Κάθε φορά που υπάρχει στην περιοχή μας οποιαδήποτε αναφορά στο ζήτημα της διαχείρισης επικινδύνων αποβλήτων αναδεικνύεται μια έντονη αντίδραση, τόσο από πολίτες όσο και από διάφορους τοπικούς φορείς.
Νομίζω όμως πως πλέον ήρθε η ώρα να συζητήσουμε σοβαρά το ζήτημα της διαχείρισης επικινδύνων αποβλήτων και ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος της περιοχής μας, δεδομένης και της απολιγνιτοποίησης.
Η Ελλάδα δυστυχώς επί δεκαετίες δεν έχει καταφέρει να αντιμετωπίσει το παραπάνω ζήτημα με αποτελεσματικό τρόπο, με συνέπεια να υπάρχει ένα θολό τοπίο σχετικά με το που καταλήγουν πολλά από αυτά τα απόβλητά με ανυπολόγιστες συνέπειες για το περιβάλλον, ή να ταξιδεύουν σε εγκαταστάσεις του εξωτερικού με τεράστιο κόστος για τη χώρα και τις επιχειρήσεις, ενώ τα οφέλη τα απολαμβάνουν περιοχές και επιχειρήσεις του εξωτερικού που εδώ και δεκαετίες έχουν αναπτύξει τις αναγκαίες υποδομές και την αρμόζουσα τεχνογνωσία.
Παράλληλα η απουσία αδειοδοτημένου χώρου για την ορθολογική διαχείριση των επικινδύνων αποβλήτων στην Ελλάδα είχε σαν συνέπεια την επιβολή προστίμων από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (απόφαση ΔΕΕ C584/14)[1].
Μόνο ο αμίαντος με βάση τα στοιχεία του ΕΣΔΕΑ υπολογίζεται σε περίπου 200.000 τον, με ένα κόστος διαχείρισης περίπου 100ευρώ/τον τα υπολογιζόμενα έσοδα αθροιστικά ξεπερνάν τα 20.000.000εκκ. Ενώ, τεράστιες ποσότητες Ε.Α. έχουν συσσωρευτεί τα τελευταία σε χώρους προσωρινής αποθήκευσης. Με βάση τον ΕΣΔΕΑ, και στοιχεία του 2011 κάθε χρόνο παράγονται στην Ελλάδα περίπου 270.000 τόνοι Ε.Α., με ένα μεγάλο μέρος από αυτά εξάγεται προς διαχείριση στο εξωτερικό, (Γερμανία, Σουηδία, Ολλανδία, Γαλλία, Βέλγιο, Πορτογαλία). Σήμερα υπολογίζεται πως ο κάθε τόνος επικινδύνων αποβλήτων που μεταφέρεται στο εξωτερικό κοστίζει από 700 ως 1000 ευρώ/τόνο.
Το περιβαλλοντικό κέρδος από την ορθή περιβαλλοντικής διαχείριση αυτών των υλικών θα είναι τεράστιο για τη χώρα.
Αντικειμενικά οι περιοχές με ανοιχτά ορυχεία αποτελούν περιοχές με συγκριτικό πλεονέκτημα ως προς την διαχείριση αυτών των υλικών, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση της τήρησης των περιβαλλοντικών στάνταρ που απαιτούνται για μια τέτοια εγκατάσταση.
Οι δημόσιες τοποθετήσεις σχετικά με την πρόταση για ταφή αμιάντου στο πρώην ορυχείο της ΜΑΒΕ, έχουν αναδείξει έναν προβληματισμό σχετικά με τους πιθανούς περιβαλλοντικούς κινδύνους στο συγκεκριμένο χώρο.
Από την άλλη, στον χώρο των λιγνιτορυχείων και το ορυχείου Καρδιάς εδώ και χρόνια έχει κατασκευαστεί ΧΥΤΕΑ που φιλοξενεί 25.000 τον Αμιάντου χωρίς να έχει επί τόσα χρόνια παρατηρηθεί το παραμικρό περιβαλλοντικό προβλήματα.
Πιστεύω ότι θα πρέπει να μελετηθεί οργανωμένα η δυνατότητα κατασκευής υποδομής διαχείρισης επικινδύνων αποβλήτων στο χώρο των λιγνιτορυχείων, μέσα από ένα ολοκληρωμένο και περιβαλλοντικά αυστηρό σύστημα διαχείρισης.
Η εμπειρία και η τεχνογνωσία υπάρχει διεθνώς, η περιοχή έχει σημαντική τεχνογνωσία σε ζητήματα διαχείρισης απορριμμάτων ενώ υπάρχει και το θεσμικό όχημα, η ΔΙΑΔΥΜΑ, που έχει αποδείξει πως μπορεί με αρτιότητα να διαχειριστεί και αυτό το κρίσιμο ζήτημα. Η προηγούμενη εμπειρία στη διαχείριση αποβλήτων αμίαντου είτε από την ΔΕΗ (στον χώρο του ΧΔΒΑ) είτε από τις υπηρεσίες της ΠΔΜ κατά την αποκατάσταση των ΜΑΒΕ, καθώς και από την ΔΙΑΔΥΜΑ η οποία διαχειρίζεται δυο εγκαταστάσεις προσωρινής αποθήκευσης επικίνδυνων αποβλήτων (αμίαντο και λιπαντικά έλαια) μας παρέχουν τα εχέγγυα ότι και ξέρουμε και μπορούμε να προβούμε σε μια ορθή και σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης διαχείριση και των επικίνδυνων αποβλήτων.
Τα οφέλη από μια τέτοια διαδικασία πιθανών να είναι πολλά και σημαντικά για την περιοχή μας, σημαντικά έσοδα με κερδισμένους τους Δήμου της περιοχής και κατά συνέπεια τους ίδιους τους πολίτες, σημαντικός αριθμός θέσεων εργασίας, αλλά και τεχνογνωσία που θα αποκτηθεί στην περιοχή από τους φορείς της.
Σήμερα η περιοχή είναι αντιμέτωπη με τη άμεση, ταχεία, βίαιη απολιγνιτοποίηση και την ανάγκη άμεσης προσαρμογής τους παραγωγικού μοντέλου της περιοχής. Δεν μπορούμε να αφήνουμε ευκαιρίες να χάνονται στο όνομα «στερεοτύπων», αλλά αντίθετα θα πρέπει να αξιοποιήσουμε κάθε ευκαιρία προς όφελος της τοπικής οικονομίας.
Η παραπάνω πρόταση αποτελεί μια πρώτη τοποθέτηση με στόχο να προκαλέσει έναν δομημένο διάλογο και πρέπει να ακολουθήσει μια πρώτη τεκμηρίωση – αξιολόγηση των χαρακτηριστικών μια τέτοιας επένδυσης, αλλά και των ωφελειών ή και των όποιων απειλών τυχών υπάρχουν.
[1] http://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?docid=183108&mode=lst&pageIndex=1&dir=&occ=first&part=1&text=&doclang=EL&cid=631878