Εκτύπωση

Αγγλικός στρατός στο Μικρόβαλτο (Μάρτης 1941)

papageorgiou_geor31.5.13_-_2Το Μάρτη 1941 ήρθε αγγλικός στρατός στο χωριό μας, το Μικρόβαλτο, και εγκαταστάθηκε σε διασπορά στις τοποθεσίες Σταυρό-Μπατά-Βαμπακιές-Παλιάμπελα-Ζιδάνι-Μπαζανίκα και Κορφολόγγι στο Καλάμι.

Έφτιαξαν οχυρά, δηλ. αμυντικά έργα με μέτωπο προς τον Αλιάκμονα. Οχύρωσαν, επίσης, τα Στενά της Πόρτας στο Προσήλιο, όπου υπήρχε ελληνικός στρατός  με πολύ ισχυρή δύναμη, ακόμη και με αντιαεροπορικά πυροβόλα.

Οι Άγγλοι είχαν βαρύ οπλισμό, κανόνια, όλμους, πολυβόλα και πολλά μηχανήματα, όπως μπουλντόζες, τανκς και αυτοκίνητα. Είχαν καταυλισμούς με σκηνές κι έκανε, θυμάμαι, πολύ κρύο. Ο στρατός κινούνταν με αυτοκίνητα, στη "Μπαζανίκα" είχαν αποθήκες καυσίμων και λιπαντικών (πετρέλαιο, βενζίνη, λάδια-γράσα κ.τ.λ) σε μεγάλες ποσότητες μέσα σε μπετόνια και τενεκέδες, δεν είχαν  βυτία. Στο Ζιδάνι είχαν αποθήκες με τρόφιμα όπως κονσέρβες, γλυκά, μπισκότα και γενικά «καλοπερνούσαν», αντίθετα με τους δικούς μας φαντάρους, που έμειναν νηστικοί ακόμα κι από ψωμί στο αλβανικό μέτωπο.

Οι Άγγλοι έδιωξαν όλα τα κοπάδια από τις τοποθεσίες που εγκαταστάθηκαν και απαγόρευσαν κάθε κίνηση. Έτσι, οι Τζιουτζαίοι και οι Τσιουτσιολιανάδες, στους οποίους εγώ ήμουν υπάλληλος-τσομπάνος, έφυγαν από το Ζιδάνι με τα γίδια και τα γελάδια τους, όπως και οι άλλοι κτηνοτρόφοι, και τα οδήγησαν στα ¨Ξεράδια¨ σε ξένα μαντριά. Μερικά ζώα χάθηκαν από την ξαφνική αυτή μετακίνηση, υπήρχαν δε και μικρά κατσικάκια.

Θυμάμαι μια μέρα που έβοσκα τα γελάδια στα "Παλιούρια", φοβήθηκα πολύ γιατί έβλεπα τα γερμανικά αεροπλάνα που βομβάρδιζαν τα Στενά της Πόρτας και στη "Μαύρη Ράχη", που είναι κοντά, έσκαγαν τα αντιαεροπορικά βλήματα. Οι Γερμανοί έριχναν και με κανόνια από την άλλη πλευρά του Αλιάκμονα. Ακόμη, έριξαν και πολλούς οπλισμένους αλεξιπτωτιστές με μοτοσικλέτες, οι περισσότεροι από τους οποίους σκοτώθηκαν στον αέρα. Σε τέσσερα σημεία έγιναν ομαδικά μνημεία με ονόματα και σταυρούς, περιφραγμένα κατά μήκος του δρόμου Στενά Πόρτας- Σέρβια, αργότερα δε πήραν τα οστά και καταργήθηκαν τα μνημεία αυτά.

