Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012
Βιβλιοπαρουσίαση: ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΞΕΝΟΣ – Γιώργος Ανδρέου
της Δήμητρας Καραγιάννη
Βράδυ. Ησυχία… Παίρνω στα χέρια μου το πρώτο από τα βιβλία που θα παρουσιάσω την μεθεπόμενη Δευτέρα. «Δαίμονας Ξένος». Γιώργος Ανδρέου (Εκδόσεις Γαβριηλίδη).
Σίγουρα κάποιο συγγραφικό ‘δαιμόνιο’ ήρθε και κατέλαβε τον συνθέτη για να τον μετατρέψει πια σε συγγραφέα! Στα χείλη μου αναρίθμητες μελωδίες συνθέσεων του… Περιστασιακές ‘μικρές πατρίδες’ που φιλοξένησαν στις νότες τους στιγμές από τα χρόνια… κι από τα όνειρά μου. Τώρα απέναντί μου μία σύνθεση διαφορετική από τις άλλες… Όχι, όχι με νότες, αλλά με λέξεις. Με σκέψεις. Όχι ότι ο Γιώργος Ανδρέου δεν είχε δώσει δείγματα γραφής μέσα από την ιδιότητα του συνθέτη, αλλά ως συγγραφέας δεν μας είχε συστηθεί ποτέ πριν.
Αναρωτιέμαι ποιος να είναι ο Δαίμονας στην ιστορία αυτή. Κάποιος δαίμονας που κατέλαβε την ψυχή ενός ανθρώπου βυθίζοντάς τον σε έναν απύθμενο γκρεμό ανοσιουργημάτων, παθών, λαθών, τέρψεων και τύψεων… Ίσως κάποιος δαίμονας που ήρθε ως άγιος για να τον σώσει απ’ της ζωής του τη βαριά σκιά; Άγιοι και δαίμονες γίνονται ένα καμιά φορά… Μήπως ο ίδιος ο εαυτός του, αυτός ο άλλος, ο σκοτεινός, που αν δεν τον κρύψεις, αν δεν τον ‘πνίξεις’, αρχίζει και σε τρώει σιγά σιγά, σε τελειώνει, σε εξοντώνει σιωπηλά. Ίσως τίποτα από όλα. Ίσως και όλα αυτά.
Στριμωγμένη στις σκέψεις μου έμεινα να αναρωτιέμαι και να εικάζω. Κι ύστερα να διαβάζω: «Τέσσερα ξύλινα σκαλοπάτια. Κάθοδος. Μισόφωτο που δύει σε σκοτάδι. Ψηλαφώντας σπρώχνω επιφυλακτικά την κουρασμένη ξύλινη πόρτα. Οι κλειδώσεις της στριγγό βιολί. Μπαίνω. Ακροπατώντας. Στην άγνωστή μου επικράτεια του Μαύρου Φωτός. Αστέρια πουθενά. Ο αέρας. Ησυχάζει. Τα θηρία του βυθού. Κοιμούνται. Μόνο τα σύνεργα της δολιότητός του. Ταπεινά. Όμως ανεκτίμητα. Με κοιτούν. Διαθέσιμα. Προς χρήσιν…» Κοφτές προτάσεις, ελλιπείς, ημιτελείς, κάθε λέξη και πρόταση. Σαν πνιγμένες αγωνιώδεις κραυγές απελπισίας. Σιγά σιγά οι προτάσεις ‘ανοίγουν’, παίρνουν σχήμα, χρώμα, κι άρωμα… άρωμα της εποχής της Μεταπολίτευσης, σε μια Ελλάδα ασθμαίνουσα, που αρχίζει κι αλλάζει. Ο προσωπικός χρόνος των ηρώων κυλάει μέσα στο χρόνο της ιστορίας…
Ο ήρωας μάς συστήνεται: «Ξένο, λέγε με Ξένο». Γεννημένος στην Πόλη του Κάμπου, έξυπνος, διαβασμένος, οικονομικά εύρωστος, ισχυρογνώμων χαρακτήρας. Αθεράπευτα ερωτευμένος με τη σκόνη, αθεράπευτα ερωτευμένος με την Άλφα… Την Άλφα που ο ίδιος βύθισε στην καταστροφική ηδονή της «ζαχαρένιας πούδρας, λευκής πομάδας των φλεβών», λέει κάπου, στην εξάρτηση, εκεί που ήταν κι ο ίδιος παραδομένος… Μέχρι που την τελείωσε την Άλφα του, την έχασε… Προσφορά στον Δαίμονά του η δική της η ζωή για να σωθεί η δική του. Κι εκείνος… ηθικός αυτουργός σε ένα έγκλημα που στοίχειωσε την υπόλοιπη ζωή του.
