Εκτύπωση

Μέλισσα - Μελισσοκομία

melissokomia-xwris-daskalo-biblioΑ. ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΛΙΣΣΑ

Οι μέλισσες εμφανίστηκαν πριν από 80 εκατομμύρια χρόνια περίπου. Δυστυχώς όμως δε γνωρίζουμε πολλά για τους προγόνους τους γιατί τα απολιθώματά τους είναι σπάνια.

    Με βάση τα λίγα παλαιοντολογικά ευρήματα μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι πρώτες μέλισσες εξελίχθηκαν από έντομα που έμοιαζαν με σφίγγες. Σήμερα σε όλο τον κόσμο υπάρχουν πάνω από 20 χιλιάδες είδη μελισσών και 700 γένη. Ανάμεσα σ’ αυτές και η κοινή μέλισσα Apis Melifera. Η μέλισσα μαζί με άλλα 100 χιλιάδες και πλέον εντόμων ανήκε στην τάξη των Υμενοπτέρων και στην μεγάλη υπεροικογένεια των μελισσοειδών ταApoideaκαι στην οικογένειαApidae. Στην ομάδα των γενεών Apini περιλαμβάνεται το γένος Apisστο οποίο ανήκει η κοινή μέλισσα. Τα περισσότερα από τα γνωστά είδη μελισσών ζουν μοναχικά. ΗApisMeliferaείναι το πιο διαδεδομένο είδος μέλισσας στον κόσμο. Στη βόρεια Ελλάδα έχουμε την Apis Melifera Macedonikaστη νότια την Apis Melifera Cecropiaκαι στην Κρήτη την Apis Melifera Adanea.

    Η κοινή μέλισσα είναι κοινωνικό έντομο γεγονός που σημαίνει ότι ένας μεγάλος αριθμός ατόμων ζει σαν μια οργανωμένη κοινωνία. Στις κοινωνίες των μελισσών παρατηρείται ένας διμορφισμός φύλου. Αρσενικά άτομα είναι οι κηφήνες και θηλυκά η βασίλισσα και οι εργάτριες. Το μελίσσι λειτουργεί σαν ένα καλά οργανωμένο σύστημα τάξεων που αυξάνει πολλαπλασιάζεται και αντιδρά στα εξωτερικά ερεθίσματα. Ο πληθυσμός ενός μελισσιού μπορεί να ξεπεράσει τις 40.000 εργάτριες, ανάλογα με την εποχή του έτους, μια βασίλισσα και μερικές εκατοντάδες κηφήνων, κυρίως κατά την αναπαραγωγική περίοδο.

Η βασίλισσα  διακρίνεται εύκολα από τους κηφήνες και τις εργάτριες γιατί είναι το πιο μεγαλόσωμο άτομο, μήκους περίπου 19 χιλιοστών. Δε συλλέγει τροφή ούτε ασχολείται με άλλες εργασίες στο μελίσσι και ακολουθείται από ένα αριθμό εργατριών που τη φροντίζουν. Κρατά σε συνοχή το μελίσσι με κάποιες χημικές ουσίες που παράγει, διατηρώντας τη χαρακτηριστική του οργάνωση και ρυθμίζοντας τη λειτουργία του. Είναι το μόνο θηλυκό άτομο που ζευγαρώνει συνήθως με 8-12 κηφήνες. Ο αριθμός των αυγών που γεννάει εξαρτάται από την ηλικία της και από την εποχή του έτους. Ωοτοκεί κατά μέσο όρο 1500 αυγά την

ημέρα από το Μάιο ως τον Ιούνιο και μέχρι 200.000 αυγά ετησίως. Ζει ως και 5 χρόνια.

Η εργάτρια  είναι το μικρότερο σε μέγεθος άτομο της κυψέλης και ασχολείται με όλες τις εργασίες του μελισσιού: καθάρισμα , αερισμό, φρούρηση, συλλογή και επεξεργασία τροφής, χτίσιμο κερήθρων και άλλα. Δε ζευγαρώνει με τους κηφήνες και γεννά κάτω από ορισμένες συνθήκες μόνο αγονιμοποίητα αυγά. Σε εποχές έντονης δραστηριότητας δηλαδή την άνοιξη και το καλοκαίρι ζει το πολύ 45 ημέρες ενώ το χειμώνα μέχρι 6 μήνες.

Το σώμα της μικρό και τριχωτό, αποτελείται από τρία μέρη: το κεφάλι, το θώρακα και την κοιλιά. Πληροφορείται τα όσα συμβαίνουν γύρω της από τα αισθητήρια όργανά της που βρίσκονται στο κεφάλι και στα πόδια της.

Τα μάτια της σχηματίζονται από χιλιάδες έδρες. Με αυτές η μέλισσα βλέπει τις κινήσεις, προσανατολίζεται πετώντας και διακρίνει τα χρώματα των λουλουδιών.

Ακούει, αισθάνεται και αγγίζει με τις κεραίες της, οι οποίες αποδεικνύονται όργανα πολύ χρήσιμα μέσα στο σκοτάδι της κυψέλης. Για να αναγνωρίσει τις συντρόφισσές της και να ανιχνεύσει τους εχθρούς της, εμπιστεύεται την όσφρησή της.

Η ζωή της εργάτριας μέλισσας από τότε που βγαίνει από το αυγό μπορεί να χωριστεί σε τρία στάδια.

Στο πρώτο στάδιο της ζωής της από την πρώτη μέχρι την 10ημέρα ασχολείται σαν οικιακή μέλισσα στο εσωτερικό της κυψέλης. Εκεί οι εργάτριες καθαρίζουν τα άδεια κελιά, στέκονται πάνω στα κελιά του γόνου για να τα κρατούν ζεστά και περνούν πολύ καιρό άπραγες. Μετά από τις πρώτες μέρες της ζωής τους, οι μέλισσες γίνονται ώριμες για την πιο βασική αποστολή τους σαν παραμάνες του γόνου. Κατά τη διάρκεια της οποίας αναλαμβάνουν την εκτροφή των σκουληκιών. Προς το τέλος αυτής της περιόδου της ζωής τους κάνουν μια πτήση προσανατολισμού από την κυψέλη, διάρκειας περίπου 5 λεπτών, προκειμένου να καταγράψουν το τοπίο γύρω από την κυψέλη και να αναλάβουν ασχολίες και στο ύπαιθρο.

Στο δεύτερο στάδιο της ζωής της από τη10η– 20ημέρα σταματά η δραστηριότητά της σαν παραμάνα και αναλαμβάνει εργασία κτισίματος κηρήθρων. Άλλα καθήκοντα της εργάτριας σε αυτό το στάδιο είναι να παραλαμβάνει το νέκταρ που κουβαλήθηκε από άλλες μέλισσες, να το επεξεργάζεται και να γεμίζει με αυτό τα κελιά των αποθεμάτων. Ακόμη αναλαμβάνει την καθαριότητα της κυψέλης. Προς το τέλος αυτού του σταδίου μερικές μέλισσες αναλαμβάνουν τη φρούρηση της εισόδου.

 Στο τρίτο στάδιο της ζωής τους από την 20ηημέρα ως το θάνατό τους η μέλισσα γίνεται συλλέκτρια. Τότε πετά έξω από την κυψέλη για να ψάξει και να φέρει από τα λουλούδια νέκταρ ή γύρη. Με κακοκαιρία που δεν επιτρέπεται το πέταγμα οι συλλέκτριες σπάνια ασχολούνται με οικιακές εργασίες.  

Ο κηφήνας  είναι το αρσενικό άτομο του μελισσιού και έχει μήκος περίπου17 χιλιοστά. Δεν έχει κεντρί ούτε όργανα συλλογής τροφής και παραγωγής κεριού. Η αποστολή του συνίσταται στην αναζήτηση της παρθένας βασίλισσας και στο ζευγάρωμα μαζί της έξω από την κυψέλη. Τις πρώτες 12 μέρες της ζωής του μένει στην κυψέλη μέχρι να γίνει αναπαραγωγικά ώριμος και στη συνέχεια πετάει σε συγκεκριμένες περιοχές για να ζευγαρώσει με τις βασίλισσες. Μετά τη σύζευξη πεθαίνει. Ζει το πολύ δυο μήνες.

ΣΜΗΝΟΥΡΓΙΑ-ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ

Για να δημιουργηθεί ένα νέο μελίσσι χρειάζεται μια νέα βασίλισσα. Μόνο έτσι μπορεί να πολλαπλασιαστεί το μελίσσι και αυτό γίνεται με τησμηνουργίατων μελισσών. Κυρίως το Μάιο οι εργάτριες φτιάχνουν μερικά βασιλικά κελιά και εκεί μέσα διατρέφουν 6 ή και περισσότερες βασίλισσες από τις οποίες τις πιο πολλές τις περιμένει ο θάνατος. Περίπου μια εβδομάδα πριν η πρώτη νέα βασίλισσα βγει από το κελί της γίνεται η σμηνουργία.

