ΜΙΚΡΟΒΑΛΤΟ/ΠΑΡΑΔΟΣΗ/ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΑΣ
...ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ
1. Πουλιά μου διαβατάρικα
Πουλιά μου διαβατάρικα πουλιά μ’ ξενιτεμένα
ψηλά όπου διαβαίνετε στην ξενιτιά που πάτε
Λίγο για χαμηλώσετε κι απλώστε τα φτερά σας
απλώστε τα φτερούγια σας κι πάρτε με κι μένα
Έχου πιδιά στην ξενιτιά πιδιά ξενιτεμένα
θέλου να πάου να τα δώ να πάου να τα ρουτήσου
Το πώς πιρνούν στην ξενιτιά το πως πιρνούν στα ξένα
κι πάλι πίσου φέρτι μου στουν τόπου μ’ να πιθάνου…
.
2. Κίνησαν τα καράβια
Κίνησαν τα καράβια τα Ζαγοριανά
κίνησε κι ο καλός μου να πάει στην ξενιτιά
Ούτι χαμπάρι με στέλνει ούτ’ απηλουϊά…
Με στέλνει ένα μαντήλι με δώδικα φλουριά.
Στην άκρη απ’ του μαντήλι μ’ έχει απηλουϊά…
-Θέλεις κόρη μ’ παντρέψου θέλεις καλογριά
Θέλεις τα μαύρα βάλλε κι καρτέρα μου
ιδώ στα ξένα πού ‘ρθα επανδρεύτηκα
Μαγιστρούλα πήρα και μπερδεύτηκα
μαγεύει τα καράβια κι δεν έρχουντι
Εμάγειψι κι μένα κι δεν έρχουμι…
Κινώ να ‘ρθου στο σπίτι, χιόνια κι βρουχές
γυρίζου πάλι πίσου, ήλιους ξαστιριές…
.
3. Είναι βαριά η ξενιτιά
Όλα τα δέντρα το πρωί μες στη δροσιά γιομάτα
και μένα τα ματάκια μου δάκρυα είν’ γεμισμένα
απ’ τον καημό της ξενιτιάς κι απ’ την πικρή ορφάνια
Η ξενιτιά, η φυλακή η φτώχεια κι η ορφάνια
τα τέσσερα ζυγιάστηκαν σ’ ένα βαρύ καντάρι…
Και πιο βαριά η ξενιτιά με τα πολλά φαρμάκια…
.
4. Παραπονιάρα μου καρδιά
Παραπονιάρα μου καρδιά και πικραμένα χείλη
Φο(υ)ρές με κάντε και γελώ, φουρές με κάντε κλαίου
Φο(υ)ρές με ρίχτε σ’ αρρουστιά, βαριά για να πεθάνου
Μα να πεθάνου δε μπουρώ, να ζήσου πως θα ζήσου;
Ου πόνους είν’ αγιάτρευτος και γιατρειά δεν έχει
που να τον πω τον πόνο μου, που έχω στην καρδιά μου;
Να τουν ειπώ στον άντρα μου, άντρα εγώ δεν έχου
πώς να τον πω κι στα πιδιά, είναι μακριά στα ξένα…
.
5. Θάνατος στη ξενιτιά
Παρακαλώ σε μοίρα μου, να μη με ξενιτέψεις
κι αν λάχει και ξενιτευτώ, θάνατο μη με δώσεις
Το είδαν τα ματάκια μου, τον ξένο πως τον θάβουν
χωρίς κερί θυμίαμα, χωρίς παπάς να ψάλλει.
Μακριά από την εκκλησιά, μακριά απ’ τους συγγενείς του…
επήγαν και τον θάψανε σ’ ένα παλιό μπαΐρι
…Σαράντα χρόνια ακάμουτο, ‘ξήντα απαρατμένου,
ζεύουν βουβάλια δώδεκα, ζευγάρια δεκαπέντε
Βγάζουν τ’ αλέτρια κόκαλα, και τα υνιά κεφάλια
τα δόλια τα παράβολα, βγάζουν τις κοκαλήθρες…
.
6. Του αποχωρισμού
-Μάνα μ’ τα ξένα ζήλεψα κι θέλου να παένου
βάλε μάνα μ’ και ζύμωσε, τ’ αφράτο παξιμάδι…
Με πόνο βάνει το διρμόν(ι), με δάκρυα κοσκινίζει
και με βαριά στενάγματα, βάνει και το ζυμώνει
Κι αφού το καλοζύμωσε και άναψε το φούρνο,
παρακαλούσε κι έλεγε, παρακαλάει και λέει:
-Θεέ μ’ ν’ αργήσει να γενεί, να μην καεί ο φούρνος
και να κινήσει η συντροφιά κι ο γιος μου ν’ απομείνει…
.
7. Γλυκοχαράζουν τα βουνά
Γλυκοχαράζουν τα βουνά κι οι όμορφες κοιμούνται
κοιμούνται στα τριαντάφυλλα γυρνιούνται στα λουλούδια
Και τα καημένα τα παιδιά στα ξένα τυραννιούνται
Τα τρώει η λέρα το κορμί και τα φλουριά τη μέση…
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΓΙΑ-ΜΑΣ