Ο Ανδρέας κι ο Παύλος, φίλοι του στενοί, σκιές που ακολουθούν της μοίρας του το ατέρμονο παιχνίδι. Περπατούν σε πορείες παράλληλες. Κάπου συναντιούνται, αλλού χάνονται, και χρεώνονται το δικό τους μερίδιο ενοχής για όσα έγιναν, για όσα θα γίνουν. Τρεις φίλοι, τρεις άνθρωποι, τρεις περιπλεκόμενες ζωές.
Ο Ξένος καταδικασμένος σε μια αιώνια διαμάχη: Με τους άλλους, με τον εαυτό του, με το δαίμονά του που ακολουθεί κάθε του βήμα, με τις ενοχές του να τον οδηγούν κάθε μέρα πιο μακριά απ’ τη ζωή, κάθε μέρα πιο κοντά στης ψυχής του τον αργό σιωπηλό θάνατο. Πληρώνει λάθη αδιαλείπτως, μαζεύοντας τα κομμάτια της συντετριμμένης ύπαρξής του.
Κι ο δαίμονας, ο δαίμονας της ουσίας, της αρρώστιας, της εξαθλίωσης, να πανηγυρίζει τη νίκη του πάνω στα ερείπια σακατεμένων ψυχών και σωμάτων, και να διαλέγει επιδέξια τα θύματά του. «Η ουσία μου, από το μάτι της βελόνας, στο μάτι πάει και χύνεται του Φόβου, του αγριεμένου Κύκλωπα και τον τυφλώνει. Ύστερα (ανάπηρο πια κι ελεεινό) με τις κλοτσιές τον διώχνει από το μέγα σπήλαιο της καρδιάς (όπου είχε θρονιαστεί απαρχής), μαζί και τα παιδιά του –το φόβο του φόβου, την αϋπνία, την ενοχή, τη θλίψη, την οργή, το τίποτα».
Είκοσι χρόνια μετά, οι τρεις τους, στο Μεγάλο Νησί του Νότου. Σε ένα παρόν καινούριο, μα τόσο κρεμασμένο από το παρελθόν, ένα παρελθόν ανεξίτηλο, κυκλωτικό. Ο Ξένος στοιχειωμένος από τις μνήμες, με το μυαλό του θολωμένο, και με το δαίμονα σαν ψύχωση να τον πολιορκεί ανελέητα, ψάχνει απεγνωσμένα εξιλέωση: «Να περάσουμε το φαράγγι με τα πόδια, χρόνια τώρα το ονειρεύομαι, το έχω τάξει στην ψυχή της». Αυτή θα είναι η κάθαρσή του. Κι ένα μνημόσυνο που το χρωστάει στην Άλφα.
Ο Ξένος, ο Ανδρέας, ο Παύλος, ακροβατούν ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, ανάμεσα σε σκέψεις και σε πράξεις, παλεύουν να βάλουν σε τάξη τις μνήμες που επιστρέφουν, να ερμηνεύσουν της ζωής τους τα πώς και τα γιατί, των επιλογών τους τα λάθη. «Έχω χάσει την πίστη μου, την πίστη μου στην πίστη, έχω απελπιστεί. Έφτασα να γλείφω την καραμέλα που τόσο αμείλικτα ειρωνεύτηκα σε σπαραξικάρδιες εξομολογήσεις φίλων και γνωστών: ‘Δεν μου αρέσει τίποτα, δεν πιστεύω σε τίποτα, δεν με συγκινεί τίποτα. Είμαι το τίποτα αυτοπροσώπως…’» Εξομολόγηση εκ βαθέων η συνάντησή τους, μια ψυχανάλυση ηρωική, κι εκείνοι ν’ ατενίζουν τις αλήθειες τους γυμνές μπροστά στου χρόνου το κύλισμα, προσπαθώντας να γεμίσουν το κενό που άφησαν πίσω.
