ΣΤΙΣ 37 ἀναφορὲς τῶν Ψαλμῶν, οἱ ὁποῖοι μόλις ἀκούσαμε ὅτι ὀνομάζονται «εὐπρεπεῖς Ψαλμοί», βλέπουμε ὄχι ἁπλᾶ διπλῆ, ἀλλὰ πολλαπλῆ χρῆσι τῆς γλώσσας.
ΠΡΩΤΗ καὶ ἐξέχουσα θέσι κατέχει ἡ γλυκύτατη καὶ χαρούμενη γλῶσσα κατὰ τὴν προσευχὴ μὲ εὐχαριστία καὶ δοξολογία.
«...ηὐφράνθη ἡ καρδία μου καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσα μου» (Ψα 15,9). «ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσα μου τὴν δικαιοσύνην σου» (Ψα 50,14). «ἡ γλῶσσα μου ὅλην τὴν ἡμέραν μελετήσει τὴν δικαιοσύνην σου» (Ψα 70,24). Ὅταν δὲ τελειώνη ἡ αἰχμαλωσία τοῦ λαοῦ καὶ φθάνουν στὴν εὐλογημένη πατρίδα τους «τότε ἐπλήσθη χαρᾶς τὸ στόμα ἡμῶν καὶ ἡ γλῶσσα ἡμῶν ἀγαλλιάσεως» (Ψα 125,2).
ΔΕΥΤΕΡΗ εἰκόνα εἶναι ἡ δολία γλῶσσα. «ταῖς γλώσσαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν» (Ψα 5,9). «Πορευόμενος ἄμωμος... ὃς οὐκ ἐδόλωσεν ἐν γλώσσῃ» (Ψα 14,2-3). «τὸ στόμα σου ἐπλεόνασε κακίαν καὶ ἡ γλῶσσα σου περιέπλεκε δολιότητας» (Ψα 49,19). «ὅλην τὴν ἡμέραν ἀδικίαν ἐλογίσατο ἡ γλῶσσά σου... ἠγάπησας πάντα τὰ ρήματα καταποντισμοῦ, γλῶσσαν δολίαν» (Ψα 51,2-6). Ἡ γλῶσσα φθάνει ἀκόμη κι ὡς τὸν οὐρανό, γιὰ νὰ βλασφημήση τὸν κυβερνήτη του, ἀλλὰ περιτρέχει καὶ τὴν γῆ, γιὰ νὰ σαρώση τοὺς ἀνθρώπους. «Ἔθεντο εἰς οὐρανὸν τὸ στόμα αὐτῶν, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτῶν διῆλθεν ἐπὶ γῆς» (Ψα 72,9). «Στόμα ἁμαρτωλοῦ καὶ στόμα δολίου ἐπ’ ἐμὲ ἠνοίχθη, ἐλάλησαν κατ’ ἐμοῦ γλώσσῃ δολίᾳ» (Ψα 108,2).
Εὐχὴ τοῦ πιστοῦ εἶναι νὰ τὸν γλυτώση ὁ Θεὸς ἀπὸ ἄδικα χείλη καὶ γλῶσσα δολία. Εἶναι σὰν νὰ περιπλέκεσαι μὲ τὴν πίσσα. Καλλίτερα εἶναι νὰ ἀποφύγης τὴν πίσσα, τὰ ἄδικα χείλη καὶ τὴν πανοῦργο γλῶσσα. «Κύριε, ρῦσαι τὴν ψυχήν μου ἀπὸ χειλέων ἀδίκων καὶ ἀπὸ γλώσσης δολίας» (Ψα 119,2).
Ποιὸ ὅμως θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ ἀντίβαρο στὴν δράσι τῶν δολίων ἐχθρῶν του; «Τὶ δοθείη σοι καὶ τὶ προστεθείη σοι πρὸς γλῶσσαν δολίαν;» Μόνο τὰ βέλη τοῦ Δυνατοῦ, ποὺ ἀκονίζονται πάνω σὲ σκληρόπετρες σὰν διαμάντια ποὺ βρίσκονται στὴν ἔρημο, μποροῦν νὰ ὑπερασπιστοῦν τὸν δοῦλο τοῦ Κυρίου, ποὺ βασανίζεται ἀπὸ τὴν δολία γλῶσσα. «Τὰ βέλη τοῦ δυνατοῦ ἠκονημένα σὺν τοῖς ἄνθραξι τοῖς ἐρημικοῖς» (Ψα 119,4).
ΤΡΙΤΗ γλῶσσα στοὺς Ψαλμοὺς ἔρχεται ἡ μεγαλορρημονοῦσα. Αὐτὴ ποὺ κομπορρημονεῖ, ἡ ὁποία κομπάζει καὶ λέγει ὑπερήφανα καὶ λόγια οἰήσεως. Αὐτὴ ποὺ λέγει μεγάλα καὶ κούφια λόγια. Γιαὐτὴν τὴ ἄθλια γλῶσσα ὁ ψαλμωδὸς εὔχεται. Εἴθε «ἐξολοθρεύσαι Κύριος πάντα τὰ χείλη τὰ δόλια καὶ γλῶσσαν μεγαλορρήμονα» (Ψα 11,4).
ΤΕΤΑΡΤΗ ἀκολουθεῖ ἡ γλῶσσα τῆς κατάρας, τῆς πικρίας, τοῦ δηλητηριώδους, τοῦ φαρμακεροῦ κόπου καὶ πόνου, τῆς κακίας καὶ τοῦ ὄφεως. Λέγει, «οὗ ἀρᾶς τὸ στόμα αὐτοῦ γέμει καὶ πικρίας καὶ δόλου, ὑπὸ τὴν γλῶσσαν αὐτοῦ κόπος καὶ πόνος» (Ψαλμὸς 9,28). Μὲ ἀκρίβεια λέγει αὐτὰ ποὺ ἑτοιμάζουν τριγύρω οἱ ἐχθροί του. Ἡ γλῶσσα τους ἔγινε σὰν ξυράφι ἀκονισμένο. «Ὡσεὶ ξυρὸν ἠκονημένον ἐποίησας δόλον» (Ψαλμὸς 51,2). Ἐπὶ πλέον δὲ τόσο φαρμακερὴ ἔγινε ἡ γλῶσσα τῶν ἐχθρῶν ὥστε ἔφθασε τὴν γλῶσσα τῆς ὀχιᾶς. «Ἠκόνησαν γλῶσσαν αὐτῶν ὡσεὶ ὄφεως, ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν» (Ψα 139,4).
26.3.2020
ἐν μέσῳ μάστιγος Κορωνοϊοῦ
Ὁ Θεὸς νὰ ἐλεᾶ μας.
ἀρνιμα.