Μπορεί τα τελευταία χρόνια να εμφανίστηκαν στην Ελλάδα πολλοί προμηθευτές ενέργειας, η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού όμως παραμένει η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής και προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.
Εδώ και 64 χρόνια η Δυτική Μακεδονία ήταν η «καρδιά» της ΔΕΗ αφού εκεί υπήρχαν τα κοιτάσματα λιγνίτη που εκμεταλλευόταν.
Ο μήνας που διανύουμε, είναι καθοριστικός για την τύχη των χιλιάδων εργαζομένων σε αυτές τις λιγνιτικές μονάδες αφού η κυβέρνηση θα παρουσιάσει το «Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης» των περιοχών της Δυτικής Μακεδονίας μετά την απολιγνιτοποίηση.
Ήδη ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι: «η απεξάρτηση από τον ρυπογόνο λιγνίτη είναι προς το συμφέρον των τοπικών κοινωνιών». Τι θα απογίνουν όμως οι χιλιάδες εργαζόμενοι στις λιγνιτικές μονάδες;
Αρχικά για να καταλάβει ο κόσμος τις διαστάσεις του προβλήματος, πείτε μας πόσες μονάδες της ΔΕΗ λειτουργούν σήμερα στη Δυτική Μακεδονία και τι δυνατότητες έχουν;
Η εντατική εκμετάλλευση των λιγνιτικών κοιτασμάτων της Δυτικής Μακεδονίας ξεκίνησε το 1956 και κλιμακώθηκε με πολύ γρήγορους ρυθμούς, καλύπτοντας για δεκαετίες τις ανάγκες της χώρας μας σε ηλεκτρική ενέργεια. Στην κορύφωση της λιγνιτικής δραστηριότητας, μεταξύ των ετών 2001-2004, η παραγωγή λιγνίτη στη Δυτική Μακεδονία ξεπερνούσε τους 55 εκ. τόνους ετησίως. Σήμερα, η ετήσια παραγωγή έχει μειωθεί στους 12 εκατ. τόνους με προοπτική να μηδενιστεί το 2028. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι από τις δώδεκα λιγνιτικές μονάδες της περιοχής, διαθέσιμες για παραγωγή είναι μόλις οι τέσσερις, ενώ το διάστημα 2023-2028 θα λειτουργεί μόνον η υπό κατασκευή λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα V.
Πόσοι εργαζόμενοι δουλεύουν σήμερα σε αυτές τις μονάδες;
Το λιγνιτικό κέντρο Δυτικής Μακεδονίας απασχολεί σήμερα 3.200 εργαζόμενους ενώ περίπου 2.000 θέσεις εργασίας συντηρούν οι δορυφορικές επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται στην περιοχή και καλύπτουν σταθερές επιχειρησιακές ανάγκες της ΔΕΗ. Προφανώς, μετά το 2023 οι παραπάνω θέσεις εργασίας θα τελούν σε καθεστώς υψηλής αβεβαιότητας ενώ ήδη καταγράφονται σημαντικές απώλειες στις δορυφορικές επιχειρήσεις με υψηλή εξάρτηση από την αλυσίδα αξίας του λιγνίτη. Τα προβλήματα όμως δεν τελειώνουν εδώ. Η μακροχρόνια εξάρτηση της Δυτικής Μακεδονίας από τον λιγνίτη δημιούργησε συνθήκες μονοειδίκευσης σε τοπικό επίπεδο, δεδομένου ότι περισσότερο από το 40% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) στην περιοχή, προέρχεται από τη λιγνιτική δραστηριότητα. Εντελώς εκλαϊκευμένα, για κάθε ευρώ που παράγεται στη Δυτική Μακεδονία τα 40 λεπτά προέρχονται από το λιγνίτη, ενώ κάθε ευρώ που παράγεται λόγω της λιγνιτικής εκμετάλλευσης, προσθέτει επαγωγικά άλλα 3,4 ευρώ στην τοπική οικονομία.
Κατά συνέπεια, οι απειλές για την περιοχή μας αναφορικά με την αδήριτη εθνική αναγκαιότητα μετάβασης σε μία οικονομία χαμηλού άνθρακα, είναι εκ των πραγμάτων ασύμμετρες. Η Δυτική Μακεδονία θα κληθεί όχι απλά να αναδιατάξει ή να προσαρμόσει το παραγωγικό της μοντέλο, αλλά θα πρέπει άμεσα να διαμορφώσει ένα εντελώς νέο, αναπτυξιακό και παραγωγικό περιβάλλον σε συνθήκες μηδενικής λιγνιτικής εξάρτησης.
