Το σχολικό έτος 1952-1953 φοιτούσα στην τρίτη τάξη του δημοτικού σχολείου. Τότε είχαμε σχολείο πρωί- απόγευμα, όλες τις ημέρες της εβδομάδας, εκτός από την Κυριακή που οι δάσκαλοι μάς πήγαιναν όλους τους μαθητές «συντεταγμένα και με τη γραμμή» στην Εκκλησία. Ένα απόγευμα του Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 1953 ξεκίνησα για το σχολείο, το οποίο για τα δεδομένα του χωριού ήταν μακριά από το σπίτι μας.
Έμενα στον απάνω μαχαλά, κοντά στη ράχη, δίπλα από το σπίτι της δασκάλας Σοφίας Νατσιοπούλου. Το σχολείο, όπως αναφέρθηκε, ήταν στην άλλη άκρη του Χωριού, κοντά στο κτίριο της Αστυνομίας και πάνω από το γήπεδο και το τυροκομείο. Ο καιρός ήταν πάρα πολύ κρύος, ο αέρας φυσούσε δυνατά, λυσσομανούσε, είχε ήλιο με δόντια και η παγωνιά έκοβε την ανάσα. Τη νύχτα είχε χιονίσει, όλο το χωριό ήταν στα λευκά, το χιόνι έφθανε μέχρι το γόνατο - όπου είχε ανεμοσούρια ξεπερνούσε το μέτρο- και από τις στέγες (αστρέχες) των σπιτιών κρέμονταν καμαρωτά τα παγωμένα κρύσταλλα. Την ώρα που έβγαινα από το σπίτι, για να πάω στο σχολείο, είδα τη δασκάλα Σοφία να περνά από το δρόμο σκεπασμένη, «μπουρμπουλωμένη», και τον γείτονα και συμμαθητή μου Φώτη Νατσιόπουλο του Κωνσταντίνου (του Νατσιουγκουντή) να παίρνει ένα από του κρουστάλλια πάγου, που κρέμονταν σαν σταφύλια στη στέγη του γειτονικού μας σπιτιού του Κωνσταντίνου (μπαρμπαΚώτσιου) Παπαντωνίου, και να το καταπίνει γλείφοντας. Τον αντιλήφθηκε η δασκάλα Σοφία, αλλά δεν του είπε τίποτε. Μόλις ο συμμαθητής μας επιμελητής χτύπησε το κουδούνι του σχολείου, όλοι οι μαθητές μπήκαμε στις τάξεις μας και καθίσαμε στα θρανία μας, τα οποία ήταν τριθέσια. Κάθε θρανίο είχε ενιαία επιφάνεια για γράψιμο και κάθισμα για τρεις μαθητές ή μαθήτριες. Τις σχολικές μάλλινες τσάντες μας, τα σακούλια όπως τα λέγαμε, που κατασκεύαζαν στον αργαλειό οι μητέρες μας (δεν υπήρχαν τότε ούτε γνωρίζαμε ότι υπάρχουν δερμάτινες τσάντες), τις βάζαμε κάτω από τα θρανία, στις ειδικές θέσεις που υπήρχαν κάτω από την ενιαία επιφάνεια των θρανίων που γράφαμε. Την πρώτη ώρα είχαμε το μάθημα της γεωγραφίας με την κ. Σοφία. Μόλις μπήκε στην τάξη, που ήταν στην δεξιά αίθουσα του σχολείου προς την Αστυνομία, όλοι οι μαθητές σηκωθήκαμε από τα θρανία μας σε ένδειξη σεβασμού, όπως είχαμε μάθει και συνηθιζόταν τότε. Η κ. Σοφία μας έκανε νόημα και όλοι καθίσαμε στις θέσεις μας. Μόλις καθίσαμε, είπε να σηκωθούμε εγώ και ο Φώτης και να πάμε μπροστά στον πίνακα, που ήταν κρεμασμένος στην αρχή της αίθουσας, δίπλα από την καρέκλα της. Αμέσως σηκωθήκαμε και πήγαμε και σταθήκαμε όρθιοι μπροστά στον πίνακα. Τότε η δασκάλα κ. Σοφία, είπε στους συμμαθητές μας: Τους βλέπετε και τους δύο, ο Κώστας ερχόταν στο σχολείο κανονικά, ο Φώτης έτρωγε κρουστάλλια μέσα στο κρύο. Τα κρουστάλλια κάνουν καλό; Ρώτησε την τάξη. Όχι, απαντήσαμε με μία φωνή όλοι μαζί. Τότε η κ. Σοφία, μας είπε: Ο Φώτης δεν σκέφτηκε ότι, τρώγοντας κρουστάλλια, μπορούσε να κρυώσει, να αρρωστήσει και να τον τρέχουν οι γονείς του στο γιατρό. Πήρε την ξύλινη βέργα από κρανιά που είχε πάντα μαζί της (έτσι συνηθιζόταν τότε, οι δάσκαλοι να έχουν μία ξύλινη βέργα και να τη χρησιμοποιούν για τον ξυλοδαρμό και φρονηματισμό των μαθητών), είπε στον Φώτη να ανοίξει τις παλάμες των χεριών του και άρχισε να τον χτυπά εναλλάξ στις παλάμες του. Αφού κοκκίνισαν τα χέρια του από το ξύλο, έδωσε τη βέργα σε εμένα και σε έντονο ύφος μού είπε να συνεχίσω το χτύπημα. Θεωρώντας την προτροπή της εντολή και προκειμένου να αποφύγω κι’ εγώ τον ξυλοδαρμό με τη βέργα για ανυπακοή, άρχισα να χτυπώ τον Φώτη δυνατά στα χέρια, μέχρι που μού είπε η δασκάλα να σταματήσω. Μετά μας είπε να καθίσουμε στις θέσεις μας και στη συνέχεια μας μίλησε για τις ευεργετικές επιδράσεις του χιονιού στη ζωή μας, αλλά και τους κινδύνους που διατρέχουμε από τα χιόνια και το κρύο τον χειμώνα. Μας είπε πως πρέπει να προσέχουμε, να μη γυρίζουμε άσκοπα στα χιόνια και να μην καταπίνουμε παγωμένα κρύσταλλα, γιατί υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να αρρωστήσουμε και δεν έχουμε γιατρούς και νοσοκομεία στην περιοχή μας για να μας γιατρέψουν. Μετά το έκτακτο αυτό περιστατικό συνεχίσαμε κανονικά το μάθημα της γεωγραφίας, σαν να μην είχε συμβεί τίποτε!!!. Όλοι οι μαθητές ξεχάσαμε το συμβάν, εκτός από τον Φώτη, ο οποίος, και να ήθελε, δεν μπορούσε να το ξεχάσει για αρκετό διάστημα, γιατί του το θύμιζαν οι πόνοι στα χέρια του.
Το πιο πάνω περιστατικό το θυμήθηκα με το χιόνι που έπεσε στο Χωριό, το τσουχτερό κρύο και τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες που συνθέτουν το χειμωνιάτικο σκηνικό του καιρού. Δεν γνωρίζω, εάν ο φίλος μου ο Φώτης το θυμάται. Πάντως, ελπίζω να μη μου κρατήσει κακία για το ξύλο που άθελά μου του έριξα στα χέρια με τη βέργα της αείμνηστης δασκάλας μας.-
Κωνσταντίνος Θωμά Γιαννόπουλος