Επισκοπείο και Ιερά Μητρόπολη: η παρακαταθήκη
Τί είδους Επισκοπείο θα εγκαινιάσει ο Πατριάρχης;
«Η θεόσωστος Πολιτεία της Κοζάνης…ο αρχιερεύς…οι δε ειρημένοι κληρικοί και άρχοντες….δια ωφέλειαν και Σωτηρίαν των ψυχών αυτών και μνημόσυνον αιώνιον, αφιερώνουσι αυτοθελήτως, αβιάστως τε, και εξ όλης της Προεραίσεως, και κατανεύσεως αυτών και των λοιπών όλων Χριστιανών της Κοζάνης αναποσπάστως τω Θεώ, δια Παντοτινήν και κατά πάντα αναντίρρητον και αμετάτρεπτον του νυν, και των μελλόντων της Κοζάνης αρχιερέων κατοίκησιν, κατάλυμα τε και καταγώγιον, το ειρημένο κτήριον μετά της περιοχής αυτού και Επισκοπήν αδιάσειστον και ατάραχον και Πάντη ελευθέρα από οιουδήτινος μυσαρού συναντήματος…να φυλάξωσι και τα δύο μέρη την αφιέρωσιν ταύτην…»
Αυτά τα λόγια περιέχονται στο Αγοραστήριο του Επισκοπείου του 1745 το οποίο και υπάρχει στα αρχεία του Δήμου Κοζάνης και της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης. Μας όρκιζαν λοιπόν οι τότε Κοζανίτες, και κυρίως τους εκάστοτε κληρικούς και άρχοντες, με αυτόν τον «συλλογικό κωδίκελλο» να κρατήσουμε το κτίριο και τους σκοπούς του στην μνήμη μας χωρίς να το ταράζουμε και να το αλλάζουμε άσκοπα. Αλλαγές για διάφορους σκοπούς έχουν γίνει. Το Επισκοπείο όμως παρέμεινε Επισκοπείο.
Διαβάζουμε, παρ’αυτά, σε πρόσφατη έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως πως «το Επισκοπείο αποκαθίσταται [sic!] και θα γίνη Εκκλησιαστικόν Μουσείον και γι’αυτό δημιουργήθηκε το Μητροπολιτικόν κάθισμα εις Νέαν Νικόπολιν». Στα Μουσεία βέβαια συνήθως μπαίνουν αυτά που έχουν πάψει να είναι ζωντανά στοιχεία της ζωής και αποτελούν μνήμη και νόστο – το γιατί μπορεί να θεωρεί κάποιος πως το Επισκοπείο, η Μητρόπολη, η Εκκλησία θα περάσει στο παρελθόν μιας προθήκης ως χαμένο έθιμο και με ποια λογική, είναι απορίας άξιο. Η πίστη των ανθρώπων δεν είναι κειμήλιο και το κτίριο αυτό ξεχείλισε για αιώνες από πίστη μέχρι που ξαφνικά έκλεισε.
Πρόσφατα, η Κοζάνη εκπροσωπούμενη από τον Μητροπολίτη, τον Περιφερειάρχη και τον Δήμαρχο βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να προσκαλέσει τον Οικουμενικό Πατριάρχη σε εγκαίνια του νέου χώρου. Σε αυτή την ιστορική επίσκεψη, που τιμά τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης και θα είναι ένα εορταστικό γεγονός, μένει να δούμε αν θα εγκαινιασθεί (λάθος λέξη αυτή ούτως ή άλλως) το αναπαλαιωμένο Επισκοπείο ή αν θα εγκαινιασθεί κάτι άλλο. Τα Επισκοπεία υπήρξαν ανέκαθεν έδρες των Ιερών Μητροπόλεων και έδρες των διοικητικών υπηρεσιών της Εκκλησίας. Η μετάλλαξή του συγκεκριμένου σε αστική/κοσμική έπαυλη, Μουσείο, αίθουσα δεξιώσεων ή γήπεδο μπάσκετ είναι ενδεχομένως μια αισθητική βελτίωση για τα αισθητήρια εκείνα που τυγχάνουν της επίβλεψης έργων και καταβρόχθισης δημοσίων πόρων, αλλά είναι και κάτι που δεν προβλέπεται από την ιερή εκείνη παρακαταθήκη των Κοζανιτών του 1745. Και οι όποιοι κορδελοκόπτες αξιωματούχοι αδυνατούν να περιορίσουν τον τηλεοπτικά ορμώμενο ενθουσιασμό τους, πρώτα πρέπει να φτιάξουν κάτι δικό τους για να εγκαινιάσουν, ειδάλλως θα φανούν και θα είναι οι ήσσονες, κενόδοξοι πολίτες της στιγμής.
