Τον γνώρισα το φθινόπωρο του 1970 στην Αθήνα. Μόλις είχε εισαχθεί, πρώτος κατά σειρά, στη θεολογική σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου. Εγώ βρισκόμουν στο πέμπτο και τελευταίο έτος των σπουδών μου.
Ήταν συνεσταλμένος όχι όμως λόγω κάποιου αισθήματος κατωτερότητας, ως προερχόμενος από αγροτική οικογένεια ενός μικρού και φθίνοντος ορεινού οικισμού. Αν τον παρατηρούσε κάποιος προσεκτικά, έβλεπε πώς από τότε είχε καλλιεργήσει τις αρετές της πραότητας και της ταπεινοφροσύνης. Αργότερα, γνωρίζοντάς τον καλά ανακάλυψα και πλήθος άλλων αρετών. Δεν τον είχε πτοήσει ουδόλως ο αδόκητος θάνατος του κατά έτος μικρότερου αδελφού του Κωνσταντίνου από λευχαιμία, αριστούχου επίσης, λίγο πριν από τις εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο.
Άριστος μαθητής, σημαιοφόρος του Βαλταδωρείου Γυμνασίου της Κοζάνης, γιατί είχε επιλέξει να σπουδάσει επιστήμη, φθίνουσα στα μάτια των πολλών, όπως και ο οικισμός καταγωγής του; Ήταν τότε που η οικονομική ανάκαμψη της χώρας έδειχνε πως λαμπρό θα είναι το επαγγελματικό μέλλον των μηχανικών, κλάδο που είχα επιλέξει εγώ, των γιατρών, των δικηγόρων! Έλλειψη οράματος; Αδυναμία προσαρμογής στις νέες κοινωνικές συνθήκες; Δειλία; Τίποτε απ’ αυτά. Οι καθηγητές του στο Γυμνάσιο, έχοντας πληροφορηθεί την απόφασή του, είχαν αναθέσει σε συνάδελφό τους να τον προσεγγίσει με σκοπό να τον μεταπείσει. Θεωρούσαν πως ήταν κρίμα να πάει χαμένο τέτοιο μυαλό! Και δεν είχαν υπ’ όψη τους μόνο τις σχολικές του επιδόσεις. Ένα συμβάν δεν ήταν δυνατό να είχε παρέλθει απαρατήρητο. Η δικτατορική κυβέρνηση είχε την πρόθεση να αντικαταστήσει τον σταυρό του κοντού της σημαίας με σφαίρα. Τότε ο σημαιοφόρος του σχολείου, ο φαινομενικά συνεσταλμένος και θεωρούμενος, επιφανειακά εξεταζόμενος, δειλός, έλαβε το θάρρος να γράψει επιστολή, η οποία δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα της Θεσσαλονίκης. Παραθέτω απόσπασμά της:
«Η φωνή μου είναι σπαρακτική. Είναι η φωνή των νέων Ελλήνων, οι οποίοι επιθυμούν να ζήσουν ανταξίως προς τους προγόνους και την ιστορίαν του έθνους των. Εις τους ζητούντας να καταβιβάσουν τον Σταυρόν από τον κοντόν της σημαίας αναφωνώ με όλην την δύναμιν της ψυχής μου. “Κάτω τά χέρια από τον Σταυρόν”. Αι χείρες σας δεν είναι τόσον άξιαι, όσον εκείναι, αι οποίαι ετοποθέτησαν Αυτόν εις την κορυφήν του κοντού, “δια να είναι φάρος που φωτίζει κάθε ανθρώπινη ψυχή”, ώστε να τολμήσουν να τον καταβιβάσουν. Ο Σταυρός δεν είναι σύμβολον των Ελλήνων της εποχής του Κωνσταντίνου ή του 1821 ή του 1940. Είναι το σύμβολον του Έλληνος όλων των εποχών, είναι το σύμβολον της Ελλάδος. Και εφ’ όσον θα ζη η Ελλάς, θα ζη μετά του Σταυρού. Ο Σταυρός, η ακατάλυτη αυτή αξία θα νικήση. Οι εχθροί του ας μη λησμονούν ότι “λακτίζουν προς κέντρα”.
