Ιούνιος 1971. Αποφοίτησα από το Οικονομικό Γυμνάσιο Κοζάνης. Λύκειο την εποχή εκείνη δεν υπήρχε. Ο καθηγητής στα οικονομικά Παναγιώτης Ηλιόπουλος, ήταν εκείνος που με τον τρόπο του μου ενέπνευσε την αγάπη για την Οικονομική Επιστήμη.
«Που να ξέρετε τώρα εσείς όταν εγώ ήμουν στην Ανωτάτη Εμπορική», έλεγε και ξανάλεγε εννοώντας προφανώς την ΑΣΟΕΕ και όλοι μας κρεμόμασταν από τα χείλη του για να δούμε τι θα μας πει. Αυτός ήταν ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ! Ναι, με κεφαλαία γράμματα, αλλά και φίλος όλων των μαθητών, πράγμα πρωτόγνωρο την εποχή εκείνη. Ο κ. Ηλιόπουλος λοιπόν, είναι ο αποκλειστικός «υπεύθυνος», που εγώ, αλλά πιστεύω και οι συμμαθητές μου και κoντοχωριανοί συνάμα Γιώργος Γιαγκούλης από το Μεταξα και Βασίλης Παλιούρας από την Ελάτη στραφήκαμε στον οικονομικό τότε κύκλο σπουδών. Ο Γιώργος Γιαγκούλης, ήταν συγγενής του διαβόητου ληστή της περιοχής Καμβουνίων και Ολύμπου Φώτη Γιαγκούλα και πάντα περηφανευόταν γι αυτό και καλά έκανε. Μας έλεγε συχνά πως ο παππούς του κοντά στα άλλα, έπαιρνε από τους πλούσιους και τα μοίραζε στους φτωχούς.
Όλο τον Ιούλιο και Αύγουστο το διάβασμα πήγαινε σύννεφο. Πολύ ύλη και ο χρόνος έτρεχε. Αρχές Σεπτεμβρίου πήγα Θεσ/κη για πανελλήνιες. Μετά γύρισα στο χωριό. Μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα, μη χάσω, έπιασα δουλειά για δύο μήνες περίπου σε μια ιταλική εταιρία, στην SAE. Η σφραγίδα της πάντως που έμπαινε στο βιβλιάριο ενσήμων μου, που έβγαλα τότε στα 18 μου έλεγε: Ανώνυμη Εταιρία Εξηλεκτρισμού. Εκεί εργαζόταν και το φιλαράκι μου, συνομήλικός μου στον ίδιο μαχαλά των Παπαστεργιάδων, ο Γιώργος ο Παπαστέργιος, ο χωραφάς. Αυτός μεσολάβησε για να με πάρουν. Εκείνος δούλευε ως εναερίτης και κρεμόταν από τα συρματόσχοινα και εγώ έπιασα δουλειά ως «εδαφίτης» κάτι σαν πεζικό περίπου. Μέναμε μαζί, πάνω στα Ηπειρώτικα της Κοζάνης. Στην SAE έμαθα και τα ιταλικά μου, έλα όμως τώρα που θυμάμαι μόνο τέσσερις λέξεις. Αυτές: μοτζιόρνο (καλημέρα), πιάνο-πιάνο (σιγά-σιγά), αμάρω (γωνία) και μαντζάρε (φαγητό). Αυτή την τελευταία ωραία λέξη την κάναμε και πράξη ανελλιπώς κάθε μέρα στις 3 το μεσημέρι περίπου, στην δουλειά. Πρωινό φαγητό βέβαια δεν υπήρχε και έτσι από τότε αποκτήσαμε μία σχετική ανοσία στην πείνα.
