Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011
H αιωνόβια υποκρισία
της Όλγας Ντέλλα
Οι λίγοι αποφασίζουν ενιαυσίως για τους πολλούς. Όλοι, ελαφρά τη καρδία, κατ’ ουσίαν όμως ανυπεράσπιστοι απέναντι στο σύστημα, τους ανεχόμαστε. Ούτε λόγος για αντίδραση. Ούτε λόγος για ανατροπή του κατεστημένου των καταλήψεων. Εδώ δεν μπαίνει στον κόπο αιώνες τώρα ο κάθε Υπουργός και η κυβέρνησή του -ποιος θα αναλάβει άλλωστε το τίμημα της άρσης του ασύλου, ποιος θα παραδεχτεί δημόσια το άλλοθί του; Ουδείς. Σε κάποια κράτη ο αγώνας είναι να μείνουν τα σχολεία ανοιχτά. Μες στην ανέχεια, δίχως βιβλία, δίχως καιρικές ή πραγματικές συνθήκες, με θρανίο το τίποτα. Στην Ελλάδα ο «αγώνας» είναι να μείνουν κλειστά. Γνωρίζουν άλλωστε όλοι ότι τα βλαστάρια των εκάστοτε Υπουργών, όπως άλλωστε και οι κανακάρηδες της πολιτικής οικογενειοκρατίας, από την κερκόπορτα θα φυγαδευτούν στα κάλλιστα πανεπιστήμια του εξωτερικού -έχουν δεν έχουν τα προσόντα, για να επιστρέψουν έπειτα με τους χαρτοφύλακες εμβριθείς με τα φώτα της Δύσης, όπως και με τα σκοτάδια της, φώτα που ο μέσος όρος των υπόλοιπων παιδιών, ούτε στο όνειρό του δεν θα μπορέσει να αντικρίσει. Ούτε καν η ευκαιρία δεν θα του δοθεί. Γνωρίζουν επιπλέον όλοι πως από τη φυγάδευση αυτή δεν απουσιάζουν τα βλαστάρια εκείνων που υποθάλπουν και εγκολπώνονται και υποκινούν τις καταλήψεις τούτες, των προς το κόκκινο προσκείμενων θιασωτών, μαζί με εκείνους που ανά τέσσερα χρόνια εναλλάσσονται, ανάλογα με το αν είναι στην κυβέρνηση ο θίασός τους ή όχι. Έτσι οι καταλήψεις σαφώς και έχουν αποχρώσεις, άλλοτε κοκκινομπλέ και άλλοτε κοκκινοπράσινες. Κάποτε βέβαια φτάνει μονάχα ο χρωματισμός της εφηβικής μωρίας, για να κατισχύσει έναντι των προηγουμένων, που σε συνδυασμό με την αδράνεια ή τη δυσπραγία των ενηλίκων -συλλόγου γονέων και καθηγητών- κάνει θαύματα. Δηλ. τα σχολειά τα αλυσοδένει.
Φέτος κληθήκαμε δια πολλών εγκυκλίων, που ενέσκηψαν ως λαίλαπα στα γραφεία εκπαίδευσης, να αναπληρώσουμε πάση θυσία τις χαμένες ώρες. «Κόψτε γιορτές, κόψτε περιπάτους, συνελεύσεις μονόωρες ή τρίωρες πενταμελών και 15μελών, κόψτε τα Σάββατά σας, κοντολογίς κόψτε το κεφάλι σας οι ώρες να αναπληρωθούν. Προτείνετε τρόπους και μέτρα αντιμετώπισης, στείλτε την πρότασή σας στο επιτηρητή του Υπουργείου, βλ. περιφερειακό διευθυντή εκπαίδευσης ή απλώς διευθυντή εκπαίδευσης, και αν εκείνος το στέρξει και την υπογραφή του βάλει, τα πράγματα θα πάρουν το δρόμο τους κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Πάλι του χρόνου με καιρούς, καλά να είμαστε, και λίγο πριν ή λίγο μετά την 28η, θα συναντηθούμε ξανά για τα ίδια».
