Μάνα, με κακοπάντρεψες ,
και με δωσες στους κάμπους.
Εγώ το κάμα δε βαστώ,
ζεστό νερό δε πίνω.
Ήλιε΄μ γιατί μας άργησες,
να βγεις να βασιλέψεις?
Σε καταριέται η αργατιά,
από ξενοδουλεύει.
Σε καταριούνται τα παιδιά,
π’αργούν να ιδούν τις μάνες.
(ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ)
Ο Ιούλιος μήνας, καρδιά του καλοκαιριού, μήνας με μεγάλη δραστηριότητα στις αγροτικές εργασίες, μήνας του θερισμού για την περιοχή μας. Σ’ αυτόν, οι γεωργοί, στήριζαν τις ελπίδες και την απαντοχή γα την εξασφάλιση του ψωμιού, το βασικότερο για την οικογένεια, του άχυρου για τα ζώα και χερόβολου για τα μαντριά.
Ο θέρος κρατούσε όλη την ημέρα από τα χαράματα ως τη δύση του ήλιου, με το χτύπημα της καμπάνας για τον Εσπερινό. Όλη την ημέρα κάτω από τον καυτό ήλιο, το λιοπύρι. Μια δουλειά, χωρίς σταματημό. Και τα παιδιά μαζί τους, ακόμα και μικρά, που τα έβαζαν φασκιωμένα, σε κούνια φτιαγμένη πρόχειρα τον ίσκιο κάποιου δέντρου του χωραφιού.
Θυμάμαι σαν τώρα, μια χρονιά που θερίζαμε όλες οι συγγενικές οικογένειες , του πατέρα μου του μπάρμπα μου του Γιάννη του ξαδέρφου μου Θωμά (του Γραμματέα) και του μπάρμπα Βαγγέλη Παπαγιάννη (του άνδρα της θείτσα μου). Χαράματα, πριν καλά-καλά φέξει, όλες οι οικογένειες μαζί-μικροί και μεγάλοι-με τα ζώα, γαϊδούρια, άλογα και μουλάρια, με τα σύνεργα του θέρους (λελέκια, δρεπάνια, παλαμαριές, κλέτσιο), τις φτσέλιες και τις λαδίκες με το κρύο και το δροσερό νερό από την αϊπανή τη βρύση, με ένα κατοστάρι δεμένο στην αλυσίδα της λαδίκου και τα λίγα, φτωχικά φαγητά αλλά φτιαγμένα με βιολογικά προϊόντα, καβάλα στα ζώα οι μεγαλύτεροι και πίσω ακολουθώντας πεζή οι μικρότεροι, με τα λελέκια και τα δρεπάνια στα χέρια και με το τραγούδι στο στόμα, με αστεία και πολλά μασλάτια, χωρίς να το καταλάβουν, βρίσκονταν στον προορισμό.
Όταν έφτανε στο χωράφι όλο αυτό το ανθρώπινο μελισσολόι, ξεπέζευε, τακτοποιούσε στον ίσκιο κάποιου δέντρου του χωραφιού τα πράγματα και ετοιμάζονταν όλοι μικροί-μεγάλοι, για το θερισμό. Οι άντρες φορούσαν καπέλο ή μαντήλι στο κεφάλι και οι γυναίκες τη «μπαρμπούλα» (αραχνοΰφαντο γυναικείο μαντήλι), που το έδεναν «τσεμπέρι».
Ο καλύτερος θεριστής έμπαινε μπροστά και κάνοντας τον σταυρό, άνοιγε όργο (διάδρομο) και πίσω ακολουθούσαν οι άλλοι θεριστές όχι κοντά ο ένας από τον άλλον, για λόγους ασφαλείας.
Και σαν έβγαινε ο ένας όργος μετά τον άλλον από τους μεγαλύτερους και πάλι ένα «Χουτζιούμι» (μια προσπάθεια) και εμείς οι μικρότεροι (όλα τα ξαδέρφια: η αφεντιά μου, ο Λάκης, η Ζωή, η Λινάκου, ο Τάκης, οι Αντωνάδες, η Νίκη, η Στεριανή, η Γίτσα, οι μακαρίτες Μενέλαος και Παναγιώτης), μαζεύαμε τις χειρές με σειρά, που άφηναν κατά γης οι θεριστές τις βάζαμε προσεκτικά τη μία πάνω στην άλλη στο στρωμένο δεματκό, για να δεθεί από τον μπαγλαντζή σε δεμάτι.
