Στα πλαίσια της Ε.Ε.-27 λαμβάνονται πολλές καθοριστικές για τη χώρα μας αποφάσεις σε θέματα ενέργειας γενικά και ηλεκτρικής ενέργειας (Η.Ε.) ειδικότερα. Αναφορικά με την πρόσφατη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε.-27, διαβάζουμε στο διαδίκτυο:
«Σύνοδος Κορυφής για Ενεργειακή Κρίση: Ούτε Καν σε Κοινό Ανακοινωθέν Δεν Μπόρεσαν να Καταλήξουν οι Ηγέτες των Κρατών – Μελών της ΕΕ. Χωρίς συμφωνία έληξε η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ σχετικά με την αντιμετώπιση της πρωτόγνωρης ενεργειακής κρίσης που έχει προκαλέσει άλμα στις τιμές του φυσικού αερίου, κυρίως λόγω της επιμονής της Πολωνίας και της Τσεχίας για πιο επιθετική ανάληψη δράσης ώστε να μειωθεί το κόστος που καταβάλλουν για τις εκπομπές καυσαερίων. Έτσι, μετά από δύο γύρους εντονότατων συζητήσεων στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής στις Βρυξέλλες, οι αρχηγοί κυβερνήσεων εγκατέλειψαν τα σχέδιά τους για κοινό ανακοινωθέν, σχετικό με την ενεργειακή κρίση…..».
Ας επιχειρήσουμε μια πρώτη προσέγγιση του θέματος μέσα από την καλύτερη κατανόηση των χαρακτηριστικών του ενεργειακού τομέα των χωρών της Ε.Ε.-27.
1.Χαρακτηριστικά δεδομένα του ενεργειακού τομέα στην Ε.Ε.-27
1.1 Κατά το 2018, μια τυπική-κανονική προ της πανδημίας χρονιά, παράγονταν πρωτογενώς με πόρους των χωρών της Ε.Ε.-27 μόλις το 4,4% της παγκόσμιας ενέργειας (Κίνα 17,5%, ΗΠΑ 15,1%). Ακόμη, στην ίδια χρονιά στην Ε.Ε.-27 παράγονταν το 8,3% των παγκόσμιων εκπομπών CO2 (Κίνα 28,5%, ΗΠΑ 14,7%). Το συνολικό ενεργειακό ισοζύγιο (ηλεκτρική ενέργεια, θέρμανση, μεταφορές, βιομηχανία κλπ) της Ε.Ε-27 (2018) ήταν σε πολύ υψηλό βαθμό εξαρτώμενο (μ.ο.58,2%), από εισαγόμενους ενεργειακούς πόρους, αυξανόμενο συνεχώς από το 2010 (55,7%). Παρατηρείται, όμως, πολύ μεγάλη διαφορά στο βαθμό εξάρτησης μεταξύ των διαφόρων χωρών όπως, π.χ. Βέλγιο 82,3, Ιταλία 76,3, Ισπανία 73,3, Ελλάδα 70,7, Αυστρία 64,3, Γερμανία 63,6, , Ολλανδία 59,7, Γαλλία 46,6, Πολωνία 44,8, Βουλγαρία 36,4, Σουηδία 29,7, Ρουμανία 24,3, και Δανία 23,7. Το UK πριν την αποχώρηση από την E.E.-28 εξαρτιόταν σε βαθμό μόλις 35,4%, αντίστοιχα. Ανά καύσιμο, η εξάρτηση της Ε.Ε.-27 ήταν 94,6% σε πετρέλαιο, σε φυσικό αέριο (φ.α.) 83,2% και σε στερεά καύσιμα (43,6%), αν και εισάγονταν το 68,3% των αναγκών σε λιθάνθρακα, όχι όμως λιγνίτης.