Αναρωτιέμαι, τόσος κόπος εκ του Υπουργείου και της Υπουργού, τόσες εγκύκλιοι, απανωτές να συρρέουν και να τρομοκρατούν τους ήδη τρομοκρατημένους υπαλλήλους πια του Υπουργείου και όχι δασκάλους, προκειμένου να αναπληρωθούν οι χαμένες ώρες και ούτε μία προκειμένου να μη φτάσει κανένα σχολείο σε κατάληψη. Ούτε μία που να προστατεύει ουσιαστικά το Σχολείο, τη δημοκρατία και την παιδεία. Ούτε μία δεν μπήκε στον κόπο να στείλει η Υπουργός, παρά «βγάλτε το φίδι απ’ την τρύπα» όπως ξέρατε ως τώρα και μετά συγκεντρωθείτε εξάπαντος, μαζί με τον οικείο αντιδήμαρχο -τούτο είναι το νέο ξενόφερτο φρούτο, αμερικάνικο ή όχι, μου διαφεύγει- προκειμένου ομού και ομοθυμαδόν να ρυθμίσετε τα σπασμένα. Τόση υποκρισία, αναρωτιέμαι, έως πότε. Τόση αιωνόβια υποκρισία και να καλούμαστε πάλιν και πολλάκις να την προσυπογράψουμε. Έλεος λέω και ξαναλέω. Έλεος πια.
Αναρωτιέμαι ως πότε θα ανεχόμαστε βουβοί και άπραγοι τη λογική του παραλόγου, ως πότε θα βγάζουμε εμείς οι ίδιοι τα μάτια μας, ως πότε θα ανεχόμαστε να παρεμποδίζεται ό,τι πιο φωτεινό έχει απομείνει στον τόπο. Η μοναδική μας ελπίδα. Αδρανείς, μα ειδικά σήμερα φοβισμένοι, μην μπορώντας ούτε τη γνώμη μας να εκφράσουμε. Αν τύχει και διαφωνήσεις, αν τύχει και πάς να μιλήσεις για τα αυτονόητα, αν τύχει και βάλεις όρια στη συναλλαγή με τους μαθητές, κινδυνεύεις να χαρακτηριστείς στοιχείο ταραχοποιό, που δε συμμορφώνεται με την πεπατημένη, που δε λειτουργεί παιδαγωγικά, ενώ η δική τους παιδαγωγική υπαγορεύει να μιλούν οι μαθητές άνευ ορίων ενώπιον όλων, να είμαστε εμείς αθύρματα στα χέρια τους, να μας περιπαίζουν κάποτε στηριζόμενοι στις κομματικές πλάτες των γονιών τους, τη στιγμή που όλοι γνωρίζουν ότι δεν είναι η παιδαγωγική που έχουν ανάγκη οι μαθητές μας, ούτε και η δική μας ανεκτικότητα, παρά η αγάπη με όρια, το να τους οδοδείξει κανείς το χαμένο δρόμο, ως πρόβατα άλλωστε απολωλότα όλοι μας, μπερδεμένοι και χαμένοι σε χιλιάδες ατραπούς.
Νομοταγείς λοιπόν και υποταχτείτε, γνώμη να μην εκφράσετε, παρά μόνο αν είναι να συμφωνήσετε. Ειδάλλως είστε αντιπαιδαγωγικός και δε δείχνετε την πρέπουσα υπομονή. Κοιτάχτε εμείς πώς τα καταφέραμε τόσα χρόνια και πώς τα καταφέρνουμε τώρα. Κοιτάχτε εμείς. Κοιτώ. Ανυπεράσπιστους καθηγητές, απαξιωμένους από τους ίδιους τους προϊσταμένους τους, που δεν τους λογάριασαν ποτέ στα «Νέα Σχολεία» τους τα τωρινά, μα και τα προγενέστερα. Κοιτώ.
