Ήμουν ακόμη νήπιο (1967) όταν σχημάτισα γνώμη για τα κορίτσια. Τότε, που στην ελληνική ύπαιθρο υπήρχε φτώχεια και υποσιτισμός, μας διένεμαν συσσίτιο στο σχολείο. Το «σιτηρέσιο» περιλάμβανε και πλιγούρι (μπλιαγκούρ’ι), που κανείς δεν το συμπαθούσε.
Ήμασταν λοιπόν συγκεντρωμένα όλα τα νήπια, στο σχόλασμα της ημέρας, για το μεσημεριανό γεύμα, σε μια αίθουσα στο σπίτι του Τσέτσκα (απέναντι από τον Καλλιτσοφώντη), και έπρεπε να φάμε όλο το φαΐ μας πριν φύγουμε για τα σπίτια μας. Ο καθένας περνούσε από την πόρτα δείχνοντας την άδεια καραβάνα του. Επειδή δεν μου άρεσε το πλιγούρι, σκαρφίστηκα ένα κόλπο: χωρίς να με βλέπει η νηπιαγωγός, ξεφορτώθηκα κάπου το περιεχόμενο της καραβάνας και περιχαρής πήγα να τη δείξω άδεια στην έξοδο. Όμως, τη στιγμή εκείνη, ένα κορίτσι ήρθε και με «κάρφωσε» στην Κυρία. Άστραψε και βρόντηξε αυτή και με υποχρέωσε εκ νέου να φάω εκείνη την αηδία, πριν φύγω. Για μέρες απορούσα και δεν μπορούσα να καταλάβω το φέρσιμο της συμμαθήτριάς μου και τι λόγους είχε να με προδώσει! Έτσι, για πολύ καιρό (περίπου μια βδομάδα) πίστευα ότι τα κορίτσια είναι εχθροί, κακές και ζαβολιάρες!
Τα πράγματα με τις συμμαθήτριες βελτιώθηκαν κάπως όταν πήγαμε στο Δημοτικό. Μολονότι υπήρχε ένας ανταγωνισμός ανάμεσα στα παιδιά (αγόρια) και στα κορίτσια, μπορώ να πω ότι ήμασταν φίλοι. Τα κορίτσια ήταν πιο συνεπή στο διάβασμά τους, πιο προσεκτικά και πιο ήσυχα, ενώ εμείς περισσότερο ξεσυλλόιαστοι, αφηρημένοι και απείθαρχοι, δύσκολα διαχειρίσιμοι!
Διαφέραμε και ως προς τα παιχνίδια μας. Ενώ εμείς παίζαμε βόλους και γκούι, μακριά γαϊδούρα, το γουρνάρη και είχαμε κι ο καθένας από ένα γκουντρουγκιλάρ’ι, τα κορίτσια έπαιζαν το λάστιχο, δεν περνάς κυρα Μαρία, πουν’ το πουν’ το το δαχτυλίδι, περνά περνά η μέλισσα, το σχοινάκι, κλπ. Τι παράξενα πλάσματα! Δεν ήταν όμως καθόλου παράξενα όταν παίζαμε μαζί στις γειτονιές, το καλοκαίρι μέχρι τα μεσάνυχτα, παιχνίδια όπως κρυφτό, κυνηγητό, την τόπα τα τζιαμίδια, κουτσό, ακόμα και τα μήλα! Σε αυτή την περίπτωση η συνύπαρξή μας ήταν αρμονική, αν και πολλές φορές έπεφτε ξύλο κι από τις δυο πλευρές.
