DellaVlacho30IMG 4 2 1Στάση σε σταυροδρόμι1

Εγώ που ει­κο­νί­ζω βλέ­πω. Αυ­τό που ει­κο­νί­ζε­ται κοι­τά. Ποιό απ' τα δυο εί­ναι κά­που; Τι  π' τα δυο εί­ναι πα­ντού;  ———— Νί­κος A. Πα­να­γιω­τό­που­λος2


Εί­ναι που το βλέμ­μα απλώ­νε­ται. Ο δρό­μος κα­λεί σε παύ­σεις. Τα πρό­σω­πα εί­ναι με­γά­λες παύ­σεις. Το κα­θέ­να και ένας τό­πος. Άλ­λος νη­σί. Άλ­λος ρί­ζα. Άλ­λος φω­τιά. Άλ­λος χαρ­τί.
Εί­ναι το βλέμ­μα που απλώ­νε­ται. Και τό­τε αρ­χί­ζει. Μι­λούν οι τό­ποι. Αυ­τοί οι τό­ποι που 'ναι οι άν­θρω­ποι μι­λούν. Άλ­λο­τε εγκάρ­σια. Άλ­λο­τε δια­μή­κη κύ­μα­τα. Κι αυ­τός που περ­πα­τά ακού­ει και στέ­κε­ται. Να δε­χτεί αυ­τόν τον κυ­μα­τι­σμό που εγ­γί­ζει και τον τέ­μνει. Η λή­ψη δια­σώ­ζει τη συ­νο­μι­λία που μό­λις έχει αρ­χί­σει. Όμως ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ σιω­πή. Και αυ­τός που στα­μα­τά, το έμα­θε,
πό­σο γό­νι­μη αυ­τή η σιω­πή, όταν πε­ρά­σει απ' το σκο­τά­δι στο φως.
Η λή­ψη έρ­χε­ται για να δο­θεί την αμέ­σως επό­με­νη στιγ­μή. Η φω­το­γρα­φία εί­ναι λή­ψη κυ­ρί­ως. Και η  λή­ψη δω­ρεά. Κά­τι σου χα­ρί­ζε­ται, το αξιώ­νε­σαι. Το κρα­τάς. Μέ­σα σ' αυ­τήν την ανοι­χτή σκο­τει­νή κά­μα­ρα. Το απλώ­νεις έπει­τα στο φως.


——————————
1. “Ο δρό­μος” γρά­φτη­κε μέ­σα από τη στά­ση σε αυ­τό το σταυ­ρο­δρό­μι —τις 4 φω­το­γρα­φί­ες του Χα­ρά­λα­μπου Βλα­χο­δή­μου. Οι λή­ψεις πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν λί­γο πριν την πρώ­τη κα­ρα­ντί­να του 2020 στην Αθή­να.
2. Νί­κος Α.Πα­να­γιω­τό­που­λος, «Το σπάρ­γα­νο», Εκη­βό­λος, τχ. 8-9, 1981.

 

Ι. Η κλι­τό­τη­τα ενός νη­σιού

Αυ­τός ο άν­θρω­πος εί­ναι νη­σί. Εί­ναι ξε­κά­θα­ρο ότι υπάρ­χει πά­νω σε αι­για­λό. Από εκεί στέλ­νει τον φλοί­σβο της δι­κής του θά­λασ­σας. Κι η θά­λασ­σά του, ένα από­μα­κρο τρα­γού­δι, τρυ­φε­ρό όσο η πλά­για το­πο­θέ­τη­σή του μέ­σα στον χώ­ρο. Εδώ κα­τά­μα­τος εί­ναι μό­νο ο σύ­ντρο­φός του. Δυο τε­τρά­πο­δα μά­τια που στέ­κο­νται, όταν όλα τα άλ­λα γύ­ρω τους με­τα­το­πί­ζο­νται. Κι ας μην βλέ­πει κα­νείς το πί­σω της λή­ψης — νιώ­θει το ιλιγ­γιώ­δες των άλ­λων. Όταν αυ­τός σε μια πλά­για στά­ση απο­κο­πής, κρα­τιέ­ται από τον ομ­φά­λιο δρό­μο του, αυ­τόν της εν­δο­χώ­ρας. Έχει φρο­ντί­σει για αυ­τόν τον με­τε­ω­ρι­σμό — ένα χα­λά­κι προ­στα­τεύ­ει τον σύ­ντρο­φό του κυ­ρί­ως, ίσως κι αυ­τόν. Με­ρι­κές χορ­δές υπάρ­χουν ως ασπί­δα στο realite. Όταν realite εί­ναι και τα απο­κόμ­μα­τα ζω­ής πί­σω του — αυ­τό το κέ­λυ­φος. Ο ίδιος φυ­λά­γε­ται, σχε­δόν εμ­βρυα­κά, από την κα­τά μέ­τω­πο επί­θε­ση του χοϊ­κού βα­σι­λεί­ου. Ή και ευ­λα­βι­κά. Η θά­λασ­σά του γε­μί­ζει αστε­ρί­ες. Σκύ­βει και τους αφή­νει. Σκύ­βεις και τους μα­ζεύ­εις. Εί­ναι ήδη γε­μά­τος ρί­ζες. Αν και οι ρί­ζες, έρ­χο­νται συ­νή­θως αρ­γό­τε­ρα.