1.2 Η σύνθεση (%) του μίγματος των πηγών ηλεκτροπαραγωγής στις χώρες της Ε.Ε.-27 το 2018, χωρίς τις εισαγωγές Η.Ε., εμφανίζει πολύ μεγάλη ανομοιομορφία, όπως π.χ.:
Στερεά καύσιμα, μ.ο Ε.Ε.-27, 20,8% : Πολωνία 76,9, Βουλγαρία 39,9, Γερμανία 35,6, Ελλάδα 32,3, Ρουμανία 24, Ολλανδία 24, Δανία 21,7.
Φυσικό αέριο (φ.α.), μ.ο. Ε.Ε.-27, 17,8%: Ολλανδία 53,5, Ιταλία 45,5, Βέλγιο 35,2, Ελλάδα 26,4, Ισπανία 21,6.
Πυρηνική ενέργεια, μ.ο. Ε.Ε-27, 25,9%: Γαλλία 71, Σουηδία 41,9, Βέλγιο 38,3, Βουλγαρία 34,4, Ισπανία 20,3.
ΑΠΕ, μ.ο. Ε-Ε.27, 32,9%: Αυστρία 78,2, Δανία 68,4, Σουηδία 55,8, Ρουμανία 41,Ιταλία 40,1, Ισπανία 38,8, Γερμανία 36, Ελλάδα 30,3.
Σημειώνεται ότι οι χώρες Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Αυστρία και Σουηδία έχουν ιδιαίτερα υψηλό εγκατεστημένο υδροηλεκτρικό δυναμικό, ενώ οι χώρες Ολλανδία και Ιταλία παράγουν μέρος του φ.α. που καταναλώνουν. Είναι, επίσης, δεδομένο ότι οι υψηλές τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών CO2 επιβαρύνουν περισσότερο το κόστος παραγωγής Η.Ε. από στερεά καύσιμα και ιδιαίτερα από λιγνίτη, σημαντικά λιγότερο από φ.α. και σχεδόν μηδενικά από πυρηνική ενέργεια και ΑΠΕ-υδροηλεκτρικά. Από τα πιο πάνω στοιχεία είναι φανερό, ποιες χώρες στην Ε.Ε.-27 ευνοούνται και «ενδιαφέρονται» για την υψηλή χρηματιστηριακή τιμή των εκπομπών CO2 και ότι μόνο με πολιτική παρέμβαση από τους θιγόμενους μπορεί να καταργηθεί η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία με τη λήψη των αναγκαίων μέτρων. Υπάρχει, όμως, η πολιτική βούληση για τούτο;
1.3 Η τρέχουσα περίοδος πολύ μεγάλης αύξησης στην τιμή του φ.α., προβλέπεται να διατηρηθεί σχεδόν για όλο το 2022, σύμφωνα με νεότερες εκτιμήσεις. Ήδη στο 4μηνο ΑΥΓ - ΝΟΕ 2021 σημειώθηκαν στην Ελλάδα οι υψηλότερες τιμές της ηλεκτρικής MWh στη χονδρική αγορά Η.Ε. μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.-27 με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τη μείωση της συμμετοχής των εγχώριων πόρων π.χ. στις 18-11-2021 μόλις στο ~30% (ΑΠΕ 13,5%, λιγνίτης 9,6% και νερά 6,3%), με τιμή ρεκόρ (€276/MWh) στη χονδρική αγορά Η.Ε., ενώ η Πολωνία είχε την ελάχιστη (€103/MWh) με τα στερεά της καύσιμα (λιγνίτη – λιθάνθρακα) στο ~70%. Σήμερα, 21-12-2021 σημειώνεται νέα μέγιστη τιμή (€342,35/ MWh) για τη χώρα μας, ενώ για αύριο 22-12-2021 προβλέπεται νέα τιμή στη στρατόσφαιρα (€415/ MWh). Αντίστοιχες και υψηλότερες ακόμη τιμές παρατηρούνται και σε άλλες χώρες της Ε.Ε.-27.
