Π. Αυγουστίνου Μύρου: «Η απολυτότητα της αποκεκαλυμμένης αλήθειας»
...τὰ ὁποῖα πιστεύω πὼς εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ὀρθὴ προσέγγιση τῶν πρὸς συζήτηση θεμάτων καὶ καθοριστικὰ γιὰ τὴν διαμόρφωση ὀρθοδόξων θέσεων καὶ συμπεραμάτων, τὰ ὁποῖα θὰ στοιχοῦνται στὴν μία, σταθερὴ καὶ ἀταλάντευτη γραμμὴ ὅλων τῶν ἁγίων ὅλων τῶν αἰώνων.
Τέτοια βασικὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν προσεκτικὴ μελέτη τῆς προφορικῆς, τῆς γραπτῆς καὶ τῆς βιωματικῆς λατρευτικῆς ἱερᾶς Παρδόσεως τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι ἡ ἀπολυτότητα τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας, ἡ ἀποκλειστικότητα τῆς λατρευτικῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης καὶ ἡ μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Στὸ παρὸν ἆρθον μου θὰ ἐπιχειρήσω νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὴν ἀπολυτότητα τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας.
Ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς καὶ τῆς σωτηρίας του, γιὰ τὰ ἔσχατα, ἡ ἀλήθεια γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀποτελοῦν τὸ περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, δὲν εἶναι ἀνακάλυψη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἀποκάλυψη αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἀληθείας στὸν ἄνθρωπο ἔγινε μὲ τὶς θεοφάνειες, δηλαδή μὲ τὶς ἐμφανίσεις τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο μέσα στὴν ἱστορία. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν αὐτὴν τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία καὶ ἔμαθαν τὴν ἀλήθεια εἶναι οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ Ἀπόστολοι τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ οἱ ἅγιοι ὅλων τῶν ἐποχῶν. Εἶναι πολὺ γνωστὲς οἱ θεοφάνειες ποὺ καταγράφονται στὰ βιβλία τῆς Ἅγίας Γραφῆς, ὅπως ἐκεῖνες στὸν Ἀβραὰμ, στὸν Ἰσαὰκ, στὸν Ἰακώβ, στὸν Μωϋσῆ, στοὺς μικροὺς καὶ μεγάλους προφῆτες καὶ στοὺς ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ σημαντικότερη θεοφάνεια γιὰ νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τὴν ἀλήθεια εἶναι αὐτὴ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ μαρτυρεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του: «Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς ἀνθρώποις, ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν ἐλάλησεν (ἀποκάλυψε) δι’ Υἰοῦ….[1] ). Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς φανερώθηκε στὸν κόσμο προσλαμβάνοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση, ὥστε, ἐκτὸς ἀπὸ τέλειος Θεὸς ποὺ εἶναι, νὰ γίνη καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ἔτσι ἔχουμε μία πραγματικὴ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ἀληθινὸ Θεό καὶ ἀποκάλυψη τῆς ἀληθείας στοὺς μαθητὲς καὶ ἀποστόλους τοῦ Θεανθρώπου, οἱ ὁποῖοι ἀποκτοῦν τὴν ἐμπειρία τῆς ἀποκαλύψεως καὶ μαρτυροῦν γι’ αὐτὴν σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι ἐνδεικτικὴ ἡ μαρτυρία τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ θεολόγου: « Ὅ ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς… καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν»[2]
Αὐτὴ ἡ ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια στὴ συνέχεια μεταφέρεται ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ μὲ ἕνα ἀσφαλέστατο σύστημα παραλαβῆς καὶ παραδόσεως. Πρόκειται γιὰ τὸ σύστημα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως μὲ τὴν ἀδιάκοπη ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ τὴν ἀναλλοίωτη ἀποστολικὴ διδαχή.