Οι Γερμανοί μπήκαν, όπως ξέρουμε, από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα, κατέλαβαν αμέσως τη Θεσσαλονίκη και προέλασαν μέσω Κοζάνης προς τη Λάρισα. Οι δικοί μας και οι Άγγλοι υποχώρησαν γρήγορα από την Παλιουριά προς Καλαμπάκα και στη συνέχεια πολλοί μέσω θαλάσσης από την Πρέβεζα για την Αίγυπτο. Έτσι, έμειναν τα υλικά και τα εφόδια του αγγλικού στρατού στο χωριό μας, όλοι δε οι συγχωριανοί μας έτρεξαν άρον-άρον στο Ζιδάνι, άδειασαν τις αποθήκες τροφίμων και τα πήραν στα σπίτια τους. Πρώτη φορά έβλεπαν κονσέρβες με διάφορα κρέατα, μπισκότα, ζάχαρη, γλυκά, μαρμελάδα, βούτυρο, κουτιά με γάλα καθώς και ρούχα, κουβέρτες, παπούτσια που βρίσκονταν στις αποθήκες. Με τα τρόφιμα αυτά βολεύτηκαν για αρκετό καιρό.

Έμειναν, όμως, υγρά καύσιμα, μπαρούτια, δυναμίτες και σφαίρες και έγιναν δυστυχώς και ατυχήματα. Μερικοί χρησιμοποίησαν βενζίνη σε καντήλια και πάθανε εγκαύματα, άλλοι τραυματίστηκαν  από μπαρούτια, μεγάλα σαν μακαρόνια, που ήταν σε σακούλες για οβίδες. Τραυματίστηκαν κάποιοι από βλήματα οβίδων μετά από χρόνια, αλλά και από σφαίρες. Δυστυχώς το 1949 σκοτώθηκαν τρία αγόρια από έκρηξη οβίδας που έριξαν σε φωτιά ξύλων. Τα βλήματα των οβίδων παρέμεναν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Κάποια φορά ήρθαν Ιταλοί, συγκέντρωσαν και εξουδετέρωσαν με έκρηξη πολλές οβίδες. Ενδέχεται όμως κάποιες να παραμένουν ακόμη και σήμερα θαμμένες μέσα στο χώμα.

Εκείνες τις μέρες φοβηθήκαμε, φύγαμε από τα σπίτια μας και πήγαμε έξω από το χωριό σε καλύβες, όπου ταλαιπωρηθήκαμε γιατί έκανε αρκετό κρύο. Επιστρέψαμε μετά τη φυγή των Άγγλων. Επέστρεψαν και οι κτηνοτρόφοι με τα κοπάδια και τα μεγάλα ζώα στα χειμαδιά τους στο Ζιδάνι. Εγώ βρήκα  στο δάσος ένα πολεμικό όπλο, κουβέρτες και ρούχα, τα πήγα στο μαντρί, αλλά κάποιος τα έκλεψε.

Στο Ζιδάνι είχε πολύ πυκνό δάσος και αρκετούς λύκους. Είδα, θυμάμαι, μια φορά εννέα λύκους, ήμουν μικρός 13 χρονών και φοβήθηκα πολύ. Έχασα τέσσερα (4) γελάδια από τους λύκους, ο Τσιόκανος από το Λιβαδερό που ήταν κι αυτός στο Ζιδάνι έχασε έξη (6) και από το κοπάδι του μοναστηριού πέντε (5) γιδοπρόβατα καθώς και πολλά γουρούνια. Τις νύχτες μετά τα μεσάνυχτα προς τα χαράματα που έβγαζαν τα γίδια για να βοσκήσουν για περίπου δύο ώρες με ξυπνούσαν και φύλαγα το κοπάδι, στο σκάρο όπως λέγονταν, μετά δε ξανακοιμόμουνα. Είχε τότε πολύ χιόνι και αναγκάστηκαν να οδηγήσουν τα ζώα στο χωριό, όπου τα τάιζαν άχυρο από βρίζα. Μια φορά τη μέρα τα πήγαινα στο λάκκο για να πιούν νερό. Ήταν πολύ βαρύς ο χειμώνας 1940-41.

Δυσκολίες από την πείνα της κατοχής (1941)

Την άνοιξη του 1941 υπήρχε μεγάλη πείνα στο χωριό μας. Η οικογένειά μας δεν πείνασε τόσο όσο άλλες οικογένειες, που αναγκάζονταν να μαζεύουν λάχανα από τα χωράφια, τα ανακάτευαν με γάλα και λίγο αλεύρι και έφτιαχναν κάποιο είδος λαχανόψωμου.