Όσον αφορά το ενδιαφέρον μας προς το άλλο φύλο, αυτό εκδηλωνόταν με κρυφοκοιτάγματα (παίρναμε μάτι) προς το ποθούμενο πρόσωπο και εκ μέρους των κοριτσιών συνήθως με συνωμοτικά χαχανητά μεταξύ τους για κάποιο αγόρι. Φροντίζαμε να μην εκδηλωνόμαστε και πολύ γιατί, έτσι και μας παίρνανε χαμπάρι, θα μας απέδιδαν βαριά κατηγορία, του τύπου: -«Ου Τάκης χαλεύ’ι (θέλει) τν Τασία»! Και φροντίζαμε επίσης να μην κάνουμε μόνοι μας πολύ παρέα με κορίτσια, γιατί η κατηγορία θα ήταν ακόμη πιο βαριά: -«Ουουού, κουρκουτσόπανη»! Δυσκολευόμασταν επίσης να ανιχνεύσουμε την ομορφιά του γυναικείου κορμιού, αφού όλη τη χρονιά στο σχολείο τα κορίτσια φορούσαν σχολική ποδιά και πολλά ρούχα (καλτσοβράκες, φρούστες, κλπ) που κάλυπταν τα πάντα. Τις ημέρες όμως των γυμναστικών επιδείξεων το σώμα απελευθερωνόταν. Η γαλανόλευκη στολή των κοριτσιών είχε πολύ ενδιαφέρον. Όχι για το χρώμα της, αλλά για το σορτσάκι και το μακό μπλουζάκι. Ειδικά για τα κορίτσια των δύο τελευταίων τάξεων το παντελονάκι στρίμωχνε καλοσχηματισμένους ολοστρόγγυλους μηρούς και το μπλουζάκι πρόδιδε αναδυόμενο σφριγηλό και πολλά υποσχόμενο στήθος. Κάναμε και συνασκήσεις με κορίτσια και μπορούσαμε να ρίχνουμε από κοντά κλεφτές ματιές!
Εκτός σχολείου συναντιόμασταν με τις συμμαθήτριες και το απόγευμα στο «Σπίτι του Παιδιού» της Βασιλικής Πρόνοιας. Εκεί μαθαίναμε πολύ «χρήσιμα» πράγματα, από πατριωτικά τραγούδια, παιχνίδια και χορούς, μέχρι και πατριδογνωσία. Μετά από πολλές επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις της αρχηγού Κατίνας και αντίστοιχες δικές μας απαντήσεις, εμπεδώσαμε ότι Βασιλιάς μας είναι ο Κωνσταντίνος και Βασίλισσά μας η Άννα Μαρία. Όμως ποτέ, τουλάχιστον τότε, δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί η Βασίλισσα έχει δυο ονόματα, ενώ όλες οι γυναίκες στο χωριό μόνο ένα! Παρόλα αυτά, ο χώρος εκείνος αποτέλεσε και την είσοδό μας στο μαγικό κόσμο των επιτραπέζιων παιχνιδιών και της τηλεόρασης. Οι πιο αγαπημένες απογευματινές εκπομπές ήταν το Κουκλοθέατρο (ο Μπαρμπαμητούσης με τον Κλούβιο και τη Σουβλίτσα), ο Ταρζάν, το Γουέστερν (Λόουν Ρέιτζερ) και ένα με πειρατές, ο Τζων Σίλβερ.
Με την αποφοίτησή μας από το Δημοτικό τα πράγματα άλλαξαν δραματικά. Περισσότεροι από τους μισούς φίλους και τις φίλες μας δεν θα συνέχιζαν στο Γυμνάσιο. Τα αγόρια θα εντάσσονταν άμεσα στην παραγωγική διαδικασία (γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες ή θα ξενιτεύονταν), ενώ τα κορίτσια θα γίνονταν νοικοκυρές και θα επιδίωκαν ένα γρήγορο «καλοπάντρεμα».
Έτσι, συμμαθήτριές μας τώρα ήταν οι συγχωριανές μας που πηγαίναμε μαζί στα Σέρβια. Εκτός από την πρώτη χρονιά (1974-1975) που νοικιάζαμε σπίτι, τις επόμενες χρονιές και μέχρι την αποφοίτησή μας από το Λύκειο πηγαινοερχόμασταν (όλοι πλην κάποιων εξαιρέσεων που εξακολουθούσαν να νοικιάζουν) με λεωφορείο. Δύο χρονιές με τουριστικό και στη συνέχεια με ΚΤΕΛ. Έτσι, βλέπαμε καθημερινά τα κορίτσια στο λεωφορείο. Κάποιοι μάλιστα κάθονταν δίπλα-δίπλα με κορίτσια και μιλούσαν σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Μη με ρωτάτε ποιοι και ποιες και ούτε τι λέγανε! Μαρτυριάρης δεν θα γίνω και ούτε ξέρω πολλά. Εξάλλου τότε ήμουν λίγο κλειστός τύπος, μην κοιτάτε τώρα που έχω «αλλοτριωθεί»! Πάντως ακούγαμε σε όλη τη διαδρομή και σχεδόν καθημερινά Πουλόπουλο, Νταλάρα, Πάριο και μερικές φορές Καφάση («Γέλα κυρία μου»). Ήταν η εποχή που ενώ εμείς τα αγόρια κοντεύαμε να απογαλακτισθούμε από τη μελέτη των εικονογραφημένων (Μπλεκ, Όμπραξ, Σεραφίνο, κλπ) τα κορίτσια τώρα τα ανακάλυπταν, σε μια πιο εξευγενισμένη μορφή (Μανίνα, Κατερίνα).
