Εκτύπωση

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (4)

Ρωμαιοκρατία - Βυζάντιο - Τουρκοκρατία

(αναδημοσίευση από την έκδοση “Ο Ελληνικός Ορυκτός Πλούτος” του Σ.Μ.Ε.)

Απόδοση από τον Γ. Ι. Συντουκά

Μηχανικό Μεταλλείων - Μεταλλουργό

synd14874.   ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑ.

4.1. Το Ιστορικό Πλαίσιο.

Με τον όρο ρωμαιοκρατία εννοείται η ιστορική περίοδος κατά την οποία ο κυρίως ελλαδικός χώρος είχε υποδουλωθεί στους Ρωμαίους.

Για την ακριβή χρονολόγηση της περιόδου αυτής υπάρχουν διαφορετικές απόψεις, καθώς η υποταγή της Ελλάδας άρχισε με την υποταγή της Μακεδονίας (μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ.), επεκτάθηκε με την υποταγή του νοτιοελλαδικού χώρου (μάχης της Λευκόπετρας το 146 π.Χ.) και γενικεύθηκε με την υποταγή όλων των Ελληνιστικών Κρατών μέχρι το 30 π.Χ. (μετά τη ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ.). Μεγαλύτερη όμως ασυμφωνία υπάρχει σχετικά με την χρονολογία τερματισμού της ρωμαιοκρατίας, καθώς από άλλους ιστορικούς αυτή σχετίζεται με την μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την Ρώμη στο Βυζάντιο (330 μ.Χ.), από άλλους με τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε ανατολικό και δυτικό τμήμα (395 μ.Χ.), από άλλους με την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους (476 μ.Χ.) και από άλλους με ακόμη μεταγενέστερα γεγονότα. Συμβατικά, στο κείμενο αυτό θεωρείται ότι ο όρος ρωμαιοκρατία καλύπτει το διάστημα 146 π.Χ. – 395 μ.Χ., διάρκειας περίπου 550 ετών.

Η Ρώμη, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε στα μέσα του 8ου π.Χ. αιώνα (754 π.Χ.), δηλαδή την εποχή που ο ελληνικός αποικισμός εγκαθίδρυε στην Νότιο Ιταλία και την Σικελία την Μεγάλη Ελλάδα. Η γειτνίαση αυτή έφερε τους Ρωμαίους σε άμεση επαφή με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, από τον οποίο δέχθηκαν ευεργετική επίδραση και χρησιμοποίησαν σε όλη την επόμενη ιστορική διαδρομή τους πολλά από τα στοιχεία του για την οικοδόμηση του δικού τους πολιτισμού. Η επίδραση αυτή συνεχίστηκε και μετά την υποδούλωση της Ελλάδος, και μάλιστα ιδιαίτερα έντονη, όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται σε στίχους του Ρωμαίου ποιητή Οράτιου (65 – 8 π.Χ.) : “GraeciacaptaferumvictoremcepitetartesintulitagrestiLatio”, δηλαδή “η σκλαβωμένη Ελλάδα υπέταξε τους κατακτητές της, εισάγοντας τον πολιτισμό της στο αγροτικό Λάτιο”. Η αίσθηση αυτή σημαντικού τμήματος των Ρωμαίων απέναντι στην υποδουλωμένη Ελλάδα είχε σαν αποτέλεσμα την, σε μερικές περιπτώσεις, ευνοϊκή αντιμετώπιση που επέδειξαν οι κατακτητές προς αυτήν, όπως π.χ. :

-      Η Αθήνα στολίστηκε με νέα, κλασσικής αξίας, έργα, κυρίως από τον αυτοκράτορα Αδριανό και τον φίλο του, από τον Μαραθώνα, Ηρώδη τον Αττικό (101 – 177 μ.Χ.).

-    Ο Μάρκος Αυρήλιος, κατά κύριο λόγο, αναδιοργάνωσε τις φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας, οι οποίες σημείωσαν έτσι νέα περίοδο ακμής, παρατείνοντας για αρκετούς αιώνες, ως το οριστικό κλείσιμό τους από τον Ιουστινιανό το 527 μ.Χ., τον πρωταγωνιστικό ρόλο της πόλης στον στίβο των γραμμάτων και των τεχνών.

-      Διάφοροι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, όπως π.χ. ο Οκταβιανός (63 π.Χ. – 14 μ.Χ.), ο Νέρβας (32 – 98 μ.Χ.), ο Αδριανός (76 – 138 μ.Χ.), ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (86 – 161 μ.Χ.), ο Μάρκος Αυρήλιος (161 – 180 μ.Χ.) κ.α., ευεργέτησαν ελληνικές πόλεις με έργα, απαλλαγές φόρων κ.λ.π.

Δεν ήταν όμως η παραπάνω εικόνα ο κανόνας της συμπεριφοράς των Ρωμαίων απέναντι στην Ελλάδα. Κατά βάση τη μεταχειρίστηκαν με βαναυσότητα, ίσως όχι όσο άλλες υποταγμένες χώρες, όπως φαίνεται και από τα λίγα, αλλά χαρακτηριστικά, παρακάτω παραδείγματα :

-    Μετά την κατάλυση του Μακεδονικού βασιλείου, το 168 π.Χ., κατέστρεψαν για λόγους εκδίκησης 70 πόλεις της Ηπείρου και πούλησαν σαν δούλους δεκάδες χιλιάδες Ηπειρώτες. Όμοια, μετά την υποδούλωση της νότιας Ελλάδας, το 146 π.Χ., οι λεγεώνες του Μόμμιου κατέστρεψαν ολοκληρωτικά την Κόρινθο.

-      Το 87 π.Χ., ο Σύλλας σύλησε κυριολεκτικά την Αθήνα και τον Πειραιά και κατάσφαξε πολλούς κατοίκους τους.

-     Το 57 π.Χ. ο ανθύπατος Γ. Καλπούρνιος Πίσσων, σύμφωνα με κατηγορητήριο του Κικέρωνα “παρέδωσε τη Μακεδονία στη λεηλασία των Θρακών και των Δαρδάνων, λήστεψε τους Θεσσαλούς, επέβαλε νέο ετήσιο φόρο στους Αχαιούς (δηλαδή τους Πανέλληνες) και κατέκλεψε τα ιερά, τα αγάλματα, τους πίνακες και τα έργα τέχνης, εκμεταλλεύθηκε και ταπείνωσε την Αθήνα, την Απολλωνία και την Αμβρακία, συνέθλιψε την Ήπειρο, τη Λοκρίδα και τη Φωκίδα, κατέστρεψε την Αιτωλία και ξεπάτρισε τους Δόλοπες και τους γειτονικούς τους λαούς”.

-     Οι αρπαγές των καλλιτεχνικών θησαυρών της Ελλάδας ήταν συχνό φαινόμενο. Έτσι, ο Νέρωνας, που είχε ανακηρυχτεί “φίλος” και “ευεργέτης” της Ελλάδας, μόνο από τους Δελφούς άρπαξε περίπου 500 αγάλματα για να στολίσει μ’ αυτά τα ανάκτορά του.