Περισσότερο υπέφεραν οι ορεινές περιοχές της Δεσκάτης και της Καλαμπάκας. Καθημερινά έρχονταν κάτοικοι από τις περιοχές αυτές στο χωριό μας και σε άλλα γειτονικά χωριά και πουλούσαν τα ζώα τους για λίγο αλεύρι, ώστε να εξασφαλίσουν το ψωμί τους. Έτσι, έδιναν μεγάλα ζώα, βόδια, αγελάδες και μουλάρια για τριάντα (30) οκάδες αλεύρι, πρόβατα για πέντε (5) οκάδες, έπαιρναν το αλεύρι στην πλάτη και γύριζαν στο σπίτι τους. Πολλοί συγχωριανοί μας βρέθηκαν με ζώα από τη μαύρη αγορά, αν και τα περισσότερα χάθηκαν μέσα σε ένα χρόνο, ήταν φαίνεται μεγάλη αδικία. Πολλοί παρέμειναν υπάλληλοι-τσομπάνηδες μόνο για το ψωμί, χωρίς μισθό, ενώ μικρά παιδιά υιοθετήθηκαν σε οικογένειες που εξασφάλιζαν το ψωμί τους. Από το Λιβαδερό καθημερινά πήγαιναν στο Ρύμνιο, που είχε καλή παραγωγή σε σιτηρά και αντάλλαζαν τα ζώα τους, μικρά και μεγάλα με αλεύρι και άλλα τρόφιμα.

Το κράτος είχε διαλυθεί, γίνονταν πολλές κλοπές σε ζώα στην περιοχή μας. Πολλοί χωριανοί μας έχαναν τα ζώα τους από κλέφτες από  τα Μεταξά, το Λιβαδερό και την Κρανιά. Χάθηκε ολόκληρη αγέλη, όλα σχεδόν τα γουρούνια του χωριού μας, χωρίς ποτέ να βρεθεί τι ακριβώς είχε συμβεί. Κάποιοι Λιβαδεριώτες πήραν από τις αυλές των Καβουριδαίων τα γαϊδούρια τους, αλλά ευτυχώς τους πήραν είδηση, τους κυνήγησαν, έπεσαν και μερικές τουφεκιές και τελικά άφησαν τα ζώα στο "Καλάμι". Ο πατέρας μου αναγκάστηκε να αγοράσει σίδερα και να φτιάξει ειδική κλειδαριά για να ασφαλίζει το μουλάρι μας, ώστε να μην μπορεί να περπατήσει κανονικά σε περίπτωση που κάποιος κλέφτης κατάφερνε να το πάρει από τη θέση που το είχε δεμένο. Είχε όπλο και φύλαγε συχνά το μουλάρι μας. Χάθηκαν πολλά μουλάρια από το χωριό μας, οι κλέφτες τα πουλούσαν εύκολα. Αναγκάστηκαν να τα πάνε μέχρι τα Σέρβια, να τα μαρκάρουν με ειδικό σήμα-αριθμό στο νύχι τους και να πάρουν σχετικό πιστοποιητικό από αρμόδια επιτροπή.

Στο χωριό μας λειτούργησε τότε για πρώτη φορά σταθμός χωροφυλακής. Οι χωροφύλακες ήρθαν στο Μικρόβαλτο από το σταθμό χωροφυλακής του Λιβαδερού. Τα έπιπλα για το σταθμό μεταφέρθηκαν με μουλάρια από το Λιβαδερό, είχα μάλιστα επιστρατευτεί κι εγώ για αυτή τη μεταφορά επίπλων.

 Οι ζωοκλοπές σταμάτησαν το 1942, γιατί οι αντάρτες που εν τω μεταξύ είχαν βγεί στα βουνά, εκτελούσαν τους ζωοκλέφτες. Τότε, τον Ιανουάριο 1942, ήρθαν για πρώτη φορά αντάρτες στο χωριό μας, αφόπλισαν τους χωροφύλακες και έκαψαν το σταθμό χωροφυλακής με όλα τα χαρτιά που υπήρχαν στο οίκημα.

 

Γερμανική κατοχή (1941-44) - Αντίσταση - Δυσκολίες επιβίωσης

Τον Απρίλη 1941, όπως όλοι γνωρίζουμε, οι γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα. Στην περιοχή μας πρωτοβγήκαν αντάρτες το 1942. Τότε έγιναν διάφορες πολιτικές οργανώσεις όπως: Ε.Α.Μ.(Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), Ε.Π.Ο.Ν.(Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων), Ε.Λ.Α.Σ. (Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός), αλλά και αρκετές άλλες, όλες με σκοπό την απελευθέρωση της χώρας από τους κατακτητές.