Τα κορίτσια τα βλέπαμε και σε άλλες εκδηλώσεις του κοινωνικού βίου. Την Κυριακή, όταν αραδιάζανε με τα καλά τους ρούχα μετά τον εκκλησιασμό ή στη βόλτα. Κάθε απόγευμα Κυριακής γινόταν βόλτα αγοριών και κοριτσιών στον κεντρικό δρόμο και κυρίως από τον Τσιαμτσιό μέχρι πιο κάτω από του Βαλά το σπίτι (στο δρόμο πάνω από το Καυκάκι). Όλο και κάποια πειράγματα έπεφταν εν είδει φλερτ. Και μάλιστα, αν ήθελες να εκδηλώσεις το ενδιαφέρον σου για κάποια, αντί χαιρετισμού, της απηύθυνες το λόγο με την έκφραση:
- «Αλλού, μα Μαρία» και εισέπραττες την απάντηση: -«Αλλού, ρα Γιώρ’ι»! Σήμερα λέγεται λάικ.
Όλη τη δεκαετία του ΄70 επικράτησε ως ανδρικό πρότυπο εκείνο του «μάγκα». Μάγκας ήταν όποιος κάπνιζε, έπινε, τα έσπαγε και έμπλεκε σε καβγάδες. Όλα αυτά ήταν δείγματα ανδρισμού και πιθανόν καταξίωσης απέναντι στα κορίτσια. Αν αυτό είχε θετικό αντίκτυπο στα κορίτσια δεν ξέρω, αλλά υποψιάζομαι πως όχι…Ήταν όμως και μια έκφραση των νταλκάδων που είχαν οι νέοι για το αντικείμενο του πόθου τους, τα κορίτσια. Και από την πλευρά των κοριτσιών; Αυτά απαγορευόταν να έχουν νταλκάδες ή τουλάχιστον να μην το εκφράζουν!
Περί το 1980 εμφανίστηκαν στο χωριό και οι καφετέριες (Δαϊλιάνης, Ζορμπάς, Γκίτσιος). Μέχρι τότε υπήρχαν μόνο καφενεία, όπου σύχναζαν οι άνδρες και ποτέ γυναίκες. Οι γυναίκες δεν πήγαιναν ούτε καν στο μοναδικό ζαχαροπλαστείο, του Καρανίκου του Ανδρέα (νυν μαγαζί του Τζέρυ). Έτσι, τώρα, μπορούσαμε να έρθουμε σε επαφή και να συναναστραφούμε με τις «συμμαθήτριες» και στις καφετέριες. Βέβαια πριν από αυτό υπήρχαν και κάποιοι προνομιούχοι, που συναναστρέφονταν με κορίτσια. Ήταν τα μέλη της ΚΝΕ, που οι σύντροφοι στις μαζώξεις τους συναντούσαν τις συντρόφισσες. Για πολλούς η ΚΝΕ ήταν μια επικίνδυνη και αμαρτωλή οργάνωση! Επικίνδυνη γιατί επιβουλευόταν το καθεστώς και αμαρτωλή γιατί θα κατέλυε τα χρηστά ήθη! Δεν ξέρω ακριβώς, αλλά νομίζω πως δεν... Εκείνο όμως που γνωρίζω καλά είναι ότι οι πρώην κνίτισσες συμμαθήτριές μας είναι τα καλύτερα κορίτσια, πολύ πιο καλά από κάποια ήσυχα, «ηθικά» και σμαζουχτάρκα!
Το 1980 ιδρύσαμε και τον Πολιτιστικό Σύλλογο. Από τις πρώτες μέρες είχαμε την ευκαιρία να συναναστραφούμε και να συνεργαστούμε με τις συμμαθήτριες, καθώς και να ανταλλάξουμε απόψεις, σε πιο ώριμη ηλικία, με αφορμή διάφορες εκδηλώσεις: Θέατρο, χορευτικά, χοροεσπερίδες, συναυλίες, περιοδικό, εκθέσεις, αναβίωση εθίμων, μαθήματα επιμόρφωσης, εθελοντική εργασία. Μέσα από αυτά καλλιεργήθηκαν και εμπεδώθηκαν φιλίες και δεσμοί ζωής ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια.