Οι μέλισσες μαζεύονται σε πυκνούς σωρούς μπροστά στην είσοδο της κατοικίας τους. Μονομιάς έπειτα αναστατώνονται, ορμάνε μέσα στην κυψέλη κατευθύνονται στα κελιά με το μέλι και γεμίζουν το μελιστομάχι τους. Περίπου μισές απ’ αυτές εγκαταλείπουν την κυψέλη με ένα τρελό στριφογύρισμα, πετώντας ανακατεμένα σε κύκλους και μαζί με την παλιά βασίλισσα μαζεύονται σε ένα κλαδί ενός κοντινού δέντρου σχηματίζοντας το πυκνό τσαμπί«αφεσμού». Είναι η στιγμή που ο μελισσοκόμος μπορεί να το πιάσει, να το μεταφέρει σε μια άδεια κυψέλη και να δημιουργήσει το καινούριο μελίσσι. Στην παλιά κυψέλη βρίσκονται οι παλιές μέλισσες χωρίς αρχηγό πια.

Ύστερα από λίγες ημέρες, βγαίνει η πρώτη από τις νέες βασίλισσες από το κελί της. Μια εβδομάδα από την έξοδό της από το κελί επιχειρεί η βασίλισσα το γαμήλιο ταξίδι της και ζευγαρώνει στον αέρα με ένα κηφήνα και με αρκετούς διαδοχικά.

Η βασίλισσα ξεκινάει τη γαμήλια πτήση της. Πετάει πολύ ψηλά κι οι κηφήνες την ακολουθούν τραβηγμένοι από τη μυρωδιά της. Όσοι τη φτάσουν ζευγαρώνουν μαζί της στον αέρα. Τη στιγμή που την αποχωρίζονται, η κοιλιά τους σχίζεται και πεθαίνουν. Οι υπόλοιποι κηφήνες, άχρηστοι πια, ζουν ακόμα λίγο σε βάρος της κοινότητας. Το χειμώνα που λιγοστεύει η τροφή, οι εργάτριες τους πετούν έξω από την κυψέλη, τσιμπώντας με το κεντρί τους  όσους δε θέλουν να βγουν. Ανίκανοι να τραφούν οι κηφήνες, πεθαίνουν.   Η βασίλισσα μπορεί να επαναλάβει το γαμήλιο πέταγμά της και τις επόμενες ημέρες.

Μετά γίνεται η ενάρετη μελισσομητέρα που δεν ξαναφήνει ποτέ πια την κυψέλη παρά μόνο όταν εκθρονιστεί την επόμενη άνοιξη από μια νέα βασίλισσα. Αν το μελίσσι σε μια χρονιά διώξει μόνο έναν αφεσμό, τότε οι υπόλοιπες βασίλισσες δεν ζουν πια διότι η πρώτη βασίλισσα από αυτές που θα βγει, ανοίγει τρύπες με τα σαγόνια της στα άλλα βασιλικά κελιά και θανατώνει κεντρίζοντας η ίδια τις αδελφές της. Έπειτα οι εργάτριες καταστρέφουν τα βασιλικά κελιά και κουβαλούν τα πτώματα έξω από την κυψέλη. Αν όμως υπάρχει διάθεση του σμήνους και για άλλο αφεσμό, τότε οι εργάτριες προστατεύουν τα άλλα βασιλικά κελιά από τις διαθέσεις της βασίλισσας.

Οι έτοιμες να βγουν νεαρές βασίλισσες δεν εγκαταλείπουν τα κελιά τους, διότι η ελεύθερη βασίλισσα μέσα στην κυψέλη θα ορμούσε αμέσως επάνω τους. Αυτό που κάνουν είναι να προβάλλουν μόνο την προβοσκίδα τους ανάμεσα από μια μικρή σχισμή του κελιού τους και έτσι να ταΐζονται από τις εργάτριες. Όταν η αντίπαλος βασίλισσα φύγει με ένα καινούριο αφεσμό από την κυψέλη, μόνο τότε βγαίνουν από τα κελιά. Μια μόνο παραμένει στο μελίσσι, ενώ οι άλλες δολοφονούνται.        

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

    Στη διάρκεια της ζωής της, η μέλισσα περνά από τέσσερα ξεχωριστά στάδια:

Αυγό

Προνύμφη ή γόνος

 Νύμφη

 Ενήλικη.

Πρόκειται για τέσσερις διαφορετικές φάσεις μεταμόρφωσης, στη διάρκεια των οποίων το σώμα της μέλισσας αλλάζει τόσο πολύ, που ο γόνος δε μοιάζει καθόλου με την ενήλικη μέλισσα. Όλα τα αυγά προέρχονται από τη βασίλισσα του μελισσιού η οποία ωοτοκεί δυο ειδών αυγά, τα γονιμοποιημένα και τα αγονιμοποίητα. Τα γονιμοποιημένα θα δώσουν θηλυκά άτομα ενώ τα αγονιμοποίητα τους κηφήνες. Τα θηλυκά άτομα μπορούν να εξελιχθούν σε βασίλισσες ή εργάτριες ανάλογα με τη διατροφή τους στο στάδιο της προνυμφικής τους ηλικίας. Οι προνύμφες που εξελίσσονται σε βασίλισσες τρέφονται αποκλειστικά με άφθονο βασιλικό πολτό όλες τις ημέρες της διατροφής τους. Οι προνύμφες που εξελίσσονται σε εργάτριες τρέφονται τις πρώτες τρεις ημέρες με λιγοστό βασιλικό πολτό και τις υπόλοιπες με βασιλικό πολτό, γύρη και μέλι. 

Η μέλισσα γίνεται τέλειο έντομο σε 21 μέρες. Παραμένει σαν αυγό 3 ημέρες, σαν προνύμφη 6 και σαν νύμφη 12 ημέρες. Οι κηφήνες παραμένουν 8 ημέρες στο στάδιο της προνύμφης και ολοκληρώνεται η ανάπτυξή τους στις 24 ημέρες. Ο συνολικός χρόνος ανάπτυξης της βασίλισσας είναι 16 ημέρες από τη μέρα της ωοτοκίας. 

    Η προνύμφη μοιάζει με σκουληκάκι, δεν έχει φτερά ούτε πόδια. Την ταΐζουν οι εργάτριες και αυτή τρώει πολύ και μεγαλώνει πολύ γρήγορα. Σύντομα γεμίζει όλο το χώρο του κελιού. Τότε μπαίνει στο στάδιο της νύμφης και οι εργάτριες σφραγίζουν την είσοδο του κελιού. Εκεί στα σκοτεινά, αρχίζει μια απίστευτη μεταμόρφωση: λίγο-λίγο, η νύμφη αλλάζει σχήμα φυτρώνουν πόδια και φτερά.

Μόλις ολοκληρωθεί η μεταμόρφωση, η ενήλικη μέλισσα βγαίνει από το κελί, τέλεια σχηματισμένη.

 

Β. ΕΧΘΡΟΙ ΚΑΙ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΤΩΝ ΜΕΛΙΣΣΩΝ

    Οι μέλισσες κινδυνεύουν από ένα μεγάλο αριθμό ασθενειών αλλά και εχθρών.

Στους εχθρούς των μελισσών θα μπορούσαμε να εντάξουμε τους εξής:

Ο μεγάλος κηρόσκορος. Στην περίπτωση αυτή οι ζημιές στη μέλισσα προκαλούνται από την προνύμφη του εντόμουGalleriamellonelal., μια νυκτόβια πεταλούδα.

Τα ενήλικα άτομα είναι δραστήρια από το Μάιο ως τον Οκτώβριο. Τα θηλυκά ζευγαρώνουν και μπαίνουν στα αδύνατα μελίσσια, όπου γεννούν 300-600 αυγά σε χαραμάδες ή σχισμές της κυψέλης. Οι προνύμφες τρέφονται με γύρη, μέλι, κερί και τμήματα των δερμάτων της μέλισσας. Σε 20 περίπου ημέρες πλέκει το κουκούλι, μεταμορφώνεται σε νύμφη και αργότερα σε ακμαίο.

Οι ζημιές που προκαλεί στο μελίσσι είναι σημαντικές. Καταστρέφει ολοσχερώς αποθηκευμένες κηρήθρες. Προσβάλλει κηρήθρες μέσα στην κυψέλη που δεν καλύπτονται από μέλισσες προκαλώντας έντονη ανησυχία σε αδύνατα μελίσσια και μερικές φορές λιποταξία. Προκαλεί ζημιές στην κυψέλη ιδιαίτερα στα τοιχώματα και τη βάση.

Ο μικρός κηρόσκορος. Ανήκει στην ίδια οικογένεια λεπιδοπτέρων με το μεγάλο, αλλά είναι πολύ μικρότερος. Γεννά 100-200 αυγά περίπου. Η ανάπτυξη, η συμπεριφορά, οι συνήθειες και η διατροφή του μοιάζουν σημαντικά με εκείνες του μεγάλου κηρόσκορου.

Οι προνύμφες του μικρού κηρόσκορου συγκρατούν με τα μεταξένια νήματά τους τις χρυσαλίδες της μέλισσας, οι οποίες κατά την ενηλικίωσή τους δεν μπορούν να βγουν από τα κελιά τους. Οι μέλισσες μοιάζουν σαν πνιγμένες με το κεφάλι τεντωμένο προς τα εμπρός με την προβοκίδα προς τα έξω. Το φαινόμενο είναι γνωστό σαν γκαλερίαση.