Σε κάθε χώρα που οι Ρωμαίοι καταλάμβαναν, προχωρούσαν στην κρατικοποίηση των πλουσιότερων οικονομικών πηγών. Τα μεταλλεία, τα δάση, τα λιβάδια, τα βασιλικά ή άλλα δημόσια κτήματα και οι παραγωγικότερες εκτάσεις γης κρατικοποιούνταν και στα πιο επίκαιρα σημεία κάθε χώρας εγκαθιδρύονταν ή, όπου υπήρχαν, οργανώνονταν κατά το ρωμαϊκό σύστημα εμπορικά κέντρα και σταθμοί. Για την καλύτερη εκμετάλλευση όλων αυτών, προτιμούνταν οι Ρωμαίοι πολίτες, που γι’ αυτό τον σκοπό ακολουθούσαν κατά στίφη τις λεγεώνες και εγκαθιστούνταν στις χώρες που καταλαμβάνονταν. Μετά τους Ρωμαίους άποικους, προτιμούνταν οι ντόπιοι φίλοι και συνεργάτες των κατακτητών, οι οποίοι στελέχωναν και όλο το σύστημα των τοπικών “αυτοδιοικήσεων”.

Για την απομύζηση του μόχθου των υπόδουλων λαών, οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν την άμεση φορολογία και την τοκογλυφία (τραπεζική και ιδιωτική), που μετέτρεπαν σε κολλήγους των Ρωμαίων όχι μόνο τους αγρότες, αλλά και όλους τους άλλους επιχειρηματίες. Επί της Αυτοκρατορικής εποχής μάλιστα (μετά το 27 μ.Χ.), επιβλήθηκε το ρωμαϊκό νόμισμα σε όλες τις κατεχόμενες χώρες.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η δραστηριότητα των υποδουλωμένων Ελλήνων περιορίσθηκε αισθητά. Η παρακμή των ελληνικών πόλεων, που είχε εγκαινιασθεί με τον Πελοποννησιακό πόλεμο και είχε γίνει εντονότερη με τους εμφύλιους της ελληνιστικής εποχής, τώρα επιτάχυνε τον ρυθμό της. Οι περισσότερες από τις πόλεις, που τις προηγούμενες εποχές είχαν γνωρίσει δόξα και ακμή, τώρα πέφτουν σε μαρασμό και αφάνεια. Και όσες διασώζονται, ακολουθούν πολιτική κάθε άλλο παρά σύμφωνη με το κλασσικό ελληνικό πνεύμα. Έτσι π.χ., η Αθήνα κολακεύει δουλικά τους κάθε φορά ισχυρούς της Ρώμης, φτάνοντας στο σημείο να αρραβωνιάσει τον Αντώνιο με την Παρθένο Αθηνά (του υποσχέθηκε μάλιστα και προίκα 1.000 τάλαντα) και να θεοποιήσει Ρωμαίους αυτοκράτορες. Από την άλλη, όλες σχεδόν οι τότε ελληνικές πόλεις οργάνωσαν από κοινού μουσικούς αγώνες στην Κόρινθο το 67 μ.Χ., όπου στεφάνωσαν τον Νέρωνα με 75 νικητήρια στεφάνια. Από παρόμοιες συλλογικές, αλλά και ατομικές συμπεριφορές, χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα από πλήθος Λατίνων συγγραφέων, από την εποχή του Κικέρωνα μέχρι σχεδόν τον 4ο μ.Χ. αιώνα ο υποτιμητικός χαρακτηρισμός “Γραικύλος” (Graeculus, υποκοριστικό του εθνικού χαρακτηρισμού Graecus) με την έννοια του αργόσχολου, κόλακα της εξουσίας, νωθρού, ράθυμου, φλύαρου και απρεπή.

Λίγες πόλεις ήταν αυτές που κατάφεραν κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής να σταθούν στα πόδια τους, σημειώνοντας κάποια σχετική ακμή. Η Αθήνα, όπως αναφέρθηκε, που εξακολουθούσε να έχει τα χαρακτηριστικά ενός πνευματικού κέντρου, χάρη στις φιλοσοφικές της σχολές. Η Κόρινθος, σαν εμπορικό κέντρο, έδρα των Ισθμίων και τόπος διαμονής του Ρωμαίου ανθύπατου. Το Άργος, σαν πρωτεύουσα του κοινού των Αχαιών, δηλαδή του συνόλου των τότε Ελλήνων. Η Πάτρα, σαν κύριο λιμάνι του διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας. Η Νικόπολη, που ευνοήθηκε πολύ από τον Οκταβιανό, σαν εμπορικό κέντρο όπου συγκεντρώθηκε όλη η δραστηριότητα των αιτωλικών πόλεων και των γύρω περιοχών. Η Θεσσαλονίκη και οι Φίλιπποι, σαν μεγάλοι σταθμοί του εμπορίου που διεξαγόταν μέσω της Εγνατίας Οδού. Η Δήλος, που αναδείχθηκε σε μεγάλο δουλεμπορικό κέντρο. Η Ρόδος, που χάρη στα ναυτεμπόριό της, διατήρησε και κάποια ανεξαρτησία –υπό τη μορφή της συμμαχίας με την Ρώμη- ως τα μέσα περίπου του 1ου μ.Χ. αιώνα. Η Κύπρος με τον χαλκό της και η Λέσβος σαν εμπορικό κέντρο.

Όλες οι άλλες ελληνικές πόλεις συνέχισαν την παρακμή τους. Η Σπάρτη έφθινε με την ανάμνηση των αρχαίων μεγαλείων της, η Μεγαλόπολη ερημώθηκε, ο Πειραιάς κατάντησε μικροσυνοικισμός ναυτικών και ψαράδων, η Θήβα μόλις κρατιόταν στη ζωή και στην Πέλλα οι άνεμοι και οι μπόρες κάλυπταν με σκόνες και χώματα τα ερείπιά της. Ο Στράβων γράφει χαρακτηριστικά πως, κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, οι άλλοτε πολυάνθρωπες χώρες της Λοκρίδας, της Αιτωλίας, της Ακαρνανίας και της Ηπείρου είναι σχεδόν έρημες. Πως η Θήβα κατάντησε μικρό χωριό. Πως η Μεγαλόπολη, που είχε συνοικισθεί από 38 αρκαδικές πόλεις, είχε γίνει ερημιά. Πως από τις 100 πόλεις και χωριά της Λακωνίας, σώζονταν μόλις 30. Πως και η Αθήνα φυτοζωούσε από τις δωρεές των αυτοκρατόρων και των φιλελλήνων. Επίσης, ο Δίων ο Χρυσόστομος ομιλεί με ανησυχία για την έρημε Θεσσαλία, την ακατοίκητη Αρκαδία, τη βουβή πια Σικελία, και δίνει παραστατικότατα την εικόνα ερημιάς που παρουσιάζει η Εύβοια, γράφοντας ότι στο νησί με τις νεκρές πια πόλεις, τα αγάλματα των θεών και των ηρώων κείτονται θαμμένα στα αγριόχορτα και τα κοπάδια περιπλανούνται ανάμεσα στα αρχαία κτίρια, που θυμίζουν το χαμένο πια μεγαλείο της Ελλάδας.

4.2. Η Μεταλλευτική Δραστηριότητα.