Μποροῦμε βοηθητικὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μία παραστατικὴ εἰκόνα, ποὺ δείχνει τὴν πορεία τῆς ἀληθείας, ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψή της μέχρι νὰ φθάση στὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἐνδιαφέρεται γι’ αὐτήν. Πρόκειται γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς πηγῆς καὶ τοῦ τρόπου μεταφορᾶς τοῦ νεροῦ στὶς βρύσες τῶν κατοικιῶν. Γιὰ νὰ μποροῦν οἱ ἄνθρωποι μιᾶς κατοικίας νὰ ἔχουν πόσιμο νερὸ στὸ σπίτι τους, χρειάζεται ἀπαραίτητα μία πραγματικὴ πηγή μὲ καθαρὸ νερό, μία κατάλληλη δεξαμενὴ γιὰ συγκέντρωση τοῦ νεροῦ καὶ ἕνα φερέγγυο δίκτυο μεταφορᾶς. Μεταφορικὰ ἡ πηγὴ εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τὸ καθαρὸ νερὸ εἶναι ἡ ἀλήθεια ποὺ ἐκεῖνος μᾶς ἀποκάλυψε, ἡ δεξαμενὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ τὸ δίκτυο μεταφορᾶς εἶναι ἡ Ἱερὰ Παράδοση.
Χαρακτηριστικὸ καὶ θαυμαστὸ σημεῖο τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως εἶναι ἡ διαχρονικὴ συμφωνία τῶν προφητῶν, τῶν ἀποστόλων καὶ ὅλων τῶν ἁγίων ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο τῆς ἀληθείας. Ἡ ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀποκαλύψεώς της μέχρι καὶ σήμερα, ἀλλὰ καὶ μέχρι τὴ συντέλεια, παραμένει γιὰ ὅλους τοὺς ἁγίους ὅλων τῶν αἰώνων ἀναλλοίωτα ἡ ἴδια[3]. Εἶναι ἡ «παρακαταθήκη», ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἡ ὁποία παραλαμβάνεται, φυλάσεται καὶ παραδίδεται ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά. Ἄν ἐπανέλθουμε στὸ παράδειγμα τῆς μεταφορᾶς τοῦ φυσικοῦ νεροῦ, τὸ νερὸ ποὺ ρέει στὶς βρύσες τῆς κατοικίας εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο, ἀνόθευτο, ὅπως ἀκριβῶς βγαίνει ἀπὸ τὴν πηγή.
Οἱ ὁπαδοὶ τῶν Θρησκειῶν ἰσχυρίζονται ὅτι γιὰ τὴν ἀλήθεια ποὺ πρεσβεύουν στηρίζονται σὲ θεοφάνειες στοὺς θεωρουμένους προφῆτές τους. Ὅμως αὐτὸς εἶναι ἕνας ἁπλὸς ἰσχυρισμὸς χωρὶς κατοχύρωση. Στὶς Θρησκεῖες δὲν ὑπάρχουν θεοφάνειες ἱστορικὰ κατοχυρωμένες καὶ οὔτε ὑποψία γιὰ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Στὶς αἱρέσεις πάλι ἀπουσιάζει τὸ ἀξιόπιστο καὶ ἀσφαλὲς σύστημα παραδόσεως τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας, τὸ σύστημα τῆς ἀδιάκοπης ἀποστολικῆς διαδοχῆς καὶ τῆς ἀναλλοίωτης ἀποστολικῆς διδαχῆς. Καὶ ἀπὸ τὶς δύο, ἀπὸ τὶς Θρησκεῖες καὶ ἀπὸ τὶς αἱρέσεις, λείπει ἡ διαχρονικὴ συμφωνία. Ἡ διδαχή τους ἐμφανίζεται νὰ ἀναπροσαρμόζεται κατὰ καιροὺς ἀνάλογα μὲ τὶς ἐπικρατοῦσες ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς ἤ καὶ μὲ παραλλαγὲς στὶς διάφορες ὁμάδες τῆς ἰδίας Θρησκείας ἤ αἱρέσεως.
