Τὶ Λουζάν’ (ὄχ’ ἡ θκή μας ἡ Λουζιανή) τὶ Κουζάν’.
Φαντάσ’ μνιὰ μέρα νἄρθν οἱἸλβιτοὶ κι νὰ μᾶς πάρν’ τ’ Λουζιανὴ γιὰ θκή τς, ἰπειδὴς τιργιάζ’ τὄνουμα.
ΜΙ ἄρσι κι τοὺ ξαναγράφου. Μπράβους α ρὰἈλέξ. Ὅσα δὲν κατάφιραν ὅλ’ οἱ σαλοὶ στοὺ παριλθόν, τοὺ κατάφιρις, ἰσὺ τοὺ καμάρι μας. Ζεῖς, α ρὰἈλέξ’, ἰσὺ μᾶς οὑδηγεῖς κι καγκαένας ἄλλους.
Τὶ τἄθιλναν αὐτάϊας οἱ θκοί μας οἱ Παυλουμιλάδις (ἔτσια τοὺν ἔγραφι ἡ Νέους Κόσμους τ’ ΚΚΕ κα’ τοὺ 1950) κι νὰ ξιπατώνουντι νὰ πιράσν ἀπ’ τοὺ Βιλιμίστ’ κι νὰ ρθοῦν ἰδῶ σιαπὰν στ’ Μακιδουνία (δηλαδὴς στ’ Νότχια κι ὄχ’ στ’ Βόργεια. Ἰσὺ ρὰἈλέξ τὰ συλλάρουσις ὅλα). Τὶ δὲν κάθουνταν σν Ἀνθήνα κι νὰ φέρν γυρουβουλιὲς, κι νὰἀντραλίζουντι κάθι βράδ’ μὶ τς πιταχτὲς ἀχείλ’ μ’ ἀχείλ’, μύτ’ μὶ μύτ’ κι βζὶ μὶ βζί; Τὶἤθιλναν κι πουλιουμοῦσαν μὶ τοὺν παλιόΒλαχου τοὺ Μήτρου κι τοὺν Κάλτσιφ κι τοὺν Γκόλτσιφ κι τόσ’ ἄλλ’ γουρουνουμύτδις κι ἀρκουδγιάρδις; Ἀπ’ ‘ν ἄλλ’ τ’ μιριὰἦταν κι τὰ σαλουμιμέτχια τὰἀλάδουτα. Τς ἄρζι νὰ σκυλουτρώουντι οἱἄλλ’ κι αὐτοὶ νὰ φκιάν χάζ’. Ὅλ’ αὐτοὶἦταν ντὶπ σαλοὶ κι σκουτώνουνταν τζιάμπα κι βιρισέ.
Ὕστιρας ξικίντσαν δεύτιρ’ δόσ’ κα’ τοὺ 1947-49. Ἰτότις βγῆκι οὑ ΓΙΛΑΣ κι οὑ ΙΑΜΣ. Οἱἴδγιοις λίρις κι ἀποὺ δῶ κι ἀποὺ κεῖ. Τὰἴδγια μαλιχέργια κι μαουζέργια κι ἀποὺ δῶ κι ἀποὺ κεῖ. Ἡ Πουστόλτς ἀποὺ τὰ γαλάζια, κι ἡ Δημητράκς ἀπ’ τὰ κόκκιανα. Πῆραν ἀπ’ τ’ στρούγγα τοὺν Θουμᾶ, τοὺν Βασίλ’, τοὺν Χαράλαμπου, κι σκουτῶθκαν ἀπάν στοὺ Βουλγαρέλ’, γιὰ νὰ προυκόψ’ οὑ ΓΙΛΑΣ. Σκότουσαν κι τοὺν Κότσιου τοὺ Νατσιὸ στοὺ μουνουπάτ’ στὰ γίδγια, πάλι γιὰ τοὺν ΓΙΛΑΣ!!!! Ὅμους ὅλα τὰ σκατουφουνικὰἦταν ἀπ’ τν ἴδγια τ’ μάννα. Ἡἔρμους ἡ Ζαχαργιάδις μπινόβγηνι στὰ Σκόπχια γιὰὅ,τ’ εἶχι ἀνάγκ’ ἡἀγκῶνας (ἔτσιας τοὺν ἴλιγι ἕνας πάππους στοὺ χουργιό) ψουμουφάει, φάρμακα, τραυματίις κι τόσα ἀπ’ χράζουνταν ἡἀγκῶνας. Ἔφτσαν αἷμα κι φαρμάκ’ οἱ ξάλμυρ’ κι δὲν κατάφιραν νὰ δώσν τ’ Μακιδουνία στς Μακιδόνις. Δὲν κατάφιραν νὰ τν ἰλιφθιρώσν ἀπ’ τς ΕΛΛΗΝΙΣ. Ἀπόμκι σκλαβουμέν ἡ καημέν ἡ Μακιδουνία στς ΕΛΛΗΝΙΣ…
ΕΙΔΙΣ ὅμους, τὶ λέν’ ;;;; Ρόδα εἶνι κι γκλάει!!! Ἰκεῖἀπάν’ ἀπ’ εἶνι ὅλ’ οἱ πατιρούλδις μὶ τοὺν Βιιλζιβοὺλ (Λένις, Στάλις, Τίτους, ΜήτρουΒλάχους, Κάλτσιφς) ἔκαμαν καφτιρὴ προυσιφχὴ στοὺν Ὄξ’ ἀποὺ δῶ κι αφτὸς τς ἄκσι ἀγλήγουρα. Ἔτσιας βγῆκι προυτουμάστουρας ἡ θκόζμας ἡἈλέξς. Τώρα θὰ δῆτι α ρὰ κιαρατάδις, εἶπι χαμουγιλοῦντας κάτ’ ἀπ’ τοὺ μουστάκ’ π’ δὲν ἔχ’. Θὰ τὰ συλλαρώσου ὅλα. Ὅσα δὲν κατάφιραν νὰ φκιάσν τὰ θκά μας τὰ σαλουντάμαρα μὶ τὰ μαχέργια, θὰ τὰ φκιάσου ἰγὼ μόνου μὶ τὰ χέργια.