Ο μεταλλευτικός πλούτος (μεταλλεία, λατομεία κ.λ.π.) όλων των χωρών που οι Ρωμαίοι καταλάμβαναν, περιέρχονταν στην κυριότητα του Ρωμαϊκού κράτους, το οποίο στη συνέχεια μίσθωνε την εκμετάλλευσή του σε ιδιώτες, κυρίως Ρωμαίους πολίτες. Το ίδιο καθεστώς ίσχυσε και για τα ελληνικά μεταλλεία, αν και η κατάσταση σ’ αυτά ήταν ήδη άσχημη. Τα μεταλλεία του Λαυρίου είχαν από καιρό πάψει να λειτουργούν, καθώς είχε εξαντληθεί το τμήμα του κοιτάσματος που ήταν δυνατόν να εξορυχθεί (η εξόρυξη είχε φτάσει στη στάθμη της θάλασσας και με τα μέσα άντλησης των νερών της εποχής εκείνης δεν ήταν δυνατόν να προχωρήσει βαθύτερα. Η δραστηριότητα στο Λαύριο είχε περιορισθεί στην εκκαμίνευση σκουριών παλαιότερων εκμεταλλεύσεων, που περιείχαν ακόμη αξιόλογο ποσοστό μετάλλου. Έτσι, δίπλα στα πλούσια μεταλλεία αργύρου της Δύσης και Ανατολής που βρίσκονταν πια υπό την κατοχή των Ρωμαίων, τα φτωχά πια μεταλλεία του Λαυρίου δεν παρουσίαζαν οικονομικό ενδιαφέρον γι’ αυτούς και τα άφησαν στην κατάσταση της αργίας, όπου είχαν ήδη περιπέσει.

Τα μεταλλεία του Παγγαίου αντίθετα, είχαν ακόμη περιθώρια εκμετάλλευσης. Η δεκαμελής όμως συγκλητική επιτροπή, που συνήλθε την άνοιξη του 167 π.Χ. στην Αμφίπολη, για να καθορίσει την τύχη του Μακεδονικού βασιλείου μετά την ήττα του Περσέα στην Πύδνα (168 π.Χ.), απαγόρευσε την εξόρυξη χρυσού και αργύρου στα μεταλλεία της Μακεδονίας, επιτρέποντας μόνο την εκμετάλλευση χαλκού και σιδήρου. Το μέτρο αυτό ήταν ένα μόνο από τα πολλά που η συγκεκριμένη επιτροπή αποφάσισε για την τύχη της Μακεδονίας, στα πλαίσια της πολιτικής “διαίρει και βασίλευε” που το Ρωμαϊκό Κράτος εφάρμοζε τότε στις κατακτημένες περιοχές. Άλλα μέτρα που αποφασίστηκαν από την ίδια επιτροπή και είχαν να κάνουν με την αποδυνάμωση της Μακεδονίας, ήταν η διαίρεσή της σε τέσσερα κρατίδια (“μερίδες”) και η απαγόρευση της υλοτομίας των μακεδονικών δασών, που η ξυλείας τους, σαν άριστης ποιότητας για ναυπηγική χρήση, ήταν τότε περιζήτητη στην Ανατολική Μεσόγειο, αποτελώντας σημαντικό οικονομικό πόρο για τους Μακεδόνες. Όμως, το 158 π.Χ., η Ρωμαϊκή Σύγκλητος, πιεζόμενη από την οικονομική εξαθλίωση των Μακεδόνων, που εγκυμονούσε κινδύνους εξέγερσης κατά της Ρωμαϊκής κατοχής, αναγκάσθηκε να επιτρέψει την επαναλειτουργία των μακεδονικών μεταλλείων. Οι Μακεδόνες τότε άρχισαν να ανασαίνουν οικονομικά, και τα τρία τουλάχιστον από τα τέσσερα κρατίδια έκοψαν και δικά τους νομίσματα, που μεγάλος αριθμός τους, αργυρά μόνο, έχουν βρεθεί.

Ανάλογη υπήρξε και η τύχη των άλλων μεταλλείων στην Ελλάδα. Εκτός από τα μεταλλεία του Παγγαίου και της Κύπρου, όλη η υπόλοιπη μεταλλευτική δραστηριότητα περιήλθε σε αδράνεια. Αυτό οφείλεται στους εξής, κατά βάση, λόγους :

-      Στην χαμηλή πια ποιότητα των τότε γνωστών μεταλλείων, μετά από πολλά χρόνια έντονης μεταλλευτικής δραστηριότητας.

-      Στον γενικότερο μαρασμό που την εποχή αυτή παρατηρήθηκε σε κάθε δραστηριότητα στον ελλαδικό χώρο.

-      Στην πολιτική της Ρώμης να καλύπτει τις ανάγκες της σε μέταλλα βασιζόμενη στα πλούσια μεταλλευτικά κέντρα, της Ανατολής κυρίως.

Η παραπάνω αδράνεια στην μεταλλευτική δραστηριότητα είχε σαν αποτέλεσμα και την στασιμότητα στην ανάπτυξη της τεχνικής εξόρυξης. Έτσι, δεν παρατηρείται καμιά βελτίωση στον τομέα αυτό κατά τη διάρκεια της περιόδου, και όσα μεταλλεία τυχόν λειτουργούν συνεχίζουν να εφαρμόζουν την αρχαιοελληνική μέθοδο, που εκτεταμένα έχει περιγραφεί σε προηγούμενο κεφάλαιο.

Η εικόνα όμως των λατομείων του ελλαδικού χώρου ήταν τελείως διαφορετική. Αυτά γνωρίζουν περίοδο ανάπτυξης, καθώς τα λατομικά προϊόντα (μάρμαρα, γρανίτες, ασβεστόλιθοι, τραχείτης κ.α.), που χρειάζονται η γλυπτική, η αρχιτεκτονική, και οι άλλες τέχνες, και σε αφθονία βρίσκονται στον ελλαδικό χώρο και ασυναγώνιστα σε ποιότητα είναι. Η κατανάλωσή τους βρίσκεται σε αρκετά υψηλά επίπεδα, καθώς διάφοροι Ρωμαίοι αυτοκράτορες και άλλες προσωπικότητες φιλοδοξούν να στολίσουν την Αθήνα, κυρίως, με μεγάλα έργα και ανοικοδομούν ή χτίζουν νέες πόλεις. Από την άλλη, και διάφοροι ιδιώτες, όπως π.χ. οι Ρωμαίοι που εγκαθίστανται στην Ελλάδα είτε σαν αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας, είτε για να εκμεταλλευτούν τις πλουτοπαραγωγικές της πηγές (δάση, αγροκτήματα κ.λ.π.), χτίζουν μεγαλόπρεπες και καλλιτεχνικά στολισμένες κατοικίες. Το ίδιο κάνουν και πολλοί Έλληνες, που είτε προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους κατακτητές, είτε αποκτούν μεγάλα πλούτη μέσω της οικονομικής δραστηριότητάς τους και συναγωνίζονται τους Ρωμαίους στην πολυτέλεια. Οι τελευταίοι συχνά χτίζουν και δημόσια έργα, όπως ο σύγχρονος και φίλος του αυτοκράτορα Αδριανού Ηρώδης ο Αττικός (101 – 177 μ.Χ.), ο οποίος αναδείχθηκε σε μεγάλο ευεργέτη της Αθήνας και άλλων πόλεων. Έτσι, τα ελληνικά λατομεία μαρμάρου (προπάντων της Πεντέλης), αλλά και των άλλων οικοδομικών υλικών, συνεχίζουν και κατά την εποχή της ρωμαιοκρατίας να βρίσκονται υπό εκμετάλλευση και να γνωρίζουν κάποια οικονομική άνθιση.