Ὅσον ἀφορᾶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, οἱ κατοχυρωμένες ἱστορικὰ πραγματικὲς θεοφάνειες, τὸ δοκιμασμένο ἀσφαλὲς σύστημα παραλαβῆς καὶ παραδόσεως τῆς ἀποκεκαλυμένης ἀληθείας, καθὼς καὶ ἡ διαχρονικὴ συμφωνία τῆς διδαχῆς της, μᾶς ὁδηγοῦν νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἡ ἀλήθεια, ποὺ φυλάσσει καὶ κηρύττει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει ὡς κύριο γνώρισμά της τὴν ἀπολυτότητα. Ἡ ἀλήθεια ποὺ κατέχει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι μισή ἄλήθεια ἤ μέρος τῆς ἀλήθειας. Δὲν εἶναι σχετική, ἀνάλογη μὲ τὶς ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς, κατὰ τὴν ὁποία γίνεται γνωστὴ στοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια δὲν εἶναι ἀνολοκλήρωτη ἀλήθεια ποὺ πρόκειται προοδευτικὰ νὰ ὁλοκληρωθῆ. Εἶναι ἀλήθεια ὁλόκληρη, ἐξ ἀρχῆς ὁλοκληρωμένη, ἡ ὁποία πάντοτε καὶ ἀδιάπτωτα ἰσχύει. Εἶναι «ἡ ἅπαξ παραδοθεῖσα τοῖς ἁγίοις πίστις»[4].
Ἡ ἀπολυτότητα αὐτὴ τῆς ἀληθείας ἐκφράζεται μὲ κατηγορηματικότητα, θετικὰ καὶ ἀρνητικὰ, τόσον ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, ὅσον καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὴν ἐμπειρία τῆς ἀποκαλύψεως.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κατὰ τὴν ἀρχιεράτική του προσευχή, ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Πατέρα, δηλώνει ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός, ποὺ ἔχει καὶ προσφέρει τὴν ἀληθινὴ ζωή. «Αὔτη δὲ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν θεὸν καὶ ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν»[5].
Σύγχρονος μελετητὴς συνδέει ἄμεσα τὴν ἀπολυτότητα τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν θεϊκή του ἀγάπη. Παρατηρεῖ ὅτι «σύμφωνα μὲ τὴν Ἱερὰ Παράδοση ὁ Χριστὸς εἶναι ἀπόλυτος στοὺς λόγους του (μὲ τοὺς ὁποίους ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθεια), ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη του εἶναι ἀναλλοίωτη, συνεπὴς καὶ ἀδιαπραγμάτευτη»[6]. Εἶναι ὡσὰν νὰ λέγη ὅτι, ἐὰν δὲν ὑπάρχη ἀπολυτότητα στὶς ἀποκεκαλυμμένες ἀλήθειες ἀπὸ τὸν Χριστὸ, τότε ἀμφισβητεῖται καὶ ἡ ἀγάπη του, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ θεότητά του.
Σύμφωνα μὲ τὴν μαρτυρία τοῦ Μωϋσέως, ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μὲ τὴν πρώτη ἐντολὴ ἀποκαλύπτει ὅτι αὐτὸς καὶ μόνον αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. «Ἐγὼ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου… οὐκ ἔσονταί σου θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ»[7]. Ὁ προφητάναξ Δαυῒδ ἀπευθυνόμενος στὸν Θεὸ ὁμολογεῖ ὅτι «σὺ μόνος Ὕψιστος ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν»[8].
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι καὶ αὐτὸς κατηγορηματικὸς γιὰ τὴν ἀπολυτότητα τῆς ἀλήθειας γιὰ τὸν Θεό. «Καὶ γὰρ εἴπερ εἰσί λεγόμενοι θεοὶ εἴτε ἐν τῷ οὐρανῷ εἴτε ἐπὶ τῆς γῆς, ὥσπερ εἰσί θεοὶ πολλοὶ καὶ κύριοι πολλοί, ἀλλ’ ἡμῖν εἷς θεὸς ὁ πατήρ, ἐξ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς εἰς αὐτόν, καὶ εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, δι’ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς δι’ αὐτοῦ»[9].