 
 

ΙΙ. Η κλι­τό­τη­τα ενός ενα­γκα­λι­σμού

Οι ρί­ζες έρ­χο­νται αρ­γό­τε­ρα. Αφή­νουν τη γη κι ανε­βαί­νουν στο πρό­σω­πο. Και αυ­τό κι­νεί­ται μ' όλες τις ρί­ζες πά­νω του. Κι όσο με­γα­λώ­νει κα­νείς τό­σο —αυ­τές οι αφα­νέ­ρω­τες— ανε­βαί­νουν στο φως. Αυ­λά­κια και δεί­χνουν τους δρό­μους που πέ­ρα­σες ως να 'σαι στο τώ­ρα. Κι αυ­τό το τώ­ρα σου, ένα βλέμ­μα που εί­ναι κα­τά­μα­το όταν κα­τά­μα­το ση­μαί­νει να' σαι εκεί ακρι­βώς που δεν φαί­νε­ται ότι εί­σαι. Κι ένα σώ­μα που δε φα­νε­ρώ­νε­ται —πα­ρά μο­νά­χα στα χέ­ρια, σ' αυ­τήν την κοι­λό­τη­τα— ο αδια­πραγ­μά­τευ­τος ενα­γκα­λι­σμός. Όπως παι­δί κρα­τά στορ­γι­κά την πρώ­τη του ζω­γρα­φιά —να τη δεί­ξει.

 
 


ΙΙΙ. Η κλι­τό­τη­τα ενός φλο­γο­βό­λου

Ή κα­τά­μα­τα εί­ναι και το άλ­λο, να μην απο­στρέ­φεις τον δρό­μο σου από τον δρό­μο που σε κα­λεί. Κα­τά­μα­τα εί­ναι αυ­τό που μπή­γε­ται μέ­σα απε­ρί­φρα­στα. Και δεν εί­ναι τώ­ρα οι ρί­ζες αλ­λά αυ­τά τα δυο δέ­ντρα που ' ναι τα μά­τια. Δυο δέ­ντρα που καί­γο­νται, αν μι­λή­σου­με γι' αυ­τόν τον φλο­γο­βό­λο δρό­μο που άνοι­ξε με­τα­ξύ μας. Όταν ο δρό­μος αυ­τός δεν εί­ναι πα­ρά μια στιγ­μή —η στιγ­μή— που κύρ­τω­σε για να σε βρει.

 
 

IV. Η κλι­τό­τη­τα μιας σκε­πής

Ένα φυ­λαγ­μέ­νο βλέμ­μα, ένα βλέμ­μα ωστό­σο πα­ρόν στην κί­νη­ση της λή­ψης, η ασπί­δα ενός ρού­χου ως προ­με­τω­πί­δα, όταν τα άψυ­χα ορ­θού­νται αδια­φό­ρως ορ­θά­νοι­χτα. Ένα βλέμ­μα άστε­γο, άπο­ρο, άρ­ρω­στο. Ένα βλέμ­μα χάρ­τι­νο. Έτοι­μο να κα­ταρ­ρεύ­σει την επό­με­νη στιγ­μή. Ένα δέ­ντρο πά­νω του. Να φυ­λά λες το ασκε­πές. Ένα χαρ­τί πά­νω από το χαρ­τί. Τα δυο πό­δια συ­μπα­ρα­σύ­ρο­νται σε αυ­τή την πλά­για κί­νη­ση. Εντρο­πία. Μια επι­πλέ­ον κλι­τή παύ­ση.