Σε μια τέτοια περίπτωση που εγκαινιασθεί κάτι άλλο από το αναπαλαιωμένο Επισκοπείο, η απλή και σημαντική ιστορική αντινομία που θα καταγραφεί σαν λάθος θα έχει ονοματεπώνυμα και υπογραφές, θα έχει χαρακτηριστικά που σήμερα πρέπει να αναχαιτίσουν ο Δήμος Κοζάνης, η Εκκλησία στο σύνολό της, η Περιφέρεια Δ. Μακεδονίας, η Αρχαιολογική Εφορία αλλά και όλοι οι πολίτες που ζουν στην περιοχή.
Ο Δήμος Κοζάνης πρώτος οφείλει να κρατήσει την μνήμη των ανθρώπων εκείνων που μας όρκισαν. Εκείνοι οι εμπνευσμένοι άνθρωποι που έζησαν σε πολύ πιο δύσκολους καιρούς από εμάς έφτιαξαν ένα Επισκοπείο για όλους μας. Σήμερα ο Δήμος μοιάζει να αδρανεί την στιγμή που μια τέτοια εξέλιξη θα αφαιρούσε το Επισκοπείο από τους Κοζανίτες και θα το μετέτρεπε από διοικητικό εκκλησιαστικό κέντρο σε Μέγαρο αδιευκρινίστου εκθεσιακού τύπου με πολύ σαφή ημερομηνία λήξεως/ανακατασκευής, όπως συνηθίζεται με τα εντυπωσιακά αυτά αλλά ανούσια οικοτεχνήματα. Ας φροντίσει το Δημοτικό Συμβούλιο να υπερασπιστεί το δεύτερο πιο σημαντικό λειτουργούν μνημείο της πόλης μετά τον Καθεδρικό Ναό με τους τρόπους που προβλέπει ο Νόμος και με τις αρμοδιότητες που έχει και ας μην ακολουθεί απλά αμέτοχα ό,τι συμβαίνει στην πόλη. Έστω και αργά η συμβολή του Δήμου μπορεί να είναι καθοριστική. Οι Δημοτικοί Σύμβουλοι άλλωστε είναι τοποτηρητές και νομοτηρητές, όχι οι άλλοτε μικροτσιφλικάδες του μελλοθάνατου κομματικού καφενείου. Ευκτικός ο ενεστώτας μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Ίσως αυτήν την στιγμή να είναι απασχολημένοι με το «κορυφαίο πολιτιστικό γεγονός της χρονιάς».
Η δε αρχαιολογική Υπηρεσία και το Υπουργείο Πολιτισμού οφείλουν την εφαρμογή των διατάξεων και νόμων όταν πρόκειται για αναπαλαιώσεις που μετατρέπονται σταδιακά σε παράνομες αναμορφώσεις. Ήδη, η 17η αρχαιολογική εφορία μιλά ανοιχτά για αυθαίρετες μεταβολές στον χώρο και έχει – σύμφωνα με τα λεγόμενα της προϊσταμένης της – διακόψει θεωρητικά τις εργασίες, οι οποίες όμως μοιάζουν να συνεχίζονται και να οδηγούν σε ένα τετελεσμένο γεγονός που βρίθει παρατυπιών. Η δημόσια χρηματοδότηση του έργου καθιστά την εφαρμογή του Νόμου ακόμη πιο απαραίτητη. Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο έχει αποφανθεί. Τα όσα κατά νόμο προβλέπονται λοιπόν πρέπει να πάρουν την σειρά τους. Αλλά και οι υπάλληλοι της 17ης Εφορίας έχουν χρέος να μην αδιαφορούν – βρίσκονται άλλωστε μερικά μέτρα από το Επισκοπείο. Το παρόν κείμενο έπρεπε να το είχαν συντάξει ίσως εκείνοι.
Η Περιφέρεια η οποία με τον δέοντα ενθουσιασμό (και πολύ καλά έπραξε βέβαια) υποστήριξε την αναπαλαίωση του κτιρίου πρέπει να ελέγξει και να ρωτήσει γιατί η αναπαλαίωση έγινε σταδιακά ανακαίνιση και αποκλίνει της αρχαιολογικά εγκεκριμένης μελέτης.
