Εκτύπωση

Τα παιδιά της 8ης μέρας

της Όλγας Ντέλλα

Olga NtellaΚαι τότε, την 8η μέρα, ο Θεός έπλασε τον Θανάση. Τον άνθρωπο σαν τον Θανάση. Αυτόν τον άγγελο, τον μεταξύ ουρανού και γης, τον προορισμένο να υπενθυμίζει σε όλους τους επίλοιπους, τους σαν και μας, τον Παράδεισο, τον τόπο των αγγέλων, μα και τους ίδιους τους αγγέλους.

Τον προικισμένο, όχι με την ειδική ανάγκη, που του σημειώσαμε εμείς, αλλά με την ειδική, αυτή την υπέροχη αγάπη που μας χάρισε αυτός. Μα και με τη χαρά. Αυτή την ένθεη χαρά, της οποίας διατελούμε επαίτες και την αποζητούμε, μα δεν τη φτάνουμε, την απλότητα και τη γαλήνη, την ικανότητα να κοιτούμε γύρω μας με ευγνωμοσύνη δεν τη φτάνουμε. Ο Θανάσης, τα παιδιά σαν τον Θανάση, την έχουν έμφυτη. Με αυτή γεννιούνται. Με αυτή και φεύγουν. Και την αφήνουν σε μας. Παρακαταθήκη και ελπίδα, τρόπο ζωής προς επιβίωση και ο μόνος δρόμος προς το Θεό. Χαρά ένθεη που υπάρχει και ως επίγεια. Αρκεί να τη δεις στο κάθε βήμα σου. Να τη ντυθείς και να πας παραπέρα.

Παιδιά που δε θα μεγαλώσουν ποτέ, και ευτυχώς, παιδιά που φεύγουν όπως και έρχονται, ως άγγελοι επίγειοι, μας αγκαλιάζουν με το βλέμμα τους, με την ψυχή τους ολάκερη, την ακακία, την ανεξικακία απέναντι στη δική μας δυσκολία, την αμνησικακία, όταν και όποτε και συχνά δεχτούν απάνω τους την απόρριψη, το χλευασμό, την αποπομπή. Εμείς οι επίλοιποι δυσκολευόμαστε, για χρόνια δυσκολευόμαστε να συμφιλιωθούμε με την αδυναμία των άλλων να αγαπήσουν το διαφορετικό, αυτό το διαφορετικό πλάσμα που είναι το παιδί μας. Εμείς οι επίλοιποι, αδύναμοι εξίσου ως προς την αγάπη και με κείνους. Στον ίδιο βαθμό δυσκολεμένοι να χωρέσουμε την έλλειψη αγάπης. Αυτά όμως, τα παιδιά μας, αυτοί οι άγγελοι, ως άγγελοι που είναι, κουβαλάν την αγάπη απάνω τους πανσέληνη. Και συγχωρούν. Την ίδια ώρα λησμονούν την αποστροφή που δέχτηκαν. Τη σβήνουν από τον "σκληρό". Και συνεχίζουν. Με τη μέγιστη, μετά την αγάπη, αρετή της απάθειας να πορεύονται. Να μας δείχνουν το δρόμο, εμάς των κανονικών, με την ασθενική μας αγάπη να υπομνηματίζει διαρκώς την ατελή μας φύση.

Άγγελοι επίγειοι εντός των σπιτιών. Που σου τους εμπιστεύεται ο Θεός για όσο. Έναν άγγελο σου παραδίδει στα χέρια να τον φροντίσεις. Στην αρχή δυσκολεύεσαι. Πώς να χωρέσεις έναν άγγελο μες στην επίγεια ζωή σου; Πώς να δεχτείς το διαφορετικό παιδί σου; Τα χρόνια περνούν. Και δεν μπορείς να τα φανταστείς αλλιώς. Δε θέλεις να τα σκεφτείς δίχως αυτό το αλλιώτικο παιδί σου. Δε θα το άλλαζες με τίποτα. Αυτή είναι η αλήθεια. Αν κάποιος σου' λεγε ότι μπορείς, αν πολύ το επιθυμείς, να το αλλάξεις σε ένα κανονικό παιδί, δε θα το άλλαζες. Γιατί αυτό το παιδί είναι το χέρι του Θεού μέσα στο σπίτι σου. Είναι το χέρι Του που σε τραβά προς Εκείνον. Είναι η ίδια η αγάπη. Μια αγάπη που θα δυσκολευτεί κανείς να την ανταμώσει τόσο αγνή και ανυπόκριτη. Τόσο ανιδιoτελή. Τόσο ολόκληρη. Σου δίνονται ολάκερα δίχως να προσμένουν το αντάλλαγμα. Σου δίνονται με τόλμη και αφοβία. Ως ερωτευμένα υπάρχουν γύρω μας. Ερωτευμένα με την ίδια τη ζωή, με τους ανθρώπους στο πλάι τους. Σου δίνονται και νιώθεις ότι πάντα λιγότερο δίνεις, πάντα λιγότερο αγαπάς. Τα παιδιά τούτα μπορούν και αγαπούν ίσως και παραπάνω από τους γονείς τους. Δεν ολιγοψυχούν, δεν εγκαταλείπουν, δε διστάζουν, δεν αμφιβάλλουν. Είναι διά βίου και επιουσίως εκεί. Στο πλάι σου. 

