Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012
Το Τμήμα Κτηνιατρικής Κοζάνης ενημερώνει
για το κρούσμα λύσσας στην περιοχή
.
Το Τμήμα Κτηνιατρικής Κοζάνης, προκειμένου να υπάρξει έγκυρη ενημέρωση σχετικά με θέμα που αφορά στη Δημόσια Υγεία θα ήθελε να ενημερώσει για τα εξής:Δείγμα εγκεφάλου νεκρής αλεπούς που βρέθηκε στην Τοπική Κοινότητα Παλαιοκάστρου Κοζάνης, και στα πλαίσια του Προγράμματος Επιτήρησης της Λύσσας, που εφαρμόζεται στη χώρα το 2012 (με αφορμή την ύπαρξη κρουσμάτων Λύσσας σε γειτονικές χώρες), βρέθηκε από το Εθνικό Εργαστήριο Αναφοράς θετικό στον ιό της Λύσσας στις 19/10/2012 (εκκρεμεί η τελική επιβεβαιωτική εξέταση).
Παρόλο που η λύσσα θεωρείται κατά κύριο λόγο νόσος των σαρκοφάγων (κατοικιδίων και αγρίων), προσβάλλει πολλά είδη θηλαστικών (όπως βοοειδή, αιγοπρόβατα, χοίρους), καθώς και τον άνθρωπο. Ο ιός της λύσσας μεταδίδεται με το σάλιο μολυσμένων ζώων, τη στιγμή που αυτά δαγκώνουν ανθρώπους ή άλλα ζώα. Μπορεί επίσης να μεταδοθεί στον άνθρωπο, όταν αυτός έρθει σε επαφή με το σάλιο μολυσμένου ζώου μέσω εκδορών και μικροτραυμάτων του δέρματος, ή ακόμη και από τους υγιείς βλεννογόνους. Να σημειωθεί ότι ένα μολυσμένο ζώο είναι δυνατόν να απεκκρίνει τον ιό και να μεταδώσει τη νόσο για μερικές ημέρες ακόμη και πριν την εκδήλωση εμφανών συμπτωμάτων. Ως εκ τούτου, ομάδες υψηλού κινδύνου έκθεσης στη νόσο θεωρούνται όσοι έρχονται σε επαφή με δυνητικά ύποπτα ζώα.
Η νόσος στα σαρκοφάγα εμφανίζεται με αλλαγή συμπεριφοράς του ζώου (απομόνωση, νευρικότητα, φόβος, ανησυχία). Παρουσιάζεται ερεθισμός και κνησμός του σημείου όπου δαγκώθηκε το ζώο. Τις επόμενες 2-3 ημέρες, το ζώο γίνεται ιδιαίτερα επιθετικό και δαγκώνει στην κυριολεξία ό,τι βρεθεί μπροστά του (αντικείμενα, ζώα, ανθρώπους). Ακόμη, παρατηρείται η χαρακτηριστική εικόνα ζώων με άφθονο σάλιο στο στόμα τους, ενώ αλλάζει και το γάβγισμά τους, που μεταβάλλεται σε βραχνό ουρλιαχτό.
Ακολουθεί φάση γενικευμένων σπασμών και παράλυσης, που οδηγεί στο θάνατο. Η εξέλιξη της νόσου διαρκεί περίπου 10 ημέρες.
Στα παραγωγικά ζώα, τα συμπτώματα είναι παρόμοια. Κυριαρχούν κυρίως παραλυτικά συμπτώματα (απομάκρυνση από το κοπάδι, διαστολή της κόρης, ανόρθωση του τριχώματος, ασυντόνιστες κινήσεις οπισθίων άκρων, παράλυση).
Στη χώρα μας, το τελευταίο επιβεβαιωμένο κρούσμα λύσσας είχε διαπιστωθεί το 1987 όμως κρούσματα της νόσου παρατηρούνταν συχνά στις γειτονικές μας χώρες (F.Y.R.O.M., Βουλγαρία, Αλβανία, Τουρκία).
ΜΕΤΡΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΣΟΥ
1. Σήμανση, καταγραφή και υποχρεωτικός ετήσιος προληπτικός αντιλυσσικός εμβολιασμός όλων των δεσποζόμενων σκύλων και γατών με ευθύνη των ιδιοκτητών τους. Ο εμβολιασμός αυτός επιβάλλεται να γίνεται μόνο από Κτηνίατρο και αποδεικνύεται μόνο με τη σχετική θεώρηση στο Βιβλιάριο Υγείας του ζώου. Οι ιδιώτες Κτηνίατροι οφείλουν να τονίζουν στους ιδιοκτήτες κατοικιδίων ζώων τις υποχρεώσεις τους σχετικά με τα παραπάνω και να βρίσκονται σε συνεργασία με την Κτηνιατρική Υπηρεσία για αναφορά κάθε ύποπτου περιστατικού που υποπίπτει στην αντίληψή τους.
2. Έλεγχος του αριθμού των αδέσποτων σκύλων και γατών με ευθύνη των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, σε συνεργασία και εποπτεία των τοπικών Κτηνιατρικών Υπηρεσιών. Επιβάλλεται οι Δήμοι να εντείνουν τις προσπάθειές τους για τη μείωση του αριθμού και τον εμβολιασμό όσων αδέσποτων ζώων περισυλλέγονται.
3. Οι κάτοικοι οφείλουν να αναφέρουν αμέσως στις αρμόδιες αρχές (Αστυνομία, Κτηνιατρική Υπηρεσία, Υγειονομικές αρχές), κάθε περίπτωση δαγκώματος σε ανθρώπους ή άλλα ζώα.
4. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται από όσους εργάζονται κοντά σε ζώα (Κτηνοτρόφοι, κυνηγοί, υπάλληλοι κυνοκομείων, δασικοί υπάλληλοι κλπ), που θεωρούνται ομάδα υψηλού κινδύνου και πρέπει να εμβολιάζονται προληπτικά κατά της λύσσας.
5. Ειδικά σε ό,τι αφορά τους κυνηγούς, πέρα από τον υποχρεωτικό ετήσιο εμβολιασμό των κυνηγετικών σκύλων, οφείλουν να αναφέρουν αποκλειστικά και μόνο στις αρμόδιες Αρχές (Κτηνιατρική Υπηρεσία, Δασαρχείο), τυχόν εντοπισμό πτώματος αγρίου σαρκοφάγου ζώου (λύκου, αλεπούς κλπ), ούτως ώστε να γίνει η κατάλληλη εργαστηριακή εξέταση. Τονίζεται ότι απαγορεύεται αυστηρώς η είσοδος ανεμβολίαστων κυνηγετικών σκύλων στην ευρύτερη περιοχή εντοπισμού του κρούσματος. Επιπλέον, εφιστάται ιδιαίτερη προσοχή σε ό,τι αφορά τις αγορές κυνηγετικών σκύλων από γειτονικές χώρες, που πρέπει οπωσδήποτε να συνοδεύονται από τα απαραίτητο Υγειονομικό Πιστοποιητικό με το οποίο αποδεικνύεται ο εμβολιασμός κατά της λύσσας.
6. Όσον αφορά σε κατοικίδια ζώα που έχουν δαγκώσει άνθρωπο πρέπει να ενημερώνονται άμεσα οι αρμόδιες Αρχές (Κτηνιατρική Υπηρεσία, Αστυνομία) και:
Εφόσον είναι δεσποζόμενα, εμβολιασμένα ή μη, να απομονώνονται και να παρακολουθούνται από Κτηνίατρο επί 15 ημέρες για τυχόν εκδήλωση συμπτωμάτων.
Εφόσον είναι αδέσποτα, και υπάρχει η δυνατότητα να συλληφθούν και να περιοριστούν, παρακολουθούνται και αυτά όπως παραπάνω. Διαφορετικά, θανατώνονται και εξετάζονται εργαστηριακώς.
Σε κάθε περίπτωση, συνιστάται η περιποίηση του τραύματος καθώς και η προληπτική χορήγηση εμβολίου και αντιλυσσικού ορού.