Το στρατηγείο μας ήταν κοντά στο χωριό Πολύμυλος. Εκεί με μηχανήματα περνούσαμε χονδρά καλώδια (αγωγούς) σε πυλώνες καινούργιας γραμμής μεταφοράς ρεύματος της ΔΕΗ και από την άλλη μεριά στο χωριό Μικρή Σάντα τα τραβούσαν με συρματόσχοινα. Οι κολώνες μεταλλικές, ήταν και πολύ υψηλές και ήταν και υψηλής τάσης. Η δε γραμμή ήταν διπλή, κάθε μονωτήρας «κρατούσε» δύο αγωγούς, δύο σε ένα που λέμε. Μέχρι τότε είχα κάνει κι άλλες δουλειές μα στην δουλειά αυτή πράγματι «ψήθηκα». Ψήθηκα όμως και κυριολεκτικά, όταν μια μέρα με τροχαλία και σχοινί κατέβαζα απ’ την κολώνα ένα μηχάνημα της δουλειάς. Το μηχάνημα πολύ βαρύ και το κατάλαβα όταν τα χέρια μου με την μεγάλη τριβή του σχοινιού μόνο φωτιά δεν πήραν. Tώρα σαν περνώ κάθε φορά από τα διόδια της Εγνατίας στον Πολύμυλο, πάντα χαζεύω την γραμμή αυτή, γιατί από κει κοντά περνάει και μετά κατηφορίζει προς την Βέροια. Για να είμαι και ειλικρινής καμαρώνω κιόλας γιατί όσο νάναι και διπλή γραμμή ήταν και διπλός ο κόπος της τότε νιότης μας.
Τέλος Οκτωβρίου βγήκαν τα αποτελέσματα των πανελλαδικών και από τις εφημερίδες έμαθα πως πέρασα στη ΑΣΟΕΕ. Το ίδιο και ο φίλος μου ο Βασίλης Παλιούρας. Ο έτερος συμμαθητής μας Γιαγκούλης πέρασε στην τότε Βιομηχανική Θεσ/κης. Αφήνω την δουλειά στην SAEκαι ετοιμάζω τα μπογαλάκια μου για την AΣΟΕΕ. Μαζί μου θα έχω και τον συγχωριανό μου, τον Μάκη, τον Θωμά Παπαχαρησίου. Εκείνος πέρασε στην Σιβιτανίδειο, ηλεκτρονικός. Με μια βαλίτσα ο καθένας στο χέρι, με το λεωφορείο των 9 ένα βράδυ και από την διασταύρωση του Μεταξά φεύγουμε για Αθήνα. Σαν φθάνουμε πρώτη μας δουλειά είναι να βρούμε σπίτι. Βρίσκουμε ένα κοντά στην πλατεία Κουμουνδούρου. Ισόγειο με μωσαϊκό και με ξύλινα παντζούρια. Το επιπλώνουμε, τρόπος του λέγειν δηλαδή, ένα κρεβάτι και ένα στρώμα ο καθένας μας. Α! και μια μικρή ηλεκτρική σόμπα. Μα που να ζεσταθούμε. Το δωμάτιο ήταν πανύψηλο και η σόμπα τόσο μικρή. Κάθε πρωί την ίδια ακριβώς ώρα ένας μπαγάσας γαλατάς περνούσε με το τρίκυκλο και μας ξυπνούσε. Φώναζε: Έχω-έχω γιαούρτι, γάλα, κακάο μίλκο, τζάγκο, τρίγκο και τέτοια. Σε λίγο βλέπαμε να κατεβαίνει ένα καλάθι δεμένο σε σχοινί για να συναντήσει τον γαλατά. Εκείνος διάβαζε το χαρτί της παραγγελίας που είχε μέσα, το γέμιζε ανάλογα και εκείνο σε λίγο ανέβαινε ξανά στο δεύτερο όροφο. Ένα καθημερινό δρομολόγιο του καλαθιού πλην Κυριακών και αργιών.
Μετά δύο μέρες πάω να γραφώ στη Σχολή. Εκεί συνάντησα μια μεγάλη ουρά ανθρώπων. Άρχιζε από την Γραμματεία της Σχολής και έφθανε μέχρι την οδό Πατησίων. Στάθηκα τελευταίος όπως μου άξιζε. Ένας τύπος μπροστά μου συχνά πυκνά γύριζε πίσω, με έβλεπε και γελούσε συνέχεια δείχνοντας την κατάντια μας στην ουρά. Αργότερα τον είδα στο αμφιθέατρο. Τον θυμήθηκα. Γνωρισθήκαμε, ήταν ο Βασίλης από τις Σέρρες. Γίναμε φίλοι και ακόμη και σήμερα η φιλία μας συνεχίζεται.