Τὶ θέλτι, ρά, δημουψήφσμα, γιὰ νὰ πῶ στς Ἰβρουπαῖοι σκάστι ρά;;; Εἴδιτι;;;; Τοὺ ΟΧΧΧΧ’ (τ’ δικτάτουρα τ’ Μιταξᾶ) τὄκανα ΝΑΙΙΙΙΙΙΙΙ. Τὶἄλλου θέλτι ρά;;;; Παντρειὰἄντρας μὶἄντρας κι γναῖκας μὶ γναῖκας; Στ’ ἀγλήγουραααα. Ἔφτασιιιιιι, ἀπ’ λιέει κι ἡ ΘΒέγγους. Ζιστούτσκουουου. Τοὺ ψήφσαν α ρα οἱ ζαβλακουμέν’. Τὶἄλλου χαλέβτι ρά; Νὰ παίρν’ κι κάνα πιδάκ’ αὐτάϊας τὰ ζβγάργια, ἀμπουτὶ δὲν ἀμπουροῦν νὰ γιννήσν οἱ φουκαράδις; Ἀμέσουςςςς. Ἔφτασιιιι. Τοὺ ψήφσαμι κι αὐτόϊας. (Κι πῶς δὲν υἱουθιτοῦν τίπτα κτάβγια, τόσα π’ γιννοῦν οἱ φουκαργιάρις οἱ σκύλλις δικαϊφτὰ φουρὲς τοὺ χρόνου;;;; Τόσ’ διαφήμησ’ φκιάν οἱ σκυλουφιλόζουη).
Α ρα Ἀλέξ’ θέλουμι κι ἄλλου ἕνα. Ἂν μᾶς τοὺ φκιάης κι αὐτό, θὰ σὶ στήσουμι ἴσια μὶ τἄγαλμα τ’ μπαρμπα Μαβουχουδουνόσουρα. Θέλουμι ρά, νὰἀπιλιφτιρουθῆ κι ἡ Μακιδουνία ἀπ’ εἶνι τόσα χρόνια σκλαβουμέν’ στς παλιουΕλληνις. Νὰἁρμυρίσουμι κι μεῖς ψίχα θάλλασα. Ὅλις τς θάλλασις τς ἔχν αὐτοὶ οἱ παλιουΕλληνις, π’ νὰ μὴ φαίνουνταν κι ἦρθαν προυτοῦἀποὺ μᾶς καμνιὰ τριακόσις χιλιάδις χρόνια. Ὅμους τὶ τοὺ θέλτς; Ἡ Μακιδουνία ἀνήκ’ σὶ μᾶς τς Μακιντόντσι. Ἰμεῖς ἔχουμι κι γλῶσσα Μακιντόντσικη, ἰνῶἰσεῖς ἔχτι αὐτάϊας τὰ χαζουἱλλινικά. Ἀκόμα κι τοὺ καμάρι μας ἡἈλέξαντρους ἴλιγι προυΐ προυΐ στοὺν πατέρα τ’ τοὺν Φίλιππου ΝΤΟΜΠΡΟ ΟΥΤΡΟ κι ΣΙΟ ΠΡΑΙΣ, ΑΡΝΟ ΑΡΝΟ; Ἀλλὰ κι ἡἈριστουτέλτς ἡ σουφὸς τοὺν δίδαχνι τν Ἰλιάδα στ’ θκή μας τ’ γλῶσσα. Ὕστιρα τὰἄλλαξαν αὐτοὶ οἱ παλιουέλληνις. Αὐτὴν τ’ γλῶσσα μας ξέρτι μᾶς τν ἰβλόγησι κι ἕνας μὶ τριώρουφα κέρατα ἡ ΠΑΠΑΣ. Γιατιαὐτὸ κὶ τὰἀπέτχαμι ὅλα. Ποῦ ξέρς; Μπουρεῖ κι ἡ θκόζμας ἡ Μίνιτς νὰ παίρ’ ἰβλουγία ἀπ’ τοὺν ΠΑΠΑ κι ἀφτός. Γιατιαφτὸ καλουπιρνάει μὶ τοὺ σύρι κι ἔλα στ’ ΓΙΟΥ ΖΑ.
Κι ἕναν τιλιφταίου λόγου ρὰ χαζουΕλληνις. Θε νἄρθ’ μέρα π’ θὰ φτάσν τὰ σύνουρά μας κάτ’ στοὺν Ἔλυμπου μαζὶ μὶ τοὺ μακαρίτ’ τοὺ Δία.
«Ὁ Θεὸς νὰἐλεᾶ μας» ἀπὸ τὰ προγράμματα τῶν Ἐμπόρων τῶν Ἐθνῶν. ΑΜΗΝ.
Μὲ Φῶς καὶἘλπίδα ἐν Κυρίῳ
παραμονὴἁγίου Αὐγουστίνου 2018
ἀρ.νι.μ.α