a pargioltz5.4_211Η ιστορία του στην Τουρκία ξεκινάει το 1991. Επί 21 χρόνια μαχητής της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού, στα τουρκικά πανεπιστήμια και τελευταία στην ομογενειακή εκπαίδευση, ο Δρ. Σταύρος  Γιωλτζόγλου, στην συνέντευξη, καταγράφει τις εντυπώσεις και βιώματά του από την μακρά διαμονή του στην χώρα όπου στάθηκε και πατρίδα των προγόνων του.

Αγαπητέ κ.Σταύρο, από πού κατάγεστε; Το επώνυμό σας, “Γιωλτζόγλου” προδίδει Μικρασιατικές καταβολές. Συνολικά πόσα χρόνια ζείτε στην Τουρκία; Ποιά ήταν τα κίνητρα τα οποία σας έφεραν στην χώρα αυτή;

Εγώ και οι γονείς μου γεννηθήκαμε στις Αυλές Κοζάνης, ενώ οι πρόγονοί μας, παππούδες και γιαγιάδες κι άλλοι συγγενείς, κατάγονται από την ορεινή Αμισσό – Σαμψούντα, το Ασαρτζούκ του Εύξεινου Πόντου. 
Το μεγαλύτερο μέρος της εκπαιδευτικής μου ζωής το «ξόδεψα» στην Τουρκία εργαζόμενος σε διαφορετικές θέσεις, στην Άγκυρα πρώτα και μετά στην Κωνσταντινούπολη.
Ως αρχικό κίνητρο για την επιλογή μου να εγκατασταθώ και να εργαστώ στην Τουρκία δηλώνω την σχεδόν μυστικιστική έλξη που ασκούσε μέσα μου τόσο η Ανατολία όσο κι ο Πόντος καθώς οι αφηγήσεις των παππούδων / γιαγιάδων μου είχαν πάντοτε σχέση με τη συγκεκριμένη γεωγραφία. Η τουρκική γλώσσα – τη μόνη που γνώριζαν καλά αυτοί, τα φαγητά, τα τραγούδια και οι χοροί, άλλες παραδόσεις και η στενή επαφή μεταξύ των συγγενών τόνιζαν μέσα μου την ιδιαιτερότητα της εθνοτικής ομάδας στην οποία ανήκαμε, που διέφερε σε αρκετά από αυτή των γηγενών κατοίκων του χωριού μου. 
Κάποτε λοιπόν, στην αρχή της εκπαιδευτικής μου ζωής, αποφάσισα να μάθω τη γλώσσα αυτή σωστά και γράφτηκα στο Ιδρυμα Μελετών Χερσονήσου Αίμου (ΙΜΧΑ), στη Θεσσαλονίκη, και το καλοκαίρι του 1984 παρακολούθησα επί τρίμηνο σχεδόν μαθήματα τουρκικής γλώσσας και πολιτισμού σε ανάλογα θερινά τμήματα του Πανεπιστημίου Ιστάμπουλ. Ο πρώτος δάσκαλός μου ήταν ο Πολίτης Τάσος Ιορδάνογλου. Έτσι το ενδιαφέρον μου για την Τουρκία είχε μεγαλώσει αρκετά.

Πώς και πότε ξεκίνησε η σταδιοδρομία σας ως καθηγητή της ελληνικής γλώσσας στα Τουρκικά πανεπιστήμια; 
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ιδρύθηκε το Τμήμα Νέας Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στη Σχολή Γλωσσών και Ιστοριο-Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Άγκυρας και μεταξύ των πρώτων διδασκόντων ήταν η κορυφαία καθηγήτρια φιλοσοφίας, απόφοιτος του Ζαππείου Παρθεναγωγείου της Πόλης, Ιωάννα Κουτσουράδη, ο Ηρακλής Μήλλας κι άλλοι Έλληνες φιλόλογοι ως συμβασιούχοι.
Το 1995 προκηρύχτηκε μία θέση φιλολόγου για το νεοϊδρυθέν αυτό τμήμα και ως ο μόνος τουρκομαθής μεταξύ των υποψηφίων κέρδισα τη θέση αυτή. Ανέλαβα καθήκοντα τον Μάιο του ιδίου έτους.

