμαστε γελαστοί κι ας ξέρουμε πως είμαστε και γελασμένοι. Σημασία δεν έχει η νίκη, σημασία έχει ο αγώνας. Κι αυτός συνεχίζεται, ακόμη κι αν δέσουν τη Μεσόγειο με σκοινιά…
Φελνίκος