Στο συμβόλαιο διακυβέρνησης υπό τον νέο καγκελάριο Όλαφ Σολτς, οι κυβερνητικοί εταίροι δεσμεύτηκαν να εξαντλήσουν κάθε δυνατότητα πλήρους απολιγνιτοποίησης του ενεργειακού μίγματος της Γερμανίας μέχρι το 2030.
Πρακτικά, προβλεπόταν σταδιακή απόσυρση των 42.000 MW με καύσιμο λιθάνθρακα/ λιγνίτη και αντικατάστασή τους με μονάδες φυσικού αερίου, απόσυρση όλων των πυρηνικών σταθμών με παράλληλη επιθετική προώθηση των ΑΠΕ.
Η ενεργειακή κρίση του 2021, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η αυξανόμενη πίεση των γερμανικών κρατιδίων με σημαντική παραγωγή λιγνίτη, διαμορφώνουν νέα δεδομένα και θέτουν υπό αμφισβήτηση την επίτευξη πλήρους απολιγνιτοποίησης μέχρι το 2030. Μάλιστα, ο υπουργός Οικονομίας και Πολιτικής για το Κλίμα Ρόμπερτ Χάμπεκ, ανακοίνωσε πρόσφατα την εκπόνηση πραγματογνωμοσύνης (Gutachten) για την τεχνοοικονομική δυνατότητα μιας επιταχυνόμενης απολιγνιτοποίησης, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα νέα δεδομένα.
Να σημειωθεί ότι το 55% των εισαγωγών της Γερμανίας σε φυσικό αέριο, το 50% του λιθάνθρακα και το 35% του αργού πετρελαίου προέρχονται από τη Ρωσία, με την εμπορική τους αξία να ξεπερνά ετησίως τα 22 δις εκ. ευρώ.
Παρακολουθώντας το δημόσιο διάλογο στη Γερμανία γίνεται φανερό ότι έχει αποφασισθεί η ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία, ενώ διαμορφώνεται ένα νέο Deal αναφορικά με την απολιγνιτοποίηση:
- Κατασκευή μεγάλης κλίμακας τερματικού σταθμού LNG με τροφοδοσία από τις ΗΠΑ και τις αραβικές χώρες
- Επιτάχυνση των επενδύσεων σε τεχνολογίες Υδρογόνου για την κάλυψη των αναγκών της βιομηχανίας
- Μαζική αντικατάσταση των συστημάτων θέρμανσης φυσικού αερίου με έμφαση στις αντλίες θερμότητας και τα υβριδικά συστήματα
- Ενδεχόμενη στρατηγική εφεδρεία επιλεγμένων λιγνιτικών μονάδων στα πρότυπα του λιγνιτικού σταθμού Jaenschwalde
Σύμφωνα με πρόσφατη (2021) μελέτη του Öko-Institut e.V, με τιμές ρύπων πάνω από 60 ευρώ/τόνο, οι περισσότερες γερμανικές λιγνιτικές μονάδες δεν καλύπτουν τα σταθερά λειτουργικά κόστη τους, ενώ από το 2024 προβλέπεται να αντιμετωπίζουν και πάλι σοβαρά προβλήματα οικονομικής βιωσιμότητας.
Μάλιστα, αναδύονται τεχνοκρατικές αλλά και ενδοκυβερνητικές απόψεις οι οποίες προτείνουν μια περισσότερο επιθετική ενεργειακή πολιτική με βάση τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, προτείνοντας ακόμη και την απαγόρευση εγκατάστασης νέων συστημάτων θέρμανσης με πετρέλαιο και φυσικό αέριο, με αφετηρία το 2024.
Κατά συνέπεια, εάν και εφόσον όλα τα προαναφερόμενα μέτρα υλοποιηθούν με «ταχύτητες Tesla» όπως χαρακτηριστικά δηλώνουν κυβερνητικοί παράγοντες, τόσο η απολιγνιτοποίηση όσο και η ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία, διαφαίνονται εφικτές.
Υπάρχει όμως και ο σχετικός αντίλογος τόσο από πλευράς τεχνοκρατών όσο και των γερμανικών περιφερειών με ισχυρή λιγνιτική παραγωγή. Ένας τερματικός σταθμός LNG δεν είναι εφικτός πριν το 2026, η γερμανική βιομηχανία θα έχει ετοιμότητα χρήσης πράσινου Υδρογόνου στα μέσα του 2030 και με υπαρκτό τον κίνδυνο αποτυχίας, ενώ η μαζική στροφή σε εναλλακτικά συστήματα θέρμανσης θα απαιτήσει χιλιάδες εξειδικευμένους τεχνίτες τους οποίους δεν διαθέτει η Γερμανία.