7. Σε περίπτωση που εντοπιστεί από τους πολίτες άγριο σαρκοφάγο ζώο στο περιβάλλον, οφείλουν να ειδοποιούν άμεσα τις Αρμόδιες Αρχές και να μην προβαίνουν σε ενέργειες που θα μπορούσαν να τους φέρουν σε κίνδυνο έκθεσης σε ενδεχόμενη λοίμωξη (παροχή τροφής, χάϊδεμα ή προσπάθεια σύλληψής του). Σημειωτέον, ότι μερικές από τις πρώιμες ενδείξεις εκδήλωσης της νόσου στα άγρια ζώα είναι η άσκοπη περιπλάνηση, η φιλικότητα προς τον άνθρωπο και η απώλεια του φυσικού ενστίκτου αποφυγής ανθρώπων και κατοικημένων περιοχών. Σε περίπτωση εύρεσης νεκρού άγριου σαρκοφάγου, να μη γίνει οποιαδήποτε προσπάθεια χειρισμού του, αλλά να ειδοποιηθεί άμεσα το τοπικό Κτηνιατρικό Γραφείο. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στις αλεπούδες, που λόγω της μεγάλης ευπάθειάς τους στη νόσο αποτελούν τη δεξαμενή του ιού στη φύση και είναι ασφαλής δείκτης εξάπλωσης του ιού σε μια περιοχή.
8. Σε ό,τι αφορά τα παραγωγικά ζώα (βοοειδή, αιγοπρόβατα, χοίρους κλπ), ο κίνδυνος έκθεσής τους στη νόσο, αφορά κυρίως ζώα αγελαία, ή όσα βόσκουν εκτός σταύλου (σε ενσταυλισμένα ζώα η πιθανότητα είναι ιδιαίτερα μικρή). Για το λόγο αυτό απαιτείται αυξημένη επαγρύπνηση εκ μέρους των κτηνοτρόφων και αναφορά κάθε ύποπτου περιστατικού ζώων ιδιοκτησίας τους (παραγωγικών ή σκύλων) που δαγκώθηκαν από σαρκοφάγο ζώο, παρουσιάζουν ασυνήθιστη συμπεριφορά ή νευρικά συμπτώματα. Εξυπακούεται ότι όλες οι μετακινήσεις και αγοραπωλησίες ζώων γίνονται αυστηρά κάτω από την εποπτεία της αρμόδιας τοπικής Κτηνιατρικής Αρχής. Ακόμη, οφείλουν να προβούν σε μείωση του αριθμού των ποιμενικών σκύλων που διατηρούν, να φροντίσουν απαραιτήτως για τη σήμανση και τον προληπτικό ετήσιο αντιλυσσικό εμβολιασμό τους και να προνοήσουν να περιορίζουν την παραμονή των ποιμενικών σκύλων εκτός των περιφραγμένων ορίων της σταυλικής τους εγκατάστασης όταν αυτό δεν είναι αναγκαίο (βόσκηση ποιμνίου). Επιπλέον, οφείλουν να εξαλείψουν τις πιθανές πηγές ανεύρεσης τροφής από άγρια σαρκοφάγα ζώα πέριξ των σταύλων τους (υπολείμματα τροφών, πτώματα κλπ).
Τονίζεται ότι η νόσος δεν μεταδίδεται στον άνθρωπο από την κατανάλωση τροφίμων ζωικής προέλευσης.
9. Σε ότι αφορά τις εκτροφές γουνοφόρων ζώων, που είναι πολυπληθείς στην ευρύτερη περιοχή, συστήνεται η καλή περίφραξη των εγκαταστάσεων, ώστε να μην είναι δυνατή η είσοδος αγρίων ζώων σε αυτές καθώς και η λήψη μέτρων αποτροπής προσέλκυσης αγρίων ζώων σε αναζήτηση τροφής πέριξ των εγκαταστάσεων.
Η λύσσα είναι ιδιαίτερα σοβαρή και θανατηφόρος ζωοανθρωπονόσος, όμως δεδομένου ότι ο τρόπος μετάδοσής της είναι πολύ συγκεκριμένος (δάγκωμα ή έκθεση στο σάλιο μολυσμένου ζώου), είναι φανερό ότι εφόσον ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης που αναφέρθηκαν παραπάνω (τα οποία ισχύουν στην πλειονότητά τους ανεξαρτήτως του πρόσφατα εμφανισθέντος κρούσματος) δεν συντρέχει λόγος ιδιαίτερης ανησυχίας ή πανικού.
Σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητη η εγρήγορση όλων και η συνεργασία με τις Αρμόδιες Αρχές.
ΤΜΗΜΑ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ Π.Ε. ΚΟΖΑΝΗΣ