Του σήμφουνον σηνβιόσιος τ’ Αλέξ’
ΑΜΠΡΟΥΣΤΑ ἀποὺ χρόνια εἰχάμι στοὺ χουργιό μας ἀπάν στὰ Χάσια τοὺν Ἀλέξ’, ἀποὺ πῆγι σν Ἰβρώπ’ κι σν Ἀμιρικὴ κι γύρσι πουλὺ σπουδαγμένους, ἴλιγαν. Ἴφιρι ἱένα σακκὶ ἰπτυχία. Ἅμα ἦρθι, λιέει στς χουργιανοί. «Θὰ φκιάσου μνιὰ δλιά, ἀπ’ δὲν τν ἔχτι ξαναϊδῆ». - Σὰν τὶ θὰ φκιάις ἀ ρα Ἀλέξ’, τοὺν ἴλιγαν οἱ χουργιανοί. «Ἰά, θὰ δῆτι, ρὰ ἀγράμματ’ ὅλ’, τὶ δλιὲς φκιάν’ σν Ἰβρώπ’ κι σν Ἀμιρική».
Πχιάν’, ἀπ’ λέτι, ἡ Ἀλέξς κι φκιάν’ ἱένα κουπάδ’ τρανὸ ἴσια μὶ πιντακόσια κουμμάτχια. Χάρκαν ὅλ’ στοὺ χουργιὸ γιὰ τοὺ βγιό, ἀπ’ ἔφκιασι ἡ Ἀλέξς. Σὶ λίγουν κιρὸ ὅμους εἶδαν, τὶ λέτι; Εἶδαν ὅτ’ ὅλου τοὺ κουπάδ’ ἦταν σιρκό. Ὅλα ἦταν κριάργια. «Ὄϊ λουλαμάρα, εἶπαν. Ὀ ρα Ἀλέξ’, τοὺν λέν’. Τὶ εἶνι ἰτούτου ἀπ’ ἔφκιασις ἀ. Ἱένα κουπάδ’ οὕλου κριάργια, ρά». «Ἀ ρὰ χουργιαταράδις, τς ἀπάντσι. Δὲν ξέρτι καντίπουτας. Δὲν σπουδαξέτι ἰσεῖς ἀ ρἀ σν Ἰβρώπ κι οὔτι σν Ἀμιρική. Ἔτσιας εἶνι καλλίτιρα. Ὅλου τοὺ κουπάδ’ σιρκό. Ἢ ὅλου θηλκό».
Ἔφκιανι κι ξανάφκιανι τοὺ Σταυρό τ’ ἡ παπποῦς τ’ Ἀλέξ μαζὶ μὶ ὅλ’ τς παπποῦδις. Πρώτ’ φουρὰ στ’ ζουή τς εἶδαν κι τούτουϊας τοὺ μψόχαζου. Ἱένα κουπάδ’ οὕλου κριάργια. Τοὔλιγαν κι τοὺ ξανάλιγαν ἀ κι δὲν μπουροῦσαν νὰ τοὺ χουνέψν. «Κι πῶς θὰ γιννήσν, ἀ ρά, πιδίμ’, ἴλιγι ἡ παπποῦς τ’ ἡ ἔρμους». «Θὰ δῆς, παπποῦ, πῶς τὰ φκιάν’ σν’ Ἰβρώπ’ κι σν Ἀμιρικὴ κι ὄχ’ σὰν κι τισᾶς τς ἀγράμματ’. Αὐτόϊας τοὺ λέν’ ΣΗΜΦΟΥΝΟΥΝ ΣΗΜΒΙΟΣΟΙΟΣ ΚΡΗΑΡΓΙΟΝ. Ἅμ’ τὶ θάρσιτι. Οὕλου τὰ θκάσας τὰ χουργιάτκα κι τὰ παλιουχρουνίτκα. Αὐτάϊας εἶνι τὰ μπουρντέρνλα».
ΠΕΡΑΣΙ ἡ κιρός. Ἦρθι σιαπέρα ἡ Μάης κι ὅλ’ στοὺ χουργιὸ ἄρμιγαν κι πήτχιαζαν τυργιὰ κι ξυνουτύργια, ἀλλὰ ἡ ἔρμους ἡ Ἀλέξς ἵδρουνι κι ξίδρουνι, τἄβαζι κι τὰ ξανάβαζι στ’ στρούγγα, κάθουνταν κι στοὺ καρδάρ’, τσάκουνι κι ἀποὺ οὐπχάτ’ ἀπ’ τὰ κριάργια τ’, ποὺ εἶνι σὰ μαστάρ’, ἀλλὰ γάλα δὲν κατέβαζι μόρα οὔτι κόμπουν. Ὕστιρας ἦρθι κι ἡ κιρὸς ἀποὺ μαρκαλνιοῦντι τὰ κατσικουπρόβατα. Τὰ καημένα τὰ κριάργια κατουργιοῦνταν ἀράδα, ἀλλὰ δὲν ἔβρισκναν τὶ νὰ μαρκαλίσν. Ἀρίχνουνταν τοὺ ἱένα στἄλλου ἀλλὰ δὲν γένουνταν καντίπουτας.
ΙΜΕΙΣ ἰτότις ἤμασταν μκροὶ κι ἀγράμματ’, ἀλλὰ τὶ τοὺ θέλτς, ἤξιρνάμι ὅτ’ γιὰ νἄχς ἀρνιὰ κι γάλα θέλ’ νἄχς μέσα στοὺ κουπάδ’ προυβατίνις καλὲς κι 4-5 δυνατὰ κριάργια. Ἰνῶ ἡ καημένους ἡ θκόζμας ἡ Ἀλέξς εἶχι ἱένα κουπάδ’ μούγκι κριάργια. Ἁμ’ κι πῶς θὰ νἄχς ἀρνούλια κι γάλατα φουκαράμ’. Γένιτι π’ δὲ γένιτι αὐτόϊας ἀπ’ λέν’ σν Ἰβρώπ’ κι σν Ἀμιρικὴ ὅλ’ οἱ βιριάγκ’ οἱ μουρφουμέν’ κι παραμουρφουμέν’;
Σν ὑγειᾶς ἀ ρα Ἀλέξ’. Λὲς νὰ μπορέσς νὰ φκιάϊς κουπάδ’ οὕλου κριάργια ὅλ’ ‘ν Ἱλλάδα; Θὰ βγάλτς πουλλὰ ἀρνιά κι πουλὺ γάλα ρά…
Ἄει…… λέν’ στὰ Χάσια. Στοὺν ἀμήγυρου κι σν Ἰβρώπ’ κι σν Ἀμιρικὴ κι στοὺ ΣΗΜΦΟΥΝΟΥΝ ΣΗΝΒΙΟΣΗΟΣ ΚΡΗΑΡΓΗΟΝ.
ἀρ.νι.μα. Παρασκευὴ 18.12.2015
Σχόλια
Μόνο αγάπη χρειάζεται σε όλους τους διαφορετικούς και όχι διωγμός τους.
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.