Στα χωριά ήταν έφεδροι οπλίτες, που φύλαγαν. Εργάζονταν στις δουλειές τους και όταν τους χρειάζονταν οι αντάρτες συμμετείχαν σε επιχειρήσεις. Οι έφεδροι του χωριού μας πολέμησαν όταν έκαψαν οι γερμανοί τα Σέρβια, στο Φαρδύκαμπο στη Σιάτιστα, στο Σαραντάπορο, στη Βογγόπετρα αλλά και σε άλλα μέρη. Έστησαν μόνοι τους ενέδρα στο λάκκο της Κατερίνης στους γερμανούς, που είχαν πάρει όμηρο τον Παπαδόπουλο Γεώργιο (Σκαριμποζιώγα), τους αφόπλισαν, ελευθέρωσαν τον όμηρο και τους άφησαν να συνεχίσουν την πεζοπορία για τα Σέρβια.

Συμμετείχαμε και νέοι σε μικρότερες ηλικίες σε διάφορες αποστολές, όπως π.χ. να μεταφέρουμε αλληλογραφία στα γειτονικά χωριά και εκτελούσαμε υπηρεσία μια μέρα τη βδομάδα.

Τα αρχηγεία των ανταρτών της περιοχής μας ήταν στα Πιέρια, στον Αμάρμπεη, στη Βερδικούσσα Τρικάλων και στο Μαυρέλι Γρεβενών. Στο Φρούριο ήταν αρχηγείο που τύπωνε και εφημερίδα για τον απελευθερωτικό αγώνα. Κάποτε που έριξαν οι άγγλοι λίρες από αεροπλάνο, εκεί τις μοίρασαν δίνοντας μια λίρα σε κάθε οικογένεια. Η τοπική επιτροπή κάθε χωριού παρουσίαζε κατάσταση των οικογενειών και στη συνέχεια δίνονταν μια λίρα σε κάθε οικογένεια. Έτσι, πήρε και η οικογένειά μας μια λίρα, μάλιστα ο πατέρας μου ήταν και μέλος της επιτροπής αγώνα του Μικροβάλτου.

Στο αρχηγείο του Φρουρίου παίρνονταν οι αποφάσεις και για τις εκτελέσεις ατόμων που συνεργάζονταν με τους γερμανούς. Εκτελέστηκαν άτομα από τα Σέρβια και το Βελβενδό, τα δε πτώματα ρίχνονταν στις γαλαρίες για χρωμίτη της περιοχής (γαλαρίες του Μπρόβα).

Ο πατέρας μου ήταν μέλος τοπικών επιτροπών και έμπιστο στέλεχος. Τον καλούσαν και πήγαινε, πάντοτε σε πεζοπορία, στις περιφερειακές συγκεντρώσεις στο αρχηγείο στη Βερδικούσσα, στο Μαυρέλι και στην Ασπροκλησιά Τρικάλων. Στην Παμμακεδονική συγκέντρωση στη Σκουτέρνα Πιερίας τους μίλησε ένας άγγλος συνταγματάρχης. Κάποτε συνόδευσε με το μουλάρι του μέχρι το Ρύμνιο δύο κατασκόπους μεταμφιεσμένους με στολή χωριάτη, που είχαν πέσει με αλεξίπτωτο στον Αμάρμπεη (Λιβαδερό). Μαζί τους είχαν ασύρματο και διάφορα άλλα εφόδια, όταν δε βγήκαν από το χωριό μας ζήτησαν να μην πάνε από το συνηθισμένο μονοπάτι, αλλά από άλλο ανύποπτο δρόμο. Ο ένας ήταν έλληνας κι ο άλλος άγγλος, πήγαν τελικά στην Κοζάνη, όπου εγκαταστάθηκαν ως δήθεν ζωέμποροι στο κτίριο που είναι σήμερα η Εθνική Τράπεζα και επί δύο χρόνια μετέδιδαν πληροφορίες με τον ασύρματο. Τελικά τους ανακάλυψαν, ο ένας σκοτώθηκε στην προσπάθεια διαφυγής πηδώντας από το παράθυρο κι άλλος αυτοκτόνησε παίρνοντας  δηλητήριο.