Η Σχολή Γλώσσας-Ιστορίας και Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου της Άγκυρας, στάθηκε ο πρώτος σταθμός γνωριμίας σας με τον τουρκικό λαό, την τουρκική διανόηση και τον φοιτητόκοσμό της. Ως Έλληνας καθηγητής τι εντυπώσεις αποκομίσατε από την παραμονή σας στην Άγκυρα; Ποια ήταν η αντιμετώπιση που είχατε;
Από την αρχή ένιωσα ότι βρισκόμουν σε ένα οικείο περιβάλλον, παρά την αρχική δυσκολία στην επικοινωνία, καθώς διέκρινα συμπεριφορές φιλικές από απλούς ανθρώπους και εκείνους που υπηρετούσαν σε επίσημες θέσεις. Τόσο εγώ όσο και η οικογένειά μου δεν νιώσαμε ποτέ κάποια εχθρική συμπεριφορά, ίσα ίσα στο άκουσμα πως είμαστε Έλληνες γινόταν έτι φιλικότεροι με εκδηλώσεις φιλίας και αγάπης που κάποτε μας ξάφνιαζαν.
Στο χώρο του πανεπιστημίου ένιωσα τον απόλυτο σεβασμό προς το πρόσωπό μου και από την διοίκηση και από τους καθηγητές, άλλων τμημάτων, που σταδιακά γνώρισα. Στις ατέλειωτες ώρες συζητήσεων που κάναμε, τις ώρες της μεσημβρινής ανάπαυλας, τόσο για τα διμερή ιστορικοπολιτικά όσο και για τα άλλα, τα διεθνή, υπήρχε πάντα διάθεση κατανόησης των απόψεών μου, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα αυτών. Η πρόεδρος του τμήματος, κ.Μελέκ Ντελίλμπασι, μας έδωσε την άδεια να παρακολουθούμε ζωντανά μέσω δορυφόρου την ελληνική τηλεόραση, ενώ το 2002 το τμήμα μας κρίθηκε ως το καλύτερα οργανωμένο μεταξύ των νέων τμημάτων γλώσσας της σχολής, με μία βιβλιοθήκη που ξεπερνούσε τους 1500 τόμους βιβλίων, από χορηγία του ελληνικού Κράτους αλλά και ελλήνων πολιτών.
Τέλος, οι φοιτητές του τμήματος ήταν η ζωογόνος δύναμη του έργου μου, καθώς ένιωθα κάτι το ιδιαιτέρως υψηλό μέσα μου, αφού μου δινόταν η ευτυχία να είμαι δάσκαλος σε ένα τόσο ιδιαίτερο μαθητικό σύνολο. Ήμουν σχεδόν μεταξύ των πρώτων, μέγα προνόμιο αυτό, που δίδασκε σε νεαρούς Τούρκους τους κορυφαίους της ελληνικής λογοτεχνίας, αλλά και κείμενα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, θεατρικά κείμενα αλλά και σημειώσεις της νεοελληνικής ιστορίας. Νιώθω και σήμερα συγκίνηση όταν ενθυμούμαι τους φοιτητές μου είτε να τραγουδούν Θεοδωράκη και Χατζιδάκι είτε να μου απαγγέλουν διαχρονικά μηνύματα μέσα από τις φράσεις «ου συνέχθειν αλλά συμφιλείν έφυν» και το «ω γλυκύ μου έαρ, πού έδυ σου το κάλλος;». 
Στο έργο μου αυτό υπήρξαν πολύτιμοι συνεργάτες όλοι οι συνάδελφοι που ασκούσαν τότε διδακτικά καθήκοντα στο τμήμα ,πλην της προαναφερθείσας Ιωάννας Κουτσουράδη, συνέβαλαν θετικά με τη διδασκαλίας τους οι Ευαγγελία Αχλάδη, Ευαγγελία Τσούρου, Ισκεντέρ Οσμάν, Λεβέντ Καγιάπιναρ, Ιμπραήμ Κέλαγα και η Νταμλά Ντεμίροζου.
Κορυφαίες στιγμές στην εκπαιδευτική μου ζωή, πιστεύω και στη ζωή των φοιτητών μου, υπήρξαν: 1)Η διοργάνωση στο κεντρικό αμφιθέατρο της σχολής δύο αφιερωματικών εκδηλώσεων, μία για τον νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη και μία για το ελληνικό τραγούδι και το χορό, με δημιουργούς-πρωταγωνιστές τους ίδιους τους φοιτητές και με «ύψωση» της ελληνικής σημαίας, δίπλα σε εκείνη της τουρκικής και αυτή της σχολής.2)Η φιλοξενία, τρεις φορές (Αύγουστος 1996, 1998, 2001,) ανά δέκα φοιτητές εκάστη, συνολικά περί τους 30, από φορείς της ιδιαίτερης πατρίδας μου, της Κοζάνης, όπως ο Δήμος, η Νομαρχία, το ΤΕΙ Κοζάνης, ενώ ο Σύνδεσμος Φιλολόγων τους πρόσφερε δωρεάν μαθήματα ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού. Η αντιμετώπιση του κόσμου ήταν συγκινητική, ιδίως εκείνων που είχαν καταβολές από την Μ.Ασία και τον Πόντο.3)Η εξασφάλιση υποτροφιών για συμμετοχή σε θερινά τμήματα προς βελτίωση του επιπέδου ελληνομάθειας καθώς η σύντομη διαμονή τους στην Ελλάδα λειτουργούσε καταλυτικά στη δημιουργία ιδιαίτερα θετικών δεσμών με τον ελληνικό πολιτισμό, την Ελλάδα και τους Έλληνες.4)Θετικό ρόλο έπαιξε και η Ελληνική Πρεσβεία μας που άνοιξε «πύλες» συνεργασίας με το τμήμα και ενθάρρυνε πολλούς φοιτητές να ασχοληθούν με την ελληνική γλώσσα και να γνωρίσουν καλύτερα την Ελλάδα.