Κοιτώ και βλέπω. Ζούμε την εποχή του ολοκληρωτισμού των προσκυνημένων. Προσκυνημένοι οι κυβερνώντες και ζήτουλες όλοι μας, ωστόσο διατηρούν αλώβητο τον άτεγκτο ολοκληρωτισμό, ίδιον άλλωστε του χαρακτήρα τους από παλιά. Ζούμε ένα φασισμό που έχει επίσης αλλότρια ερείσματα. Ζούμε την "καταστροφή" του τόπου, όπως τον τραγουδούν τα παιδιά στην Ντενεκεδούπολη. Φοβισμένοι και σκυφτοί υπάλληλοι, υπό τον τρόμο της εφεδρείας που θα τους αφήσει στον ήλιο δίχως μοίρα. Σε δέκα χρόνια, και δεν είναι νωρίς να το προβλέψει κανείς, ο τόπος θα θυμίζει χώρα ανατολικού μπλοκ, ο χρόνος θα έχει σταματήσει, ουδείς θα μπορεί να συντηρήσει ή να επιδιορθώσει τα δημόσια κτίρια, ουδείς σχεδόν θα είναι σε θέση τα δικά του. Κάποιοι θα πλουτίσουν πολύ και θα’ναι λίγοι, οι περισσότεροι θα είναι υπό τη στάθμη του μηδενός. Πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα, το κινητό στο χέρι ή το σερφάρισμα στο Δίκτυο, αναρωτιέμαι με πόση ευκολία θα θεωρούνται και τότε προσβάσιμα. Η δυσπραγία θα κορυφωθεί. Πολλοί θα μείνουν ανέστιοι. Όλοι θα απομείνουμε σκυμμένοι. Δεν ελπίζω τίποτα πια.
Λυπάμαι τα παιδιά. Μαζί με αυτά λυπάμαι κι εμάς. Έρμαια των πολιτικών προσώπων που χρηματίζουν διευθυντές, που θα κληθούν να αξιολογήσουν τη νομοταγή συμπεριφορά μας, το αν χτυπάμε κάρτα 8 με 2.15, κάνοντας πως δε βλέπουν και πως δεν ξέρουν ότι οι δάσκαλοι τη δουλειά τους την κουβαλάν στα σπίτια τους κάθε μέρα, πως θα σκύψουν, αν όχι όλοι, πάντως αυτοί που στεριώνουν και στυλώνουν ως σήμερα τα σχολειά μας, ώρες, για να βρουν, να αναζητήσουν, να διοργανώσουν τα μάθημα, πως θα στηθούν την επαύριο μπροστά στον ανεξέλεγκτο παράγοντα που καλείται παιδί και η ψυχή του, μπροστά στα 25 ή 27 παιδιά και τις ψυχές τους, πως το πιο αναμενόμενο είναι να καταρρεύσει όλη η προσπάθεια της προηγούμενης μέρας, πως θα χρειαστεί αυτός ο δάσκαλος να "αδειάσει" ή δοχείο να γίνει να μεταδώσει, να αυτοσχεδιάσει, να το στήσει το μάθημα ξανά, άλλοτε νηφάλιος και άλλοτε ως θηριοδαμαστής, πως θα παραδεχτεί την ήττα του αν δεν το καταφέρει, πως θα φύγει κάπως πετώντας αν νιώσει πως έδωσε μια στάλα κάτι, πως θα φύγει παραπατώντας, αν συναντήσει την εφηβική σκληρότητα και την εκκολαπτόμενη αδιαφορία, που πάντα βρίσκει έδαφος πρόσφορο στους λειμώνες της καλοπέρασης και του βολέματος να ευδοκιμήσει. Πως θα σταθεί 21 ώρες, κάθε ώρα, απέναντι σε 25 ζευγάρια μάτια. Για να κριθεί και να "αλλοιωθεί". Ή να καταρρεύσει.