Τέλος οι εκκλησιαστικοί άνθρωποι, κληρικοί και λαϊκοί, υπάκουοι μεν και ευσεβείς, αλλά και κάποτε επιρρεπείς στην υποτέλεια και την εξάρτηση, πρέπει να αρθρώνουν λόγο ελεύθερα, γιατί σεβασμός χωρίς ελευθερία δεν νοείται, όπως και η ελευθερία δεν νοείται στην ασέβεια. Αυτά άλλωστε ακούγονται κάθε μέρα από το Ιερό Βήμα αλλά εδώ σε όλη αυτή την παράλογη παντομίμα μοιάζουν να έχουν φορεθεί οι Οθωμανικές μπούρκες της δοξαστικής εργολαβίας. Από ό,τι ξέρω φιλάμε και φυλάμε το Σχήμα και όχι χέρια, πόδια και ποδιές. Αν η Μητρόπολη δεν μας είναι ιερή, τότε προφανώς λίγα πράγματα θα μας είναι ιερά. Και αυτό δεν αφορά μόνο τους Χριστιανούς άλλα όλους όσους σέβονται την ιερότητα των βωμών και εστιών.
Γιατί τελικά το θέμα δεν είναι τόσο νομικό και διαδικαστικό όσο ηθικό και πολιτισμικό. Βαφτίστηκα το 1978 στο παρεκκλήσι της Αγίας Αικατερίνης. Ήθελα να μπορώ να ανάψω ένα κερί εκεί. Λόγω της «εμπνευσμένης» σημερινής αναμόρφωσης του Επισκοπείου, το παρεκκλήσι δεν υπάρχει πια – έπιανε τόπο, εικάζω, στη νέα διαρρύθμιση. Αυτό το είδος αντίληψης θα το περίμενε κανείς από κάποια εξαγριωμένη αγέλη Ούννων επιδρομέων, ή από κάποιο αντιχριστιανικά διαποτισμένο κατοχικό Επιτελείο Στρατού, αλλά όχι από την ίδια την Μητρόπολη με την ανοχή του Δήμου και της Περιφέρειας. Φαίνεται όμως πως τα πράγματα αλλάζουν και πως η Αγία Τράπεζα στην οποία προσευχήθηκαν τόσοι και τόσοι συμπολίτες μας είναι πλέον ένα ενοχλητικό έπιπλο το οποίο μετακινείται όταν εμποδίζει στην επέκταση ενός μπάνιου ή ενός γραφείου.
Ο λόγος του κειμένου αυτού είναι ομολογουμένως τραχύς: αυτό οφείλεται στο ότι μεταξύ άλλων προτρέπει τον σωφρονισμό – μάταια μάλλον – εκτραχυνθεισών συνειδήσεων. Μακάρι να διαψευσθεί πέρα ως πέρα και η Ιερά Μητρόπολη να επανέλθει στο Επισκοπείο πλήρης υπηρεσιών και λειτουργιών, όπως μας όρκισαν αυτοί που την έκτισαν. Αν αυτό συμβεί τότε θα οφείλει ο συγγραφέας του παρόντος μια δημόσια συγγνώμη σε όλους τους εμπλεκομένους την οποία και μετά χαράς θα αποδώσει ενυπόγραφη, πλήρη και ειλικρινή. Δεν είναι στόχος του κειμένου σε καμία πάντως περίπτωση να προσβάλλει ανθρώπους, αλλά μόνο να σημειώσει τις επικίνδυνες πράξεις τους. Αν αδικούνται οι προθέσεις των εμπλεκομένων, τότε το σφάλμα είναι του κειμένου.
Προς το παρόν και για να ανακεφαλαιώσουμε: δεν υπάρχει λόγος να εντρυφήσει όλη η πόλη σε θέματα εσωτερικής διακοσμητικής και λαογραφικών χαριεντισμών δίχως περιεχόμενο, ούτε να επιδοθούμε σε κοσμικούς θεατρινισμούς, την ώρα ειδικά που τα λίγα εναπομείναντα ιστορικά και εκκλησιαστικά κτίρια είναι σημεία απόλυτης αναφοράς για τις συνειδήσεις των ανθρώπων μας σε έναν καιρό δύσκολο. Η χώρα αλώθηκε, οι Έλληνες υποδουλώνονται, οι δυσκολίες είναι πολλές και οι νεώτεροι δεν θέλουμε να εισπράξουμε άλλες ανοησίες από τους πρεσβύτερους της πολυτέλειας. Το Επισκοπείο, που είναι μια παλιά, έμπιστη φλόγα και παρηγοριά μας, πρέπει να το υπερασπιστούμε όλοι όσοι ζούμε γύρω του για να το ευλογήσει ο Πατριάρχης με την επίσκεψή του και έπειτα ο Μητροπολίτης με την αδιάλειπτη διακονία του. Γιατί έχει μία μόνο πραγματική αξία σαν κτίριο: όχι την ομορφιά του ή την λάμψη του, όχι τις γιορτές και τις δεξιώσεις του, αλλά την ιστορία του και αυτά που γεννάει και που φυλάει μέσα του: Άνδρες πόλις και ού τείχη.
Ομάδα Πολιτισμού Δημοτικής Κίνησης «Κοζάνη Τόπος να ζεις»
Πληρ. Δημόπουλος Παναγιώτης