Οι άγγλοι έριχναν τους κατασκόπους στην περιοχή του Αμάρμπεη, όπου τους περίμεναν οι αντάρτες. Θυμάμαι ένα βράδυ με φεγγάρι, που βοσκούσα τα πρόβατα στα ¨Ξεράδια¨ είδα ένα αεροπλάνο να πετά στα ¨Τζιαρνόκια¨  χαμηλότερα από τον Αηλιά με κατεύθυνση προς τα Χάσια. Μου έκανε εντύπωση που γυάλιζαν τα φτερά του αεροπλάνου στο φώς του φεγγαριού.

 Οι κατάσκοποι των άγγλων δεν κατασκόπευαν μόνο τους γερμανούς αλλά και τους ίδιους τους αντάρτες, όπως αποδείχτηκε αργότερα.

Κάποτε οι αντάρτες κατάφεραν κι έκλεψαν ένα τζιπ από το φρουραρχείο των Σερβίων, το οδήγησαν προς το Μικρόβαλτο, αλλά επειδή δεν περνούσε από τη "Σκάλα", που ήταν ανατιναγμένη η πρόσβαση, σπρώχνοντας το οδήγησαν στη "Βασιλ΄τ΄λάκκα" και το κατέβασαν στο "Γεφύρι". Από εκεί ακολουθώντας το χωματόδρομο προς Ελάτη κατευθύνθηκε προς το Μαυρέλι, όπου ήταν το αρχηγείο των ανταρτών.

Ο πατέρας μου συμμετείχε και σε πενταμελή λαϊκή επιτροπή που εκδίκαζε διάφορες υποθέσεις, όπως αγροζημίες, φιλονικίες, αδικίες και κλεψιές. Μερικές φορές συμβιβάζονταν οι αντίδικοι, άλλες δε επιβάλλονταν τιμωρίες. Μάλιστα κάποια φορά τιμώρησαν και εμένα, χωρίς να φταίω, με ποινή αγγαρείας για τρείς μέρες κοντά σε διμοιρία ανταρτών, δηλ. να  μεταφέρω νερό για τις ανάγκες τους. Δεν έφταιγα όμως, γιατί ενώ ήμουν υπάλληλος-τσομπάνος, δεν ήρθε κάποιος από τα αφεντικά να με αντικαταστήσει κι έτσι δεν πήγα στην υπηρεσία αλληλογραφίας των ανταρτών, που ήταν υποχρεωτική (μία φορά την εβδομάδα).

Στα Σέρβια γίνονταν παζάρι, το επέτρεπαν οι γερμανοί, μια φορά την εβδομάδα, κάθε Δευτέρα. Οι κάτοικοι των γύρω χωριών πήγαιναν και ψώνιζαν τα χρειαζούμενα με ανταλλαγή (είδος με είδος), π.χ. ζώα μικρά και μεγάλα με στάρι, βρίζα, καλαμπόκι και διάφορα αντικείμενα (ρούχα, σκεπάσματα κ.τ.λ). Πήγαιναν καμιά φορά και στη Δεσκάτη, όπου γίνονταν αγορά, μάλιστα ο πατέρας μου αγόρασε για μένα ένα ζευγάρι παπούτσια δίνοντας μια λίρα. Τα παπούτσια δεν ήταν καλά γιατί αχρηστεύτηκαν σε ένα μήνα. Τα χρήματα που κυκλοφορούσαν τότε, τα Ράλλικα είχαν μηδαμινή  αξία, δεν χωρούσαν στις τσέπες και μεταφέρονταν σε σακούλες.  Ο πατέρας μου έδωσε ένα τσουβάλι χρήματα και αγόρασε ένα βόδι.