Η αδυσώπητη αυτή πραγματικότητα του «καζινοκαπιταλισμού» στο χώρο της Η.Ε. στην Ε.Ε.-27 δεν είναι εφήμερη, για λόγους γεωστρατηγικούς, πολιτικούς, οικονομικούς κλπ. όπως, π.χ. το θέμα του αγωγού φ.α Nord Stream 2, το ουκρανικό κ.α., με άγνωστες τις δυσμενείς επιπτώσεις. Όλες οι διεθνείς εκτιμήσεις προβλέπουν κατά κανόνα την επικράτηση μάλλον υψηλών τιμών φ.α. για τα επόμενα αρκετά χρόνια. Ειδικότερα, έως το 2024, η ζήτηση προβλέπεται να αυξηθεί κατά 7% από τα επίπεδα πριν από τον Covid-19, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΔΟΕ). Η ζήτηση για υγροποιημένο φ.α. (LNG) προβλέπεται αυξημένη κατά 3,4%/έτος έως το 2035, ξεπερνώντας τα υπόλοιπα ορυκτά καύσιμα, σύμφωνα με ανάλυση της McKinsey & Co, επηρεάζοντας καθοριστικά την παγκόσμια οικονομία.
2. Ηλεκτρικό Ισοζύγιο της Ελλάδας
2.1 Ιστορικό: Είναι γνωστό ότι πριν 20 χρόνια η χώρα μας είχε τη φθηνότερη τιμή στην ηλεκτρική ενέργεια (Η.Ε.) μεταξύ των χωρών της τότε Ε.Ε.-15, χάρις στην πολύ μεγάλη συμμετοχή των εγχώριων ηλεκτρενεργειακών πόρων στο ηλεκτρικό της ισοζύγιο που ανέρχονταν, π.χ. κατά μ.ο. σε ~80% τη 10ετία 1996-2005 (λιγνίτης Πτολ/δας 60%, λιγνίτης Μεγαλόπολης 10,4% και υδροηλεκτρικά 9,4%). Όμως, από το 2013 η χώρα μας είναι υποχρεωμένη να αγοράζει δικαιώματα εκπομπών CO2 για τη λειτουργία των μονάδων παραγωγής Η.Ε. με χρήση ορυκτών καυσίμων, δηλ. λιγνίτη, φ.α. και πετρελαίου στους αυτόνομους σταθμούς των μη διασυνδεδεμένων νησιών, μέσω του χρηματιστηρίου εμπορίας εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (EΤS) σε επίπεδο Ε.Ε. Ωστόσο, στη διάσκεψη κορυφής της Ε.Ε.-28 (ΝΟΕ 2014) αποφασίστηκε τελεσίδικα να απαλλαγούν από την υποχρέωση αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών CO2 για την περίοδο 2013-2020 οι χώρες των οποίων το κατά κεφαλή ΑΕΠ ήταν < 60% του μ.ο. της Ε.Ε.-28 στις 31.12.2013, όπως π.χ. Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, Βουλγαρία, Ρουμανία κ.α. Το κατά κεφαλή ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν στο 62% του μ.ο. της Ε.Ε.-28 το 2013, ενώ το 2014 στο 59,7%, δηλ. < 60%. Κατά συνέπεια στη σύνοδο κορυφής του ΝΟΕ 2014, ήταν ορατό και δίκαιο να συμπεριληφθεί και η Ελλάδα στη ρύθμιση αυτή. Τούτο δεν τέθηκε καν από την τότε ελληνική (συγ)κυβέρνηση, με αποτέλεσμα την επιβάρυνση της λιγνιτικής MWh. Παρόλα αυτά, στην περίοδο 2015-19 η τιμή της ηλεκ. MWh για τον έλληνα καταναλωτή ήταν στο 70% - 80% του μ.ο. της Ε.Ε.-28.