Στη συνέχεια της καριέρας σας ως επιστήμονας μετατεθήκατε στο νεοϊδρυθέν Τμήμα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Πόλης. Νομίζετε ότι συγκριτικά με το Πανεπιστήμιο της Άγκυρας, το Πανεπιστήμιο της Πόλης προσφέρει περισσότερες μαθησιακές δυνατότητες στον τούρκο φοιτητή, αν κρίνουμε και από τον ενεργό ρόλο της ρωμεϊκης κοινότητας της Πόλης και του Ελληνικού Προξενείου στον τουρκικό χώρο; 
Είναι αδιαμφισβήτητο πως η Κωνσταντινούπολη με την ρωμαίικη κοινότητα και τις δράσεις του Ελληνικού Προξενείου προσφέρει ένα δυναμικό περιβάλλον και ευκαιρίες στους φοιτητές νεοελληνικών σπουδών να γνωρίσουν καλύτερα και την γλώσσα και τον πολιτισμό των Ελλήνων. Όμως, για διάφορους λόγους αυτές οι ευνοϊκές συνθήκες δεν είναι αξιοποιήσιμες από τους φοιτητές του τμήματος, είτε γιατί δεν παρακινήθηκαν προς την κατεύθυνση αυτή από αρμόδιους παράγοντες είτε γιατί τους έλειψε η σχετική ενημέρωση. Πρέπει οπωσδήποτε να επιχειρηθεί μία ουσιαστική επικοινωνία με το τμήμα προς όφελος όλων. Για παράδειγμα θα μπορούσαν οι φοιτητές να παρακολουθούν όλες τις εκδηλώσεις του Σισμανογλείου Μεγάρου αλλά και της ρωμαίικης κοινότητας.