4.3. Η Μεταλλοτεχνία στη Ρωμαιοκρατία.

Οι Ρωμαίοι, αξιοποιώντας στο έπακρο την πείρα που αποκτούσαν κατά τις επαφές τους (εμπορικές κυρίως) με τους Φοίνικες και τους Έλληνες ήδη από τα τέλη του 80υ π.Χ. αιώνα, αναπτύσσουν αξιόλογη οικονομία, με καλά οργανωμένο εμπόριο και ακμάζουσες επαγγελματικές συντεχνίες.

Από τον 4ο π.Χ. αιώνα, η εξέλιξη της Ρώμης παίρνει γοργό ρυθμό, που γρήγορα την αναδείχνει σε μεγάλο βιοτεχνικό κέντρο της Δυτικής Μεσογείου. Αυτός ο ρυθμός συνεχίζεται και κατά την κοσμοκρατορία της, με αποτέλεσμα, ως τις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα, οι περισσότερες βιοτεχνίες της, που πριν αποτελούσαν προέκταση της οικιακής οικονομίας, να έχουν μετατραπεί σε πολύβοα εργαστήρια, και οι συντεχνίες των χρυσοχόων, των κεραμουργών, και των σκυτοτόμων (οι κατασκευαστές δερμάτινων ειδών) να έχουν οργανωθεί καλύτερα, αποκτώντας και σημαντική πολιτική δύναμη.

Έτσι, την εποχή της αυτοκρατορίας, που συμπίπτει με την ρωμαιοκρατία στον ελλαδικό χώρο, η Ρώμη αποτελεί το μεγαλύτερο πολιτισμικό κέντρο του τότε κόσμου. Τα γράμματα και οι τέχνες γνωρίζουν τη μεγαλύτερη ακμή τους επί αυτοκρατορίας του Οκταβιανού (27 π.Χ – 14 μ.Χ), που θεωρείται “χρυσούς αιώνας” της Ρώμης, όπως η περίοδος διακυβέρνησης της Αθήνας από τον Περικλή. Η ακμή αυτή στηρίχθηκε σε αντίστοιχες εξελίξεις και όλων των βιοτεχνικών κλάδων της μεταλλοτεχνίας, που οι τεχνικές κατακτήσεις τους μεταφέρονταν από και προς τις υπόδουλες χώρες με το εμπόριο και με τους επιχειρηματίες και τους τεχνικούς που εγκαθιστούνταν σ’ αυτές. Γενικά η βιοτεχνία, μαζί και η μεταλλοτεχνία, γνώρισε στη Ρώμη μεγάλη ανάπτυξη. Όχι μόνο γιατί τα προϊόντα της αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του ρωμαϊκού εξαγωγικού εμπορίου, αλλά και γιατί οι φορείς της, οργανωμένοι σε συντεχνίες, είχαν αποκτήσει σημαντική πολιτική δύναμη, που πάντα επέβαλε την προσοχή της Πολιτείας στα προβλήματα της τάξης τους.

Η κατάσταση στην Ελλάδα όμως ήταν την περίοδο αυτή εντελώς διαφορετική. Υπό τις συνθήκες της ρωμαϊκής κατοχής, που έχουν περιγραφεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, η μεταλλοτεχνία στην Ελλάδα δεν μπόρεσε να ανακάμψει από την πορεία της παρακμής. Οι λόγοι είναι αρκετοί. Κατά πρώτον, η “βιομηχανία” του Λαυρίου και τα πολύφερνα μεταλλεία του Παγγαίου, όπως και όλης της χώρας, είχαν πέσει στην αφάνεια, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ντόπια πρώτη ύλη για της ανάγκες της μεταλλοτεχνίας. Έπειτα, οι κατακτητές απαγόρευσαν, σχεδόν ολότελα, τη λειτουργία σε μερικούς κλάδους της (νομισματοκοπία, οπλοποιία) και επέβαλαν, με τη συμπεριφορά τους, τον μαρασμό στους υπόλοιπους. Τέλος, η ελευθερία στην οικονομία και στις διακινήσεις προς τις χώρες της απέραντης αυτοκρατορίας εξακολούθησαν να αποδυναμώνουν το σύνολο της ελλαδικής βιοτεχνίας, που πολλές της δυνάμεις απορροφούσε ήδη η ίδια η Ρώμη.

Όλα αυτά δημιούργησαν στην κυρίως Ελλάδα συνθήκες δυσμενείς για όλους τους κλάδους της μεταλλοτεχνίας. Έτσι :

-     Η νομισματοκοπία γνώρισε κάθετη παρακμή, καθώς οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες επέβαλαν το δικό τους νόμισμα σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, επιτρέποντας μόνο σε μερικές πόλεις να κόβουν χάλκινα νομίσματα τοπικής χρήσης. Έτσι, από το 27 π.Χ. ως το 284 μ.Χ. στην Ελλάδα κόπηκαν τα λεγόμενα “αυτοκρατορικά ελληνικά”, που χρησιμοποιούνταν μόνο στις πόλεις κοπής τους και που στη μια τους όψη εικόνιζαν τον αυτοκράτορα της εποχής.

-      Η οπλοποιία περιορίστηκε μόνο στην κατασκευή ατομικών και μικρής δυναμικότητας όπλων, για τον εξοπλισμό μόνο των δυνάμεων των τοπικών ασφαλειών.

-      Η κοσμηματοποιία εξακολουθούσε να γνωρίζει μια σχετική ακμή στις πόλεις που ευδοκιμούσαν, αντιγράφοντας, βασικά, την κοσμηματοποιία της αρχαιοελληνικής περιόδου, αλλά και δεχόμενη επιδράσεις από τα σύγχρονά της ρεύματα.

-      Η ανδριαντοποιία μαρμάρου και χαλκού γνώρισε κι αυτή μια σχετική ακμή, καθώς η ματαιοδοξία των Ρωμαίων αυτοκρατόρων εύρισκε μιμητές και στους άλλους αξιωματούχους της Ρώμης, όπως και στους άποικους πολίτες της που πλούτιζαν.

-      Η σιδηρουργία συνέχισε να εξυπηρετεί τις ανάγκες σε εργαλεία και λοιπές σιδηροκατασκευές σε όλη την Ελλάδα. Δέχθηκε όμως κι αυτή την πίεση της γενικής παρακμής της μεταλλοτεχνίας, και της βιοτεχνίας γενικότερα, που γνώρισε η χώρα.