Σε υποχρεώνουν να γονατίσεις παραπάνω, να τα φροντίσεις παραπάνω, να αγαπήσεις παραπάνω. Πολλές φορές και πάνω από το παραπάνω. Σα να πονά ένα από τα δυο σου χέρια. Ποιο φροντίζεις περισσότερο; Αυτό το πονεμένο, το χτυπημένο, αυτό που "φαίνεται" πως έχει πιότερο την ανάγκη σου. Αυτό που σε πονά σε κάθε σου κίνηση. Αυτό το ευαίσθητο. Που δεν το αντέχεις να πονά. Δεν αντέχεις τούτο το παιδί σου να πονά. Γιατί αυτών των παιδιών ο πόνος δεν τους πρέπει. Αυτά τα παιδιά τα νιώθεις να υπάρχουν μέσα σε μια χαρά εδεμική, να αγνοούν τον πόνο, τη θλίψη, τη δυσκολία, την κακία, να είναι εντελώς ανυπεράσπιστα απέναντι στην επίγεια οδύνη. Δεν αντέχουν να σε βλέπουν να κλαις. Δεν αντέχεις να τα βλέπεις να υποφέρουν. Αν είσαι γονιός, αυτό σου βγαίνει. Αν είσαι αδελφός, έχω τη βεβαιότητα πως αν τα κανονικά αδέλφια πονιούνται 10 φορές, αυτά τα αδέλφια πονάν για τον διαφορετικό αδελφό τους 100 και παραπάνω. Έτσι είναι.

Η ζωή τους μια ζωή άλλη, παράλληλη της κανονικής και πέρα από τη δική της συνηθισμένη και οικεία ρότα. Με διαφορετικές δυσκολίες, σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους. Με βαθμό δυσκολίας που ποικίλλει και ενδεχομένως ανεβαίνει. Βρίσκεται κανείς ώρες-ώρες στο πέραν των ανθρώπινων ορίων και αντοχών. Στο πέραν της υπομονής. Ίσως και τούτο να' ναι το τίμημα της αγάπης που δέχεσαι. Και σηκώνεσαι ξανά. Και προχωράς με τη γεύση και την εμπειρία της πτώσης. Και αναθεωρείς. Μετανοείς προσώρας έστω. Αρχίζεις από την αρχή. Μέσα στις ίδιες δυσκολίες που επαναλαμβάνονται, μπορεί και να εντείνονται. Μέσα από τούτες οφείλεις να κάνεις ό,τι οφείλεις και για το κάθε "κανονικό" παιδί σου. Οφείλεις να είναι ευτυχισμένα, όσο το δυνατόν πιο ευτυχισμένα, μέσα στην καθημερινότητά τους. Τούτο οφείλουμε και για τους εαυτούς μας άλλωστε. Όμως, η λογική σκευή, η απεχθής αυτή λογική σκευή, θολώνει το τζάμι και βλέπουμε αλλιώς και ετοιμάζουμε τα παιδιά μας για όλα τα άλλα, όχι όμως για το μοναδικό που έχουν και αυτά ανάγκη, να γευτούν την ευτυχία, να πλημμυρίσουν με την ένθεη χαρά, να στέκονται όρθια με ελπίδα. Και έρχονται αυτά τα παιδιά και καταλύουν τις κανονικές προοπτικές που "οφείλει" σχεδόν καθ' υπαγόρευσιν να ακολουθήσει ένα φυσιολογικό παιδί. Και διαπιστώνεις πόσο αιχμάλωτα είναι τα κανονικά παιδιά μας μέσα σε αυτή την κανονική ρότα που τα έχει προορισμένα το σύστημα που παγιώσαμε ως επίγεια ζωή. Και κάποτε ξυπνάς. Και υποχρεώνεσαι να δεις αλλιώς. Μέσα από την πορεία ενός παιδιού μη κανονικού και τις δικές του ανάγκες και επιθυμίες. Την ανάγκη και οφειλή και μιας επίγειας ευτυχίας προτού την επουράνια. Αναθεωρείς ξανά. Οπλίζεσαι αλλιώς. Προχωράς αλλού και παραπέρα. 

