Ἀφοῦ εἶν’την ἰδώϊας στοὺ Μαναστήρ’ ἡ μάνναμ’, γιὰ πρώτ’ φουρὰ Χριστούϊννα ἀλάργα ἀπ’ τοὺ σπίτιτς ἀπ’ τοὺ Μκρόβαλτου, τνεἶπα νὰ φκιάσουμι γιαπράκια. Μᾶς ἔδουσι γκαρπουλάχανου ἁρμιὰ κι ἁρμόζμουν ἡ κυρἈνθοῦλα ἀπ’ τοὺν Φούφα, ἀφοῦ δὲν εἴχαμι θκόμας κι τ’φχαριστοῦμι.
Τ’μέρα τὰ κόλιαντρα τοὺ προυΐ ἔδισι ἡ μάνναμ’ βλάχα τοὺ μαντήλ’ στοὺ κιφάλιτς κι ἀρχίντσι νὰ δγιατάζ’. Ἱνάμψ’ κιλὸ κυμᾶ ἀποὺ γουρούν’ κι ἕνα ἀποὺ μσκάρ’, ἕνα πουτήρ’ ρύζ’, λίγου ἅλας χουντρό, λίγου ἁδγυάσμου, ἕνα κρουμίδ’ τριμμένου στοὺν τρίφτ’, τέσσιρα λιμόνια κι λάδ’. Ὅλ’ αὐτάϊας τἄρξαμι μέσ’ στοὺν κυμᾶ. Ὕστιρα ἔκατσι σνκαρέκλατς, σκούμπουσι τὰ μανίκιατς ἀ κι τὰ ζύμουσι ὅλα.
Ὕστιρα πιρίλαβάμι τοὺ γκαρμπουλάχανου. Ἔκουψι μαναχιάτς τοὺ κουτσιάν’ ἀπ’ ‘νκάτ’ τ’μιριά, π’τοὺ λέν’ κι τζούφου (μὶ τοὺ συμπάθιου). Ἀράτσαμι κι τὰ στοίβαξάμι ἕνα ἕνα κι μὶ σειρὰ τὰ φύλλα ἀπ’ τοὺ λάχανου ἀπάν’ στοὺ τραπέζ’. Ἔκουψάμι τὰ νεῦρατς’, γιατὶ αὐτὰ δὲν βράζν’, εἶπι. Ὅμους τὰ κράτσαμι, γιὰ νὰ τὰ βάλουμι στοὺν πάτου.
Ὕστιρα ἀρχίντσαμι νὰ βάνουμι τοὺν κιμᾶ στὰ φύλλα κι νὰ τἀραδοῦμι στ’ γάστρα ἀφοῦ ἔστρουσάμι στοὺν πάτου κουτσιάνια κι νεῦρα. Ὄχ’ γάστρα σὰν τςπαλιὲς ποὔχαμι στοὺ χουργιὸ γιὰ ‘νπυρουστιὰ κι νὰ ψένιτι ἡ πίτα, ἀλλὰ ἀποὺ αὐτέσισια τς ἰβρουπαϊκιές. Ἔφκιασάμι καμνιὰ 33 γιαπράκια, κι μᾶς ἄρσι. Νὰ εἶνι κι λίγου συμβουλικὸ κι νὰ οὐντίζ’ μὶ τὰ χρόνια τ’Χριστοῦ, π’θὰ γιουρτάσουμι ταχιά. Ὅλα χρειάζουντι. Τέλους ἔρξαμι ἁρμόζμουν, νιρὸ κι λάδ’, ἔβαλάμι κι μνιὰ πιατέλλα ἀποὺ πάν’, γιὰ νὰ τὰ κρατάη ὅλα μέσ’ στ’βράσ’ κι τἄβαλάμι στοὺ φούρνου, γιὰ νὰ βράσν κι νὰ ψστοῦν.
Ὅμους ταχιὰ θὰ τὰ δουκιμάσουμι, τὰ καημένα! Καρτιροῦν αὐτά, καρτιροῦμι κιμεῖς. Φόντας ἤμασταν μκροί, ἔπιρνάμι ἀποὺ καένα λίγου στ’ζούλα ἀπ’τ’μάννα. Γένουνταν κιαὐτόϊας.
Τώραϊας πιρπατῶ στὰ ἱξῆνταουχτώμ’ τὰ χρόνια κι ἡ μάνναμ’ στὰ ἰνηνηνταδγυότς ἀ κι πρώτ’ φουρὰ ἔφκιασάμι μαζὶ γιαπράκια. Εἴδιτι ἀπ’ λέν’, ὅτ’ πουτὲς δὲν εἶνι ἀργά; Ἰά, γίνκι κι αὐτό. Τώρα μπουρῶ νὰ τὰ συλλαρώσου κι μαναχόζμ’.
Ὡς τ’χρόν’, μούγκι ἡ Θιὸς ξέρ’ σιαποῦ θὰ εἴμιστι…
Δόξα Τουν, ἀπ’ ἦρθι ἰδώϊας σιακάτ’ στ’γῆ σὶ μᾶς,
γιὰ νὰ μᾶς καλουφρουνήσ’
κι νὰ μᾶς καλουκαρδίσ’!!!
Ἄει, τὰ Χριστοῦ 2019.
Χουργιανοί, χρόνια πουλλὰ κι βλουημένα!
παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’
κι ἡ γιός τς ἡ ἀρ.νι.μα.