Όλο το μυστικό ήταν στην κατασκευή των δεματκών και στο δέσιμο του μπαγλαντζή.
Τα δεματκά γινόταν από χερόβολο βρύζας ή και από σιτάρι ( αν ήταν ψηλό το καλάμι τους) και αφού πρώτα το μούσκευαν για να μην σπάσει στο δέσιμο.
Για να μην λυθεί το δεμάτι, χρειαζόταν τέχνη και στο δέσιμο με τον κλέτσιο «κλειτσινίκος» (ένα μικρό και γερό ξύλινο εργαλείο, λίγο γυριστό και με εγκοπή στην άκρη, αλλά με τέχνη φτιαγμένο), που τον είχε ο δέτης βαλμένο στο πίσω μέρος του αυχένα.
Αυτός που έδενε τα δεμάτια, λεγόταν δέτης (μπαγλαντζής). Το πρώτο δεμάτι που έδενε στο χωράφι, το έστηνε όρθιο, λέγοντας την ευχή «Άιντε, χίλια να γίνουν».
Προσωπικά, τα κατάφερνα άριστα τόσο στην κατασκευή των δεματκών όσο και στο δέσιμο των δεματιών. Αργότερα, μεγαλώνοντας, έγινα και πολύ καλός στο θέρισμα, φαρδοπατώντας και πάντα με παλαμαριά, για να πιάνω πολλά καλάμια σε κάθε χεριά.
Τα δεμάτια μαζεύονταν σε μικρές θημωνιές «τα τσιρένια», για να φορτωθούν αργότερα στα ζώα και να μεταφερθούν στο αλώνι.
Θυμάμαι εκείνη τη χρονιά που τα κουβαλούσαμε στο χωράφι μας, στα Κοκκινόγια, εκεί που σήμερα είναι η πρόβατα του ξαδέρφου μου του Λάκη Παπαγιάννη. ( Το χωράφι, για την ιστορία γράφεται, ήταν της γιαγιάς μας, της παπαδιάς Στεριανής).
Τα αλώνια, γίνονταν πάνω σε ράχη, εκεί που φυσάει αέρας, απαραίτητος για το λίχνισμα μετά το αλώνισμα των δεματιών, αφού πρώτα τα άλειφαν με κόκκινο χώμα ή τα έστρωναν με πλάκες. Αν είχαν πολλά χόρτα τα έκαιγαν και στη συνέχεια τα φουκαλνούσαν (τα σκούπιζαν) με τα φουκάλια ( μικρές σκούπες που γίνονταν από αγριόχορτα) αλλά μαστορικά φτιαγμένα.
Το αλώνισμα γινόταν με ζώα, άλογα, βόδια, μουλάρια και σπάνια με γαϊδούρια.
Τα χερόβολα από βρύζα εκτός που χρησίμευαν για να φτιάχνουν τα δεματκά, χρησιμοποιούνταν για σκέπασμα των αχυρώνων, για τα μαντριά, για πόστες με λούρα και για τις καλύβες των κτηνοτρόφων.
Επίσης οι σαμαράδες, με χερόβολα γέμιζαν το μαξιλάρι του σαμαριού των ζώων.
Συνεχιζόταν, λοιπόν , ο θερισμός και σαν έφτανε το μεσημέρι, στρώνονταν όλοι για το μεσημεριανό φαγητό ( που το’ λέγαν γιόμα) κάτω από τον ίσκιο κάποιου δέντρου του χωραφιού ( συνήθως γκορτσιά ή βελανιδιά). Οι νοικοκυρές ξεκρεμούσαν τα τρουβάδια και έβγαζαν ό,τι είχαν ετοιμάσει για φαγητό από το βράδυ, στο στρωμένο καταγής τραπέζι.