Αρκούδες. Επισκέπτονται τα μελισσοκομεία το βράδυ και καταστρέφουν τις κυψέλες για να φάνε μέλι και γόνο. Όταν εντοπίσουν ένα μελισσοκομείο, επιστρέφουν σ’ αυτό πολλές φορές με αποτέλεσμα να προξενούν μεγάλη ζημιά σε πολλά μελίσσια.

Πουλιά, μελισσοφάγοι. Είναι αποδημητικά πουλιά τα οποία τρέφονται με διάφορα έντομα όπως και με μέλισσες. Εμφανίζονται το Μάρτιο μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου, επιτίθενται ομαδικά και τρώνε αρκετές συλλέκτριες. Το πέταγμα των μελισσών περιορίζεται σημαντικά, όταν υπάρχουν στην περιοχή μελισσοφάγοι, γεγονός που αποδίδεται στο κελάδημα των πουλιών, στο χρώμα τους ή κάποιο άλλο άγνωστο παράγοντα. Έτσι περιορίζονται οι ζημιές στις μέλισσες, μειώνονται όμως και οι αποδόσεις τους.

Χελιδόνια. Πετούν χαμηλά και τρώνε αρκετές μέλισσες. Αποτελούν μεγάλο κίνδυνο για τις νεαρές βασίλισσες που πετάνε για να συζευχθούν.

Μυρμήγκια. Τα μυρμήγκια αποτελούν σημαντικό εχθρό των μελισσιών ιδιαίτερα όταν η φωλιά τους συνορεύει με κάποια κυψέλη και ακόμη περισσότερο, όταν φωλιάζουν στο τοίχωμα της κυψέλης. Εκεί πολλαπλασιάζονται και ανησυχούν συνεχώς το μελίσσι. Μπαίνουν σε μεγάλους αριθμούς μέσα στην κυψέλη, δαγκώνουν και κόβουν φτερά και πόδια μελισσών, θανατώνουν νεαρές μέλισσες. Η συνεχής ανησυχία έχει σαν αποτέλεσμα τη λιποταξία του μελισσιού.

Σφήκες. Οι σφήκες επιτίθενται και θανατώνουν μέλισσες τις οποίες χρησιμοποιούν για την εκτροφή του γόνου τους. Ιδιαίτερα επικίνδυνες είναι οι μεγάλες κόκκινες σφήκες (VespaOrientalisκαιV.Crabro), οι οποίες την άνοιξη διατηρούν μεγάλους πληθυσμούς και έχουν αυξημένες ανάγκες σε ζωικές πρωτεΐνες. Αρκετά επικίνδυνες είναι και οι μικρές κίτρινες σφήκες (VespulaGermanicaκαιV.Vulgaris), οι οποίες επίσης αφθονούν στον ελλαδικό χώρο.

Ποντίκια. Τα ποντίκια μπαίνουν το χειμώνα στην κυψέλη για να βρουν προστασία και τροφή. Καταστρέφουν τις κηρήθρες και τα πλαίσια και προκαλούν έντονη ανησυχία στο μελίσσι, το οποίο αδυνατεί να ξεχειμωνιάσει με αποτέλεσμα αρκετές φορές να χάνεται. Τα ποντίκια δημιουργούν επίσης ζημιές στις αποθηκευμένες κηρήθρες.

    Αναφερόμενοι στις ασθένειες που προσβάλουν τις μέλισσες θα πρέπει να κάνουμε τον εξής διαχωρισμό.

α) Ασθένειες που προσβάλλουν το γόνο των μελισσών 

β) Ασθένειες που προσβάλλουν τις ακμαίες μέλισσες.

Οι κυριότερες ασθένειες που προσβάλλουν το γόνο είναι οι εξής:

Αμερικάνικη σηψιγονία. Οφείλεται στο βακτήριο Bacilluslarvae, το οποίο προσβάλλει όλα τα είδη γόνου των μελισσών. Οι προνύμφες μολύνονται, όταν λάβουν μαζί με την τροφή σπόρους του βακτηρίου. Οι σπόροι βλαστάνουν στο στομάχι του εξελισσόμενου εντόμου, μετακινούνται στη στωματική κοιλότητα, πολλαπλασιάζονται και σπορογονούν. Η Αμερικάνικη σηψηγονία εμφανίζεται σ’ όλες τις εποχές του έτους, ιδιαίτερα όμως το καλοκαίρι, όταν σταματήσει η νεκταροέκκριση και υπάρχει έντονη τάση λεηλασίας. Η αρρώστια μεταδίδεται από τις καθαρίστριες μέλισσες, οι οποίες στην προσπάθειά τους να απομακρύνουν τις άρρωστες προνύμφες, μολύνονται και όταν αναλαμβάνουν χρέη τροφού, μεταφέρουν το μόλυσμα στην τροφή των προνυμφών.

Ευρωπαϊκή σηψηγονία: Οφείλεται στο βακτήριο Streptococcus Pluton, το οποίο προσβάλλει προνύμφες μικρής ηλικίας.

Οι προνύμφες προσβάλλονται σε ηλικία μικρότερη των 48 ωρών. Το παθογόνο αίτιο πολλαπλασιάζεται στο μεσαίο έντερο της προνύμφης καταστρέφει την περιτροφική μεμβράνη και προσβάλλει το επιθύλιο του εντέρου. Μεγάλος αριθμός από προσβλημένες προνύμφες, εντοπίζονται και απομακρύνονται στο αρχικό στάδιο της προσβολής από τις μέλισσες, πριν ακόμη γίνουν ορατά τα συμπτώματα της ασθένειας. Προνύμφες μεγαλύτερης ηλικίας προσβάλλονται επίσης, χωρίς όμως να παρουσιάσουν συμπτώματα της αρρώστιας, λόγω της ποσότητας τροφής που πρόλαβαν να καταναλώσουν τις πρώτες ημέρες της ζωής τους.

Το βακτήριο της Ευρωπαϊκής σηψηγονίας πιθανό να βρίσκεται για μεγάλο χρονικό διάστημα σ’ ένα μελίσσι χωρίς να προκαλεί φανερά συμπτώματα και η αρρώστια να εκδηλωθεί όταν κατάλληλες συνθήκες την ευνοήσουν, συνήθως μεταξύ των μηνών Μαΐου και Αυγούστου.

Στο μελίσσι η ασθένεια εξαπλώνεται από τις οικιακές μέλισσες, οι οποίες μολύνονται καθώς απομακρύνουν τις άρρωστες προνύμφες και καθαρίζουν τα κελιά του γόνου. Επίσης μεταδίδεται από τις ακμαίες μέλισσες που προσβλήθηκαν στο στάδιο της ανάπτυξής τους. Οι μέλισσες αυτές μετατρέπονται γρηγορότερα σε συλλέκτριες (πρώιμη ενηλικίωση), γεγονός που τις απομακρύνει από το γόνο και προφυλάσσει το μελίσσι από επιδείνωση. 

Με την παραπλάνηση, τη λεηλασία και τη μεταφορά μολυσματικού υλικού, η ασθένεια μεταδίδεται από τα άρρωστα στα υγιή μελίσσια.

Ασκοσφαίρωση: Οφείλεται στο μύκητα Ascosphaeraapis, ο οποίος ανήκει στους Ασκομύκητες της οικογένειας Ascosphaeraceae. Προσβάλλει την κοινή μέλισσα, καθώς επίσης και τις μοναχικές μέλισσες.

Προσβάλλεται ο γόνος της εργάτριας, βασίλισσας και κηφήνα στο στάδιο της προνύμφης, ηλικίας μεγαλύτερης των 3 ημερών. Η μόλυνση γίνεται από σπόρια που βρίσκονται στην τροφή της προνύμφης. Τα σπόρια βλασταίνουν στο πίσω μέρος του στομάχου κα οι μυκηλιακές υφές σε 48 ώρες απλώνονται σ’ όλα τα όργανα του σώματος της προνύμφης εκτός από τις τραχείες. Η προνύμφη πεθαίνει εξαιτίας της μηχανικής ρήξης ζωτικών οργάνων και ιστών του σώματός της, του θρεπτικού ανταγωνισμού που δέχεται από το μύκητα, καθώς επίσης και από τοξίνες του μύκητα.