Επιπλέον, τα εναπομείναντα 4000 MW που λειτουργούν με πυρηνικά καύσιμα δεν μπορούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους πέραν του 2022, δεδομένου ότι πρέπει να ανασκοπηθούν τα αυστηρά πρωτόκολλα ασφαλείας, ενώ η περαιτέρω λειτουργία τους θα πρέπει να γίνει με εισαγωγές ουρανίου και πάλι από τη Ρωσία ή εναλλακτικά από το Καζακστάν.
Τέλος, οι «λιγνιτικοί» δήμοι διαμαρτύρονται έντονα, δηλώνοντας ότι από τα περίπου 40 δις εκ. ευρώ που έχουν προβλεφθεί για δράσεις και έργα απολιγνιτοποίησης έχει εκταμιευθεί μόλις το 0,8%, με τις διαδικασίες μετάβασης να «σέρνονται».
Όσον αφορά στην άποψη των Γερμανών για το ζήτημα της απολιγνιτοποίησης, τα ευρήματα έχουν διαφοροποιηθεί σημαντικά. Το 42% των πολιτών δεν υποστηρίζει μια επιταχυνόμενη απολιγνιτοποίηση, όταν πριν 6 μήνες το ποσοστό αυτό ανερχόταν στο 12%. (Verivox, Μάρτιος 2022).
Από την άλλη πλευρά, Κίνα και Ινδία, οι μεγαλύτεροι καταναλωτές άνθρακα παγκοσμίως, επιβεβαιώνουν την πρόθεσή τους να αυξήσουν την κατανάλωση στερεών ορυκτών καυσίμων. Πριν από μερικές ημέρες στην ετήσια διάσκεψη του Εθνικού Λαϊκού Κογκρέσου, ο πρόεδρος της Κίνας Xi Jinping ανακοίνωσε επιθετική αξιοποίηση του άνθρακα τόσο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας όσο και στην παραγωγή καυσίμων κίνησης, δίνοντας έμφαση στις καθαρές τεχνολογίες ορυκτών στερεών καυσίμων. Να σημειωθεί ότι η Κίνα καταναλώνει ετησίως περισσότερο άνθρακα, από ότι όλες οι υπόλοιπες χώρες του πλανήτη αθροιστικά.
Στην Ινδία, όπου μέχρι το 2040 αναμένεται αύξηση των αναγκών ισχύος κατά 300% και με δεδομένη την μη ύπαρξη εναλλακτικών, εγχώριων ενεργειακών πόρων, ο άνθρακας θα παραμείνει βασική ενεργειακή πηγή τουλάχιστον μέχρι το 2050. (India’s Central Electricity Authority, 2022).
Εν κατακλείδι, για κάθε TWh που παράγεται στην Ευρώπη με βάση τον λιγνίτη, αποφεύγεται η εισαγωγή 185 εκ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου από τη Ρωσία, με αντίτιμο όμως τις αυξημένες εκπομπές CO2 σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Από την άλλη πλευρά, η μαζική στροφή της Ευρώπης σε LNG θα πιέσει σημαντικά τους ήδη μεγάλους καταναλωτές LNG (Κίνα, Ινδία, Ν. Κορέα, Ιαπωνία, Ινδονησία, Πακιστάν, Φιλιππίνες), οδηγώντας τους νομοτελειακά να αυξάνουν συνεχώς την κατανάλωση άνθρακα και λιγνίτη. Ότι θα έχει κερδηθεί περιβαλλοντικά στην Ευρώπη θα χαθεί στην Ασία.
Δύσκολη εξίσωση η οποία, δυστυχώς, θα επιλυθεί για μια ακόμη φορά με την γνωστή πρακτική της «δοκιμής και σφάλματος».
Ευάγγελος Καρλόπουλος
Χημικός Μηχανικός, MSc
Υ.Γ.: Η γερμανοσοβιετική σύμβαση φυσικού αερίου του 1970, διδάσκεται ως διπλωματικός θρίαμβος της ενεργειακής συνεργασίας. Και πράγματι ήταν. Η Σοβιετική Ένωση είχε πρόσβαση σε σκληρό νόμισμα, η τότε Δυτική Γερμανία εκσυγχρόνισε τη βιομηχανία της δημιουργώντας σχεδόν 250 χιλ. νέες θέσεις εργασίας, η Ευρώπη είχε πρόσβαση σε φθηνό φυσικό αέριο, οι σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση οδηγήθηκαν σε ύφεση και ο τότε καγκελάριος Βίλλυ Μπράντ τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης. Τα πάντα ρει και ουδέν μένει !