Μας λυπάμαι πια. Τους σκυμμένους υπαλλήλους στους οποίους προσβλέπει η κυβέρνηση του τώρα και η όποια επακολουθήσει. Υπαλλήλους υπό το κράτος του φόβου των εγκυκλίων που έπονται, των μισθών που πετσοκόβουν, της απαξίωσης του κλάδου, της γενικότερης ανέχειας που ενέσκηψε στον τόπο. Θυμάμαι πριν μέρες τη γενική απεργία την οποία αγκαλιάσαμε σχεδόν όλοι. Θυμάμαι το πρόσταγμα, μετά τις ομιλίες στην κεντρική πλατεία, για πορεία διαμαρτυρίας μέσα από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης. Δεν ήταν πορεία. Η περιφορά του Επιταφίου ήταν. Όχι μόνο γιατί η διαδρομή ήταν ακριβώς η ίδια. Όχι μόνο γιατί μια βαθιά συγκίνηση μού είχε ενσκήψει, όπως και της Μεγάλης Παρασκευής, για το κρουστό βήμα που δίνει μες απ’ τη Φιλαρμονική ένα μικρούλι κεφαλάκι που με σοβαρότητα μού γνέφει. Κυρίως για τη βαθιά θλίψη και τη συνειδητή αίσθηση ότι περιφέρουμε το κιβούρι της παιδείας. Εδώ και χρόνια όμως. Εδώ και χρόνια έπρεπε να κατέβουμε στους δρόμους οι δάσκαλοι, όχι για την τσέπη μας, αλλά για την ποιότητα της παιδείας και για τη μεγάλη κοροϊδία που υφιστάμεθα ως δάσκαλοι και ως γονείς. Εδώ και χρόνια. Τώρα περιφέρουμε μονάχα ένα κιβούρι. Και νεκραναστάσεις συνέβησαν άπαξ και δια παντός. Δεύτερη δεν υπάρχει. Έστω κι αν διακαώς το ελπίζουμε.
Σκέφτομαι τη μεγάλη υποκρισία που διακατέχει όσους διαφεντεύουν τις τύχες δασκάλων και μαθητών, όσους ευαγγελίστηκαν το «Νέο Σχολείο», μην τύχει και δεν εναρμονιστούν με τις προηγούμενες εξαγγελίες των αλλοτινών Υπουργών Παιδείας. Όλοι τους άσχετοι. Άσχετοι με τα σχολειά, άσχετοι με τους μαθητές, άσχετοι με τις συνθήκες διδασκαλίες, με τις βαθύτερες ανάγκες και τις ελπίδες. Άσχετοι εντελώς. Ουδείς χρημάτισε δάσκαλος εν ενεργεία, πλην του Ευθυμίου. Ουδείς γνωρίζει. Όλοι εξαγγέλλουν και ευαγγελίζονται την κομματική ανοησία, τα ξενόφερτα κακέκτυπα προγράμματα, που απευθύνονται σε άλλες κοινωνίες και σε άλλες παραδόσεις. Του κακού πρότυπα και ούτε ένα του καλού. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι ποτέ τους δεν κατάφεραν να μιμηθούν κάτι καλό. Κλέβουν τα χείριστα ή τα παρωθημένα, τα κάνουν ένα λίφτινγκ και τα πλασάρουν στην ελλαδική πραγματικότητα με την οίηση της παγκόσμιας πρωτοτυπίας. Και κάνουν και τον έξυπνο κιόλας. Αυτό που το πας;
Ευαγγελίστηκε η κυρία Υπουργός την εισαγωγή της φιλαναγνωσίας από το Νηπιαγωγείο κιόλας. Την άκουσα με τ’ αυτάκια μου στα Πρέσπεια τα περσινά. Την ευαγγελίστηκε με ζέση και με σθένος. Με αλαζονεία. Τι λέτε, καλή μου! Σοβαρά; Ίσως δε γνώριζε κι ούτε γνωρίζει, η καημένη τουλάχιστον, ότι οι Έλληνες νηπιαγωγοί εδώ και χρόνια προωθούν τη φιλαναγνωσία στα ταλαίπωρα και υποβαθμισμένα μες στις υπόλοιπες εκπαιδευτικές βαθμίδες νηπιαγωγεία της χώρας, υπακούοντας στο ένστικτο και την αγάπη που τους ανοίγει δρόμους, ακόμα και όταν δεν υπάρχουν. Τα νήπια πάμπολλες φορές δανείστηκαν και δανείζονται βιβλία στα σπίτια τους, μάλιστα κάθε βδομάδα και ένα, και κανένας νηπιαγωγός δεν περίμενε αυτή την περιβόητη εξαγγελία του Νέου σχολείου για να το κάνει.