Όλα τα παραπάνω τα θυμήθηκα σήμερα, Σάββατο του Λαζάρου, που κρατώ στα χέρια μου αυτή τη φωτογραφία του 1979 με τις Λαζαρίνες. Και τα αναφέρω για να δηλώσω πόσο δύσκολο ήταν το περιβάλλον για επικοινωνία μεταξύ ημών και των κοριτσιών, των συμμαθητριών μας υπό την ευρεία έννοια, εκείνη την εποχή, που στερούμασταν των σημερινών μέσων κοινωνικής δικτύωσης και κινητής τηλεφωνίας. Τότε που και ο κοινωνικός περίγυρος ήταν πιο σφικτός, πιο στενός, και σχεδόν απαγορευτικός στην έκφραση ερωτικών συναισθημάτων εκατέρωθεν, που η σύναψη ερωτικού δεσμού ήταν ιδιαίτερα δεσμευτική, κυρίως ως προς την «αποκατάσταση» του κοριτσιού. Καταλαβαίνει κανείς με πόση λαχτάρα περιμέναμε τις ευκαιρίες που μας παρέχονταν για συναντήσεις με το έτερο φύλο.
Το καλοκαίρι του 2015 είχαμε συνάντηση αποφοίτων του Δημοτικού (reunion) για τους γεννηθέντες 1960-1965. Την εμπνεύστηκαν και διοργάνωσαν με ιδιαίτερη επιτυχία οι «αδερφές» Μίχου, Ντίνα και Ζωή. Σε μια μαγική βραδιά ανταμώσαμε συμμαθητές και συμμαθήτριες, θυμηθήκαμε τα παλιά, συζητήσαμε τα προσωπικά μας, τα σχέδια και τις ανησυχίες μας και γλεντήσαμε δεόντως! Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν η θέρμη και αμεσότητα των επαφών μας και ιδιαίτερα η εκτίμηση, η ευγένεια και ο σεβασμός όλων των αγοριών προς τις αδελφές ψυχές, τις συμμαθήτριές μας. Ίσως ήταν μια έμμεση αναγνώριση της ξεχωριστής θέσης που είχαν στις καρδιές μας και στον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραμάτισαν στην εξέλιξή μας από παιδιά μέχρι την ενηλικίωσή μας.
Να είστε καλά αγαπημένες μας συμμαθήτριες! Σε σας οφείλουμε πολλά! Μας ξυπνήσατε ερωτικούς πόθους, μας εμπνεύσατε αισθήματα φιλίας και συντροφικότητας, μας κάνατε να ονειρευτούμε, να ελπίσουμε, να χαρούμε, να λυπηθούμε, να θυμώσουμε και να στεναχωρηθούμε. Όλα καλοδεχούμενα και φυσιολογικά. Προπάντων όμως ήσασταν η αιτία να αισθανθούμε, να νιώσουμε και να συγκινηθούμε! Για όλα αυτά και πολλά ακόμη σας ευχαριστούμε!
Καλό Πάσχα σε όλους!
Στις φωτογραφίες:
Φωτ.1: οι συμμαθήτριες ως Λαζαρίνες. Κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά! Σφρίγος, νιότη και ομορφιά με παραδοσιακή ένδυση! Με τη σειρά, από πάνω αριστερά και προς τα κάτω δεξιά: Στεργιανή Δίγκα, Βασιλική Τσαράβα, Κατερίνα Γεωργανάκη, Καλλιόπη Βέττα, Ολυμπία Τσιοκάνου, Ελένη Κουμαντζιά, Άννα Παπαστέργιου, Βαγγελιώ Παπαχαρισίου (μας άφησε νωρίς), Ντίνα Μίχου, Μαρία Καρανίκου, Σταυρούλα Παπαχαρισίου, Βάγια Βέττα
Φωτ.2: πρόωρα ερωτικά σκιρτήματα στο Λιβαδερό
ΣΗΜ.: O Θανάσης Τσιόκανος, που κατάγεται από Λιβαδερό Κοζάνης, εργάζεται ως Καθηγητής Βιοκινητικής στη ΣΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.