Ο κόσμος συντηρούνταν από τα προϊόντα της περιοχής, δεν υπήρχε λάδι ούτε και πετρέλαιο. Μαγείρευαν με δαδί από πεύκο και χοιρινό λίπος. Οι πιο συνηθισμένες τροφές ήταν πατάτες, φασόλια, φακές, μπιζέλια, τυρί, γάλα και λαχανικά. Το καλοκαίρι στα χωράφια τρώγαμε κάθε μέρα για μεσημεριανό σκορδαλιά, δηλ. σκόρδο κοπανισμένο με αλάτι, ξύδι και νερό, όπου ρίχναμε και ψωμί. Ακόμη, τρώγαμε τραχανά, πλιγούρι, σκόρδα, κρεμμύδια και πράσα. Επίσης, το καλοκαίρι αποξηραίναμε κορόμηλα, δαμάσκηνα, γκόρτσα και ντομάτες για το χειμώνα.

Τα μαγειρικά σκεύη ήταν χάλκινα, που χρειάζονταν γάνωμα με καλάι κάθε χρόνο, πήλινα τσουκάλια για βράσιμο, ταβάδες, στάμνες για νερό και μικρά σαν πιάτα με γούβα. Χρησιμοποιούσαμε και σκεύη ξύλινα πελεκημένα σε σχήμα πιάτων καθώς και κουτάλια. Τα μεταλλικά σκεύη ήταν λίγα και σκούριαζαν εύκολα, χρειάζονταν δε συχνό καθαρισμό με άμμο και στάχτη. Συνήθως τρώγαμε δύο άτομα με το ίδιο κουτάλι. Τούτο συνηθίζονταν  σε γάμους και  μνημόσυνα που τρώγανε πολλά άτομα.

Το πλύσιμο των ρούχων γίνονταν σε λάκκους έξω από το χωριό. Το χειμώνα με τις παγωνιές οι γυναίκες έσπαζαν τον πάγο για να βρουν νερό που φυσικά ήταν πολύ κρύο, με αποτέλεσμα να κρυώνουν και να κουράζονται πολύ. Το καλοκαίρι πήγαιναν πιο μακριά γιατί δεν υπήρχε νερό στους κοντινούς λάκκους. Το στέγνωμα των ρούχων απαιτούσε χρόνο για τούτο κάθονταν όλη τη μέρα εκεί και γύριζαν το βράδυ στο χωριό. Το χειμώνα, όμως, το στέγνωμα ήταν σχεδόν αδύνατο με αποτέλεσμα να κουράζονται και να ταλαιπωρούνται πολύ. Ακόμη, δεν είχαν σαπούνι στην ποσότητα που χρειάζονταν και χρησιμοποιούσαν ένα είδος πηλού που υπήρχε σε συγκεκριμένο σημείο στο ποτάμι.

Τα ρούχα ήταν λίγα, φθείρονταν και τρυπούσαν εύκολα και αναγκαστικά τα φορούσαμε μπαλωμένα. Το μπάλωμα ήταν κι αυτό κουραστικό για τις γυναίκες. Επί πλέον υπήρχε κι η ψείρα που καταπολεμούνταν μόνο με ζεμάτισμα με καυτό νερό. Δεν υπήρχε τότε φάρμακο για την καταπολέμηση της ψείρας· τούτο πρωτοχρησιμοποιήθηκε μετά το 1950 στο χωριό μας. Τότε έγιναν ψεκασμοί και απολυμάνσεις από κρατικά συνεργεία, μετά κυκλοφορούσε και στην αγορά από όπου μπορούσε κανείς να το προμηθευθεί.

Τα παπούτσια δεν ήταν αντοχής, τρυπούσαν γρήγορα, ίσως επειδή το έδαφος ήταν πετρώδες. Φορούσαμε και τσαρούχια, που τα φτιάχναμε μόνοι μας από χοιρινό δέρμα ή κι από γελαδινό, κι αυτά όμως τρυπούσαν γρήγορα.

Η έλλειψη του νερού ήταν ένα από τα σοβαρότερα καθημερινά προβλήματά μας. Πολύ αργότερα, το 1957 φέραμε για πρώτη φορά νερό στο κέντρο του χωριού, στην πλατεία, σε μικρές όμως ποσότητες, ίσια-ίσια για να πίνουμε και να μαγειρεύουμε. Τούτο έγινε σκάβοντας χαντάκι και τοποθετώντας σωλήνες από το "Λιβάδι" μέχρι το χωριό. Το 1964, με την ηλεκτροδότηση πλέον του χωριού, μπορέσαμε να αντλήσουμε νερό από σημείο χαμηλότερο του χωριού και να το οδηγήσουμε σε δεξαμενή στο ψηλότερο σημείο. Τότε έγιναν δίκτυα και έφθασε το νερό σε κάθε σπίτι, αν και δεν επαρκούσε για όλες τις χρήσεις. Μόνο το 1984, μετά από την εκτέλεση υδρογεώτρησης στα "Μπατζιλίκια" και την κατασκευή υδατόπυργου, λύθηκε οριστικά το πρόβλημα της υδροδότησης του χωριού μας.