Σύμφωνα με τις εξαγγελίες της κυβέρνησης, τι προβλέπεται μελλοντικά για την απολιγνιτοποίηση της περιοχής και τι πρόκειται να γίνει με τις μονάδες της ΔΕΗ και τους εργαζόμενους;
Σύμφωνα με τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς, αναμένεται μέσα στο Σεπτέμβριο η ολοκλήρωση του Επιχειρησιακού Σχεδίου για την περιοχή μας και η θέση του σε Δημόσια Διαβούλευση. Το Επιχειρησιακό Σχέδιο (Master Plan) θα δομείται σε πέντε άξονες και συγκεκριμένα στις τεχνολογίες παραγωγής «καθαρής» ενέργειας, στην έξυπνη αγροτική παραγωγή, στο εμπόριο και τη μεταποίηση, στο βιώσιμο τουρισμό καθώς και στην τεχνολογία/εκπαίδευση. Βεβαίως, η αποκατάσταση των εξαντλημένων ορυχείων λιγνίτη, ο ολοκληρωμένος χωρικός σχεδιασμός, η προώθηση της απλοποίησης των αδειοδοτήσεων, η ολοκλήρωση των έργων υποδομής και τα κίνητρα προσέλκυσης άμεσων επενδύσεων, καταγράφονται ως σημαντικές προϋποθέσεις προκειμένου να δρομολογηθεί η υλοποίηση του Master Plan.
Όσον αφορά στους μόνιμους εργαζόμενους της ΔΕΗ ΑΕ, προβλέπονται κίνητρα πρόωρης συνταξιοδότησης για τους άνω των 55 ετών, ενώ για κάποιες ειδικότητες και συγκεκριμένο αριθμό προβλέπεται η δυνατότητα μετάταξή τους σε οργανωτικές δομές του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στους χιλιάδες εργαζόμενους των δορυφορικών ιδιωτικών επιχειρήσεων για τους οποίους δεν προβλέπεται ένα χειροπιαστό «δίχτυ ασφαλείας» για το εργασιακό τους μέλλον.
Από την άλλη πλευρά βεβαίως, οι υπάρχουσες βιομηχανικές δομές στην περιοχή μας, το καταρτισμένο τεχνικό δυναμικό και η κουλτούρα της τοπικής κοινωνίας να συμβιώνει με βιομηχανίες μεγάλης κλίμακας, συνθέτουν το σημαντικότερο συγκριτικό πλεονέκτημα της Δυτικής Μακεδονίας. Πάνω στο τρίπτυχο αυτό μπορούν να δομηθούν νέες αλυσίδες αξίας, απαντώντας στις ανάγκες της Βιομηχανίας 4.0 με ξεκάθαρους όρους Κυκλικής Οικονομίας. Ενδεικτικά αναφέρονται η παραγωγή εδαφοβελτιωτικών και οργανικών λιπασμάτων με βάση το λιγνίτη, αξιοποίηση του λιγνίτη στην παραγωγή νανουλικών και νανοσύνθετων υλικών υψηλής προστιθέμενης αξίας, αξιοποίηση των εξαντλημένων ορυχείων για την παραγωγή βιοαποικοδομήσιμων πλαστικών, αξιοποίηση των υπό απόσυρση λιγνιτικών μονάδων για τη δημιουργία δομών ανακύκλωσης συσσωρευτών ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων. Όλα αυτά αποτελούν ενδεικτικές δράσεις οι οποίες θα μπορούσαν να κεφαλαιοποιήσουν το ρητό και άρρητο απόθεμα τεχνογνωσίας της περιοχής.
Προφανώς και συμφωνώ με την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα και του τουρισμού, αλλά οφείλουμε να είμαστε ρεαλιστές. Για παράδειγμα, ο Κρόκος Κοζάνης, το πλέον εμβληματικό προϊόν της περιοχής, δημιουργεί πλούτο της τάξης των 5 εκατ. ευρώ ετησίως. Οι λιγνιτικές μονάδες της Δυτικής Μακεδονίας «παρήγαγαν» 5 εκατ. ευρώ μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο!