Κι ύστερα, η διαδρομή αρχίζει. Η διαδρομή προς το φαράγγι, ‘στο άβατο αυτό’ που θα ξεπλύνει τη λάσπη που σκέπαζε για χρόνια του Ξένου την ψυχή. «Μέρος σκληρό, λεπίδι. Ο ήλιος, αστραφτερός καθρέπτης μισοκρυμμένος στις φυλλωσιές άγριων δέντρων, ανυπότακτων, σκαρφαλωμένων στην πλάτη του γαλάζιου ουρανού, με τα κλαδιά τους να αγκαλιάζουν τα σύννεφα άσπρα σεντόνια…» Ένα ταξίδι διαφυγής, αναδρομής, λυτρωτικό, απόλυτο.
Η απώλεια, η θλίψη, η ενοχή, η οργή, ο φόβος, η εξάρτηση, το αλκοόλ, η απόγνωση… συνυπάρχουν επώδυνα και βασανιστικά στα σώματα και τις ψυχές των προσώπων του μυθιστορήματος του Γιώργου Ανδρέου. Οι χαρακτήρες σκιαγραφούνται έντονα μέσα από την εξωτερίκευση του εσωτερικού τους κόσμου. Η ψυχική συμπίεση του πρωταγωνιστή –συντριπτική- κυριαρχεί απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Πάθη ακυβέρνητα, πόθοι ανεκπλήρωτοι, προσωπικά αδιέξοδα κι απωθημένα, έντονος… σκληρός ερωτισμός, ψυχές ρημαγμένες, και το πέπλο της εξάρτησης να σκεπάζει καταστροφικά τις ζωές των ηρώων. Το κοινωνικό πλαίσιο του βιβλίου τοποθετείται σ’ αυτή τη μεταβατική φάση που διανύει η ελληνική κοινωνία περνώντας από τη γκρίζα περίοδο της σιωπής και της απαγόρευσης, στην ελευθερία της έκφρασης και της δημιουργίας, ελευθερία που αγγίζει τα όρια του ανεξέλεγκτου.
Τα ονόματα των δύο πρωταγωνιστών παραμένουν άγνωστα μέχρι το τέλος, σχεδόν συμβολικά: Ο Ξένος και η Άλφα. Οι τόποι αόριστοι, προσανατολισμός χωρίς πυξίδα: «Πόλη του Κάμπου», «Μεγάλο νησί του Νότου»… Τα πρόσωπα συστήνονται από μόνα τους, στο ρόλο του αφηγητή, άλλοτε συμμετέχοντας στα γεγονότα, άλλοτε αμέτοχοι σ’ αυτά. Πρωτοπρόσωπες ασθματικές αφηγήσεις…, όπως πολύ εύστοχα αναφέρεται στο οπισθόφυλλο. Καθώς κυλάει η ιστορία, καθένας παρουσιάζεται να βλέπει τα γεγονότα από τη δική του πλευρά. Η κύρια αφήγηση διανθίζεται από άλλες δευτερεύουσες ιστορίες, και οι συχνές αναφορές σε τραγούδια –μικρές μελωδικές παρεμβολές- έρχονται να αναδείξουν ή τρόπον τινά να υπενθυμίσουν τη ‘μουσική’ προέλευση του συγγραφέα. Μία ανεπαίσθητη μουσικότητα διαχέεται στις 229 σελίδες του βιβλίου, συνοδεύει τις ζωές των ηρώων, ακολουθεί τις στιγμές τους…
Ο τρόπος γραφής δε μπορεί παρά να χαρακτηριστεί σύγχρονος, ελεύθερος, αποδεσμευμένος από συμβατικές τεχνικές και μεθόδους. Οι τελείες πολλές, οι ανάσες κοφτές… σχήματα λογοτεχνικώς ελλειπτικά, δημιουργούν ένα κλίμα αγωνιώδες κι αυστηρό. Οι επαναλήψεις δίνουν έμφαση στα πρόσωπα, στα γεγονότα, στα συναισθήματα. Συχνές οι παρενθέσεις, άλλοτε επεξηγηματικές, σαν προσθήκες νοημάτων και λέξεων, κι άλλοτε σαν εσωτερικός μονόλογος του αφηγητή. Οι προσημάνσεις για το τι πρόκειται να ακολουθήσει κι ο χρόνος που επιμηκύνεται, κορυφώνουν την ένταση και ερεθίζουν τη φαντασία. Το κρεσέντο δυναμώνει, μια μελωδία στον αέρα στροβιλίζεται, κι η συγχορδία λύνεται…
Εικόνες δυνατές, ήχοι εκκωφαντικά σιωπηλοί, χαρακτήρες έντονοι και μια γκρίζα αίσθηση απουσίας… Μια μυρωδιά ‘ζαλιστική’, χαώδης, υπνωτική…