2.2 Είναι, επίσης, γνωστή η εξαγγελία του πρωθυπουργού της Ελλάδας στον ΟΗΕ τον ΣΕΠ. 2019 για πρόωρη απολιγνιτοποίηση της χώρας σταδιακά μέχρι το 2028 αντί για το 2050. Στη συνέχεια το Μάρτη 2020 με νέα απόφαση η απολιγνιτοποίηση έγινε και εμπροσθοβαρής (2023-28), δηλ. απόσυρση όλων των λιγνιτικών μονάδων έως το 2023 και της νέας υπερσύγχρονης λιγνιτικής υπό ένταξη Πτολ/δα 5 το 2028. Όμως, στο βασικό σενάριο της Μελέτης Επάρκειας Ισχύος 2022-2031 του ΑΔΜΗΕ (ΜΑΙ 2021), μετά από αίτημα της ΔΕΗ ΑΕ στις αρχές του 2021, θεωρούνταν δεδομένη ήδη από τις 31-08-2021 η απουσία από το ηλεκτρικό ισοζύγιο επτά λιγνιτικών μονάδων καθ. ισχύος 2001 MW, δηλ. των πέντε (5) μονάδων του ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου (1456 MW), του ΑΗΣ Μελίτης (289 MW) και ΑΗΣ Μεγαλόπολης IV ( 256 MW), κι ότι η νέα Πτολ/δα 5 (καθ. ισχύς 615 MW) θα ξεκινήσει να λειτουργεί τον ΙΑΝ 2023 και θα κλείσει το ΔΕΚ 2024 για να μετατραπεί σε μονάδα φ.α. Πρόκειται, επομένως και για βίαιη απολιγνιτοποίηση (ΑΥΓ 2021-ΙΑΝ 2025).
Ωστόσο, μετά τις πρόσφατες μεγάλες αυξήσεις στις τιμές του φ.α., επιστρατεύονται για τρίτη φορά (!!!) μέσα στο 2021, με εντολή του ΑΔΜΗΕ ΑΕ σε ετοιμότητα λειτουργίας όλες οι διαθέσιμες (7) λιγνιτικές μονάδες, για την αντιμετώπιση των δυσχερειών κατά την τρέχουσα χειμερινή περίοδο. Υπενθυμίζεται, ότι στα μέσα ΦΕΒ 2021 κατά τη χιονόπτωση «Μήδεια» αλλά και στο α΄10ήμερο του ΑΥΓ 2021 με τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες, λόγω της απόλυτης στις συνθήκες αυτές αδυναμίας των ΑΠΕ να παράγουν άξια λόγου Η.Ε. για την κάλυψη των αναγκών, κλήθηκαν εσπευσμένα σε άμεση λειτουργία όλες οι διαθέσιμες (7) λιγνιτικές μονάδες της χώρας για να μην καταρρεύσει το σύστημα ηλεκ. τροφοδοσίας. Θα ανέμενε κανείς να έχουν τεθεί ήδη σε λειτουργία σχεδόν όλες αυτές οι μονάδες, αφού είναι σήμερα φθηνότερες από τις μονάδες φ.α., φαίνεται όμως ότι οι συνθήκες της προϊούσας αποδιοργάνωσης των ορυχείων και ΑΗΣ λόγω της απολιγνιτοποίησης δεν επιτρέπουν τούτο, με προφανή δυσμενή αντίκτυπο στο κόστος της ηλεκτρικής ΜWh.
Σημειώνεται, ακόμη, ότι στο νέο κλιματικό νόμο που ψηφίστηκε πρόσφατα επανέρχεται το 2028 ως το τερματικό όριο-έτος απόσυρσης όλων των λιγνιτικών μονάδων, αφού προηγηθεί νέα επανεκτίμηση στα τέλη 2023, έχουμε δηλ. μια παλινδρόμηση τύπου ακορντεόν στην πολιτική απολιγνιτοποίησης- βλέποντας και κάνοντας - που δεν περιποιεί ιδιαίτερη τιμή στους ιθύνοντες περί τα ενεργειακά δρώμενα της χώρας μας.