Την πρώτη θέση για δρόσισμα και ορεκτικό μαζί, την είχε το σκορδάρι (σκορδαλιά) που ήταν ένα μείγμα με πολύ λίγο κρασί, μπόλικο ξύδι και αρκετό σκόρδο, νερό, λίγο αλάτι και όλα μαζί καλά ανακατεμένα. Στη συνέχεια τα άλλα φαγητά, πίτα , πατάτες γιαχνί, κουρκούτι, φακιές και κάποιο φρούτο της εποχής. (καρπούζι, τζιρέκνα, δαμάσκηνα, πεπόνι και άλλα).
Το σκόρδο που έβαζαν στο σκορδάρι το στούμπιζαν με το στούμπο (ξύλινο μικρό εργαλείο που λειτουργούσε ως τρίφτης). Αυτό το στούμπιζαν μέσα σε γκούμπζα (ξύλινο βαθύ πιάτο για φαγητό).
Μετά το φαγητό, τα μασλάτια και τα πειράγματα, ακολουθούσε λίγη ξεκούραση, δηλαδή «μεσημέριαζαν» οι μεγαλύτεροι και εμείς οι μικρότεροι βρίσκαμε την ευκαιρία για παιχνίδι.
Όταν σηκώνονταν ακόνιζαν πάλι τα λελέκια με το ακόνι και συνέχιζαν το θέρισμα, ώστε να τελειώνει το ένα χωράφι και να πάνε στο άλλο.
Για τους θεριστές, η μόνη ξεκούραση ήταν τα τραγούδια, για να ξεχνούν την κούρασή τους και να περνάει ευχάριστα η ώρα. Τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια που ταίριαζαν με την εποχή και τη δουλειά που έκαναν, όπως:
-Μάνα μ΄ με κακοπάντρεψες και μου ‘δωσες στους κάμπους....
-Τώρα τ’ αργά τ’ αργούτσικα, το βράδυ – βράδυ....
-Λάλησε κούκε μ’ λάλησε, λάλησε πως λαλούσες ....
-Που θα μας πάς βρε Σύρο μου, Σύρο Καπετάνιε μου...
-Ήλιε μ’ γιατί μας άργησες να βγεις να βασιλέψεις ,...
(Και πολλά άλλα παραδοσιακά τραγούδια του λαού.)
Και όταν τελείωνε ο θερισμός, άρχιζε το κουβάλημα των δεματιών στ’ αλώνια. Από νύχτα σε νύχτα να κουβαλάς τα δεμάτια με τα ζώα από τη Μεγάλη Ντουβρά, (τρανή Λούτσα, Καγκέλια, Συρτό, Χούνη, τ’ Βασίλη τα χωράφια, τη Σαρρηλούτσα, τα Χαλίκια, τη Μικρή Ντουβρά), τον Αμάρμπη, τις Γελαδαρές, το Ρήγα, τη Δεμάτι, την Κλούρα, την Ποταμιά, τον Γκουρομίχο, τον Παλιοκρούσιο, τα Παλιάμπελα, την Παναγία , τη Μαυρούτσι, τον Κάμπο, το Κεφαλολίβατο, τον Τσαρτσαράκο, τον Κούφαλο, τα Βρομονέρια, την Παζαρόστρατα, την Αγία Τριάδα, τον Άγιο Νικόλα, το τρανό το Τσαΐρι, τ’ Παπά τ’ αμπέλι, τ’ Παπαγιάννη τη Ράχη, τα Λάπατα, το Σπήλιωμα, τη Μπάτη, και από τόσες άλλες τοποθεσίες του χωριού και να βλέπει κανείς μια κίνηση με γεμάτους τους δρόμους από τους ανθρώπους όλων των ηλικιών και ν’ ακούς παντού φωνές, τραγούδια και χουιάγματα, από το πρωί ως το βράδυ.
Αργότερα, όταν έγινε ο δρόμος ήρθε πρώτα η Πατώζα και μετά η Θεριζοαλωνιστική μηχανή (η κομπίνα), για να ξεκουράσει τους γεωργούς και τα ζώα και να τελειώνει πολύ γρήγορα ο θερισμός με το αλώνισμα.
Όμορφες εικόνες, ωραίοι καιροί και μεγάλη ικανοποίηση για τη σοδειά του ζευγολάτη.
