Ὅταν ἤμασταν δασκαλούλια ἄλλ’ φουρὰ δὲν εἰχάμι μουλίβγια, ἄλλ’ δόσ’ δὲν εἰχάμι πλάκα ἢ τιτράδιου, ἄλλου χόβ’ δὲν εἰχάμι σβυστήρ’ κι γινικῶς δὲν εἰχάμι βιβλία. Ἴφιρνι ἡ δάσκαλους τίπουτας βιβλία ἀπ’ σιαπέρα ‘ν Κουζάν’ κι τἄδινι σι πιδγιὰ ἀπ’ εἶχαν οἱ πατιράδις τα καναδγυὸ παράδις.
Οἱ θκοί μας π’ δὲν εἶχαν οὔτι τρύπχια δικάρα μὶ τὶ νὰ τἀγοραζάμι; Μνιὰ φουρὰ θυμοῦμι μἔδουσι ἕνα παρταλιασμένου βιβλίου ἡ Σταυρούδου τ’ Κέλπα κι γὼ τοὔχα σὰν χρυσό. Ἡ μάνναμ’ ὅμους μεἶπι νὰ κάνου μνιὰ δλιά. Ἰγὼ δγιαβάζουντας τοὺ βιβλίου ξιχάσκα κι δὲν πῆγα στ’ δλιά. Ἔρχιτι ἡ μάνναμ’, ἀπ’ λέτι, κι μὶ παίρ’ τοὺ βιβλίου κι μὶ τοὺ πιτάζ’ σιαπέρα. Αὐτὸ τοὺ ἔρμου, ἦταν ποὺ ἦταν παρτάλ’, γίνκι φύλλου κι φτιρὸ στοὺν ἀέρα.
Ἅμα παντρεύκα ἡ θκόζμας ἡ Πάνους πάηνι στοὺ Σπίτ’ τ΄ Πιδγιοῦ κι δανείζουνταν πιριουδικὰ κι βιβλία. Τοὺν ρουτοῦσαν ἰκεῖ τὰ κουρίτσια τὶ τὰ θέλ’ κι τς ἴλιγι «ἡ θκή μας ἡ Χρήσινα δγιαβάζ’ πολύ» κι τὰ κουρίτσια τοὺν ἔδιναν κι μὶ τἄφιρνι κι τὰ δγάβαζα ὅλα. Χόρτασα δγιάβαζμα μέχρι κι σήμιρα ἀπ’ γίνκα ἰνηνῆντα χρόνια.
ΑΛΛ’ φουρὰ πάλι πήγαμι ἰκδρουμὴ ἀπάν’ στοὺν ἉηΛιᾶ τοὺν θκό μας. Εἶχαν συννουηθῆ ὅμους κι μὶ τς δασκάλ’ ἀπ’ τοὺ Μόκρου. Ἦρθαν μὶ τὰ πουδάργια ἀπ’ τοὺ μουνουπάτ’ κι ὅλα τὰ δασκαλούλια ἀπ’ τοὺ Μόκρου στοὺν θκό μας τοὺν ἉηΛιᾶ. Ἰκεῖ οἱ δασκάλ’ ἔψσαν στ’ σούβλα δγυὸ ἀρνιά. Τοὺ ἕνα τὄφαγαν αὐτοὶ κι τἄλλου τὄκουψαν κουμματσιούλια κι τοὺ μέρασαν σὶ μᾶς τὰ πιδγιά.
ΑΛΛ΄ φουρὰ πάλι πηγάμι ἰκδρουμὴ κάτ’ στοὺ Παλιουμανάστηρου. Ἰκεῖ ἦρθαν ἰκδρουμὴ κι τὰ πιδγιὰ ἀπ’ τοὺ Ρύμνιου. Ἔπιξάμι, εἴδαμι ὄρθια τὰ ντβάργια ἀπ’ τοὺ καμένου τοὺ Παλιουμανάστηρου, εἰδάμι τοὺ τρανὸ τοὺ πλατάν’ ἀπ’ ἦταν στ’ βρύσ’, (αὐτὸ π’ τοὺ σκέπασι ἡ λυκουαμίαντους, π’ νὰ μὴ φαίνουνταν, χάλασι ὅλουν τοὺν τόπου), παρακάτ’ στοὺ βαλτουτόπ’ ἔπχιασάμι κι καβούργια. Κα’ τοὺ μισμέρ’ τσακών κι μνιὰ βρουχὴ κι ἀντὶς νὰ πααίνουμι κα’ τοὺ Μκρόβαλτου τράβιξάμι κα’ τοὺ Ρύμνιου ἀπ’ ἦταν σμότιρα. Ἰκεῖ μᾶς φίλιψαν κι μᾶς ἔδουσαν νὰ πχιοῦμι κι νιρό. Στοὺ Ρυμνιώτκου τοὺ σκουλειὸ εἶχαν ὑπάλληλου νὰ γιουμίζ’ τοὺ βαριλάκ’ μὶ νιρό, γιὰ νὰ ἔπναν’ τὰ παιδγιά, ἅμα διψοῦσαν, ἰνῶ σὶ μᾶς οἱ δασκάλ’ ἀπαγόριβαν νὰ πίνουμι νιρὸ ἀπ’ τοὺ προυΐ μέχρι νὰ παηνάμι στοὺ σπίτ’ τοὺ μισμέρ’.