Ἀνέφκαμι τς ἉγιαΒαρβάρας στοὺ χουργιὸ νὰ ἰδοῦμι τ’ Μάνναμ’ λίγου. Μᾶς φίλιψι πατάτις τηγαντζμένις, ψάργια κι στοὺ λάδ’ ἀπ’ τὰ ψάργια ἔρξι ρύζ’. Ὕστιρα μᾶς εἶπι γιὰ τοὺ χιόν’ τἉϊντρειᾶ π’ ἀντρειών’ τοὺ κρύου κι ἡ πάγους. «Χιόντσι κάμπουσου.
Τχαραὴ ἀπ’ τς ἕξ’ ἦρθι ἡ ἀμψιόζμ’ ἡ παπαΘανάϊς κι ἄνξι μὶ τοὺ λιζγκάρ’ (στοὺ Λίντιλ-Σκότ τοὺ λέει λίσγος) κουπόν. Μόρα μπουροῦσα νὰ τοὺ πιριλάβου κι μαναχιάμ’, ἀλλὰ δὲν τοὺν ἀμπότσα. Ὕστιρα ἀρχίντσαν νὰ μὶ λέν’ ἡ ἕνας κι ἡ ἄλλους νὰ μὴ βγῶ, νὰ πάρου πατηρίτσα γιὰ νὰ μὴ γλιστρίσου, νὰ μὴν κάνου, νὰ μὴ ράνου κι ὅλα αὐτάϊας.
Ο ρα παπαΝάτσιου τοὺν λιέου. Αὐτοὶ ὅλ’ οἱ ἁγίοι ἀπ’ γιουρτάζουμι σν Ἰκκλησιά μας ἅμα ἄκουγαν τοὺν ἕναν κι τοὺν ἄλλουν δὲν θἄφκιαναν καντίπουτας προυκουπὴ στ’ ζουή τς. Εἶπαν, ὅ,τ’ κι ἂν ἔχ’, ἰμεῖς τραβοῦμι μπρουστὰ κι δὲ χαμπαργιάζουμι τίπουτας κι καγκαέναν. Ἔτσιας γίνκαν κι ἁγίοι α κι μάρτυρις. Ἀλλιῶς ἅμα ἔκαναν ἕνα μπρὸς κι δγυὸ τς πίσους δὲ θἄχαμι καέναν. Τράβιξαν ὅμους μπρουστὰ σι ὅλις τς μπόρις κι ἡ Μιγαλουδύναμους τς δώρσι τοὺ στιφάν’».
Ἔτσιας ἀπ’ λέτι ἡ Μάνναμ’, στὰ 89 τς, ἔκαμι μάθημα γιὰ τοὺ χιόν’ στς νιώτηρ’ ἀποὺ θέλτσαν νὰ ‘μ ποῦν τοὺ ἕνα κι τἄλλου κι τὶ νὰ προυσέχ’ τώραϊας ἀπ’ γίνκι τρανὴ μπάμπου.
Τν εἶπα κι γὼ τὰ ἴδγια δηλαδής, ἀλλὰ μὶ παραμάζουξι, μὶ στόλτσι, κι μὶ συλλάρουσι κι μένα τοὺ ἴδγιου. Ξιαστόχσα νὰ γράψου, ὅτ’ μᾶς φίλιψι κι κουλουκθόπτα μὶ πέτουρα σὰν τσιγαρόχαρτα, τέτχοιαν π’ δὲ φκιάν’ κάνα ζαχαρουπλαστείου κι ὅλις οἱ πουλιτιζμένις π’ ἀγουράζν πέτουρα νάϋλουν ἢ σὰν τς πιργαμινὲς ἀπ’ μὶ φκιάν’ ἡ Γιώρς ἡ Καλουγιράκς ἰκεῖ σιαπέρα κα’ τὰ Καϊλιάργια.
Τὶ τοὺ θέλτς; Εἶνι προικιζμένους ἄνθρουπους. Δόξα Τουν.
Κυργιακὴ τς ἉγιαΒαρβάρας 2016 μισμιργιάτκα.
Μνήμη κι ἀποὺ μνιὰ ἄλλ’ Φουρδίτου
ἀπ’ ἔφυγι σὰν σήμιρα 2001.
Ἄει ἡ ἀγράμματους.
φωτο από το αρχείο του π. Νικηφόρου (πριν το σεισμό του '95)