Οι κυριότερες ασθένειες που προσβάλλουν τις ακμαίες μέλισσες είναι οι εξής:

Βαρροάτωση. Οφείλεται στο άκαρι Βαρρόα, το οποίο μεταπήδησε στην κοινή μέλισσα, από την ασιατική. Στην Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε το 1978 στην περιοχή του Έβρου και σε σύντομο χρονικό διάστημα εξαπλώθηκε σ’ όλη τη χώρα. Η Βαρρόα πολλαπλασιάζεται αποκλειστικά στα κλειστά κελιά του γόνου. Το παράσιτο εισέρχεται λίγο πριν σφραγιστούν τα κελιά, γεννά 5-6 αυγά στα εργατικά και 6-7 αυγά στα κηφηνοκέλια. Στον εργατικό γόνο προλαβαίνουν να εξελιχθούν σε τέλεια μόνο τα δύο πρώτα, σπάνια και το τρίτο ενώ στον κηφηνογόνο εξελίσσονται συνήθως 3-4 ακάρεα. Από τους απογόνους ένα είναι αρσενικό το οποίο έρχεται σε σύζευξη με τα θηλυκά (μητέρα και αδελφές) και πεθαίνει. Τα ακάρεα εξέρχονται από τα κλειστά κελιά μαζί με τη μέλισσα, παρασιτούν για κάποιο χρονικό διάστημα στις ακμαίες μέλισσες και εισέρχονται με τη σειρά τους σε κάποια κελιά γόνου για να γεννήσουν.

Τον πρώτο και δεύτερο χρόνο από την προσβολή ενός υγιούς μελισσιού από το άκαρι, δεν παρατηρούνται συνήθως φανερές ενδείξεις της προσβολής. Την τρίτη ή τέταρτη χρονιά, μειώνεται σημαντικά ο πληθυσμός των μελισσών και εμφανίζονται παραμορφωμένες μέλισσες και ιώσεις. Το μελίσσι καταρρέει συνήθως το φθινόπωρο ή στη διάρκεια του χειμώνα. Στο τελευταίο στάδιο της προσβολής, μερικά μελίσσια εγκαταλείπουν την κυψέλη τους.

Η Βαρρόα προσβάλλει τις μέλισσες όλες τις εποχές. Η προσβολή φαίνεται μεγαλύτερη σε περιόδους που ο γόνος είναι περιορισμένος γιατί το σύνολο των παρασίτων βρίσκεται στις ακμαίες μέλισσες. Το άκαρι είναι ορατό με γυμνό οφθαλμό. Βρίσκεται συνήθως ανάμεσα στα δακτυλίδια της κοιλιάς, ανάμεσα στο θώρακα και την κοιλιά ή ανάμεσα στο κεφάλι και τον θώρακα της μέλισσας. Βρίσκεται επίσης στα κλειστά κελιά γόνου.

Τραχειακή ακαρίαση. Οφείλεται στο μικροσκοπικό άκαριAcarapiswoodi(Rennie), το οποίο προσβάλλει τις ακμαίες μέλισσες.

Το συζευγμένο άκαρι προσβάλλει εργάτριες, κηφήνες και βασίλισσες. Εισέρχεται από το πρώτο θωρακικό στίγμα της μέλισσας στην αναπνευστική τραχεία όπου αποθέτει 5-6 αυγά, ένα την ημέρα. Μετά από 3-4 ημέρες τα αυγά εκκολάπτονται. Τα μεν αρσενικά ενηλικιώνονται σε 11-12 ημέρες τα δε θηλυκά σε 13-16 ημέρες. Με τα στοματικά τους όργανα τρυπούν την τραχεία και τρέφονται με την αιμολέμφο. Μέρος της αιμολέμφου μπαίνει στις τραχείες και στερεοποιείται, η τραχεία αποφράσσεται όταν αναπτυχθούν 3-4 γενεές ακάρεων.

Μετά την ενηλικίωση τα ακάρεα ζευγαρώνουν, βγαίνουν από το αναπνευστικό στίγμα της μέλισσας και προσβάλλουν άλλες μέλισσες. Τα ακάρεα ζουν απολκειστικά στο εσωτερικό των τραχειών της μέλισσας, το χειμώνα όμως πιθανό να βρεθούν και στη βάση των φτερών.

Η τραχειακή ακαρίαση εμφανίζεται σε μεγαλύτερους πληθυσμούς το φθινόπωρο και την άνοιξη. Το καλοκαίρι περιορίζεται σημαντικά από τις υψηλές θερμοκρασίες.

Νοσεμίαση. Αίτιο της νοσεμίασης είναι το πρωτόζωο Nosema apis. Παράγει σπόρους οι οποίοι διατηρούν τη βιωσιμότητά τους για 2 χρόνια στα περιττώματα της μέλισσας, 2 μήνες στο έδαφος και 4 μήνες στο μέλι. Καταστρέφονται όταν εκτεθούν στις ηλιακές ακτίνες για 15-30 λεπτά, στο φαινικό οξύ για 10 λεπτά, στους ατμούς του οξικού οξέος για δύο ημέρες και στους ατμούς της φορμόλης για 48 ώρες.

Η μόλυνση της μέλισσας γίνεται όταν καταναλώσει τροφή στην οποία βρίσκονται σπόροι του πρωτόζωου. Οι σπόροι βλαστάνουν στο μεσέντερο του εντόμου, προσβάλλουν τα επιθηλιακά κύτταρα και πολλαπλασιάζονται σε μεγάλους αριθμούς, με αποτέλεσμα να διαταράσσεται η λειτουργία της πέψης. Η μέλισσα καταναλώνει περισσότερη τροφή και μειώνεται η διάρκεια ζωής της. Στη συνέχεια προσβάλλονται οι υποφαρυγγικοί αδένες των μελισσών. Οι προσβλημένες μέλισσες προσφέρουν λιγότερη τροφή στη βασίλισσα, η οποία περιορίζει την ωοτοκία της και συχνά αντικαθίσταται. Ο γόνος δεν εκτρέφεται κανονικά, οι μέλισσες ζουν λιγότερο και ο πληθυσμός της κυψέλης συρρικνώνεται.

Οι προσβλημένες μέλισσες δεν μπορούν να συγκρατήσουν τα περιττώματά τους, τα αφήνουν στα τοιχώματα της κυψέλης, στην είσοδο, ακόμη και στα πλαίσια, γεγονός που συμβάλλει στη διασπορά της αρρώστιας.

Σε αρκετές περιοχές της χώρας η νοσεμίαση είναι ενδημική. Την άνοιξη φθάνει στη μεγαλύτερη ανάπτυξή της και το καλοκαίρι περιορίζεται. Η εποχιακή εμφάνιση της αρρώστιας σχετίζεται με τη δυνατότητα που έχουν οι μέλισσες να απομακρύνουν μέρος από τον πληθυσμό του παθογόνου.

    Όλες αυτές τις ασθένειες που αναφέραμε είτε αφορούν το γόνο των μελισσών είτε τις ακμαίες μέλισσες, οι μελισσοκόμοι έχουν μάθει να τις αντιμετωπίζουν με πρακτικούς τρόπους που η εμπειρία εκατοντάδων χρόνων δίδαξε στους μελισσοκόμους περνώντας τη γνώση από γενιά σε γενιά, αλλά και με τη χρήση χημικών-αγροχημικών σκευασμάτων, των οποίων βέβαια θα πρέπει να γίνεται σωστή και όχι αλόγιστη χρήση.

Η χρήση αγροχημικών φαρμάκων (εντομοκτόνα, ζιζανιοκτόνα, παρασιτοκτόνα) συνιστά ένα από τα κυριότερα προβλήματα της μελισσοκομίας. Οι μέλισσες – έντομα που φυσιολογικά δεν αποτελούν στόχους καταπολέμησης, εκτίθενται απευθείας στα αγροχημικά, όχι μόνο στο περιβάλλον, αλλά επίσης και εντός της κυψέλης όπου ποικίλα εντομοκτόνα χρησιμοποιούνται έναντι των παρασίτων.

Τα νοσήματα των μελισσιών αρχίζουν να γίνονται σημαντικό πρόβλημα μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, μετά δηλαδή από την καθιέρωση της πλαισιοκυψέλης σ’ ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Η αμερικανική σηψιγονία κατά κύριο λόγο, η νοσεμίαση και σε μικρότερο βαθμό η ευρωπαϊκή σηψιγονία καθώς και η τραχειακή ακαρίαση είναι τα νοσήματα που προκαλούν απώλειες και τα οποία οι μελισσοκόμοι μαθαίνουν να αναγνωρίζουν και να αντιμετωπίζουν.  

 

Γ. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΜΕΛΙΣΣΩΝ

    Οι μέλισσες επικοινωνούν μεταξύ τους μ’ έναν πολύ παράξενο τρόπο. Με αυτόν που ονομάζουμε «χορό της μέλισσας». Χρησιμοποιούν αυτή τη γλώσσα για να ειδοποιήσουν πού βρήκαν πολλή γύρη, πού μπορούν να στήσουν κυψέλη κ.τ.λ.

Όταν μια εργάτρια ανακαλύψει μέρος όπου υπάρχει άφθονη τροφή, ειδοποιεί και τις άλλες με τρόπο που είναι μοναδικός στον κόσμο των ζώων. Ο τρόπος αυτός επικοινωνίας είναι ένα πολύπλοκο σύστημα σχημάτων που δίνει ακριβείς πληροφορίες για ένα γεγονός. Μόλις οι άλλες μέλισσες δεχθούν τα σήματα ενεργούν ανάλογα.