Έξο­δος

Μέ­σα από κυ­μα­τι­σμούς και παύ­σεις συ­νε­χί­ζει κα­νείς να προ­χω­ρά, αιχ­μά­λω­τος στα βλέμ­μα­τα που του δό­θη­καν και του ήταν αφα­νέ­ρω­τα πλην της στιγ­μής αυ­τής. Δια­σώ­ζε­ται η κλι­τό­τη­τά τους στο κλί­τος των αφα­νών και μας αγ­γί­ζουν, αν μι­λή­σει κα­νείς ερ­μη­τι­κά, πε­ρί λύ­χνων αφάς — τό­τε που η φλό­γα τους αγ­γί­ζει τη δι­κή μας. Ή, αν μι­λή­σει ομη­ρι­κά, κρα­τώ­ντας ασφα­λώς τη σκο­τει­νή κά­μα­ρα υπό μά­λης, «χρύ­σε­ον λύ­χνον ἔχου­σα, φά­ος πε­ρι­καλλὲς ἐποί­ει».


Η λέ­ξη κλι­τό­τη­τα απα­ντά στην Ελ­λη­νι­κή Δη­μώ­δη Γραμ­μα­τεία και δη στην κρη­τι­κή ποί­η­ση (17ος αι.). Προ­έρ­χε­ται από το επί­θε­το «κλι­τός», που ση­μαί­νει 1) γο­να­τι­στός, σκυ­φτός 2) τα­πει­νός, φο­βι­σμέ­νος, θλιμ­μέ­νος 3) υπά­κουος και 4) απλω­τός, και την κα­τά­λη­ξη -ότη, -ότη­τα.

Δί­νω ένα πα­ρά­δειγ­μα με τη λέ­ξη κλι­τός από την Ερω­φί­λη του Γε­ώρ­γιου Χορ­τά­τση: «μα την κε­ρά μου συ­ντη­ρώ κι έρ­χε­ται προς εμέ­να, κι έχει το πρό­σω­πο κλι­τό, τ’ αμ­μά­τια θα­μπω­μέ­να» (Πρά­ξη Γ, σκη­νή 2, στ. 61-62). 

Η λέ­ξη κλι­τό­τη­τα ση­μαί­νει 1) σε­βα­σμός και 2) τα­πεί­νω­ση.

 Η πρό­τα­ση «με τά­ξη και κλι­τό­τη­τα» απα­ντά στον Ερω­τό­κρι­το του Βι­τσέν­τζου Κορ­νά­ρου. Δεν εί­ναι του Λια­ντί­νη. Δί­νω το στί­χο: “ομπρός-τως (εν­νο­εί τους γο­νείς) γο­να­τί­ζει με τά­ξη και κλι­τό­τη­τα κ’ έτοιας λο­γής αρ­χί­ζει” (Δ΄ 308). Εδώ η λέ­ξη ολο­φά­νε­ρα έχει την έν­νοια του σε­βα­σμού.

Για την έν­νοια της κλι­τό­τη­τας ως τα­πεί­νω­σης πα­ρα­θέ­τω από­σπα­σμα από το κρη­τι­κό ποί­η­μα «Στά­θης»; «φαη­τά θω­ρούν τα μά­τια μου σ’ αρ­χο­ντι­κά με­γά­λα και με πολ­λή κλι­τό­τη­τα τά­χα με συ­ντη­ρού­σι» (Α΄ 109).

Η λέ­ξη λύ­χνος (πληθ. λύ­χνοι και λύ­χνα) εί­ναι αρ­χαία ελ­λη­νι­κή και ση­μαί­νει φο­ρη­τό φως (που μπο­ρεί δηλ. να με­τα­φέ­ρε­ται), λά­μπα, λυ­χνά­ρι, το οποίο φέ­ρε­ται στο χέ­ρι ή τί­θε­ται σε λυ­χνο­στά­τη (λύ­χνιον). Στην Οδύσ­σεια (τ, 34) δια­βά­ζου­με: «Τό­τε ο Oδυσ­σέ­ας κι ο γιος του ο ασύ­γκρι­τος τα κο­φτε­ρά κο­ντά­ρια, / τ’ αφα­λω­τά σκου­τά­ρια αρ­πά­ζο­ντας με βιά­ση και τα κρά­νη / τα κου­βα­λού­σαν μπρος τους η Αθη­νά Παλ­λά­δα, ανα­κρα­τώ­ντας / χρυ­σό λυ­χνά­ρι, φως πα­νέ­μορ­φο σκορ­πού­σα, για να φέγ­γουν.» (…χρύ­σε­ον λύ­χνον ἔχου­σα, φά­ος πε­ρι­καλλὲς ἐποί­ει.)