Ποια είναι τα θετικά και ποια τα αρνητικά από την απολιγνιτοποίηση;
Πρακτικά από το 2006 με την έναρξη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Εκπομπών (EU Emission Trading System), η Δυτική Μακεδονία έχει εισέλθει σε τροχιά μη αναστρέψιμης απολιγνιτοποίησης. Η εκτεταμένη είσοδος των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στο ενεργειακό μείγμα, η δυνατότητα πρόσβασης σε ανταγωνιστικές και διαφοροποιημένες πηγές φυσικού αερίου και κυρίως τα ακριβά δικαιώματα εκπομπών ρύπων, εκτοπίζουν συνεχώς το λιγνίτη, καθιστώντας οικονομικά μη βιώσιμη τη χρήση του στην ηλεκτροπαραγωγή.
Σε κάθε περίπτωση, πέραν της μείωσης της επιβάρυνσης τόσο στο ανθρωπογενές όσο και στο φυσικό περιβάλλον, η απολιγνιτοποίηση δεν επιφέρει άμεσες θετικές επιπτώσεις, οπουδήποτε και αν έχει εφαρμοστεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Συνοδεύεται από απώλεια θέσεων εργασίας, συρρίκνωση εισοδημάτων, δημογραφική αιμορραγία και δρομολογεί συνθήκες αβεβαιότητας για τις τοπικές κοινωνίες.
Αποτελεί όμως ευνοϊκή σύμπτωση το γεγονός ότι η αναγκαιότητα μιας γενικευμένης παραγωγικής ανασυγκρότησης της Δυτικής Μακεδονίας λόγω της απολιγνιτοποίησης, συμπίπτει χρονικά με τις επαναστατικές αλλαγές που θα συντελεστούν τη δεκαετία 2020-2030 σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Θα αλλάξουν ριζικά οι ενεργειακές τεχνολογίες, τα συστήματα μεταφορών και τηλεπικοινωνιών, ο πρωτογενής τομέας και η μεταποίηση, η παροχή υπηρεσιών κάθε είδους. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται το κρίσιμο σημείο επιτυχίας του εγχειρήματος που σχετίζεται με τη μετάβαση της περιοχής μας σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, σε συνδυασμό με τη διαθεσιμότητα σημαντικότατων οικονομικών πόρων μέσα από τον ευρωπαϊκό Μηχανισμό Δίκαιης Μετάβασης. Αυτό είναι το στοίχημα που πρέπει πάση θυσία να κερδίσει η Δυτική Μακεδονία.
Θεωρείται δίκαιη αυτή τη μετάβαση;
Ιστορικά, η μετάβαση από την Εποχή του Λίθου σ’ αυτήν του Χαλκού, η πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση που άλλαξε ριζικά τον κόσμο και γενικά όλες οι τεχνολογικές επαναστάσεις, είχαν μεσοπρόθεσμα χαμένους και κερδισμένους. Η ενεργειακή μετάβαση που βιώνουμε αλλάζει άρδην νοοτροπίες, αντιλήψεις και πρακτικές. Δεν μπορεί εξ ορισμού να είναι «δίκαιη».
Σε κάθε περίπτωση, ο όρος «δίκαιη μετάβαση» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1980 προκειμένου να περιγράψουν τα συνδικάτα στοχευμένα προγράμματα υποστήριξης όσων έχαναν τη δουλειά τους. Στη συνέχεια, αναγνωρίστηκε ως όρος στη Συμφωνία του Παρισιού και κωδικοποιεί τρεις βασικές πτυχές που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τους εργαζόμενους και τις τοπικές κοινωνίες που θα εισέλθουν σε διαδικασίες απολιγνιτοποίησης: ισορροπημένη κατανομή τόσο του κόστους όσο και του οφέλους από τη διαδικασία μετάβασης, συμμετοχική διαδικασία που εμπλέκει όλους τους ενδιαφερόμενους στη λήψη αποφάσεων και τέλος, προσαρμογή του μοντέλου μετάβασης στις ιδιαιτερότητες των επί μέρους περιοχών.