Οπισθοχώρηση-διέλευση των γερμανών από Μικρόβαλτο (Οκτ. 44)

Όταν οι γερμανοί υποχωρούσαν και θα έφευγαν για πάντα από την Ελλάδα, εμείς πάλι φοβηθήκαμε και ταλαιπωρηθήκαμε πολύ στο χωριό μας. Μάθαμε ότι θα περνούσαν από το δημόσιο δρόμο καθώς θα ακολουθούσαν τη διαδρομή Καλαμπάκα, Παλιουριά, Σέρβια, Κοζάνη, Φλώρινα.

Οι χωριανοί μας αποφάσισαν να φύγουν και να κρυφτούν μακριά, έξω από το χωριό. Έτσι, δύο μέρες νωρίτερα πήραμε τα ζώα και λίγα πράγματα και πήγαμε στα υψώματα έξω από το χωριό στις "Γιώρ τς΄ λάκκες" και σε μέρος του Λιβαδερού κοντά στον Αηλιά, όπου και μείναμε.

Όταν περνούσαν οι γερμανικές φάλαγγες  με πολύ στρατό, μηχανήματα και βαρύ οπλισμό, υπήρχαν αντάρτες στα γύρω υψώματα που πυροβολούσαν προς τους γερμανούς οι οποίοι ανταπέδιδαν τους πυροβολισμούς. Θυμάμαι που έφεραν τραυματίες αντάρτες πίσω από τον Αηλιά, όπου είχαμε και τα πρόβατά μας. Στις στροφές του δρόμου για το λάκκο της Κατερίνης σκοτώθηκε ένας αντάρτης, καταγόμενος από το χωριό Σολιμέζι της Λάρισας, ονομαζόμενος Γεώργιος Σφέτσας, όπως έγραφε στο μνήμα του που ανεγέρθηκε στην τοποθεσία "Σταυρός". Μετά από χρόνια ήρθαν οι συγγενείς του, ξέθαψαν και πήραν τα οστά του.

Οι γερμανοί εγκατέλειψαν δύο νεκρούς στα γεφυράκια του δρόμου, έναν στο "μοναχό τ΄ αμπέλι" κι έναν κοντά στο χωριό, εκεί όπου σήμερα είναι το σπίτι του Χρ. Δ. Καβουρίδη. Ακόμη, εγκατέλειψαν κι ένα αυτοκίνητο στη ¨Σκάλα¨, το έριξαν στο λάκκο. Τούτη τη φορά οι γερμανοί δεν έκαναν ζημιές, κοιτούσαν φαίνεται να φύγουν μια ώρα αρχύτερα.

Εκείνο το βράδυ ήμασταν σε καλύβες του Λιβαδερού, είχαμε ανάψει φωτιές και ψήναμε πατάτες, όταν ήρθε από ανατολικά ένα  αεροπλάνο και μας έριξε με το μυδράλιο. Σβήσαμε αμέσως τις φωτιές, το αεροπλάνο έφυγε προς την ίδια κατεύθυνση, κι ευτυχώς δεν έπαθε κανείς μας τίποτα. Αναρωτηθήκαμε κιόλας μήπως το αεροπλάνο δεν ήταν γερμανικό αλλά συμμαχικό.

Την άλλη μέρα οδήγησα τα πρόβατα στο "Κοκκινόι", όπου είχαμε το μαντρί, πολύ κοντά στο δημόσιο δρόμο και βρήκα το σκύλο μας, που δεν είχε ακολουθήσει το κοπάδι αλλά παρέμεινε στο μαντρί, σκοτωμένο. Φαίνεται πως γαύγιζε τους διερχόμενους γερμανούς και το πυροβόλησαν.

Αυτή ήταν η τελευταία ταλαιπωρία μας από τους γερμανούς στα τέλη Οκτώβρη 1944.