Η παρακμή της ελληνικής μεταλλείας και μεταλλοτεχνίας άρχισε να γνωρίζει ανάκαμψη με τη μεταφορά της ρωμαϊκής πρωτεύουσας στο Βυζάντιο από τον Μ. Κωνσταντίνο (330 μ.Χ.). Η νέα πρωτεύουσα, για να αποκτήσει ουσιαστικό κύρος, έπρεπε να οργανώσει, κοντά στα άλλα, και βιοτεχνία, που να μπορεί να συναγωνιστεί τη βιοτεχνία της Ρώμης. Για τη στελέχωσή της βασίστηκε στον ντόπιο πληθυσμό, που ήταν ελληνικής καταγωγής, αλλά και στον κατά κύριο λόγο ελληνικής καταγωγής πληθυσμό που αποφάσισε να εγκατασταθεί στη νέα πόλη, επιδιώκοντας οφέλη από την ραγδαία αναπτυσσόμενη οικονομική της ζωή.

5.   ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Το Βυζαντινό Κράτος προήλθε από την διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (το 395 μ.Χ.) σε Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος και Ανατολικό, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρξει στην αρχή πλήρης επίδραση των θεσμών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (νομοθεσία, διοίκηση κ.λ.π.) στους αντίστοιχους θεσμούς του Βυζαντίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι για διάστημα περίπου δύο αιώνων μετά την διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε Δυτικό και Ανατολικό Κράτος, η επίσημη γλώσσα του Ανατολικού Κράτους εξακολουθούσε να είναι η λατινική. Με την πάροδο όμως του χρόνου και κάτω από την πίεση της ανάγκης να διοικηθεί πλήθος λαών, η πλειοψηφία των οποίων ήταν ελληνόγλωσσοι, το κράτος αυτό σταδιακά εξελληνίσθηκε και το ελληνικό πνεύμα εξαπλώθηκε στο σύνολο των θεσμών της νέας Αυτοκρατορίας.

Σαν αποτέλεσμα του παραπάνω, στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία εξακολούθησε να εφαρμόζεται η ρωμαϊκή πρακτική σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του μεταλλευτικού πλούτου. Ο αυτοκράτορας είναι ο, κατά κύριο λόγο, ιδιοκτήτης των μεταλλείων και ένα τμήμα τους το παραχωρούσε στους αξιωματούχους της Αυλής, τους στρατιωτικούς που διέπρεψαν στους πολέμους, ή σ’ εκείνους που τον βοήθησαν να αναρριχηθεί στον θρόνο. Υπήρξε όμως, κατά την βυζαντινή περίοδο, και περιορισμένη ιδιωτική κτήση μεταλλείων, παρ’ όλο που το κράτος, και ο ίδιος ο αυτοκράτορας προσωπικά, προσπαθούσαν να αποτρέψουν την επέκταση της ιδιωτικής κυριαρχίας πάνω στα μεταλλεία προς όφελός τους. Την πρώτη αναφορά στη βυζαντινή νομοθεσία σχετικά με τα ιδιωτικά μεταλλεία τη συναντούμε στους “Πανδέκτες”, που εκδόθηκαν το έτος 533 μ.Χ. Το βυζαντινό δημόσιο όμως, μετά την πληρωμή από τον ιδιώτη των δικαιωμάτων του Δημοσίου, διατηρούσε το δικαίωμα αγοράς του συνόλου των παραγομένων μετάλλων, ώστε να έχει το αποκλειστικό μονοπώλιο του εμπορίου τους.

Τα μεταλλεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν πολυάριθμα. Υπήρχαν μεταλλεία χρυσού στη Δακία (σημερινή Ρουμανία), τον Πόντο, τη Θράκη, τη Δαλματία και την Αίγυπτο. Αργύρου στην Τρανσυλβανία και κυρίως στον Πόντο. Χαλκού στην Κύπρο και τη Δαλματία. Σιδήρου στη Βοσνία. Μολύβδου στην Καππαδοκία. Λατομεία μαρμάρου στην Αττική και την Πάρο. Ορυχεία θείου στα νησιά του Αιγαίου και Στυπτηρίας Γης στην Κύπρο, την Μακεδονία και την Αρμενία.

Η εργασία στα μεταλλεία της αυτοκρατορίας ήταν και στη βυζαντινή περίοδο το ίδιο σκληρή όπως και στην αρχαιοελληνική και τη ρωμαϊκή. Στα μεταλλεία εργάζονταν κατάδικοι για να εκτίσουν την ποινή τους σε μικρότερο διάστημα, ενώ άλλοι καταδικάζονταν ειδικά σε εργασία σ’ αυτά, “εμεταλλίζοντο” κατά τη βυζαντινή έκφραση. Πολλά αδικήματα επέσυραν σαν ποινή την εργασία στα μεταλλεία, όπως π.χ. η ζωοκλοπή. Το περισσότερο προσωπικό των μεταλλείων όμως εξακολουθούσε να αποτελείται από δούλους, που το εμπόριό τους διεξαγόταν ελεύθερα σε όλη την αυτοκρατορία, καθώς και από χρεωκοπημένους αγρότες, από χρεωμένους στους τοκογλύφους κ.α. Οι δουλοπάροικοι, που στο Βυζάντιο λέγονταν “πάροικοι” και δεν είχαν δικαίωμα να απομακρυνθούν από τα κτήματα των μεγαλοκτηματιών, στέλνονταν συχνά για τιμωρία στα μεταλλεία, όταν π.χ. έδειχναν αδιαφορία για τις αγροτικές εργασίες, ή δραπέτευαν για να αποφύγουν τις σκληρές συνθήκες της δουλοπαροικίας.

Χαρακτηριστικό της διαχείρισης του μεταλλευτικού πλούτου της αυτοκρατορίας από την Βυζαντινή Διοίκηση, κυρίως τους διαχειριστές και οικονόμους του αυτοκράτορα, είναι ότι δεν φρόντιζε για την άριστη αξιοποίησή του. Πάντα έθετε βραχυχρόνιους στόχους για την εξασφάλιση χρυσού, κυρίως, για τα ανάκτορα, τους αυλικούς και τους πολυπληθείς αξιωματούχους της αυτοκρατορίας και ελάχιστα ενδιαφερόταν για την αξιοποίηση του μεταλλευτικού πλούτου για την ανάπτυξη και σταθεροποίηση της βυζαντινής οικονομίας. Αυτό αποτελεί εν μέρει απόρροια του εξαιρετικά συγκεντρωτικού συστήματος διοίκησης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της πολύ μεγάλης σημασίας που είχε η Κωνσταντινούπολη γι’ αυτή. Η Κωνσταντινούπολη ήταν το μεγάλο εμπορικό και διαμετακομιστικό κέντρο μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Εκεί συνέρεε χρυσός και άργυρος από τις χώρες της Δύσης για την πληρωμή των αγαθών που έρχονταν από την Ανατολή. Εκεί έτρεχαν οι μεγάλοι άρχοντες και γαιοκτήμονες της αυτοκρατορίας και των άλλων χωρών για να αφήσουν το χρυσό τους και να απολαύσουν τη χλιδή που προσέφερε. Εκεί συγκεντρώνονταν οι φόροι από όλες τις περιοχές της αυτοκρατορίας. Όλα τα παραπάνω είχαν σαν αποτέλεσμα να μειώνεται η σημασία της παραγωγής χρυσού και αργύρου, για να περιορισθούμε μόνο στα δύο αυτά πολύτιμα μέταλλα, από τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της ίδιας της αυτοκρατορίας. Είναι χαρακτηριστικός του ρόλου που έπαιζε η Κωνσταντινούπολη στο σύνολο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο υπολογισμός του Κ. Παπαρρηγόπουλου, που ανεβάζει τα δημόσια έσοδα της αυτοκρατορίας σε 600 και πάνω εκατομμύρια χρυσά φράγκα, από τα οποία τα μισά ξοδεύονταν για τις ανάγκες της Κωνσταντινούπολης.

