Στην εποχή της εικόνας, της εύκολης και αβασάνιστης επικοινωνίας, της επιτηδευμένης, χαμηλής αισθητικής ψυχαγωγίας, της επιφανειακής, μη ερευνητικής και ‘μαρκουτσοφόρου’ δημοσιογραφίας, ευτυχώς… κάτι φαίνεται πως κρατάει ακόμα!
Ακούγοντας τον αγαπημένο Γιώργο Νταλάρα (προσωπικά τυγχάνει να του έχω τεράστια αδυναμία ως ερμηνευτή και μουσικού, και να τον θεωρώ πρώτο των πρώτων στο χώρο) να απαντά στις ερωτήσεις δημοσιογράφων μετά τη ραδιοφωνική εκπομπή-αφιέρωμα στο Βασίλη Τσιτσάνη του Νίκου Μπογιόπουλου, αναρωτήθηκα, πότε είχα ακούσει τελευταία, κάποια ή κάποιον ταγό της τέχνης να διατυπώνει με αιχμηρό τρόπο το αυτονόητο, και να κρατάει τον πήχη της τέχνης του και τον πολιτισμό ψηλά. Δεν μπόρεσα να φέρω άμεσα κάποιο απτό πρόσφατο παράδειγμα στο νου μου. Ένδειξη της σοβαρής πολιτιστικής ένδειας που μας διακρίνει τα τελευταία αρκετά χρόνια. Δεν είναι άμοιροι ευθυνών γι’ αυτό οι άνθρωποι της τέχνης και του πολιτισμού βέβαια.
Ο Γιώργος Νταλάρας ήταν αληθινός! Επέλεξε συνειδητά να τοποθετηθεί σκληρά και με σαφήνεια απέναντι σε ένα μιντιακό σύστημα που εστιάζει στη στιγμιαία αγοραία δήλωση ή είδηση για να πετύχει το στόχο της τηλεθέασης. Στο οικονομικό όφελος από τη διαφήμιση που κινείται σε σταθερή τροχιά γύρω από αυτήν τα τελευταία 35 χρόνια ζωής της ιδιωτικής τηλεόρασης, και τα πολύ λιγότερα της διαδικτυακής μπουρδολογίας. Στη διατήρηση της κουλτούρας του κουτσομπολιού, ως συνταγής επιτυχούς μάρκετινγκ που εξασφαλίζει άμεσα κέρδος. Κοινώς, όσο χαμηλότερα ο πήχης της δημόσιας συζήτησης, τόσο αποτελεσματικότερες οι επιδιώξεις και τα οφέλη του συστήματος.
Θα μπορούσε ο Γιώργος Νταλάρας να περάσει απαρατήρητος από τις ενοχλητικές, αντιαισθητικές και αναξιοπρεπείς ερωτήσεις των δημοσιογράφων σε μια βραδιά-αφιέρωμα στο δημιουργό του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού Βασίλη Τσιτσάνη; Φυσικά! Με ένα απλό “γεια σας παιδιά, να είστε καλά, καλή συνέχεια και καλό βράδυ σε όλες και όλους”.
Δεν επέλεξε τη στάση αυτή! Επέλεξε να εκθέσει την άποψη του, αδιαφορώντας για το εάν αρέσει ή όχι και σε ποιες ή ποιους. Επέλεξε να θυμίσει, ότι αυτό που βίωνε ο ίδιος και ο τηλεθεατής τη στιγμή εκείνη δεν ήταν δημοσιογραφία. Ήταν ύβρις και γελοιότητα ολκής. Για τις οποίες, οι τελευταίοι που ευθύνονταν, προφανώς, ήταν οι κατά βάση νεαρές και νεαροί δημοσιογράφοι που γίνονταν αποδέκτες του καθ’ όλα σημειολογικού ξεσπάσματος του καλλιτέχνη.