Ανταμώσαμε και πάλι, στην Κοζάνη αυτή τη φορά. Εγώ ταχέως αποκατασταθείς επαγγελματικά στην αναπτυσσόμενη τότε ΔΕΗ, αυτός καθώς υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία με αβέβαιο το επαγγελματικό του μέλλον. Τα δικτατορικό καθεστώς, με την ολοκλήρωση της αποστολής του, είχε ανακληθεί και είχε αποκατασταθεί αυτό που αποκαλούν πολλοί δημοκρατία. Τότε άρχισε αήθης πόλεμος τόσο κατά της Εκκλησίας όσο και κατά της πατρίδας μας. Ο νεαρός Παναγιώτης Μύρου δεν άφηνε χωρίς απάντηση το όποιο άρθρο, την όποια επιστολή, με τα οποία ο συντάκτης χλεύαζε τα ιερά και όσια του έθνους. Τα κείμενα δυνατά, με επιχειρήματα, αλλά χωρίς ίχνος εμπάθειας και φανατισμού. Δεν μαχόταν αντιπάλους, την αλήθεια ήθελε πάντοτε να διακηρύσσει.
Ο Παναγιώτης είχε μεγάλη αγάπη προς το θέατρο. Αυτό μας οδήγησε να συστήσουμε ερασιτεχνικό θίασο (1976-1977), προκειμένου να παρουσιάσουμε το θαυμάσιο θεατρικό έργο του Φριτς Χοχβέλντερ «Το κράτος του Θεού», σε μετάφραση Δημήτρη Μυράτ. Πραγματεύεται αυτό την ιστορικά τεκμηριωμένη προσπάθεια μοναχών στην Παραγουάη να προστατέψουν τους ιθαγενείς από την αρπακτικότητα και απληστία των λευκών εμπόρων. Τότε άρχισε ο Παναγιώτης και την κατηχητική του δράση στο νεανικό κέντρο του συλλόγου «40 μάρτυρες». Ήθελε να αντιπροσφέρει σ’ αυτούς που τον περιέθαλψαν κατά τις γυμνασιακές του σπουδές και ανακούφισαν τους φτωχούς γονείς του. Τα καλοκαίρια προσέφερε τις υπηρεσίες του στις εκκλησιαστικές κατασκηνώσεις της ιεράς μητροπόλεως Φλωρίνης Πρεσπών και Εορδαίας, την οποία ποίμαινε ο πνευματικός του πατέρας κυρός Αυγουστίνος, που έσωσε από πείνα χιλιάδες κατά την κατοχή και η Κοζάνη δεν τον τίμησε ούτε με μια ονοματοδοσία οδού. Το 1985 έκανε σε φιλική συντροφιά την πρόταση να συστήσουμε σύλλογο. Διετέλεσε ο πρώτος πρόεδρος αυτού, που φέρει το όνομα «Μακρυγιάννης». Παράλληλα ο Παναγιώτης συνέχισε τις σπουδές του στη φιλοσοφική σχολή. Ίσως του ήρθε το μυαλό να πάρει πτυχίο, που θα μπορούσε να του εξασφαλίσει εργασία, θα σκέφθηκαν αρκετοί στη ρηχότητά τους. Πέρα από τη μεγάλη αγάπη του προς τις γνώσεις ήθελε να αντιμετωπίζει και όσους την εποχή εκείνη έριχναν το σύνθημα για επάνοδο στο «πνεύμα» των αρχαίων προγόνων μας, το οποίο, δυστυχώς, εν πολλοίς αγνοούσαν. Και συνέχισε τις σπουδές του στην Αγγλία, όπου έλαβε τίτλο μεταπτυχιακών σπουδών, για να ολοκληρώσει αυτές του με τίτλο διδακτορικών σπουδών στη θεολογική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Ίσως ανοιγόταν πλέον ο δρόμος για ακαδημαϊκή σταδιοδρομία και, επί τέλους, επαγγελματική αποκατάσταση.