Την παραπάνω αδιαφορία και αδυναμία του στην οργάνωση της παραγωγής των μεταλλείων, αλλά και των υπόλοιπων τμημάτων της οικονομίας του, το Βυζαντινό Κράτος την πλήρωσε τελικά πολύ σκληρά. Δεν κατόρθωσε η μεγάλη αυτή πολιτική και στρατιωτική δύναμη να χρησιμοποιήσει τον τεράστιο ορυκτό πλούτο, που η γη έθετε στη διάθεσή της απλόχερα, για την ανάπτυξη της οικονομίας της. Όταν πλησίασε το τέλος, η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν παρά μια πόλη χωρίς περίγυρο, χωρίς ενδοχώρα, μια πόλη απομονωμένη από τον υπόλοιπο κορμό της άλλοτε μεγάλης αυτοκρατορίας, μια πόλη που ο βρόγχος έσφιγγε ολοένα γύρω από τον λαιμό της για να την πνίξει τελειωτικά. Είναι χαρακτηριστική και διαχρονική η αναφορά του ιταλικού ιστορικού CorradoBarbagalloστην περίφημη μελέτη του “Τα αίτια της πτώσεως της αρχαίας Ελλάδας” : “Τυχερός είναι εκείνος ο λαός, που έλυσε το πρόβλημα της παραγωγής με τον καλύτερο τρόπο, γιατί έτσι θα μπορέσει να διατηρήσει την κοινωνική του ύπαρξη, θ’ αποκτήσει τη δύναμη να ξεφύγει απ’ όλους τους τρομερούς κινδύνους σώος και αβλαβής, κινδύνους που συχνά παρουσιάζονται στον δρόμο των εθνών, θα βρει το δρόμο να νικήσει τις δυσκολίες και να ξεπεράσει τα εμπόδια. Αντίθετα, η κοινωνία που δεν θα φροντίσει διόλου για το πρόβλημα της παραγωγής της, δεν θα μπορέσει να αποφύγει την εξαφάνισή της, βαδίζοντας γοργά προς την κατάπτωση ή την τέλεια καταστροφή της, όσο ευγενικά και υψηλά κι αν είναι τα ιδανικά της πλειοψηφίας ή της αφρόκρεμάς της”.

Ένας δυναμικός, αλλά άγριος και βάρβαρος κόσμος κατέλαβε τη θέση αυτής της αυτοκρατορίας, ύστερα από τη χιλιόχρονη ταραχώδη ζωή της. Οι Τούρκοι, που με τον φανατισμό του νεοφώτιστου, άπλωναν την κυριαρχία τους ως την καρδιά της Κεντρικής Ευρώπης, πάνω σε εκατομμύρια χριστιανικούς, και άλλους λαούς, με πολιτισμό πολύ ανώτερο από τον δικό τους. Ήταν το τέλος ενός μεγάλου Κράτους, που δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα που η φύση του πρόσφερε άφθονα.

6.   ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ.

Υπό τον όρο αυτό προσδιορίζεται για τον ελλαδικό χώρο το διάστημα από την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους (1453 μ.Χ.) μέχρι την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης (1821 μ.Χ.). Κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής σε θέματα που σχετίζονται με την μεταλλευτική δραστηριότητα, αλλά και γενικότερα, είναι η υιοθέτηση εκ μέρους των Οθωμανών των βασικών θεσμών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και η συνέχιση της εφαρμογής τους, μετά την κατάλληλη προσαρμογή βέβαια στις νέες συνθήκες.

6.1. Η Μεταλλευτική Δραστηριότητα.

Σε όλη την έκταση της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρχαν σε λειτουργία σημαντικά μεταλλεία, που όμως η εκμετάλλευσή τους δεν ήταν ικανοποιητική και δεν επεκτείνονταν στην αξιοποίηση όλων των μετάλλων που περιέχονταν στα μεταλλεύματα. Αυτό δεν οφείλονταν στην έλλειψη κατάλληλων μέσων ή στην άγνοια των μεθόδων εξόρυξης των μεταλλευμάτων και εξαγωγής των μετάλλων από αυτά. Ο κύριος λόγος για την ληστρική εκμετάλλευση των μεταλλείων που γινόταν προερχόταν από την αντίληψη που διακατείχε την κεντρική κυβέρνηση, δηλαδή τον σουλτάνο. Κύριο μέλημα του τελευταίου ήταν η εξασφάλιση, με κάθε μέσο, των τεράστιων δαπανών του παλατιού, του ίδιου του σουλτάνου, των αξιωματούχων, των γενίτσαρων, των χαρεμιών, των πολεμικών επιχειρήσεων, των δώρων προς τους μαχητές ή τους άνδρες των πολυπληθών συνομωσιών, στάσεων και δολοφονιών. Τα άλλα προβλήματα της αυτοκρατορίας (κοινωνική και οικονομική πολιτική, οδοποιία, στέγαση, βελτίωση των συνθηκών εργασία και ζωής κ.λ.π.) ήταν θέματα για τα οποία οι θεσμοί δεν έδειχναν την παραμικρή μέριμνα. Κανείς κρατικός προϋπολογισμός δεν υπήρχε μέχρι περίπου το 1700, και μόλις τότε άρχισαν να συντάσσονται κάποιοι στοιχειώδεις προϋπολογισμοί, με τον πιο απλοϊκό τρόπο. Παρατηρείται επομένως και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το ίδιο φαινόμενο που είχε εμφανισθεί παλαιότερα στην Βυζαντινή. Παρά την αφθονία των μετάλλων, η οθωμανική διοίκηση δεν κατόρθωσε να αξιοποιήσει κατάλληλα τον πλούτο που διέθετε για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της αυτοκρατορίας. Ο πλούτος αυτός προκάλεσε όχι την επιθυμία για ανθρώπινη ανόρθωση, αλλά για άπληστο θησαυρισμό και για στρατιωτική ισχύ, που όμως δεν ήταν και τόσο μεγάλη.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η μη συστηματική εκμετάλλευση των μεταλλείων περιοριζόταν κατά κύριο λόγο στην αξιοποίηση του χρυσού, άργυρου, χαλκού, σιδήρου και μόλυβδου. Τα μεταλλεία (μααντέμ) που είναι γνωστό ότι υπήρχαν σε λειτουργία στην περιοχή της σημερινής Τουρκίας και τα παραγόμενα μέταλλα ήταν :

-      Μπάλι μααντέμ, κοντά στο Αδραμύττιο : άργυρος και μόλυβδος.