Οι δημοσιογράφοι επιστρατεύονταν τη δεδομένη στιγμή από ένα μιντιακό σύστημα που στήνει κατ’ εξακολούθηση επιχειρήσεις τηλεοπτικής αδηφαγίας με το προκάλυμμα της ενημέρωσης. Αλέθει στην κιμαδομηχανή οτιδήποτε βρίσκεται στο πέρασμά του, επιδιώκοντας κατ’ ουσία την είδηση του ‘τίποτα’. Εκμηδενίζει επιδεικτικά μέσα από τα (υποχρεωτικώς) στεγνά, ψυχρά και αδιάφορα βλέμματα των εργαζόμενων δημοσιογράφων, τα λίγα πλέον στοιχεία ποιότητας και ουσίας που έχουν απομείνει όρθια σε τούτο τον τόπο. Ακυρώνει με το επιθετικό, σαρκοβόρο ένστικτό του την πορεία ενός ερμηνευτή που συγκαταλέγεται αντικειμενικά μεταξύ των τριών μεγαλύτερων ερμηνευτών των τελευταίων τουλάχιστον 70 χρόνων. Προσβάλει τέλος ανερυθρίαστα, τον κυριότερο εκφραστή του λαϊκού πενταγράμμου, Βασίλη Τσιτσάνη, που ήταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος τη συγκεκριμένη βραδιά.
Αντί λοιπόν να γίνει ο Γιώργος Νταλάρας αποδέκτης – κι εμείς μάρτυρες – ερωτήσεων για το ποιο ήταν το φαινόμενο Τσιτσάνης και ποια η συνεισφορά του στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι, η δημοσιογραφία του σωρού επιδίωκε, επί αρκετά λεπτά, να αποσπάσει δήλωση του τραγουδιστή για τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν από πρόσφατη προηγούμενη αναφορά του σε τραγουδιστές που επιλέγουν να διαφημίζουν «μπιφτέκια και λουκάνικα». Μύρισαν δηλαδή οι αχόρταγες ύαινες σάρκα, και έτρεξαν να αρπάξουν μερίδα.
Έτσι, αντί να αναδειχθούν εμφατικά, όσα προ ολίγου είχαν αναδειχθεί στην καταπληκτική εκπομπή του Νίκου Μπογιόπουλου, δηλαδή η μοναδικότητα της μουσικής του Τσιτσάνη, ο τρόπος με τον οποίο ένωνε στοιχεία από Ανατολή και Δύση, προσδίδοντας κάτι το εξόχως ελληνικό σε αυτή, ο τρόπος με τον οποίο ισορροπούσε μοναδικά μεταξύ ρεμπέτικου, λαϊκού, ακόμα και συμφωνικού ορχηστρικού ακούσματος, η δημοσιογραφία του σωρού επιδίωξε για μία ακόμα φορά “αίμα” με ποταπά κίνητρα.
Προσπέρασε επιδεικτικά το μουσικό θησαυρό που είχε μπροστά από τα δήθεν ενημερωτικά ‘μαρκούτσια’ της, αντιμετωπίζοντας τον με το ύφος που θα αντιμετώπιζε έναν οποιονδήποτε celebrity ή στην καλύτερη έναν διάττοντα αστέρα.
Προς μεγάλη όμως έκπληξη – αναμενόμενη για όσους είχαμε την τύχη και την τιμή να γαλουχηθούμε στο ύφος του τραγουδιστή και στη μουσική που έχει εκπροσωπήσει στην τεράστια και μοναδική καλλιτεχνική διαδρομή του – η παρέμβαση του ήταν εκκωφαντικά αποστομωτική.
Ανέδειξε με τη δικαιολογημένα αιχμηρότατη στάση του, ότι, τόσο στο δικό του μοναδικό μουσικό και καλλιτεχνικό πεδίο, όσο και στο πεδίο της δημοσιογραφίας, η ποιότητα αποτελεί το στοιχείο εκείνο που κάνει τη διαφορά. Η ποιότητα με την έννοια του έργου που παράγεται κατόπιν σκέψης. Με βαθιά ειλικρίνεια, υψηλή αισθητική, ευγενείς προθέσεις και ουσιαστικά συναισθήματα. Ένα πραγματικό μάθημα ζωής! Ευτυχώς… κάτι κρατάει ακόμα σε τούτο δω τον τόπο!-