Μέσα σε μια κυψέλη οι μέλισσες δεν εργάζονται όλες ταυτόχρονα. Υπάρχουν πολλές που τριγυρνούν άσκοπα και δραστηριοποιούνται μόνο όταν μια μέλισσα βγαίνει για αναζήτηση τροφής και τις καλεί να τη βοηθήσουν. Η μέλισσα-ανιχνευτής επιστρέφει στην κυψέλη και με χορευτικές φιγούρες πληροφορεί τις υπόλοιπες μέλισσες για την απόσταση και την κατεύθυνση της τροφής. 

Υπάρχουν δύο τύποι χορού:

Ο κυκλικός χορόςεξηγεί στις μέλισσες πως πρέπει να ψάξουν σε κοντινή απόσταση ως 100 μέτρων από την κυψέλη. Η μέλισσα χαράζει κύκλους γυρίζοντας δυο ή τρεις φορές προς τα αριστερά, μετά προς τα δεξιά. Ξαναχορεύει τον ίδιο χορό πολλές φορές.

Ο χορός σε οχτάριασημαίνει ότι πρέπει να πάνε μακρύτερα από 100 μέτρα. Η μέλισσα χαράζει μια σειρά από σημάδια σε σχήμα οχτώ πάνω στην κηρήθρα. Πρώτα χαράζει, με παλμική κίνηση, μια ευθεία κουνώντας την κοιλιά της και μετά διαγράφει από ένα ημικύκλιο σε κάθε πλευρά της ευθείας. Η ευθεία γραμμή δείχνει την κατεύθυνση που πρέπει να πάρουν και ο αριθμός των κύκλων αντιστοιχεί στην απόσταση. Όσο γρηγορότερος είναι ο ρυθμός τόσο πιο κοντά είναι ο στόχος, όσο πιο αργός, αντίθετα, τόσο πιο μακριά βρίσκεται η τροφή από την κυψέλη. Δέκα παλμικές κινήσεις σε 15 δευτερόλεπτα δηλώνουν απόσταση 100 μ., 6 κινήσεις δηλώνουν 500 μ., 4 κινήσεις 1000 μ., και 2 κινήσεις περίπου 6000 μ. Η κατεύθυνση της τροφής προσδιορίζεται από τη γωνία που σχηματίζει η κατακόρυφος με τη διεύθυνση των παλμικών κινήσεων. Η γωνία αυτή βρίσκεται σε αντιστοιχία με τη θέση του ήλιου σύμφωνα με τους εξής κανόνες: όταν η παλμική κίνηση είναι κατακόρυφη με φορά προς τα επάνω, ο στόχος-τροφή βρίσκεται προς την κατεύθυνση του ήλιου. Όταν η παλμική κίνηση είναι κατακόρυφη με φορά προς τα κάτω τότε οι μέλισσες πρέπει να πετάξουν έχοντας τον ήλιο πίσω τους και πάνω στη διεύθυνσή του. Παλμική κίνηση με γωνία 60οπρος τα αριστερά της κατακόρυφης δείχνει ότι η τροφή βρίσκεται σε γωνία 60οαριστερά του ήλιου. Κίνηση με γωνία 120οδεξιά της κατακόρυφης δηλώνει κατεύθυνση 120οπρος τα δεξιά του ήλιου.

Όλες αυτές τις πληροφορίες η μέλισσα τις δίνει μέσα στο σκοτάδι της κυψέλης. Μερικές μέλισσες διατηρούν στενή επαφή μαζί της με τις κεραίες τους και αντιγράφουν πιστά τις κινήσεις της. Από τη μυρωδιά που αναδίδει το τρίχωμά της καταλαβαίνουν πιο είδος λουλουδιού θα επισκεφθούν. Η τέλεια αίσθηση της βαρύτητας και ο συντονισμός όλων των αισθήσεων, που απαιτούνται για τον προσδιορισμό της κατεύθυνσης του στόχου-τροφής, δεν παρατηρούνται σε άλλα ζώα.

Άλλη ικανότητα που διαθέτει η μέλισσα είναι ότι το μάτι της μπορεί να αναλύει το φως του ουράνιου θόλου και να προσδιορίζει έτσι τη θέση του ήλιου, ακόμη και όταν είναι κρυμμένος από τα σύννεφα.

 

Δ. ΕΠΙΚΟΝΙΑΣΗ

    Όταν η γύρη των στημόνων ενός λουλουδιού μεταφερθεί στον ύπερο ενός άλλου λουλουδιού, έχουμε την επικονίαση. Έτσι σχηματίζονται σπόροι που θα δώσουν καινούρια φυτά. Μερικές φορές ο άνεμος μεταφέρει τη γύρη. Ορισμένα φυτά χρειάζονται τα ζώα, ιδιαίτερα τα έντομα, για να πραγματοποιήσουν την επικονίαση.

    Κάθε φορά που μια μέλισσα κάθεται σ’ ένα άνθος, το σώμα της σκεπάζεται με γύρη. Όταν, αφού πετάξει, πάει να καθίσει πάνω σ’ ένα άλλο άνθος, λίγη από αυτή τη γύρη πέφτει και επικονιάζει το άλλο φυτό. Η μέλισσα παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη γεωργία. Τα φυτά που καλλιεργούμε, ιδιαίτερα τα οπωροφόρα δέντρα, όπως η αχλαδιά, η μηλιά, η δαμασκηνιά κ.τ.λ. εξαρτώνται από τις μέλισσες για την επικονίασή τους. Γι’ αυτό πολλές φορές εγκαθιστούν κυψέλες κοντά στις καλλιέργειες. Αυτό ευνοεί τη γονιμοποίηση και επιτρέπει να έχουμε πλουσιότερη συγκομιδή.

Οι καλλιέργειες που χρειάζονται επικονίαση με μέλισσες είναι οι εξής:

      Καρποφόρα δέντρα: μηλιά, αχλαδιά, αμυγδαλιά, βερικοκιά, δαμασκηνιά, κερασιά, ακτινιδιά, εσπεριδοειδή.

      Λαχανοκομικά φυτά: καρπουζιά, πεπονιά, ντοματιά, αγγουριά, κολοκυθιά, καρότο, κρεμμύδι, φραουλιά.

      Βιομηχανικά φυτά: ηλίανθος, μηδική, τριφύλλια, βαμβάκι.

Στις αυτόστειρες ποικιλίες οι μέλισσες είναι απαραίτητες, στις αυτογόνιμες οι μέλισσες βελτιώνουν τις αποδόσεις και την ποιότητα καρπού.

Καλλιέργεια

Ανάγκη για

μέλισσες

Είδος Μέλισσας

 

Καλλιέργεια

Ανάγκη για

μέλισσες

Είδος Μέλισσας

Αβοκάντο * * * Κ             Μ Κουκκί * * Κ     Β     Μ
Αγγουριά * * * Κ             Μ Λεμονιά * Κ     Β     Μ
Ακτινίδιο * * * Κ     Β      Μελιτζανιά * Κ     Β     
Αμπέλι * Κ             Μ Μηδική * * * Κ     Β     Μ
Αμυγδαλιά * Κ      Μηλιά * * * Κ     Β     Μ
Αχλαδιά * * * Κ     Β    Μουριά * Κ     Β    
Βαμβάκι * Κ     Β     Μ Ντομάτα * Κ     Β     Μ
Βερυκοκκιά * * Κ    Πεπονιά * * * Κ    
Γογγύλι * Κ     Β     Μ Πιπεριά * Κ      Β    
Δαμασκηνιά * * Κ     Β       Πορτοκαλιά * Κ      Β    Μ
Ελιά * Κ      Ροδακινιά * * Κ    
Ηλίανθος * * * Κ     Β     Μ Σινάπι * * Κ      
Καρπουζιά * * Κ             Μ Σόγια * Κ             Μ
Καρυδιά * Κ        Τριφύλια * * Κ      Β    Μ
Κερασιά * * * Κ     Β       Φασολιά * Κ             Μ
Κολοκυθιά * * * Κ             Μ Φραουλιά * * Κ             Μ

 

Η επικονίαση των χιλιάδων ειδών άγριων φυτών που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του φυσικού περιβάλλοντος είναι αδύνατο να υπολογιστεί με ακρίβεια και να μεταφραστεί σε οικονομικό όφελος. Για παράδειγμα, στην Καλιφόρνια, διαπιστώθηκε ότι η παραγωγικότητα και η έκταση των ξερικών λιβαδιών αυξάνονταν κατά πολύ με την παρουσία μεγάλων αριθμών μελισσών. Η παρουσία των μελισσών στα νησιά μας που πάσχουν από ανομβρία παίζει σπουδαίο ρόλο στη διατήρηση της βλάστησης (κύρια της φρυγανικής χλωρίδας) και την προστασία από παραπέρα υποβάθμιση.

Τα φρυγανικά οικοσυστήματα καλύπτουν το 13-15% της Ελλάδας και αποτελούν την τυπική βλάστηση των περιοχών με ξηρό μεσογειακό κλίμα, περιορισμένο διαθέσιμο νερό και φτωχά εδάφη, κυρίως στη Ν. Ελλάδα και στο Αιγαίο, σε χαμηλά υψόμετρα. Από μια περιορισμένης έκτασης μελέτη που έγινε στο Βοτανικό Κήπο της Αθήνας (ΠΕΤΑΝΙΔΟΥ, 1991) βρέθηκε ότι ένας πολύ μεγάλος αριθμός ειδών μελισσών (262 είδη) επισκέπτεται και επικονιάζει τα είδη της φρυγανικής αυτής χλωρίδας.