Τέτοιος ο Θανάσης, παιδί αγαπημένο, όχι μονάχα για την οικογένειά του, μα και για όλους όσοι τον ανταμώσαμε, μας αγκάλιασε, μας αγάπησε με το δικό του ολόφωτο τρόπο, τον κάθε ένα ξεχωριστά και όλους μαζί με μια αγκαλιά. Ήθελε τα ελάχιστα, όπως όλα αυτά τα παιδιά, ήταν ευγνώμων για αυτά τα ελάχιστα. Του χάριζες ένα χαμόγελο, σου χάριζε την ψυχή του. Μας έλεγχε με τον αυθορμητισμό, την πηγαία χαρά του. Το χαμόγελο και την καλοσύνη του. Εξέπεμπε αγάπη και τη σκόρπαγε δίχως σκέψη δεύτερη. 

Είχα την τύχη να τον ανταμώσω στη ζωή μου, είχα την περαιτέρω ευλογία να τον κοιτώ και να με κοιτά για έναν ολόκληρο χρόνο από το τελευταίο θρανίο ενός σχολείου της πόλης μου, να μου μιλά και να δείχνει τον ενθουσιασμό του με τα χέρια του, τα μάτια του, το σώμα όλο, να με παρασύρει στο άνευ όρων ενός αυθορμητισμού αγαπητικού, να μου μαθαίνει πως η ποίηση είναι ένα μονοπάτι που μπορούν να το πάρουν όλοι, να κοντοσταθούν, στίχους να αγαπήσουν, να παραμυθηθούν. Ενστικτωδώς να σταθούν στο απόσταγμά της. Κυρίως μου έδειξε το δρόμο προς τη γαλήνη, τον πέραν της οργής, εκεί όπου ως πέτρα υπάρχεις που μαλάκωσε και στρογγύλεψε, δίχως τις αμυχές της. Με έλεγξε με την καλοσύνη που μου υπέδειξε, το πώς οφείλουμε να διατηρούμε το πρόσωπο της αγάπης, ακόμα και όταν δεν το μπορούμε. Το πώς οφείλει το καλό να γονατίζει μπροστά στο κακό.

Τον αποχαιρετήσαμε με χαρμολύπη στις 3 του Ιούνη, δίχως την αγωνία για την ανάπαυση της ψυχής του, καθώς αυτή ήταν κάτι εκ προοιμίου συντελεσμένη. Ο Θανάσης ήρθε εδώ για μας, για τις ατελείς ψυχές μας, να μας εμφυσήσει κάτι από την πνοή του Παραδείσου, μέτοχους να μας κάνει μιας αγγελικής πολιτείας και τρόπου ζωής που τα αγνοούμε και πώς αλλιώς να πάρουμε τη γεύση τους; Ήρθε και μας έδωσε γεύσεις της Παραδείσου και του χρωστούμε ευγνωμοσύνη.

Τον αποχαιρετήσαμε με τη βεβαιότητα πως η αγκαλιά του άλλαξε τώρα σχήμα και δεν είναι παρά μια ομπρέλα που μας σκέπει από Απάνω και μας προσεύχεται και μας αγαπά με τρόπο ένθεο πια. Τον αποχαιρετήσαμε μέσα σε μια εκκλησιά που ακούγονταν τ' αηδόνια ίσαμε μέσα, σα να χαίρονταν αυτά εκεί που εμείς πενθούσαμε. Ήταν όλοι εκεί. Και πενθούσαν αλλιώς. Το ένιωθες αυτό. Πώς να πενθήσεις έναν άγγελο; Τον αφήνεις να πετάξει εκεί όπου ανήκε. Πώς να τον κρατήσεις; Τον αφήνεις να πάει στον Θεό του. Τον ευχαριστείς για όσο Σου τον παραχώρησε. Τον πένθησαν όλοι όσοι από αυτόν μυχίως ευεργετήθηκαν. Όσοι με οποιονδήποτε τρόπο τον διακόνησαν, όσοι στάθηκαν φίλοι του, συντροφιά του, αγαπημένοι άνθρωποί του τα είκοσι αυτά χρόνια της επίγειας ζωής του. Μα οι γονείς των παιδιών σαν τον Θανάση νιώθεις πως τον πένθησαν και αλλιώς, γιατί όλοι τους ανήκουν σε μια ευρύτερη, διαφορετική, οικογένεια που το κάθε μέλος της είναι και δικό τους μέλος. Όταν ένας πονά, είναι κάπως σα να πονάνε όλοι. Όταν ένα παιδί φεύγει, είναι κάπως σα να φεύγει το δικό σου παιδί.

Τα παιδιά της 8ης μέρας, όπως ο γλυκός μας Θανάσης, μας υποχρεώνουν να αγαπήσουμε περισσότερο, να ελπίσουμε περισσότερο, να αφεθούμε περισσότερο σε αυτό το θαύμα της ζωής της κάθε μέρας. Όταν έλεγε ο Χριστός να γίνουμε σαν τα παιδιά, έχω την εντύπωση ότι εννοούσε σαν αυτά τα παιδιά. Πως σαν "αυτά" τα παιδιά.

Όλγα Ντέλλα