Στη σύγχρονη εποχή, η μεγαλύτερη σε έκταση μετάβαση αφορούσε την μετάβαση από την οικονομία του αλόγου σε αυτή του αυτοκινήτου, η οποία βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη σε πολλές χώρες του πλανήτη. Σε αντίθεση με σήμερα, όπου η Ενεργειακή Μετάβαση καθορίζεται από δεσμευτικά χρονοδιαγράμματα, κανονισμούς, ρήτρες, penalties, ευρωπαϊκές οδηγίες και διεθνείς συμφωνίες, η μετάβαση από το άλογο στο αυτοκίνητο έγινε σε συνθήκες πλήρους απορρύθμισης. Η κρίσιμη διαφορά μεταξύ «αποαλογοποίησης» και «απολιγνιτοποίησης» είναι προφανής. Το άλογο υποκαταστάθηκε από το αυτοκίνητο σχεδόν ομαλά και η μετάβαση επιταχυνόταν με τον ίδιο ρυθμό που εξελισσόταν η τεχνολογική πρόοδος και η εμπορική ωριμότητα του αυτοκινήτου. Πρακτικά, πρώτα δημιουργούνταν νέες θέσεις εργασίας στην αυτοκινητοβιομηχανία και στη συνέχεια χανόταν θέσεις στη βιομηχανία του αλόγου. Αυτό σημαίνει Δίκαιη Μετάβαση! Σήμερα, στη Δυτική Μακεδονία, προσπαθούμε να καταφέρουμε το εντελώς αντίθετο.
Τι θα έπρεπε να γίνει κατά τη γνώμη σας ώστε να υπάρξει τελικά δίκαιη μετάβαση;
Η προοπτική μίας καθολικής απολιγνιτοποίησης σε εθνικό επίπεδο με χρονικό ορίζοντα το 2028, αποτελεί έναν πραγματικά φιλόδοξο στόχο για το σύνολο της χώρας αλλά ταυτόχρονα, μια επιλογή υψηλού ρίσκου για τη Δυτική Μακεδονία. Για παράδειγμα, με την ανακοίνωση της πλήρους απολιγνιτοποίησης, η κυβέρνηση προχώρησε άμεσα σε μελέτη επάρκειας ισχύος για την ασφάλεια τροφοδοσίας της χώρας με ηλεκτρική ενέργεια, με δεδομένη τη σταδιακή απόσυρση όλων των λιγνιτικών μονάδων. Σωστά και ορθά έπραξε. Θα περιμέναμε όμως κάτι ανάλογο και για τη Δυτική Μακεδονία. Μία τεκμηρίωση από κυβερνητικής πλευράς η οποία θα αποτυπώνει με αποδεκτό τρόπο ότι η διαδικασία απολιγνιτοποίησης για την περιοχή μας είναι χρονικά εφικτή, τεχνολογικά ρεαλιστική, διαχειριστικά θωρακισμένη και χρηματοδοτικά διασφαλισμένη. Να μη ξεχνάμε ότι η μετάβαση της Δυτικής Μακεδονίας σε συνθήκες μηδενικής λιγνιτικής εξάρτησης, υπαγορεύει την αναγκαιότητα μιας γενικευμένης ανασυγκρότησης σε τοπικό επίπεδο. Σχετίζεται με την υιοθέτηση νέων και αναδυόμενων τεχνολογιών στους τομείς της ενέργειας, των μεταφορών, του πρωτογενούς τομέα, της μεταποίησης, της επιχειρηματικότητας με όρους Κυκλικής Οικονομίας και της ανάπτυξης νέων δεξιοτήτων. Όλα αυτά πρέπει να βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη μέσα στα επόμενα επτά χρόνια και μάλιστα, στη Δυτική Μακεδονία, μία περιφέρεια με το χαμηλότερο δείκτη καινοτομίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Με απλά λόγια, όσο επικίνδυνο είναι να οδηγηθεί κάποιος στο χειρουργικό τραπέζι χωρίς να του έχει γίνει ο στοιχειώδης προ-εγχειρητικός έλεγχος, αλλά τόσο επικίνδυνο είναι να οδηγηθεί άμεσα η Δυτική Μακεδονία στη μεταλιγνιτική εποχή, χωρίς να έχει αποτυπωθεί η «φέρουσα» ικανότητά της να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις διαδικασίες. Δυστυχώς, ο κίνδυνος μετάβασης (transition risk) σε επίπεδο Δυτικής Μακεδονίας είναι πολύπλευρος, πολυδιάστατος και πρακτικά αχαρτογράφητος.