Πώς κρίνετε το προφίλ των τούρκων φοιτητών-φοιτητριών που επιλέγουν να σπουδάσουν την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό; Τι είναι αυτό που προσελκύει τον τούρκο φοιτητή προς το ελληνικό στοιχείο; 
Οι φοιτητές του τμήματος νεοελληνικών σπουδών ανήκουν στην μεσαία τάξη, πολλοί βρέθηκαν στο τμήμα εξαιτίας του συστήματος των πολλών επιλογών, όπως στην Ελλάδα, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αρκετοί επειδή υπήρχε κάποιος λόγος προγονικής καταγωγής, συγγένειας, γειτνίασης κτλ και κάποιοι, λίγοι βέβαια αριθμητικά, είχαν δηλώσει το τμήμα μέσα στις πρώτες πέντε επιλογές τους, που σημαίνει συνειδητή επιλογή, καθώς ήθελαν να ασχοληθούν με την Ελλάδα γενικότερα για επαγγελματικούς λόγους.
Απόδειξη της ανωτέρω διαπίστωσης αποτελεί το γεγονός πως μεγάλος αριθμός αποφοίτων συνεχίζει ανώτερες και ανώτατες σπουδές στην Ελλάδα, άλλοι εργάζονται σε δημόσιες υπηρεσίες (Υπουργείο Εξωτερικών, ΜΜΕ, Υπουργείο Παιδείας) και άλλοι σε ιδιωτικές (μεταφράσεις, εμπόριο, ΜΜΕ).

Είστε φιλόλογος και συνάμα ιστορικός; Όταν αξιολογείτε την ομογένεια της Πόλης ποιά πλευρά σας υπερισχύει περισσότερο;
Οι δύο ιδιότητές μου ταυτίζονται απολύτως καθώς η ιστορικότητα της συνείδησης της ομογένειας της Πόλης εμπερικλείεται στον όρο Ρωμιοσύνη, με εντελώς ιδιαίτερα γνωρίσματα την ορθόδοξη πίστη και την ελληνική παιδεία. Αυτό το δεύτερο στοιχείο της ρωμαίικης ταυτότητας, η ελληνική γλώσσα, με καθιστά κοινωνό ενός κρίσιμου, για την ιστορική παρουσία της Ρωμιοσύνης στην Πόλη, ζητήματος της ομογενειακής παιδείας που λέγεται ελληνομάθεια, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι γι’ αυτό απόλυτη ανάγκη να υπάρξει συντονισμός πρωτοβουλιών για την αναβάθμιση της ελληνικής παιδείας στους κόλπους της ομογένειας, ιδιαιτέρως δε στα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα. Και προς την κατεύθυνση αυτή έχουν πολλές προσπάθειες, συζητήσεις κτλ με κατάληξη ένα σύνολο προτάσεων για απολύτως αναγκαίες παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις.

Τι σκέπτεστε για την ομογένεια της Πόλης; Πιστεύετε ότι υπάρχει τρόπος να αναστηλωθεί σήμερα; Με ποιό τρόπο;
Η ομογένεια θα πρέπει να ανασυνταχτεί και να αναζητήσει το ρόλο της στον 21ο αιώνα. Το πρώτο θετικό της βήμα αποτέλεσε το ιστορικό συνέδριο του 2006 που περιέγραψε το «είναι» της κι επεσήμανε αρκετά από τα «δέοντα γενέσθαι». Είναι απόλυτη ανάγκη σήμερα, δέκα χρόνια μετά, σε ένα νέο συνέδριο να αποφασίσει τόσο την πορεία της όσο και τα μέσα για την επιτυχή επίτευξη των στόχων της. Βασικό στοιχείο γι’ αυτό αποτελεί αφενός η ενιαία έκφραση όλων των δημιουργικών της δυνάμεων, με αποφασιστική ενίσχυση των επιτελικών αρμοδιοτήτων του ΣΥΡΚΙ και αξιοποίηση της εμπειρίας της ΟΙΟΜΚΩ ή τη δημιουργία ενός τριτοβάθμιου οργάνου με ανάλογες αρμοδιότητες, αφετέρου η ανάδειξη ως πρωταγωνιστών του εγχειρήματος αυτού της ρωμαίικης νεολαίας.
Λαμπρό παράδειγμα αποτελεί ο πνευματικός Ηγέτης της Ορθοδοξίας, του Γένους και της Ομογένειας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Οι πρωτοβουλίες του για το περιβάλλον και τον διαθρησκευτικό και ενδοχριστιανικό διάλογο του διασφάλισαν τα προσωνύμια «πράσινος πατριάρχης» και «πατριάρχης της καταλαγής» και ανέδειξαν το Φανάρι ως παγκόσμιο κέντρο πρωτοποριακών ιδεών και συμπεριφορών.
Μια άλλη ενθαρρυντική πρωτοβουλία που χρειάζεται στήριξη είναι η ίδρυση και επαναλειτουργία, μετά από πενήντα χρόνια άδικης σιωπής, της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ίμβρο.
Εκτιμώ τέλος πως μία εμπνευσμένη διοικητική αναδιοργάνωση των κοινοτήτων θα αξιοποιούσε επί το βέλτιστον τις οικονομικές τους δυνατότητες επενδύοντας κατά προτεραιότητα στην ομογενειακή παιδεία, για την οποία έχουν κατατεθεί αρκετά εποικοδομητικές προτάσεις, ιδίως τον τελευταίο καιρό.