Τουναντίον οφείλει κανείς να καταγγείλει το Υπουργείο Παιδείας για ακράτεια υποκρισίας και πολύ θα το χαιρόμουν αν όλοι οι υπεύθυνοι των Σχολικών Βιβλιοθηκών προσφεύγαμε σε ένα ευρωπαϊκό δικαστήριο προκειμένου να μας λύσει την εξής απορία, πώς γίνεται βιβλιοθήκες που χρηματοδοτήθηκαν εξ ολοκλήρου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, να κλείνουν ελαφρά τη καρδία και μάλιστα εν σιγή ιχθύος. Όχι, δεν έκλεισαν τις Σχολικές Βιβλιοθήκες της χώρας. Τις αμπάρωσαν. Εύκολα λοιπόν απομένουν τα σχολειά έρμαια και όλοι μας υποχείριά τους. Αν τυχόν, λοιπόν, πήρατε, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Υπουργού Παιδείας, project και χρειαστείτε βιβλιογραφία, αν τυχόν είστε δάσκαλος και σας καλεί η υπηρεσία να ανασκουμπωθείτε χάριν της φιλαναγνωσίας ή του έτους Παπαδιαμάντη ή Ελύτη, μην παραλείψετε να επισκεφτείτε την όποια δανειστική βιβλιοθήκη του τόπου σας, μια που οι Σχολικές έχουν ρημάξει, και αν υπάρξει συνωστισμός, κάντε τα παράπονά σας στη διεύθυνση δηλ. στην Υπουργό, με το ίδιο ακριβώς έγγραφο, με το οποίο σας καλεί στις ποικίλες δράσεις υπό το σύνθημα «Πρώτα ο μαθητής». Εδώ γελάμε, για να μην κλάψουμε. Για του λόγου το ασφαλές, μια διαδικτυακή περιήγηση στις στοχοθεσίες του οικείου Υπουργείου δεν βλάπτει. Ίσα-ίσα αποτελεί και το εφαλτήριο έμπνευσης του παρόντος κειμένου. Η αγανάκτηση και η οργή ενώπιον της αιωνόβιας υποκρισίας. Νισάφι πια.
Σε μια πόλη 45.000 κατοίκων, όπως η Πτολεμαϊδα, με έξι Σχολικές Βιβλιοθήκες να αραχνιάζουν, απομένει η Δημοτική Βιβλιοθήκη να καλύψει τις εκπαιδευτικές και μαθησιακές ανάγκες μαθητών και διδασκόντων. Μια Δημοτική βιβλιοθήκη που παραμένει κλειστή το απόγευμα τις τέσσερεις από τις πέντε μέρες λειτουργίας της και αναρωτιέμαι πώς περιμένει κανείς να λειτουργήσει και με ποιους, όταν τα πρωινά όλοι οι μαθητές και οι δάσκαλοί τους είναι στα σχολεία τους και οι εργαζόμενοι στις δουλειές τους. Αναρωτιέμαι, όσο μένει κλειστή, σε ποιους απευθύνεται, αφού δεν είναι σε θέση να λειτουργήσει ως δανειστική ή ακόμα και ως αναγνωστήριο. Τα ερωτήματα υποβάλλονται αναπάντητα. Έτσι ως ρητορικά. Εκτός και αν κάποιος των υπευθύνων δράσει πάραυτα.