πρόωρη και βίαιη απολιγνιτοποίηση εξυπηρετεί αντικειμενικά τα συμφέροντα όλων των εμπλεκομένων στη δραστηριότητα παραγωγής Η.Ε. με εισαγόμενο φ.α. και των εισαγωγών Η.Ε. Παράλληλα, εξυπηρετεί άμεσα και τα συμφέροντα της συνεργασίας της γερμανικής RWE (51%) και της ΔΕΗΑΝ ΑΕ (49%) με την εγκατάσταση γιγαντιαίων Φ/Β πάρκων ισχύος ~2000 MW στις εκτάσεις των λιγνιτωρυχείων της ΔΕΗ ΑΕ στη Δ. Μακεδονία, απαξιώνοντας εύφορες γεωργικές εκτάσεις 50.000 στρεμ. και στερώντας τη μόνιμη απασχόληση χιλιάδων ανθρώπων στον πρωτογενή τομέα, οι οποίοι θα εγκαταλείψουν την περιοχή.
2.3 Κατά το έτος 2020 στην Ελλάδα, οι πηγές παραγωγής Η.Ε. συμμετείχαν (%): Λιγνίτης 10,1, υδροηλεκτρικά 5,1, ΑΠΕ 26,3, πετρέλαιο 6,7, φ.α. 32,9 και εισαγωγές Η.Ε. 18,9, δηλ. εγχώριοι πόροι (λιγνίτες+ΑΠΕ +νερά) 41,5% και εισαγόμενοι πόροι 58,5%.
Στη χώρα μας αποδείχθηκε πολύ νωρίς στην πράξη, ότι η μονομερής στήριξη στο εισαγόμενο φ.α. ως καυσίμου – γέφυρα κατά τη μετάβαση σε ουδέτερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου είναι επισφαλής, αδιέξοδη και εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους για την αδύναμη και υπερχρεωμένη για δεκαετίες ελληνική οικονομία, λόγω της αύξησης του κόστους της ενέργειας με ορατές ήδη τις επιπτώσεις στην αύξηση των τιμών πολλών βασικών αγαθών (πληθωρισμός κ.ο.κ). Παρόλα αυτά, η Ελλάδα δεν προχωρά στις έρευνες για ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στο χερσαίο της χώρο και στο θαλάσσιο δολιχοδρομεί για γεωπολιτικούς λόγους, παραμένοντας έρμαιο των απρόβλεπτων μεταβολών των τιμών των καυσίμων στις διεθνείς αγορές, χωρίς δυνατότητα αντίστασης και χάραξης αξιόπιστης και συμπαγούς εθνικής ενεργειακής πολιτικής.
Άραγε μπορεί η Ελλάδα να αντιμετωπίσει τις επόμενες -πολλές και βέβαιες- ενεργειακές κρίσεις βασιζόμενη μόνο στις ΑΠΕ; Ακόμη, γιατί με το νέο ΕΣΕΚ 2020 προβλέπεται βαθμός ενεργειακής εξάρτησης 71% για το 2030; Ωστόσο, η σημερινή αδιέξοδη κατάσταση στη χώρα μας αποτελεί ευκαιρία για λήψη διορθωτικών μέτρων τόσο για τον έλεγχο και την παρέμβαση για διαφανή λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς Η.Ε όσο και για την αναθεώρηση της πολιτικής της πρόωρης απολιγνιτοποίησης.
