Τις παγωμένες ημέρες του χειμώνα γιορτάζουμε πολλές γιορτές, με κορυφαίες τα Χριστούγεννα (που είναι η γιορτή της αγάπης και της χαράς), το Νέο Έτος, τα Θεοφάνεια, τους Τρεις Ιεράρχες. Αυτή την περίοδο μας αρέσει να περνάμε παρέα με την οικογένειά μας και τους ανθρώπους της καρδιάς μας, να ανταλλάσσουμε δώρα και να εκφράζουμε τα πραγματικά μας συναισθήματα.
Είναι γιορτές που μας ηρεμούν και μας κάνουν να αισθανόμαστε τη γαλήνη μέσα μας. Τα δώρα που κάνουμε στα αγαπημένα μας πρόσωπα αυτή την περίοδο έχουν μια ιδιαίτερη σημασία, αφού κρύβουν μέσα τους την αγάπη μας προς αυτούς. Η μαγεία των εορτών επηρεάζει όλους, μικρούς και μεγάλους, βγάζοντας στο φως το καλύτερο κομμάτι του εαυτού μας.
Τις παγωμένες ημέρες του χειμώνα με τις μεγάλες εορτές, εκτός από τους αγαπημένους μας, πρέπει να σκεπτόμαστε και τους αδύναμους συνανθρώπους μας. Μια βοήθεια, έστω και μικρή, προς αυτούς, είναι από τα πιο όμορφα δώρα που μπορούμε να κάνουμε και η χαρά που θα δώσουμε και θα πάρουμε από αυτήν την πράξη θα είναι μοναδική. Η αγάπη αποτελεί την κεφαλή, τη ρίζα, την πηγή και τη μητέρα όλων των αρετών. Πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για αγάπη και να μην μπορούμε να την δώσουμε!
Η ιστορία που ακολουθεί δείχνει την αγνή και αρχοντική αγάπη ενός νέου ανθρώπου προς τον αδύναμο συνάνθρωπό του. Γεμάτος από αισθήματα ανθρωπιάς και αλληλεγγύης, βρήκε τον τρόπο να εκδηλώσει την αγάπη του προς τον πλησίον του. Οι αδιάφοροι και ασυγκίνητοι βρήκαν δικαιολογίες, για να δικαιολογήσουν την αδιαφορία τους.
Μια γιαγιά μπήκε ξυπόλυτη στο λεωφορείο και βρήκε βοήθεια από αυτόν που δεν περίμενε.
Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα… Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι, μόνη, παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι.
Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη… θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δεν σταματούν, όταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα.
Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσεξαν τη γριούλα. Μια μητέρα με δυο παιδιά βιαζόταν να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή.
Ένας παπάς είχε το νου του σε ουράνια θέματα και δεν πρόσεξε.
Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δεν φορούσε παπούτσια. Περπατούσε ξυπόλυτη στον πάγο και στο χιόνι.
Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι, σταμάτησε στη στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο.
Ένας κύριος, που κρατούσε μια σοβαρή τσάντα, περίμενε κι’ αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση. Μια κοπέλα περίμενε κι’ αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια της γριούλας, δεν μίλησε.
Ήλθε το λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθισε στο πλαϊνό κάθισμα, αμέσως πίσω από τον οδηγό.
Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς τα πίσω καθίσματα.
Ο άνδρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο κάθισμα και έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Γεροντική άνοια», σκέφτηκε.
Ο οδηγός είδε τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε: «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη φτώχεια. Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή της λεωφόρου».
‘Ένα αγοράκι έδειξε τη γριά. «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη». Η μαμά ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι.
«Μη δείχνεις τους ανθρώπους, Αντρέα!. Δεν είναι ευγενικό να δείχνεις».
«Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά», είπε μια κυρία που φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται». Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού αυτή φρόντισε τη μητέρα της.
Μια δασκάλα στη μέση του λεωφορείου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της. «Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;», είπε σε μια φίλη της που ήταν δίπλα της.
«Φταίνε οι δεξιοί», απάντησε η φίλη της. «Παίρνουν από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους».
«Όχι, φταίνε οι άλλοι», μπήκε στη συζήτηση ένας ασπρομάλλης. «Με τα προγράμματα πρόνοιας κάνουν τους πολίτες τεμπέληδες και φτωχούς».
«Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν να αποταμιεύουν», είπε ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος. «Αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα, δεν θα υπέφερε σήμερα».
Κι’ όλοι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι για την οξύνοιά τους που έβγαλε τέτοια βαθειά ανάλυση.
Αλλά ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις εξ αποστάσεως μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάρι. Περπάτησε στο διάδρομο και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε, κυρία, ν’ αγοράσεις παπούτσια». Η γριούλα τον ευχαρίστησε και εκείνος γύρισε στη θέση του ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης.
Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της. «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ ν’ απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως κάποτε έριξες το μάννα εξ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι χρειάζεται η κυρούλα αυτή για τα Χριστούγεννα.
Στην επόμενη στάση ένα παλικάρι μπήκε στο λεωφορείο.
Φορούσε ένα χοντρό μπουφάν, είχε ένα καφέ φουλάρι και ένα μάλλινο καπέλο που κάλυπτε και τα αυτιά του. Ένα καλώδιο συνέδεε το αυτί του με μια συσκευή μουσικής. Ο νέος κουνούσε το σώμα του με τη μουσική που άκουγε. Πήγε και κάθισε απέναντι από τη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα πόδια της, το κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της γιαγιάς στα δικά του. Φορούσε ακριβά ολοκαίνουργα παπούτσια. Μάζευε λεφτά αρκετό καιρό για να τα αγοράσει και να κάνει εντύπωση στην παρέα.
Το παλικάρι έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Έβγαλε τα εντυπωσιακά παπούτσια και τις κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στη γριούλα. «Γιαγιά, βλέπω ότι δεν έχεις παπούτσια. Εγώ έχω και άλλα». Προσεκτικά και απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια της και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες και ύστερα τα παπούτσια του.
Η γριούλα τον ευχαρίστησε συγκινημένη.
Τότε το λεωφορείο έκανε πάλι στάση. Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι. Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι του. «Ποιος είναι;», ρώτησε ένας. «Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος. «Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος. «Κοίτα!. Έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι», φώναξε κάποιος. «Είναι ο Χριστός», είπε η ευσεβής κυρία. Αλά το αγοράκι, που είχε δείξει με το δάχτυλο τη γιαγιά, είπε «Όχι, μαμά, τον είδα πολύ καλά. Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ…».-
Θεσσαλονίκη 8-1-2019
Κωνσταντίνος Θ. Γιαννόπουλος