Συμπληρώνετε μια πενταετία ως Συντονιστής Εκπαίδευσης στα Ομογενειακά Σχολεία. Τι σκέπτεστε για την εκπαίδευση στα ομογενειακά σχολεία; εδώ που φθάσαμε; (Αν κρίνουμε από το δημογραφικό πρόβλημα, την αραβόφωνη παιδεία, το επίπεδο της ελληνόγλωσσης παιδείας;) 
Τα εκπαιδευτικά της ομογένειας παρουσιάζουν βίο παράλληλο με τα γενικότερα κοινοτικά προβλήματα. Μεταξύ αυτών η δημογραφική συρρίκνωση και η ένταξη στα σχολεία μας μαθητών από αραβόφωνες ορθόδοξες οικογένειες ενοχοποιήθηκαν για την υποβάθμιση της παιδείας, ιδιαιτέρως όμως της ελληνομάθειας. Όσο κι αν αυτά αποτελούν αντικειμενικούς παράγοντες ερμηνείας της ανωτέρω διαπίστωσης δεν περιγράφουν επαρκώς το όλο ζήτημα, απαξιώνουν το παραγόμενο παιδαγωγικό και εκπαιδευτικό έργο και κυρίως υποτιμούν την δυναμική που επωάζεται εντός των σημερινών, πολυπολιτισμικών σχολείων μας, που με κατάλληλα επιμορφωμένους εκπαιδευτικούς, σύγχρονα διδακτικά μέσα και υλικό και ουσιαστική συμμετοχή των ομογενειακών φορέων στη ζωή των εκπαιδευτικών μας ιδρυμάτων θα άλλαζαν άρδην το περιεχόμενο και την εικόνα της ομογενειακής παιδείας και εκπαίδευσης.
Τα συλλογικά όργανα της ομογένειας και ιδιαίτερα το Συμβούλιο Ομογενειακής Παιδείας καλούνται να εναρμονιστούν με τις προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος και να επιχειρήσουν το αναγκαίο «άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά». Σήμερα υπάρχουν και τα μέσα και οι δυνατότητες για την καταγραφή θετικών αποτελεσμάτων στο εκπαιδευτικό τοπίο : χρειάζονται μόνον τα γενναία πρόσωπα που θα πάρουν τις κατάλληλες αποφάσεις, για να θεμελιώσουν στο παρόν το ρωμαίικο πρόσωπο του αύριο.
Παρά τις παντοειδείς δυσκολίες είμαι αθεράπευτα αισιόδοξος πως η Ρωμιοσύνη θα εκκινήσει την ανοδική πορεία της ενισχύοντας έτι περισσότερο τους ιστορικούς και πολιτισμικούς συμβολισμούς και τα συμπαρομαρτούντα συμφραζόμενά της για τον ελληνικό πολιτισμό.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝKornilia Tsevik Bayvertyan

Από το VETONEWS

a pargioltz5.4 211