2.4.Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να επισπευστεί κατά το δυνατό η ένταξη σε λειτουργία της νέας μονάδας Πτολ/δα 5 εντός του 2022, καθώς είναι η θερμική μονάδα με το μικρότερο μεταβλητό κόστος. Είναι γνωστό στα αρμόδια στελέχη της ΔΕΗ ΑΕ, ότι η νέα υπερσύγχρονη λιγνιτική μονάδα ΠΤΟΛ/ΔΑ 5, περιβαλλοντικά συμβατή, με δυνατότητα προσθήκης εξοπλισμού για τη δέσμευση του παραγόμενου από την καύση CO2, με υψηλό καθαρό βαθμό απόδοσης (>41%), μείωση εκπομπών CO2 κατά ~30%/ MWh ως προς τις παλαιότερες μονάδες και με πολύ χαμηλό κόστος λιγνίτη από το ορυχείο Μαυροπηγής λόγω της μικρής σχέσης εκμ/σης (<3:1), θα είναι ανταγωνιστική (μικρότερο μεταβλητό κόστος) ως προς τις μονάδες φ.α. Τούτο ισχύει ακόμη κι αν οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών CO2 κυμανθούν μακροπρόθεσμα στα € 55-60/tn για μέσες τιμές του φ.α.
Επιβάλλεται, επομένως, η αναθεώρηση της πρόωρης και βίαιης απολιγνιτοποίησης με συνέχιση της λειτουργίας πέραν του 2028 των τριών (3) νεότερων και περιβαλλοντικά συμβατών μονάδων του ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου 5, ΑΗΣ Μελίτης και νέας μονάδας ΑΗΣ Πτολ/δα 5 στη Δ. Μακεδονία, συνολικής καθ. ισχύος ~1240 MW και της Μεγαλόπολης 4 έως το 2032. Προτείνεται, δηλ. η εφαρμογή του προτύπου των χωρών της Ε.Ε.-27 που διαθέτουν δικά τους στερεά καύσιμα (Γερμανία, Πολωνία, Βουλγαρία κ.α.), οι οποίες παραπέμπουν την οριστική απόσυρση των σύγχρονων λιγνιτικών τους μονάδων κατά τη χρονική περίοδο 2038-2049. Έτσι, επιτυγχάνονται τα εξής:
α) Ενίσχυση της επάρκειας, της ασφάλειας και της οικονομικότητας της τροφοδοσίας της χώρας με ηλεκτρική ενέργεια (Η.Ε.). Η διαλείπουσα (στοχαστική) παραγωγή Η.Ε. από ΑΠΕ (αιολικά, Φ/Β), οι ελάχιστες σημερινές δυνατότητες αποθήκευσης Η.Ε. στο διασυνδεδεμένο σύστημα (Δ.Σ.) και η περιορισμένη ισχύς των διασυνδέσεων μεταφοράς Η.Ε. με τις γειτονικές χώρες αποτελούν τις μόνιμες παθογένειες του ελληνικού ηλεκτρικού ισοζυγίου. Η τεχνικοοικονομική επίλυση των προβλημάτων αυτών απαιτεί τεράστιες επενδύσεις και χρόνο δεκαετιών τουλάχιστο για την περιοχή της Ν.Α Ευρώπης και της Βαλκανικής.
β)Τήρηση των δεσμεύσεων της Ελλάδας για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου με στόχο το 2030 αλλά και αργότερα λόγω της δραστικής μείωσης της παραγωγής Η.Ε. από λιγνίτη κατά ~80% ως τα προ 10ετίας επίπεδα. Η χώρα μας εξομάλυνε τη διαφορά των εκπομπών ισοδυνάμου CO2 (tCO2 eq/κάτοικο) ως προς τον αντίστοιχο μ.ο. των χωρών της Ε.Ε.-28, από 112% το 2010 στο 98,9% το 2016 και στο 102% το 2018, παρά την υπερδιπλάσια παραγωγή Η.Ε. από λιγνίτη ( 14.898 GWh το 2016, 14.907 GWh το 2018) ως προς το 2020 (5.722 GWh). Πρέπει, ωστόσο, να ληφθούν σοβαρά υπόψη τα εξής:
-Υπάρχει αδήριτη αναγκαιότητα για σταθερή τιμή των δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) με αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων της Ε.Ε.-27, που να αντανακλά το εξωτερικό κόστος, ώστε να αποτελεί εργαλείο αποφάσεων και προγραμματισμού κι όχι πεδίο χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας, όπως γίνεται σήμερα, με δυσμενέστατες επιπτώσεις στην οικονομία πολλών χωρών και της χώρας μας ιδιαίτερα.