-      Λιτζέϊ, στις πηγές του Άλυος : άργυρος και μόλυβδος.

-      Μπουλγάρ μααντέμ, στην Ταρσό : άργυρος και χαλκός.

-      Κιουμούς χανέ (Αργυρούπολη του Πόντου), κοντά στην Τραπεζούντα : κυρίως άργυρος.

-      Άργανε μααντέμ, στην κεντρική Μικρασία : άργυρος και χρυσός.

-      Γκιουμούς μααντέμ, κοντά στην Τοκάτη : άργυρος και χρυσός.

-      Κερασούντα : χαλκός και χρυσός.

-      Ποντοηράκλεια : χρυσός και γαιάνθρακες.

-      Τούζλα, κοντά στην Άγκυρα : μεταλλικά άλατα.

-      Βαν και Μπιτλίς, στην ανατολική Τουρκία : άλατα.

-      Μπακίρ μουρεσί, κοντά στην Ινέμπολη : χαλκός και χρυσός.

Στην ελλαδική περιοχή λειτουργούσαν κατά υποτυπώδη τρόπο διάφορα μικρά μεταλλεία στη Θάσο, στην Εύβοια, στη Σίφνο, στον Χορτιάτη, στη Θράκη. Εκείνα που εργάζονταν αποδοτικά ήταν τα μεταλλεία χρυσού της Χαλκιδικής, στα περίφημα Μαντεμοχώρια. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε ο Γάλλος περιηγητής PierreBelon, περίπου στο 1750 μ.Χ. λειτουργούσαν τότε στη Χαλκιδική 500-600 καμίνια, των οποίων η μηνιαία παραγωγή βρίσκονταν μεταξύ 18 - 30.000 δουκάτων, δηλαδή περίπου 60 - 100 κιλά χρυσού (το δουκάτο ήταν χρυσό νόμισμα, σε ευρεία κυκλοφορία στην Ευρώπη, με βάρος περίπου 3,5 γραμμάρια χρυσού). Την εποχή εκείνη η εκμετάλλευση γινόταν από εταιρεία, λίγο καιρό όμως αργότερα ανέλαβαν το έργο οι τοπικές κοινότητες, οι οποίες με τον τρόπο αυτόν απηλλάγησαν από κάθε επέμβαση της οθωμανικής κυβέρνησης. Οι κάτοικοι των κοινοτήτων εργάζονταν στα μεταλλεία για δικό τους λογαριασμό και είχαν την υποχρέωση να καταβάλουν στην κεντρική διοίκηση 220 οκάδες (περίπου 280 κιλά) αργύρου ετησίως. Μάλιστα, όταν αργότερα, για διάφορους λόγους, μειώθηκε η παραγωγή των μεταλλείων, οι Μαδεμοχωρίτες δεν το δήλωσαν στην κυβέρνηση, ούτε μείωσαν την εισφορά των 220 οκάδων, αλλά, αγοράζοντας αργυρά ισπανικά τάλληρα και μετατρέποντάς τα, με λιώσιμο, στο πολύτιμο μέταλλο, απέστελλαν στην Κωνσταντινούπολη το κανονικό ποσό της εισφοράς, σαν αυτό να παράγονταν στα μεταλλεία. Ο λόγος που το έκαναν αυτό ήταν η επιθυμία τους για διατήρηση της υποτυπώδους αυτονομίας τους και για διάσωση των κοινοτικών τους θεσμών, ώστε να σώσουν συγχρόνως την ελευθερία της γεωργίας, εμπορίου και βιομηχανίας, μέσω των οποίων εξασφάλιζαν πια επίπεδο ζωής ανάλογο αυτού που παλαιότερα τους εξασφάλιζε η λειτουργία των μεταλλείων.

Το παραπάνω αποτελεί παράδειγμα της σημασίας που έδιναν οι σουλτάνοι ειδικά στην εκμετάλλευση των μεταλλείων που απέφεραν πολύτιμα μέταλλα. Παρόμοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα δίνει ο Γ. Κανδηλάπτης στο έργο του “Οι αρχιμεταλλουργοί του Πόντου και το εθνικόν έργον αυτών”, όπου μας πληροφορεί ότι ο σουλτάνος Μουράτ Β’, όταν διαπίστωσε την αξία των μεταλλείων της Αργυρούπολης του Πόντου (Κιουμούς χανέ), πήρε, το 1550 μ.Χ., τα παρακάτω μέτρα :

-     Κήρυξε τα μεταλλεία σουλτανικά και σε κάθε έγγραφο, βεράτιο ή φιρμάνι που αφορούσε τα μεταλλεία έμπαινε η σφραγίδα “Μααντέμ Χουμαγιούν”, δηλαδή “Μεταλλεία του Στέμματος”. Επίσης καθόρισε την εισφορά των μεταλλείων αυτών στο σουλτανικό χρηματοκιβώτιο (χαζνέ).

-      Αφαίρεσε την εποπτεία των μεταλλείων από τους τοπικούς μπέηδες, αγάδες και βοεβόδες και την ανέθεσε σε αυλάρχες που ονομαζόταν μααντέμ εμίνηδες, δηλαδή επόπτες των μεταλλείων, και ήταν έμπιστοι του σουλτάνου.

-      Κήρυξε κάθε μεταλλοφόρα έκταση και την περιοχή που προμήθευε εργάτες για τα μεταλλεία μπεϊλίκ, δηλαδή προνομιούχα, και τους κατοίκους μπεϊλικτσήδες, δηλαδή προνομιούχους, σχεδόν κρατικούς εργάτες.

-      Κατέστησε τους μεταλλουργούς, από τον ανώτατο επιστάτη ως τον τελευταίο εργάτη, αφορολόγητους, ελεύθερους από κάθε αγγαρεία και ακαταδίωκτους.

-      Απαγόρευσε την ανάμιξη των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών στις υποθέσεις των μεταλλείων, όπως και την αρπαγή των τέκνων των μεταλλουργών για τα τάγματα των γενιτσάρων.

-      Συνέστησε νομισματοκοπείο (ταράπ χανέ) και ανέθεσε το έργο αυτό σε Έλληνες.

-      Σχημάτισε ειδικά σώματα τσεκουροφόρων (μπαλτατσήδες) από Έλληνες, που έκοβαν από τα δάση ξυλεία για τα υποστηρίγματα των μεταλλείων και καύσιμη ύλη για το λιώσιμο των μετάλλων.