Οι εργαζόμενοι και οι φορείς της περιοχής συνειδητοποίησαν το μέγεθος του προβλήματος που θα προκύψει και αν ναι πως αντέδρασαν;
Oι επιπτώσεις της απολιγνιτοποίησης σε επίπεδο Δυτικής Μακεδονίας έχουν ήδη εκτιμηθεί από το 2012 με πρωτοβουλία του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΤΕΕ) του τμήματος Δυτικής Μακεδονίας. Βεβαίως, τότε μιλάγαμε για μια σταδιακή και ομαλή μετάβαση σε καθεστώς χαμηλής λιγνιτικής εξάρτησης και με την προοπτική μιας πλήρους απολιγνιτοποίησης για μετά το 2040. Στην κατεύθυνση αυτή επικαιροποιήθηκαν τα δεδομένα, λαμβάνοντας υπόψη τα νέα, πιεστικά χρονοδιαγράμματα. Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, με μηδενική παραγωγή λιγνίτη το 2028 και με έτος αναφοράς το 2013, οι ελάχιστες επιπτώσεις της απολιγνιτοποίησης για τη Δυτική Μακεδονία θα είναι πραγματικά δραματικές:
• Συρρίκνωση του περιφερειακού ΑΕΠ κατά 26% και μια ετήσια απώλεια εισοδημάτων ύψους 1.2 δισ. ευρώ.
• Απώλεια 21.000 άμεσων, έμμεσων και επαγόμενων θέσεων εργασίας και μείωση της απασχόλησης σε ποσοστό 24%.
• Συνολική απώλεια εισοδήματος για την περίοδο (2013-2028) ύψους 9 δισ. ευρώ.
Πρέπει όμως να γίνει κατανοητό ότι οι προαναφερόμενες επιπτώσεις αφορούν στο σενάριο της μηδενικής αντίδρασης αλλά και της μη απώλειας οικονομικά ενεργού πληθυσμού λόγω μετανάστευσης. Στο σενάριο δηλαδή όπου η επιταχυνόμενη μείωση της λιγνιτικής παραγωγής και η απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων με καταληκτική χρονολογία το 2028, δεν θα συνοδεύεται από μέτρα και παρεμβάσεις ανάσχεσης των επιπτώσεων. Από την άλλη πλευρά, καταδεικνύουν το ύψος και το μέγεθος των αναγκαίων παρεμβάσεων οι οποίες δεν μπορούν να είναι διορθωτικού χαρακτήρα, αλλά απαιτούν πολιτικές πολύ-επίπεδης παραγωγικής ανασυγκρότησης, με αφετηρία τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της ευρύτερης περιοχής. Όλα τα παραπάνω έχουν παρουσιασθεί στο Περιφερειακό Συμβούλιο και έχουν γνωστοποιηθεί στους εμπλεκόμενους φορείς της Δυτικής Μακεδονίας.
Όσον αφορά στην αντίδρασή τους και όπως συμβαίνει και με την απώλεια προσφιλών προσώπων, η τοπική κοινωνία βρίσκεται ακόμη στο στάδιο του «βωβού θυμού» και της άρνησης αποδοχής της νέας κατάστασης. Λογικό, αναμενόμενο και απαραίτητο. Πρέπει όμως να το ξεπεράσουμε σύντομα, πριν μας βυθίσει σε συλλογική απραξία. Ο χρόνος δεν είναι σύμμαχός μας…
karlopoulos.jpg
Ο Ευάγγελος Καρλόπουλος είναι χημικός μηχανικός με μεταπτυχιακό δίπλωμα στο ΕΜΠ και ειδικός επιστήμονας στο Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης/Ινστιτούτο Χημικών Διεργασιών και Ενεργειακών Πόρων (ΕΚΕΤΑ/ΙΔΕΠ). Είναι μέλος του Περιφερειακού Συμβουλίου Έρευνας και Καινοτομίας (ΠΣΕΚ) της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και επιμελητής της ομάδας εργασίας «Μεταβατικού Σταδίου 2020-2022».
Δημοσιεύθηκε στη “ΜτΚ” στις 6 Σεπτεμβρίου 2020