-Οι συχνές περιοδικές αποφάσεις της Ε.Ε.-27 για μείωση των ποσοτήτων των δικαιωμάτων εκπομπών CO2 οδηγούν αυτόματα σε αντίστοιχη αύξηση της τιμής των και μεγάλη επιβάρυνση της λιγνιτικής MWh. Έτσι, από το 2013 που εφαρμόζεται και στη χώρα μας το σύστημα της Ε.Ε για την εμπορία εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (ΕΤS), παρατηρείται σχεδόν συνεχής αύξηση των τιμών των εκπομπών CO2 που ξεπέρασαν το 2021 την τιμή των €50/τόνο, με αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση του λιγνίτη στο ηλεκτρικό ισοζύγιο (παραγωγή και εισαγωγές Η.Ε.), δηλ. από 38,7% (2013), 33% (2015), 24%(2018) σε 10,1% (2020). Αντίστροφα, αυξήθηκε η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές ( φ.α., πετρέλαιο και ειαγωγές Η.Ε.) στο ηλεκτρικό ισοζύγιο, δηλ. από 37,1% (2013), 41,4% (2015), 49,7% (2018) σε 58,5% (2020), γεγονός που «ερμηνεύει» τη σημερινή αδυναμία αντίστασης στην τεράστια αύξηση της τιμής της Η.Ε., παρά την αυξανόμενη συμμετοχή των ΑΠΕ από 14,8% (2013), 18,2% (2018) σε 26,2% (2020).
Κατά συνέπεια, η λύση του προβλήματος της πανάκριβης ηλεκτρικής MWh επιβάλλεται να μεγιστοποιεί τη συμμετοχή των εγχώριων πόρων (ΑΠΕ+ λιγνίτης+ υδροηλεκτρικά) στο ηλεκτρικό ισοζύγιο σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Αντί Επιλόγου Θεωρείται απόλυτα απαραίτητη μια σταδιακή και συντονισμένη μετάβαση στις όποιες νέες τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής, με βάση τα επιστημονικά δεδομένα και τη διεθνή εμπειρία. Η μέριμνα και οι δράσεις, στα πλαίσια της τήρησης από τη χώρα μας της σχετικής Συμφωνίας του Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή, δεν μπορούν να επικεντρώνονται αποκλειστικά στην καύση του λιγνίτη με τις απειροελάχιστες εκπομπές CO2, - όταν οι εγχώριες συνολικές εκπομπές είναι <0,3% των παγκοσμίων (2018) - αλλά να επεκτείνονται σε όλους τους τομείς (μεταφορές, τεχνολογίες καύσης, διαχείριση απορριμμάτων και αποβλήτων, ανακύκλωση πρώτων υλών, κυκλική οικονομία κλπ.).
Ακόμη, ο λιγνίτης πρέπει να αξιοποιηθεί πολλαπλά σε εξωηλεκτρικές χρήσεις, όπως π.χ. για οργανοχουμικά λιπάσματα και εδαφοβελτιωτικό , για παραγωγή ξηρού λιγνίτη κ.α. στο μέγιστο δυνατό βαθμό.
Είναι, επίσης, προφανές ότι όλα τα πιο πάνω δεν συνιστούν έλλειψη περιβαλλοντικής ευαισθησίας, αλλά αποβλέπουν στον εξορθολογισμό της όλης μεταβατικής διαδικασίας.
ΧΡΗΣΤΟΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
τ. Δ/ντης ΛΚΔΜ/ΔΕΗ ΑΕ
τ. μέλος ΔΣ ΔΕΗ ΑΕ
Λευκόβρυση Κοζάνης, 21 ΔΕΚ 2021