Θυμάμαι, πάντα τ’ Αι-Λϊά, κουβαλούσαμε με τα ζώα τα δεμάτια στ’ αλώνια και περισσότερο σε ράχες, όπως: στη ράχη του Νεκροταφείου στον Αι-Θανάση , στο Σουλιό, στο Ριζό, στο Μπιαδάκι και αλλού. Εκεί οι μεγαλύτεροι, τα έκαναν θημωνιές, μέχρι να τελειώσει ο θερισμός και το κουβάλημα των δεματιών και μετά άρχιζε το αλώνισμα με τα ζώα (με άλογα, μουλάρια, βόδια και σπάνια με γαϊδούρια).
Ακολουθούσε το γύρισμα των λυμένων δεματιών στ’ αλώνι με τις δικούλες και τα δικράνια και μετά το λίχνισμα με το καρπολόι για να ξεχωρίσει το άχυρο από τον καρπό.
Ύστερα το κοσκίνισμα με το δερμόνι, για να ξεχωριστεί ο καρπός από τα σκύβαλα.( διάφορα παράσιτα όπως η Κόγκολη, οι Καβαλαριές και άλλα).
Μετά γινόταν το τσουβάλιασμα του καρπού με το γκαζερό (το ταγάρι) και από τ’ αλώνι ή στο αμπάρι ή κατευθείαν στο μύλο για άλεσμα, αφού πρώτα κρατούσαν μια ποσότητα για σπόρο, για την επόμενη χρονιά .
Το άχυρο που έμενε, απαραίτητο για τα ζώα το χειμώνα, το πατούσαν στα δίχτυα και το κουβαλούσαν πάλι με τα ζώα και το έβαζαν στις αχυρώνες. ( μέσα στο άχυρο έβαζαν και τα ξινόμπλα στις αρχές του Φθινοπώρου για να διατηρηθούν και μοσχομύριζαν πραγματικά).
Πολλοί συγχωριανοί, όταν χρειάζονταν περισσότερο άχυρο από αυτό που έβγαζαν πήγαιναν με τα ζώα στο Ριάχοβο ή στο Δέλνο, κουβαλούσαν τα δεμάτια από τα χωράφια στο χώρο που ήταν η Πατώζα και για πληρωμή έπαιρναν το άχυρο, που το μετέφεραν μέσα σε δίχτυα με τα ζώα στο χωριό (υπάρχει προσωπική εμπειρία).
Ο μήνας Ιούνιος, πρώτος μήνας του καλοκαιριού, ο λαός τον ονομάζει και θεριστή, γιατί στους κάμπους και στα ζεστά μέρη, αυτόν το μήνα γίνεται ο θερισμός.
Ο μήνας Ιούλιος, ονομάζεται αλλιώς και Αλωνάρης, γιατί το μήνα αυτό γίνεται το αλώνισμα στα ορεινά, που πολλές φορές συνεχίζεται μέχρι και τον Δεκαπενταύγουστο.
Ο τελειωμός του θέρου γέμιζε από χαρά και ικανοποίηση τις καρδιές των γεωργών. Γι’ αυτό, για να γιορτάσουν αυτό το γεγονός, έκαναν τον «Κριτσμά» στο τέλος κάθε εποχικής εργασίας, μία γιορτή, σωστή ιεροτελεστία, με πολλά εδέσματα, τσίπουρο και κρασί. Στήνονταν τραπέζι με γιορτινή ατμόσφαιρα και συμμετείχαν όλα τα μέλη των οικογενειών που θέριζαν μαζί.
Άλλα χρόνια, άλλοι καιροί που με νοσταλγία τα φέρνουμε οι μεγαλύτεροι στο νου μας και στις συζητήσεις. (Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι).
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΩΝΙΣΜΑ
Λελέκι, Δερμόνι, Όργος, Δρεπάνι, Κόσκινο, Χειρές, Παλαμαριά, Γκαζερό, Δεματκό, Ακόνι, Πατώζα, Δεμάτι, Κλέτσιος, Θεριζοαλωνιστική μηχανή (Κομπίνα), Δεματαριά, Δικράνι, Μπουράτο, Χερόβολο, Καρπολόγι, Δίχτυα, Άχυρο, Ζουγκράνα, Λίχνισμα, Άγανο, Γέννημα, Σκύβαλο, Κριτσμάς.
Μεταξά, 20-07-2016
(Συνταξιούχος Δάσκαλος)