Μὲ ἀπολυτότητα, ἐπίσης γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου γιὰ μία σειρὰ ἀπὸ ὄψεις τῆς αὐτῆς Πίστεως: «ἕν σῶμα καὶ ἕν Πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα· εἷς θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων καὶ διὰ πάντων καὶ ἐν πᾶσιν ἡμῖν»[10].
Ἑρμηνεύοντας τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, καταφεύγει στὴν ἀποστολικὴ ἐκκλησιολογία, γιὰ νὰ μᾶς διδάξη τὴν ἀπολυτότητα τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας· «διότι, ὅπως ἀκριβῶς, ἐὰν τύχη κάποιο χέρι νὰ ἀποσπασθῆ ἀπὸ τὸ σῶμα, τότε τὸ πνεῦμα, τὸ ὁποῖο προέρχεται ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλο, ἐπιζητώντας νὰ συνεχίση τὴν πορεία του, ἐὰν δὲν βρῆ τὸ χέρι στὴ θέση του, δὲν πηδᾶ ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα (γιὰ νὰ βρῆ τὸ ἀποκομμένο χέρι), τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ ἐδῶ, ἐὰν δὲν εἴμαστε συνδεδεμένοι μὲ τὴν ἀγάπη… Ὥστε πρέπει, ὄχι μόνον νὰ εἶναι ἑνωμένα τὰ μέλη τοῦ σώματος μεταξύ τους, ἀλλὰ καὶ νὰ διατηρῆ τὸ καθένα τὴ θέση του, διότι ἐὰν ὑπερβῆς αὐτὴ τὴ θέση δὲν εἶσαι ἑνωμένος μὲ τὸ σῶμα, οὔτε δέχεσαι τὸ Πνεῦμα»[11].
Μὲ ἁπλᾶ λόγια στὶς αἱρέσεις, ὅπου τὰ μέλη τους ἔχουν ἀποκοπῆ ἀπὸ τὸ κανονικὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, δὲν ὑπάρχει Πνεῦμα ἅγιο. Συνεπῶς δὲν ὑπάρχει σ’ αὐτὲς οὔτε αὐθεντικὴ ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια, διότι αὐτὴ μεταδίδεται μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μόνον στὰ συνδεδεμένα κανονικὰ μὲ τὸ ἀληθινὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα μέλη. Ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ταυτίζει τὴν ἀπόλυτη αὐτὴ ἀλήθεια μὲ τὴν Πίστη τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. «Καὶ μία πίστις, αὕτη τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας»[12]. Παρόμοια εἶναι καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: «Διότι ὅσοι εἶναι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ὅλοι εἶναι καὶ τῆς ἀληθείας καὶ ὅσοι δὲν ἀνήκουν στὴν ἀλήθεια δὲν ἀνήκουν οὔτε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ»[13].
Οἱ αἱρέσεις ἀπορρίπτονται καὶ καταδικάζονται ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τοὺς ἁγίους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἄν καὶ αὐτὲς ἔχουν στὴν διδασκαλία τους ἀρκετὲς ἀλήθειες καὶ πολλὰ καλὰ στοιχεῖα συμπεριφορᾶς. Ὅμως οἱ ἀλήθειες αὐτὲς καὶ τὰ καλὰ στοιχεῖα εἶναι ἀναμεμιγμένα μὲ τὸ ψέμμα καὶ τὴν πλάνη καὶ γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο ἀπορρίπτονται. Αὐτὴ ἡ μίξη θεωρεῖται ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο παραλογισμός. Ἀναφερόμενος στοὺς Σαμαρείτες παρατηρεῖ ὅτι αὐτοὶ «ἐπέμεναν νὰ λατρεύουν καὶ τοὺς δαίμονες καὶ αὐτὸν (τὸν Θεόν), ἀναμιγνύοντες ἔτσι τὰ ἄμικτα»[14].