Δεν είχε κατά νουν αυτό ο σταθερός και αποφασιστικός Παναγιώτης. Την απόφασή του είχε λάβει πριν αρχίσει τις σπουδές. Και, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, την πραγματοποίησε. Εισήλθε στις τάξεις του κλήρου. Μετά από ετοιμασία επί εξάμηνο στο Άγιον Όρος, κοντά στον μακαριστό γέροντα Γεώργιο Καψάνη, καθηγητή του στη θεολογική σχολή, εκάρη μοναχός, λαβών το όνομα Αυγουστίνος, και ακολούθησαν οι χειροτονίες του (1996). Ιεροκήρυκας της μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης περιδιάβηκε αρκετούς οικισμούς, εμψύχωσε, παρηγόρησε, νουθέτησε. Αξιοποίησε το βήμα της τηλεόρασης με εκπομπή κατά εβδομάδα. Το ύφος του παρέμεινε το ίδιο με εκείνο, που τον χαρακτήριζε στην πρώτη μας γνωριμία. Πράος, μειλίχιος, εύχαρις, καταδεκτικός. Πίσω από αυτά τα θεωρούμενα ίσως από πολλούς αδυναμίες, κρυβόταν εντυπωσιακά σταθερός και αποφασιστικός χαρακτήρας. Οι θέσεις του σαφείς, εδραιωμένες στην αγιοπατερική παράδοση της Εκκλησίας χωρίς συμβιβασμούς και υπαναχωρήσεις, αλλά και χωρίς πάθος. Δεν τον θυμούμαι να έχει υψώσει ποτέ τον τόνο της φωνής του. Εμείς θεωρούμε ως όπλο την έντασή της.
Ακούραστος πορευόταν εκεί όπου τον ζητούσαν, σε χαρές και σε λύπες, μη υπολογίζοντας κόπο και διαθέτοντας χρόνο, που θα μπορούσε να αξιοποιήσει, ώστε να μας προσφέρει και άλλα συγγράμματα, πέρα από τα όσα πρόφθασε να συγγράψει ή μεταφράσει. Και ένας ακόμη σκοπός του είχε πραγματοποιηθεί. Κατέστη κτίτωρ της ιεράς μονής του Αγίου Νεκταρίου στον γενέθλιο τόπο του, το Παλαιογράτσανο, επιστρέφοντας εκεί πού έβοσκε τις αγελάδες της οικογένειάς του κρατώντας ένα βιβλίο στο χέρι, κοντά στους ευλαβείς γονείς του, τον πατέρα Γεώργιο και την πρεσβυτέρα Σταυρούλα. Η προσφορά του ως πνευματικού υπήρξε μεγάλη. Καταθέτω πρόσφατο συμβάν κατά διήγησή του. Μεταμεσονυχτίως ηχεί η συσκευή του τηλεφώνου του. Η νεανική φωνή ζητά παρακλητικά συνάντηση. Του επισημαίνεται η ώρα. Και η απάντηση: Στο νου μου στριφογυρίζει η σκέψη της αυτοκτονίας. Και νάταν μόνο αυτή η κραυγή απόγνωσης!
Δεν πρόσεξε και υπέστη τις συνέπειες, ψιθύρισαν κάποιοι. Ήθελαν να εκδηλώσει σύνεση, να αποσυρθεί και να αναμείνει. Στην εποχή μας η πνευματική τροφή φαντάζει χωρίς αξία. Άραγε για πολύ ακόμα; Μνησθείη Κύριος Αυγουστίνου ιερομονάχου.
Απόστολος Παπαδημητρίου