 

Χαρακτηριστικά φρυγανικά είδη είναι:

Αφάνα- αστοιβή (Sarcopoteriumspinosum)

Δενδρολίβανο (Rosmarinusofficinalis)

Θυμάρια (Thymusspp.)

Φασκόμηλο (Salvia)

Λεβάντες (Lavandula)

Τριφύλλια (Trifolium)

Θυμελαία (Thymelaea)

Αρνόχορτο/χηνοπόδι (Plandago)

Λαδανιές (Cistus)

Ασφόδελος (Asphodelusspp.)

Σουσούρα (Erica)

Aσφάκα (Phlomisfruticosa)

Ανθυλλίδα (Anthyllis)

Ήρα (Loliumtemulentum)

Γενίστα (Genista)

Χαμαιδρυά (Teucriumchamaedrys)
Αμάραντο(Teucrium polium) Σερνικοβότανα(Orchis)

Σιδερίτης (Stahys)

Κρόκος (Crocus)

Θρούμπι (Satureia thrympa)

Ηλίανθος (Helianthemum )

Βαλσαμόχορτο (Hypericum olympicum)

Πεντάφυλλο(Potentilla hirta)

 

Ε. ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΑ-ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ

Η σημασία του μελιού ως γλυκαντικού στοιχείου και η χρήση του κεριού οδήγησαν νωρίς όλους τους αρχαίους λαούς της Μεσογείου στη συστηματική μελισσοκομία. Όμως η πρωιμότερη απεικόνιση συλλογής μελιού βρίσκεται σε μια παλαιολιθική σπηλαιογραφία στην ανατολική Ισπανία και συγκεκριμένα στην Αράνια στην περιοχή της Βαλέντσια. Πρόκειται για την παράσταση μιας γυναίκας που μαζεύει αγριόμελο, ενώ γύρω της πετούν οι μέλισσες που μόλις βγήκαν από τη φωλιά τους.

    Από την αρχαία Αίγυπτο μας είναι γνωστά τα πρωιμότερα στοιχεία για την ύπαρξη συστηματικής μελισσοκομίας. Το μέλι είχε σπουδαία σημασία στην αιγυπτιακή ζωή αλλά και στη θρησκεία. Αποτελούσε συστατικό της ζαχαροπλαστικής, της φρμακευτικής και της αρωματοποιίας. Το καλύτερης ποιότητας μέλι συλλεγόταν και παραγόταν αποκλειστικά για τη διατροφή του βασιλιά.  

    Στην αρχαία Ελλάδα η συγκομιδή αγριόμελου ήταν χωρίς αμφιβολία γνωστή από πολύ παλιά. Για τους ιστορικούς λεγόμενους χρόνους, δηλαδή την εποχή μετά το 1000π.Χ. οι παλιότερες πηγές μας είναι τα έπη, που γνωρίζουν το μέλι και το κερί, δεν αναφέρουν όμως συστηματική μελισσοκομία. Ο Ησίοδος αναφέρει κυψέλες μέσα σε βελανιδιές. Στην Οδύσσεια αναφέρεται η ύπαρξη άγριων μελισσών σε μια σπηλιά των Νυμφών στην Ιθάκη. Εκεί μέσα τοποθετούσαν αγγεία που οι αγριομέλισσες χρησιμοποιούσαν ως κυψέλες.

    Για τους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους οι πληροφορίες μας είναι πολύ περισσότερες. Η παραγωγή μελιού ήταν πολύ διαδεδομένη σε αρκετά μέρη της αρχαίας Ελλάδας και γενικότερα του κόσμου. Από τον Αριστοτέλη και το μαθητή του Θεόφραστο, το αττικό μέλι θεωρείται το καλύτερο σε ολόκληρη την αρχαιότητα. Το μέλι από τη Σαλαμίνα θεωρείται επίσης εξαιρετικό. Από την παραγωγή των νησιών εξέχουσα θέση κατείχαν η Λέρος και η Κάλυμνος. Το μέλι από τα Υβλαία Μέγαρα και γενικότερα το μέλι της Σικελίας είχε τη φήμη πως ήταν καλύτερο από εκείνο της Ιταλίας. Άλλωστε, τα Υβλαία Μέγαρα, όπως και η Έφεσος, έφεραν τη μέλισσα ως σύμβολο επάνω στα νομίσματά τους. Η Κορσική, τέλος, που προμήθευε με μέλι τους Ετρούσκους, φημολογείτο πως έβγαζε όχι μόνο πικρό μέλι, όπως έλεγαν για το μέλι της Σαρδηνίας, αλλά και δηλητηριώδες. Το μέλι του Εύξεινου Πόντου είχε επίσης πικρή γεύση και την ιδιότητα να τρελαίνει αυτόν που το έτρωγε, ωστόσο εξέτρεφαν μελίσσια για το μερί τους.. Αυτές οι ιδιότητες δεν αποδίδονται ασφαλώς στις μέλισσες, αλλά στα φυτά από τα οποία οι μέλισσες συνέλεγαν το μέλι. Στο παράδειγμα του Εύξεινου Πόντου το τοπικό είδος ροδόδενδρου περιείχε ένα πικρό δηλητήριο, που ήταν ικανό να αφήσει κάποιον αναίσθητο για αρκετές ώρες.

    Οι κυψέλες την εποχή αυτή κατασκευάζονταν όχι μόνο από πηλό αλλά και από ξύλο και άλλα φθαρτά υλικά.

    Οι αρχαίοι είχαν ξεκάθαρες απόψεις για τα στοιχεία που συνέθεταν ένα καλής ποιότητας μέλι. Ο Αριστοτέλης θεωρεί πως ένα καλό μέλι προέρχεται από κυψέλες που βρίσκονταν σε δροσερό μέρος το καλοκαίρι και ζεστό το χειμώνα. Ο Διοσκουρίδης, Ρωμαίος στρατιωτικός γιατρός της εποχής του Κλαυδίου και του Νέρωνος, ο πιο ειδικός στη φαρμακολογία της αρχαιότητας, αναφέρει σχετικά: «το καλύτερο μέλι είναι γλυκό και αψύ, έχει ένα ευχάριστο άρωμα και υποκίτρινο χρώμα, δεν είναι ρευστό, αλλά κολλώδες και λεπτό. Θαυμάσιο είναι το μέλι που συλλέγεται την άνοιξη, ακολουθεί εκείνο του καλοκαιριού, ενώ το χειμώνα είναι το πιο παχύ και το χειρότερο από όλα, μια που μπορεί να δημιουργήσει σπιθούρια και φουσκάλες».

    Αρκετές πληροφορίες για την αρχαία μελισσοκομία αντλούμε και από τα αρχαιολογικά δεδομένα. Ανασκαφές που έγιναν σε αγροικίες αλλά και επιφανειακά ευρήματα στην ύπαιθρο μας πληροφορούν ότι η δραστηριότητα αυτή ασκούνται, όπως άλλωστε και σήμερα, εκτός των πόλεων και κυρίως κοντά σε αγροικίες.

    Ποικίλες ήταν οι χρήσεις του μελιού και στην ελληνική αρχαιότητα. Ήταν πρώτη ύλη στη διατροφή χάρη στη γλυκαντική και τη συντηρητική του ιδιότητα, Έτσι, αποτελούσε απαραίτητο συστατικό σε γλυκά, κρασί, ακόμα  και ξύδι και συντηρητική ουσία για τα λαχανικά και τα φρούτα. Χρησιμοποιούνταν επίσης στην παραγωγή αλοιφών και φαρμάκων.

    Πέρα από τη διατροφή το μέλι χρησιμοποιούνταν στην παραγωγή χρωμάτων καθώς και στην κατεργασία πολύτιμων λίθων.

    Στη λατρεία έπαιζε επίσης σπουδαίο ρόλο, μια που ήταν βασικό στοιχείο των αναίμακτων προσφορών προς τους νεκρούς.

    Για το κερί διαθέτουμε λιγότερα στοιχεία, Το δευτερεύον αυτό προϊόν της μελισσοκομίας ήτν φτηνό και έβρισκε επίσης χρήση στην ιατρική και στην κατασκευή κέρινων μορφών για τη διακόσμηση ή παιδικών παιχνιδιών. Κυρίως χρησίμευε για την τεχνική της εγκαυστικής, δηλαδή στη ζωγραφική με χρώματα διαλυμένα σε αυτό. Επίσης στην αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν στη χύτευση χάλκινων αγαλμάτων ή αντικειμένων που γίνονταν με τη λεγόμενη τεχνική του «χαμένου κεριού».

    Οι Ρωμαίοι ήταν εκείνοι που ανακάλυψαν τα κεριά και τις λαμπάδες από κερί μέλισσας ως μέσο φωτισμού, τα λεγόμεναcandela. Οι αρχαίοι Έλλήνες φώτιζαν με ελαιοδόχα λυχνάρια και δάδες.


ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΚΤΑΡ ΣΤΟ ΜΕΛΙ

    Η μέλισσα τρέφεται με μέλι και γύρη. Αυτή που συλλέγει τη γύρη είναι η συλλέκτρια μέλισσα. Την κάνει μικρούς σβόλους που αποθηκεύει στα καλάθια της. Ρουφάει επίσης το νέκταρ. Η βασίλισσα και οι κηφήνες δεν μπορούν να βρουν μόνοι τους την τροφή τους. Τους τρέφουν οι εργάτριες. Οι τροφοί εκκρίνουν ένα πολύ θρεπτικό χυλό, το βασιλικό πολτό, που δίνουν στο βασιλικό γόνο. Οι άλλοι γόνοι αρκούνται σ’ ένα μίγμα γύρης και μελιού.

   Η μετατροπή του νέκταρος σε μέλι είναι μια σύνθετη διαδικασία που ξεκινά από την αποθήκευση του νέκταρος στον πρόλοβο (μελιτοστόμαχο) της μέλισσας – συλλέκτριας.. Το αποθηκευμένο μέλι ανακατεύεται με κάποια ένζυμα τα οποία βρίσκονται στο σάλιο της μέλισσας. Όταν η συλλέκτρια φτάσει στην κυψέλη το μοιράζει στις οικιακές μέλισσες οι οποίες το επεξεργάζονται με μια μέθοδο εκρόφησης – εισρόφησης και μετά το αποθηκεύουν στα κελιά των κηρηθρών. Οι εργάτριες αφήνουν το μέλι μέσα στα κελιά για αρκετές ημέρες και το αερίζουν με τα φτερά τους για να εξατμιστεί το παραπανίσιο νερό που περιέχει. Όταν το μέλι αποκτήσει τη σωστή πύκνωση, σφραγίζουν το κελί με κερί.

ΦΥΤΑ – ΔΟΤΕΣ

    Τα φυτά που απαρτίζουν την ελληνική μελισσοκομική χλωρίδα και η οποία λόγω συνθηκών κλίματος και ηλιοφάνειας θεωρείται αρκετά πλούσια αποτελούν τους δότες της μελισσοκομίας. Όσο πλούσια και αν είναι βέβαια η μελισσοκομική χλωρίδα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η διάρκεια όλων των ανθοφοριών και γενικά των πηγών νέκταρος, ακόμα και των μελιττωδών εκκρίσεων δεν είναι διηνεκής. Έχουν ένα εύρος γύρω στις 20-30 μέρες και σε ελάχιστες ίσως περιπτώσεις παραπάνω. Θεωρείται γενικά ότι υπάρχει μεγάλη διασπορά μελισσοκομικών φυτών στην Ελλάδα. Φυτρώνουν από την παραλιακή ζώνη μέχρι την ορεινή με ιδιαίτερη ανάπτυξη στις λοφώδεις περιοχές και στις πλαγιές των χαμηλών βουνών. Τα μελισσοκομικά φυτά ανήκουν κατά βάση στην αυτοφυή βλάστηση, αλλά και στα καλλιεργούμενα φυτά, τα οπωροφόρα δέντρα και τα καλλωπιστικά. Ακόμη τα μελισσοκομικά φυτά παρουσιάζουν μια διαδοχική κατανομή στην εποχή άνθισης, στο είδος και στον τρόπο παραγωγής, αλλά και στη σημασία και αξία τους από μελισσοκομική άποψη. Έτσι πολλά ανθίζουν την άνοιξη, άλλα το θέρος ή το φθινόπωρο. Σε μερικά η άνθιση  αρχίζει ή καλύπτει μικρό ή μεγάλο μέρος της χειμερινής περιόδου ή παράγονται κατά την περίοδο αυτή μελιττώδεις εκκρίσεις πολύ χρήσιμες για τις μέλισσες. Επίσης από τα μελισσοκομικά φυτά άλλα είναι νεκταροπαραγωγά, άλλα γυρεοπαραγωγά ή δίνουν μελιττώματα φυτικά ή ζωικά (εργάτης). Πολλά απ’ αυτά έχουν μεγάλη μελισσοκομική αξία και άλλα μικρότερη. Ανάλογα με την περιοχή άλλα αποτελούν τη βασική ή κύρια ανθοφορία και άλλα τη βοηθητική, κυρίως λόγω έκτασης ή επιφάνειας κάλυψης. Χωρίς να υποβιβάζουμε τη μελισσοκομική αξία όλων των φυτών – δοτών, γιατί σίγουρα αθροιστικά η προσφορά τους είναι ουσιαστική για την ανάπτυξη και τη συντήρηση των κοινωνιών των μελισσών, θα πούμε συνοπτικά ότι έχουν αριθμηθεί πάνω από 100 γένη που περιλαμβάνουν πάνω από 400 είδη και θα περάσουμε στα λίγα εκείνα που ενδιαφέρουν άμεσα το μελισσοκόμο ή τον απλό καταναλωτή. Στην περιορισμένη εκείνη ομάδα των φυτών – δοτών που λόγω της ποσότητας προσφοράς επιτρέπουν την αφαίμαξή τους από τα μελίσσια.

    Αρχίζοντας από  το κλασικό θυμάρι και συνεχίζοντας με το πεύκο, τα εσπεριδοειδή, το μπαμπάκι, το τριφύλλι, τον ηλίανθο, τον ευκάλυπτο, το έλατο, τη μέντα, τη ρίγανη, το ρείκι, μπορούμε να πούμε ότι συμπληρώνουμε τη λίστα των «μελισσοκομικών φυτών επικρατείας». Με άλλα λόγια από αυτά τα λίγα φυτά – δότες προέρχεται το σύνολο σχεδόν της εμπορεύσιμης και διακινούμενης ποσότητας μελιού στην Ελλάδα.

    Οι μέλισσες στα ταξίδια τους μαζεύουν νέκταρ, μελιττώματα και γύρη. Το νέκταρ, για να δώσουμε την ποσοτική του διάσταση, θα μπορούσαμε να το πούμε «ανθικό ιδρώτα» των φυτών. Μια ελάχιστη δηλαδή έκκριση από ειδικούς αδένες, τα λεγόμενα νεκτάρια που είναι συγκροτήματα εξειδικευμένων κυττάρων. Τα νεκτάρια βρίσκονται συνήθως στο εσωτερικό και κοντά στη βάση των λουλουδιών, υπάρχουν όμως και σε άλλα σημεία όπως στα βράκτια φύλλα, στους μίσχους των φύλλων, στις κοτυληδόνες κ.α., όπως π.χ. στην κερασιά, το μπαμπάκι, τη ροδακινιά, τα κουκιά. Αυτά είναι εξωανθικά νεκτάρια, σε αντίθεση με τα προηγούμενα που λέγονται ανθικά.

Οι μελιττώδεις εκκρίσεις που μαζεύουν οι μέλισσες μπορεί να προέρχονται απευθείας από το φυτό, είτε να μεσολαβεί κάποιο έντομο που συντελεί στη μελιττώδη έκκριση του φυτού.

    Φυτά που εκκρίνουν ζαχαρούχο χυμό (μελίττωμα) χωρίς τη μεσολάβηση εντόμου είναι το έλατο, η δρυς, ο πλάτανος, η σημύδα, η φλαμουριά, η φτελιά, ο βάτος, το αμπέλι κ.α. Ο χυμός αυτός εκκρίνεται σε μικρές σταγόνες από τα στομάτια των φύλλων ή άλλα ανοίγματα του επιδερμικού ιστού των φυτών αυτών όταν βρίσκονται σε ειδικές συνθήκες διαπνοής.

    Μελιττώματα όμως παράγονται από φυτά και με τη μεσολάβηση κάποιου εντόμου. Τέτοια φυτά στα οποία παρασιτούν διαφορετικά κατά περίπτωση έντομα είναι το έλατο, η καστανιά, η καρυδιά, οι λεύκες, η φλαμουριά, η αχλαδιά, η μηλιά, η κυδωνιά, η ροδακινιά, η βερικοκιά, η αμυγδαλιά. Τελευταίο θα αναφέρουμε ένα φοβερό δίδυμο: Pinushalepensis(Miller) και Marchalinahellenica(Gen). Πρόκειται για έναν άριστο και λίαν ουσιαστικό παρασιτισμό προς όφελος της μελισσοκομίας και κατ’ επέκταση της μελισσοκομικής παραγωγής. Από τη μια μεριά το Pinus halepensis είναι το κοινό πεύκο. Από την άλλη η Marchalinahelenicaείναι ένα μικρό και ασήμαντο οπτικά εντομάκι που παρασιτεί πάνω στο πεύκο. Σ’ αυτόν τον παρασιτισμό ακριβώς στηρίζεται και οφείλεται το μεγαλύτερο μέρος της ελληνική μελοπαραγωγής αφού ηMarchalinaβρίσκεται σε όλα σχεδόν τα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας. Ο «εργάτης», όπως λέγεται το παράσιτο αυτό είναι άπτερο και έχει μια γενιά το χρόνο. Πολλαπλασιάζεται παρθενογενετικά και παράγει 200-300 αυγά τον Απρίλη με Μάη. Εγκαθίσταται κατά κανόνα στις σχισμές του ξερού φλοιού και περιβάλλεται από άσπρη κηρώδη ουσία (βαμβακάδα) που εκκρίνει από το δέρμα του.