Ἑρμηνεύοντας ὁ ἴδιος πατὴρ τὸν λόγον τοῦ ἀποστόλου Παύλου, «εἴ τις εὐαγγελίζεται ὑμῖν παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα»[15], σημειώνει ὅτι ὁ ἀπόστολος «οὐκ εἶπεν, ἐὰν ἐναντία καταγγέλλωσιν ἤ τὸ πᾶν ἀνατρέπωσιν, ἀλλὰ κἄν μικρὸν τι εὐαγγελίζωνται παρ’ ὅ παρελάβετε, κἄν τὸ τυχὸν παρακινήσωσιν, ἀνάθεμα ἔστωσαν»[16]. Καὶ ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, ἐπίσκοπος Μεδιολάνων, παρατηρεῖ ὅτι «ἀκόμη καὶ οἱ αἱρετικοὶ φαίνονται ὅτι ἔχουν τὸν Χριστό… Κανένας ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ἀρνεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Κι ὅμως καθένας ποὺ δὲν ὁμολογεῖ ὅλα ὅσα ἀνήκουν στὸν Χριστὸ, στὴν πραγματικότητα ἀρνεῖται τὸν Χριστό»[17].
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς διδάσκει ὅτι «ὅλες οἱ πίστες εἶναι ψεύτικες, κάλπικες, ὅλες τοῦ Διαβόλου. Τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινόν, θεῖον, οὐράνιον, σωστόν, τέλειον καὶ διὰ λόγου μου καὶ διὰ λόγου σας,πὼς μόνη ἡ πίστις τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν εἶναι καλὴ καὶ ἁγία, τὸ νὰ πιστεύωμεν καὶ νὰ βαπτιζώμεθα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος»[18].
Ὅλοι οἱ ἅγιοι ποὺ εἶχαν τὴν ἐμπειρία τῶν ἀποκαλύψεων πολεμοῦν ὡς πρῶτον ἐχθρό τὴν πλάνη, δηλαδὴ τὴν παραποίηση τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς Ἅγιες Γραφὲς καὶ τὰ Συναξάρια, στὰ Λειτουργικά βιβλία, ὅπου οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ ἅγιοι περιγράφονται ὡς πολέμιοι καὶ ἐκμειωταὶ τῆς πλάνης. Γιὰ ὅλους αὐτοὺς δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεός, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἀποκαλύφθηκε στοὺς προφῆτες καὶ στοὺς ἀποστόλους, οὔτε παρόμοιος μὲ αὐτόν. Αὐτὸς μόνος εἶναι ἄκτιστος, ἀδημιούργητος. Οἱ ὁποιοιδήποτε ἄλλοι ὀνομαζόμενοι θεοί εἶναι φαντάσματα τῶν ἄνθρώπων ἤ καὶ δαιμόνια, τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦν νὰ δημιουργήσουν τίποτε ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, ὅπως τὸ λέγει ὁ προφήτης Δαυῒδ, «ὅτι πάντες οἱ Θεοὶ τῶν ἐθνῶν δαιμόνια, ὁ δὲ Κύριος τοὺς οὐρανοὺς ἐποίησεν»[19]. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μαρτυρεῖ ὅτι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς εἶναι «ὁ μόνος δοτὴρ καὶ φύλαξ τῆς ἀληθινῆς θεολογίας καὶ τῶν κατ’ αὐτὴν δογμάτων καὶ ρημάτων»[20].