Μετά από δύο ώρες στην ουρά ευδόκησα να φθάσω στην Γραμματεία και να κάνω την εγγραφή. Στην συνέχεια, κατά τα ισχύοντα τότε, έπρεπε με δει και ο γιατρός της Σχολής. Δεν πρόλαβα να μπω στο γραφείο του δόκτορα και εκείνος κοιτάζοντας τα χτυπημένα και με πληγές χέρια μου πατάχτηκε πάνω. Το μυαλό του μάλλον σε κακή δερματική αρρώστια πήγε. Τι είναι αυτά; μου λέγει.
Kι εγώ του απαντώ:
Αυτά γιατρέ τα έχω απ’ την δουλειά στην SAE, πριν έρθω εδώ στην ΑΣΟΕΕ.
Τα έχασε ο άνθρωπος. Συνήλθε όμως γρήγορα.
Στο τέλος Νοεμβρίου ξαναψάχνουμε με τον Θωμά για άλλο σπίτι, αφού το πρώτο αποδείχθηκε κοινώς μάπα. Νοικιάζουμε τότε ένα στα Εξάρχεια. Στην οδό Πλαπούτα αν θυμάμαι καλά. Ήταν κι αυτό ισόγειο αλλά χαμηλό σε ύψος. Διαστάσεις 3X3 περίπου, ίσα- ίσα για να χωρούν τα κρεβάτια μας σε σχήμα Γ με τα προσκέφαλά μας δίπλα- δίπλα, με όλα τα αυτονόητα μειονεκτήματα. Είχαμε όμως και τις ανέσεις και ευκολίες μας. Μία βρύση και μια λεκάνη τουαλέτας. Μεγάλο πράγμα! Το λουτρό για εμάς «ανακαλύφθηκε» αργότερα. Και μέχρι τότε μπάνιο κάναμε σε λουτρά του δήμου. Ένα βράδυ του Απρίλη ξαφνικά διαπιστώνω πως στο σπίτι δεν μέναμε δύο αλλά τρεις. Εμείς και ένας ποντικός. Ήταν αρκετά μεγάλος, κάτι σαν ξάδελφος αρουραίου. Έκανε θόρυβο κάτω από το κρεβάτι μου και με ξύπνησε. Επειδή ήταν νύχτα και πολύ αργά δεν ήταν καθόλου ευγενικό να του κάνω έξωση. Έτσι δώσαμε μάχη. Εκείνος ομολογουμένως έδειξε αρκετή γενναιότητα, αντιστάθηκε πολύ μα στο τέλος έχασε. Κρίμα. Ο Θωμάς, ο κανονικός συγκάτοικός μου κοιμόταν του καλού καιρού και εκ των πραγμάτων ο αγώνας ήταν ένας εναντίον ενός.
Στο σπίτι μας καλού κακού είχαμε και εφόδια. Μισό τενεκέ, μία κασούλα δηλαδή τυρί, κάτω απ’ το κρεβάτι του Μάκη. Τα βράδια που δεν τρώγαμε στην λέσχη, το φαγητό μας ήταν το παραδοσιακό, ξέρετε, ψωμί–τυρί. Σαν τέλειωσε το ψωμί το ρίξαμε στο σκέτο τυρί. Σαν τέλειωσε κι αυτό το ρίξαμε στην δίαιτα. Δύο μέρες. Ώσπου την Τρίτη μέρα έφθασε μία επιταγή στο Θωμά. Χίλιες ολόκληρες δραχμές. Πήγαμε να φάμε. Και τι δεν παραγγείλαμε βρε αδελφέ. Κρεατικά, σαλάτες, μπύρες μέχρι και γλυκά. Ο σερβιτόρος τα έπαιξε και ρωτάει:
Α! Παιδιά μάλλον γενέθλια έχετε ε;
Α! Mπα, απαντάει ο Θωμάς, να φάμε έχουμε δύο ολόκληρες μέρες.
Τελειώνοντας ο Ιούνιος ξενοικιάσαμε, γιατί έπρεπε να πληρώνουμε ενοίκια, πράγμα που εμείς δεν είχαμε. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια, άλλαζα σπίτι κάθε χρονιά για λόγους οικονομίας, όπως είπα και παραπάνω. Αυτό το νταβαντούρι γινόταν μέχρι τον Ιούλιο του 76.
Τότε είναι που βρήκα δωρεάν σπίτι και φαγητό στην στρατιωτική αγκαλιά της μητέρας ημών πατρίδας για 28 ολάκερους μήνες.
Κώστας Ι. Φαρμάκης
Ξάνθη