Μια Δημοτική βιβλιοθήκη, που σαφώς και δεν είναι σε θέση να έχει τα ειδικά εγχειρίδια με τα οποία εξοπλίστηκαν οι παραπάνω Σχολικές βιβλιοθήκες, ειδικά των Επαγγελματικών Λυκείων, εγχειρίδια που είναι απολύτως απαραίτητα, όχι μόνο για τη σύνταξη των εργασιών των μαθητών, αλλά πολύ περισσότερο για το καθημερινό φυλλομέτρημά τους, την απαραίτητη και μέσω εικόνων εξοικείωση με την ειδικότητα και την τέχνη. Και μην πει κανείς ότι αστείο να μιλάς για τα ΕΠΑΛ, γιατί είναι καμένο χαρτί τα παιδιά εκεί και όλα τα γνωστά. Μύθος όλα τα γνωστά. Μύθος που βολεύει. Παντού υπάρχουν μαθητές που έχουν τη φλόγα και τη λαχτάρα μες στα μάτια τους και μαθητές αδιάφοροι. Οφείλουμε να διατηρήσουμε τη φλόγα αυτή και πυρκαγιά να την κάνουμε. Οφείλουμε να την ανάψουμε με όλες μας τις δυνάμεις, όπου δεν υπάρχει. Το οφείλουμε ως δάσκαλοι και ως άνθρωποι. Όπως ο οδοκαθαριστής οφείλει να σκύψει και να μαζέψει τα σκουπίδια του δρόμου χάριν της ομορφιάς. Έτσι και εμείς οφείλουμε εκεί που είμαστε τα σκουπίδια να μαζέψουμε από τους δρόμους της ψυχής μας και της ψυχής των μαθητών μας. Χάριν της ομορφιάς. Τα ΕΠΑΛ δεν είναι σχολεία ενός κατώτερου εκπαιδευτικού συστήματος. Ίσα-ίσα, παιδιά δοκιμασμένα στον βίο από νωρίς και όχι αραχτά στην καλοπέρασή τους, πάμπολλες φορές δείχνουν με τη στάση τους και τη φιλομάθειά τους το δρόμο και κυρίως υπάρχουν και λειτουργούν ως ελπίδα. Τα παιδιά τούτα πάμπολλες φορές σε υποχρεώνουν να σκύψεις. Για να κάνεις την αυτοκριτική σου και τον αυτοέλεγχό σου. Να ορμήξεις ξανά.
«Αυτά που ξέρατε, ξεχάστε τα» ακούω τον τοποτηρητή του Υπουργείου να μου λέει άτεγκτος και κουκουλωμένος μες στην υποταγή που του υπαγορεύει η θέση του. Αλήθεια, λέω, τι ακριβώς πρέπει να ξεχάσει κανείς; Τα προγράμματα φιλαναγνωσίας που διοργάνωσαν τόσους χρόνους απλοί δάσκαλοι σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης κυριολεκτικά αυτοδίδακτοι, αφού πρώτα ενδύθηκαν κατάσαρκα το μεράκι της ψυχής τους, τις σκυταλοδρομίες ανάγνωσης, τις επισκέψεις των συγγραφέων στα σχολεία, που σαφώς και δεν ξεκίνησαν από την εναρκτήρια στιγμή του ΕΚΕΒΙ, τις αυτοσχέδιες σχολικές βιβλιοθήκες, τους δανεισμούς στο πόδι του διαλείμματος; Τι απ' όλα; Και αν εγώ οφείλω να ξεχάσω ό,τι πιο ελπιδοφόρο υπάρχει ακόμα στα σχολεία, εσείς γιατί δε λέτε να συμμορφωθείτε επιτέλους με τη νέα κατάσταση, εσείς γιατί εξαιρείστε από τις αποσπάσεις των οικείων στα γραφεία σας; Ένας δάσκαλος αποσπασμένος σε μια σχολική βιβλιοθήκη αντιστοιχεί σε 300 παιδιά μπροστά σε ένα ανοιχτό παράθυρο. Αυτό μου ζητούν να ξεχάσω και να το αποσιωπήσω. Αυτό ήταν το περιττό. Και περιττοί δεν είναι οι τόσοι ακόμα και τώρα αποσπασμένοι στα δικά τους γραφεία, που τους έβλεπα 1 ώρα να πάνε και να έρχονται με μια κούπα στα χέρια, να ακούω μες στους διαδρόμους «κ.Διευθυντά» από εδώ και «κ.Διευθυντά» από εκεί, και από κάθε γραφείο να ξεφυτρώνει κι ένας διευθυντής και οι παρατρεχάμενοί του. Αυτοί φυσικά εξαιρούνται. Αυτοί δεν είναι περιττοί. Αυτοί χρειάζονται. Οι βιβλιοθήκες όμως ας κλείσουν. Κατά βάθος γνωρίζει το σύστημα ότι όλο και κάποιος φιλότιμος δάσκαλος θα βρεθεί, τα τεφτέρια του ν’ ανοίξει και στα διαλείμματα ή τα κενά του βιβλία να δανείσει στα παιδιά. Κατά βάθος το ζήτημα δεν τους απασχολεί. Το ζήτημα δεν τους ενδιαφέρει.