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της ἑνιαία καὶ μοναδική, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος· «μία γὰρ ἐστιν ἡ ἀλήθεια καὶ οὐ πολυσχεδής»[21]. Τὸ ἴδιο λέγει καὶ ὁ ἅγιος ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς· «τὸ ψεῦδος πολυσχιδές, ἑνιαῖον δἐ πρᾶγμα καὶ μοναδικὸν ἡ ἀλήθεια»[22]. Σὲ ἄλλη του δὲ συγγραφὴ ὁ ἅγιος πατὴρ ἀναφέρεται στὴν συγκεκριμένη ἀποκεκαλυμμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀλήθεια· «Διότι μία εἶναι ἡ ἀποδεδεγμένη διὰ πάντων ἀλήθεια, αὐτὴ ποὺ δόθηκε ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς ἀποστόλους καὶ ἐμεῖς τὴν εὑρίσκομε μὲ τὴν ἐπιμέλειά μας»[23]. Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια ἔχει ἀπαραίτητα ὡς βασικό της γνώρισμα τὴν ἀπολυτότητα.
Στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι ἰδεολόγημα, ἀλλὰ ταυτίζεται μὲ αὐτὸν τὸν ἀληθινὸ Θεό. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὅτι «ἐγὼ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή»[24], ἀλλὰ καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ θεολόγου ὅτι «τὸ Πνεῦμα ἐστιν ἡ ἀλήθεια»[25]. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο «ἵνα μαρτυρήσῃ τῇ ἀληθείᾳ»[26] καὶ ὑποσχέθηκε νὰ ἀποστείλη τὸ ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο ὀνόμασε «πνεῦμα τῆς ἀληθείας», γιὰ νὰ ὁδηγήση τοὺς μαθητές του «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν»[27]. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐπίσης ἀποκλύπτει ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς εἶναι ἀλήθεια· «ὁ λόγος ὁ σὸς ἀλήθεια ἐστί»[28].
Σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες αὐτὲς ὁ Θεὸς εἶναι ἡ αὐτοαλήθεια καὶ ἡ πηγὴ τῆς ἀληθείας. «Ἔστι δὲ ἡ αὐτοαλήθεια ὁ Θεὸς ἡμῶν»[29] γράφει ὁ Μ. Βασίλειος. Ὁ δὲ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐξηγεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς «δὲν ἔχει τὴν δωρεὰ κατὰ συμμετοχήν, δηλαδή, δανεική, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἴδιος πηγὴ καὶ ρίζα ὅλων τῶν καλῶν· εἶναι αὐτοζωή, αὐτοφῶς, αὐτοαλήθεια»[30]. Καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστὴς μαρτυρεῖ ὅτι «ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ χριστοῦ ἐγένετο»[31]. Ὁ Μέγας Bασίλειος, ἐπίσης, μὲ τὸ ἴδιο κριτήριο αἰτιολογεῖ τὴν ἀπολυτότητα τῆς ἀληθινῆς Πίστεως. «Μία πίστις, ἐπειδὴ εἷς Κύριος»[32]. «Διότι, ἐὰν πρέπη κάθε φορὰ νὰ συντάσσουμε ἄλλα Σύμβολα καὶ νὰ τὰ ἀλλάσσουμε κατὰ τὶς περιστάσεις, εἶναι ψευδὴς ἡ ἀπόφαση ἐκείνου ποὺ εἶπε· Εἷς Κύριος, μία πίστις,ἓν βάπτισμα»[33].
Δὲν ὑπάρχει καμμία ἀπολύτως ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια εἶναι ἀπόλυτη. Ἔτσι τὴν παρέλαβαν, τὴν διατήρησαν καὶ τὴν παρέδωκαν οἱ προφῆτες, οἱ ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ἅγιος, ὁ ὁποῖος δέχθηκε συμβιβασμοὺς σὲ θέματα δογματικῆς ἀληθείας. Εἶναι ἀμέτρητοι οἱ ἅγιοι μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι θυσιάστηκαν ἐξ αἰτίας τῆς πλήρους ἀφοσιώσεώς τους στὴν ἀπολυτότητα τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας. Ὅλοι αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὸν θεόλεκτο στρατό, ὁ ὁποῖος φρουρεῖ ἀδιάκοπα καὶ ἀκαταμάχητα μέχρι τὴν συντέλεια τῶν αἰώνων τὴν ἀκεραιότητα τῆς ἀπόλυτης αὐτῆς ἀληθείας.