Η ιδιοκτησία όλων των μεταλλείων που βρίσκονταν στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ανήκε στον σουλτάνο. Σύμφωνα με την οθωμανική αντίληψη, όλη η γη ανήκει στον Θεό και επομένως η κυριότητά της περιέρχεται στον σουλτάνο, τον εκπρόσωπο του Θεού πάνω στη γη. Ο σουλτάνος είχε τη δυνατότητα να διανέμει το κάθε τι (αγρούς, βοσκότοπους, δάση, μεταλλεία κ.λ.π.) στους αξιωματούχους του στέμματος, στους ευνοούμενούς του, σε εκείνους που έδειξαν ανδρεία ή αφοσίωση, σε αυτούς που ήταν ικανοί να κρατήσουν στην υποταγή τους κατακτημένους λαούς κ.λ.π. Στους πιστούς μουσουλμάνους δινόταν η γη με πλήρη κυριότητα, ενώ στους άπιστους (χριστιανούς κ.λ.π.) με διάφορους περιορισμούς και, πέρα από τους άλλους φόρους, με τον κεφαλικό φόρο (χαράτσι). Με την παραχώρηση των μεταλλείων σε ιδιώτες, η κεντρική διοίκηση δεν έπαυε να παρακολουθεί την διαδικασία της εκμετάλλευσης και να ελέγχει την ποσότητα των μετάλλων που εξάγονται, καθώς από την ποσότητα αυτή θα κρατούσε η Διοίκηση (ο σουλτάνος) το ένα δέκατο ή το ένα πέμπτο, όπως ήταν ρυθμισμένο και κατά την βυζαντινή περίοδο.

Η διάρθρωση της ιεραρχίας του προσωπικού στους χρόνους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν πολύ συγκεκριμένη. Η γενική εποπτεία των μεταλλευτικών υποθέσεων ασκείτο από τον Γενικό Αρχιμεταλλουργό (μααντεμτζήμπαση ουμουμιέ), ο οποίος είχε εξαιρετική ισχύ και αρμοδιότητες που εξομοιώνονταν με αυτές του υπουργού. Η θέση αυτή ήταν κερδοφόρα και επίζηλη. Αλλά και επικίνδυνη, επειδή προκαλούσε φθόνο και αντιζηλίες μεταξύ των αξιωματούχων της σουλτανικής αυλής, οι οποίοι συχνά οργάνωναν συνομωσίες και δολοφονίες εναντίον των κατόχων της. Η απόκτησή της συνοδευόταν από την παροχή δωροδοκιών από τους υποψήφιους προς τους αυλικούς. Στη θέση αυτή συχνά διορίζοντα και τουρκομαθείς έλληνες, επειδή οι τελευταίοι διακρίνονταν για την επιδεξιότητά τους στα μεταλλεία.

Η εποπτεία των κατά τόπους μεταλλείων γινόταν από τους μααντέμ εμίνηδες. Η αποστολή τους ήταν να παρακολουθούν το έργο της εξόρυξης και επεξεργασίας του μεταλλεύματος, να καταγράφουν σε ειδικά βιβλία (κιουτούκια) την ποσότητα του μετάλλου, να φροντίζουν για την μεταφορά της εισφοράς προς το σουλτανικό ταμείο (χαζνέ), να φροντίζουν για την καλή λειτουργία του μεταλλείου και την επιβολή της πειθαρχίας στους εργαζόμενους και να ερευνούν για την ανεύρεση νέων μεταλλείων.

Οι αρχιμεταλλουργοί ήταν οι τοπικοί διευθυντές των μεταλλείων και εξαρτιόταν από τον Γενικό Αρχιμεταλλουργό της Αυλής. Συνεργαζόταν όμως στενά με τους μααντέμ εμίνηδες για την καλή λειτουργία των μεταλλείων και την αποστολή του καθαρού μετάλλου στην Κωνσταντινούπολη.

Οι μααντεμτζήδες ήταν οι εργάτες μεταλλωρύχοι. Αποτελούταν κυρίως από Έλληνες, καθώς οι Τούρκοι, σαν επικυρίαρχοι, απέφευγαν τη σκληρή αυτή εργασία.

Οι τσαουλτσήδες ήταν οι εργάτες που θρυμμάτιζαν τα μεταλλεύματα σε μεγάλα γουδιά, ετοιμάζοντάς τα για τον εμπλουτισμό.

Οι γαλτσήδες ήταν εργάτες κι αυτοί, που έργο τους ήταν να πλένουν το αλεσμένο μετάλλευμα σε πλυντήρια, για να αποχωρισθεί το μέταλλο και να ετοιμασθεί για τήξη.

Οι μπαλτατσήδες, που τους αναφέραμε και παραπάνω, ήταν οι τσεκουράδες, που δουλειά τους ήταν να κόβουν ξύλα για τα υποστυλώματα των μεταλλείων και την τήξη των μετάλλων στις καμίνους.

Όλοι οι απασχολούμενοι στα μεταλλεία, από τον Γενικό Αρχιμεταλλουργό ως τους μπαλτατσήδες, είχαν δική τους στολή και διακριτικά, που διέφεραν, φυσικά, στην εμφάνιση και την πολυτέλεια, ανάλογα με τον βαθμό. Τα διακριτικά π.χ. του καλύμματος του κεφαλιού του Γενικού Αρχιμεταλλουργού ήταν χρυσά και χρυσοποίκιλτη η στολή του, ενώ των κατωτέρων ήταν αργυρά, επάργυρα ή σιδερένια.

6.2. Η Μεταλλοτεχνία.

Με τέτοιο πλούτο πολύτιμων μετάλλων και λίθων κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν μπορούσε παρά να αναπτυχθεί και η τέχνη της κατεργασίας τους για στολισμό και επίδειξη. Όπως και στην περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κι εδώ ο χρυσός και ο άργυρος προσέδιδαν στο άτομο αξία, δείχνοντας το μέγεθος του πλούτου του και τον βαθμό του αξιώματός του. Παντού ήταν ανεπτυγμένη η χρυσοχοΐα, η αργυροχοΐα και η τέχνη των χαλκέων. Στα Ιωάννινα η αργυροχοΐα αναπτύχθηκε σε ύψιστο βαθμό, που διατηρείται ακόμη και σήμερα, ενώ στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη, την Τραπεζούντα και πολλές άλλες πόλεις αναπτύχθηκαν η χρυσοχοΐα και η χαλκουργία. Οι περισσότεροι τεχνίτες ήταν Έλληνες, Αρμένιοι και Ευρωπαίοι. Ακόμη και ορεινοί Έλληνες, από τα Άγραφα (στα τουρκικά έγγραφα ονομάζονται Σκούρτες), αναφέρονται ήδη από το 1605 να έχουν εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη και να διακρίνονται σαν άριστοι τεχνίτες χάλκινων αγγείων (μπακιρτζήδες), αλλά και σαν οπλοποιοί, σιδηρουργοί κ.λ.π. Στη Θεσσαλονίκη η χαλκουργία ήταν τόσο προοδευμένη, ώστε δημιουργήθηκε ολόκληρη τάξη (συντεχνία) χαλκέων, οι οποίοι μάλιστα, στην περιοχή όπου επικεντρωνόταν η δραστηριότητά τους, έκτισαν εκκλησία, την Παναγία των Χαλκέων. Στην περιοχή αυτή εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να υπάρχουν κάποια λίγα καταστήματα που κατεργάζονται και διαθέτουν χάλκινα είδη, όχι τόσο για οικιακή, όσο για διακοσμητική χρήση. Παρόμοια καταστήματα εξακολουθούν και υπάρχουν και στην Κοζάνη, όπως και σε αρκετές άλλες πόλεις.


Σημ.: Ο Γιώργος Ι. Συντουκάς, Μηχανικός Μεταλλείων - Μεταλλουργός, είναι σύζυγος της Παπαδημητρίου Ευαγγελίας του Αθ. από το Μικρόβαλτο