Κατά βάθος γνωρίζουν ότι το να ανοίξει μη γνώστης τη Σχολική Βιβλιοθήκη είναι κατ’ ουσίαν αδύνατο. Καθώς, όταν ήταν να αναθέσουν την προϊσταμένη αρχή σε κάθε έναν από όσους ενδιαφέρθηκαν, τότε και κατά τη διάρκεια της συνέντευξης στην οποία ο καθείς εκλήθη, αφού από τα προσόντα μας μοριοδοτηθήκαμε και αφού αυτά λήφθηκαν σοβαρά υπόψη, μας έκαναν φύλλο και φτερό, πτυχία και μεταπτυχία απαίτησαν, γλώσσες κατά προτίμηση δυο, και οπωσδήποτε τον υπολογιστή να τον παίζουμε στα δάχτυλα, συγγραφικό έργο και επιπλέον επιμόρφωση σε σύστημα βιβλιοθηκονομίας. Αυτά που τότε απαίτησαν, τώρα, να της υποκρισίας το ευαγγέλιο, τα αχρηστεύουν. Όποιος δε συμπληρώνει ώρες, αυτός ενδέχεται να ανοίγει τις σχολικές βιβλιοθήκες. Αφενός αναρωτιέμαι, για να κάνει τι; Αφού δεν είναι δυνατό να δανείσει ούτε και τίτλους να αναζητήσει, εφόσον δεν έχει επιμορφωθεί. Και αφετέρου, σιγά αυτοί μην αφήσουν άνθρωπο να περισσέψει, για να ανοίξει τις βιβλιοθήκες. Θα μας στραγγίξουν όλους, βιβλιοθήκες δεν ανοίγουν. Αυτά θέλω να πω. Την οργή μου για τις κλειστές πόρτες στα Σχολειά του τόπου.
Μας θέλουν αμόρφωτους. Βολεύει αυτό. Ούτε μπορείς να υπερασπιστείς τα δικαιώματά σου, ούτε αντίρρηση να φέρεις, ούτε καλά-καλά καταλαβαίνεις τι γίνεται. Δεν έχεις επίγνωση της τρομάρας που μας διακατέχει. Δεν αντιστέκεσαι, δε μιλάς. Ακολουθείς το κοπάδι. Πρόβατα μάς θέλουν, φραγμένα ή καθ’ οδόν προς το χείλος του γκρεμού. Ας πατήσει πόδι ο καθείς. Όπου είναι, ό,τι κι αν είναι, τα μάτια του ν’ ανοίξει να μορφωθεί. Με κάθε μέσο να μορφωθεί. Ή άνθρωπος να παραμείνει αν το μπορεί.
Αυτή τη στιγμή, οι δάσκαλοι δεν πολεμούμε απλώς, αγωνιζόμαστε περισσότερο απ’ όσο ποτέ, ενάντια στην ημιμάθεια, στην απελπισία, στη βαρβαρότητα που θα ακολουθήσει. Οπωσδήποτε εκ του περισσεύματος της καρδίας λαλεί ο καθείς και αν δεν έχεις, τι να δώσεις. Ορθά. Ωστόσο, όσο υπάρχουν άνθρωποι που «αφυδατώνονται» καθημερινά μες στις τάξεις, που αδειάζουν για να γεμίσουν τις ψυχές των μαθητών τους, όσο υπάρχουν άνθρωποι που σπαράζουν μπρος στις παιδικές ψυχές, υπάρχει ελπίδα. Θερμοπύλες καλούμαστε να κρατήσουμε -χωρίς μάλιστα τους 700 Θεσπιείς, μόνοι μας, ολομόναχοί μας- και ας μην το νιώσαμε ακόμα. Σαν τη βροχή είμαστε. Όπου πιάσει. Μόνο όπλο η φωνή. Όπου πιάσει. Μόνο όπλο και παραμυθία και ορμητήριο τα κείμενα των προγενέστερών μας. Όπου πιάσει κι η δική τους φωνή.
Σαν τη βροχή είμαστε. Όπου πιάσει.
28 Οκτωβρίου 2011