Αὐτὴ ἡ πολὺ καλὰ μαρτυρημένη καὶ κατοχυρωμένη ἀπολυτότητα τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας ἀποτελεῖ τὸν ἀμετακίνητο γρανιτένιο βράχο, ἐπάνω στὸν ὁποῖο προσκρούουν τόσον ἡ ἐπιπόλαιη λαϊκὴ ἀντίληψη ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεός, στὸν ὁποῖο πιστεύουν μὲ διαφορετικὸ τρόπο ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῶν διαφόρων Θρησκειῶν καὶ αἱρέσεων, ὅσον καὶ ἡ φιλοσοφία τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ στὴν σχετικοποίηση τῆς ἀπόλυτης ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας καὶ στὴν ἐξίσωσή της μὲ τὶς πολυποίκιλες πλάνες τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν ψεύτικων Θρησκειῶν.
Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου, Δρ Θ.
[1] Ἑβρ. 1,1
[2] Α΄ Ἰω. 1,1-2.
[3] Ἁγ. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἰωάννην 4,1· ΕΠΕ 12,508, «ἕν γὰρ ἦν τὸ Πνεῦμα τὸ κινοῦν τὰς ἁπάντων ψυχάς· διὸ καὶ πολλὴν περὶ τὴν ἐπαγγελίαν ἐπεδείξαντο ὁμόνοιαν…».
[4]Ἰούδα, 3
[5] Ἰω. 17,3
[6] Frank Scaeffer, Χορεύοντας Μόνος, σ. 438
[7]Ἔξοδ. 20,2-3
[8] Ψαλ. 52,19
[9] Α΄Κορ. 8,5-6
[10] Ἐφ. 4, 4-6
[11] Ἁγ. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἐφεσίους 11,3· ΕΠΕ 20,703
[12] Ἁγ. Ἀθανασίου, Πρὸς Σεραπίωνα, 1,32· ΕΠΕ 4,178
[13] Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Πρὸς Ἀκίνδυνον, Λόγος ἀντιρρητικὸς Α΄ 56· ΕΠΕ 5,136
[14] Ἁγ. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἰωάννην 33,1 · ΕΠΕ 13,282
[15] Γαλ. 1,9
[16] Εἰς Γαλ. 1, PG 61,624
[17] Ambrosii,Expositio Evangelii, secundum Lukam 101, PL 15,1695C
[18]Διδαχὴ Α΄ · Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἔκδ. ΛΒ΄, σ. 130
[19] Ψαλ. 95,5
[20] Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος Α΄ , Πρόλογος· ΕΠΕ 1,72
[21] Ἁγ. Χρυσοστόμου, Εἰς Ματθαῖον 47,2· ΕΠΕ 10,840
[22]Ἀναίρεσις ἐξηγήσεως τόμου Καλέκα, ΕΠΕ 3,650
[23] Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,1,5 · ΕΠΕ 2,268
[24] Ἰω. 14,6
[25] Α΄ Ἰω. 5,6
[26] Ἰω. 18,37
[27] Ἰω. 16,13
[28] Ἰω. 17,17
[29] Μ. βασιλείου, Ἀμφιλοχίῳ ἐπισκόπῳ, 2, PG 32,865,868
[30] Ἁγ. Χρυσοστόμου, Εἰς Ἰωάννην 4,1· ΕΠΕ 12,508
[31] Ἰω. 1,17
[32]Adversus eos qui per calumniam dicunt dici a nobis tres deos Volume 31, page 1492, line 26
[33] Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 226,3· ΕΠΕ 3,107