    Οι μελιττοεκκρίσεις αρχίζουν σε ικανοποιητικές ποσότητες ήδη από τα μέσα Αυγούστου και βαστάνε μέχρι και την επόμενη άνοιξη, μέχρι δηλαδή ο εργάτης να απαλλαγεί από τη βαμβακάδα του και να μετακινηθεί για να γεννήσει. Οι περίοδοι εκκρίσεων από τον Αύγουστο μέχρι και τον Οκτώβρη είναι αυτές που αποκαλούνται από τους μελισσοκόμους βαρέματα του εργάτη και είναι αυτές ακριβώς που αξιοποιούνται για την παραγωγή του πευκόμελου. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, λόγω του ψύχους, οι εκκρίσεις παρέρχονται ανεκμετάλευτες από τις μέλισσες. Την άνοιξη πάλι συνεχίζονται για λίγο και τότε οι σταγόνες του μελιττώματος είναι εμφανέστατες με γυμνό μάτι.

Ο εργάτης ενώ παρασιτεί ή με άλλα λόγια ενώ έχει την ικανότητα να απορροφά τον φυτικό χυμό του πεύκου, δεν καταφέρνει να αφομοιώσει το σύνολο της ποσότητας που καταπίνει και αποβάλλει μεγάλο μέρος του φυτικού αυτού χυμού με τη μορφή σταγόνων. Οι μέλισσες λοιπόν εκμεταλλεύονται αυτές τις εκκρίσεις και συλλέγουν αυτές τις σταγόνες, όπως ακριβώς θα μάζευαν το νέκταρ από τα άνθη.

    Η αφθονία νέκταρος ή μελιττωδών ουσιών δεν είναι δεδομένη. Οι υψηλές θερμοκρασίες και η μεγάλη και παρατεταμένη ξηρασία του καλοκαιριού, που είναι συνηθισμένο φαινόμενο και που πολλές φορές μπορεί να επεκτείνεται σε όλες τις περιοχές της χώρας, έχουν δυσμενή επίδραση στη βλάστηση και ειδικότερα στην έκκριση του νέκταρος, των φυτικών και ζωικών μελιττωδών εκκρίσεων και της γύρης. Ιδιαίτερα καταστρεπτικός είναι ο νότιος καλοκαιρινός άνεμος, ο γνωστός λίβας, που ευτυχώς δεν πνέει συχνά, ή για την ακρίβεια δεν είναι μόνιμος και μάλιστα ορισμένες περιοχές προσβάλλονται ελάχιστα απ’ αυτόν. Αντίθετα, όπως είναι ευνόητο η υψηλή υγρασία της ατμόσφαιρας ή ο υγρός άνεμος συντείνουν σε μεγάλη παραγωγή θυμαρίσιου π.χ. μελιού. Ακόμα να σημειωθεί ότι μεγάλη έκκριση νέκταρος παρατηρείται αν μετά από βροχή ακολουθήσει καλός καιρός.

Ακόμα και στη διάρκεια μιας ημέρας η ποσότητα της μαγικής γλυκιάς σταγόνας δεν είναι πάντα η ίδια. Τις πρωινές συνήθως ώρες υπάρχει μεγάλη έκκριση, ενώ όσο προχωράει η μέρα ελαττώνεται μέχρι τις απογευματινές ώρες, οπότε πάλι αρχίζει σταδιακά να αυξάνεται και συνεχίζεται τη νύχτα μέχρι την ανατολή του ηλίου. Η έκκριση δεν επηρεάζεται από το φως, κάθε άλλο, κι ας θεωρείται ότι η ηλιοφάνεια έχει θετική επιρροή, η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας έχει τον πρώτο λόγο.

    Ακόμη η κατάσταση του φυτού και η χημική σύσταση του εδάφους είναι παράγοντες καθοριστικοί της έκκρισης νέκταρος. Για παράδειγμα τα σινάπια αναπτύσσονται καλύτερα και παράγουν περισσότερο νέκταρ όταν φύονται σε εδάφη ασβεστοαμμώδη, τα ρείκια σε ελαφρά όξινα, το μπαμπάκι σε πλούσια και βαριά εδάφη, τα φασόλια σε αργιλοαμμώδη, η ακακία σε αμμώδη κ.τ.λ. Όσον αφορά τις καλλιεργούμενες νεκταροδότριες καλλιέργειες, οι οποίες λιπαίνονται, θεωρείται ότι η φωσφοροκαλιούχος λίπανση ευνοεί αρκετά τη νεκταροέκκριση ενώ η αζωτούχος αντίθετα την επηρεάζει αρνητικά.

    Το υψόμετρο παίζει επίσης καθοριστικό ρόλο. Γενικά η έκκριση του νέκταρος αυξάνει με το υψόμετρο. Υπάρχουν φυτά πολύ κοινά στην ελληνική χλωρίδα, όπως η Σιληνή που ενώ σε υψόμετρο 1500 μέτρων παράγει άφθονο νέκταρ, στην πεδιάδα αποδίδει ελάχιστα και ακόμα το νέκταρ είναι πολύ όταν το λουλούδι πρωτοανοίγει και πριν επικονιαστεί από τις μέλισσες. Μόλις επιτευχθεί η επικονίαση και στη συνέχεια η γονιμοποίηση, το άνθος σταματά την έκκριση. Εκτός βέβαια των φυσικών παραγόντων που επηρεάζουν τη νεκταροέκκριση υπάρχουν και οι μη φυσικοί παράγοντες οι οποίοι μπορούν να είναι ανθρωπογενείς όπως π.χ. η φωτιά.     

      

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

    Τρύγος

Τον τρύγο μπορούμε να τον χωρίσουμε σε δυο φάσεις τον εξωτερικό και τον εσωτερικό. 

    Ο εξωτερικός τρύγος περιλαμβάνει τους χειρισμούς που οδηγούν στο πάρσιμο των κατάλληλων κηρηθρών από τα μελίσσια. Η επιλογή των κηρηθρών γίνεται με κριτήριο την ωριμότητα του μελιού που περιέχουν και αυτό πρακτικά υλοποιείται με την εκμετάλευση των άριστων χημικών ικανοτήτων των ίδιων των μελισσών που μόλις φέρουν το μέλι εκεί που πρέπει αμέσως το σφραγίζουν. Έτσι λοιπόν οι κηρήθρες που αφαιρούνται πρέπει να έχουν τουλάχιστον τα ¾ των κελιών τους σφραγισμένα, ώστε να εξασφαλιστεί μέλι με σωστή υγρασία. Για την απαλλαγή των κηρηθρών από τις μέλισσες που τις καλύπτουν, ο απλούστερος και πιο πρακτικός τρόπος είναι αυτός του τινάγματος της κηρήθρας και στη συνέχεια του βουρτσίσματός της με ειδικές μελισσοκομικές βούρτσες ή φτερό πουλιού ή μια φούντα πεύκου ή άλλου θάμνου.

Καλό είναι ο τρύγος να γίνεται ενόσω διαρκεί η μελιτοφορία, επειδή τότε οι μέλισσες είναι πολύ ήμερες και δεν παρενοχλούν τον μελισσσοκόμο όταν μεταφέρει τα πλαίσια.

Ο εσωτερικός τρύγος περιλαμβάνει τους χειρισμούς που οδηγούν στην εξαγωγή του μελιού από τις επιλεγμένες κηρήθρες, που γίνεται πάντοτε σε κλειστό χώρο. Για τον εσωτερικό τρύγο χρειάζονται τα εξής εργαλεία: α) μαχαίρι απολέπισης β) ηλεκτροκίνητος μελιτοεξαγωγέας γ) ντεπόζιτο ωρίμανσης μελιού.

Ο μελισσοκόμος με ένα μαχαίρι κάνει απολέπιση (ξεσφράγισμα) των κηρηθρών. Έχουμε διάφορα είδη μαχαιριών, απλά, μαχαίρια ατμού, και ηλεκτρικά μαχαίρια. Είναι απαραίτητο το ζέσταμά τους, γιατί αλλιώς «στομώνουν» και δε μπορούν να κόψουν το κερί. Η απολέπιση των κηρηθρών γίνεται σε ειδικές σκάφες, που στην απλούστερη των περιπτώσεων μπορεί να είναι και ένα ταψί.

Ο μελιτοεξαγωγέας είναι το κεντρικό εργαλείο του τρύγου και η λειτουργία του στηρίζεται στη δυνατότητα εξαγωγής (πετάγματος) του μελιού μέσα από τα κελιά των κηρηθρών με φυγοκέντριση. Οι διαστάσεις, η χωρητικότητα και η απόδοσή του ποικίλλουν. Υπάρχουν μελιτοεξαγωγείς 3,4,6,8,12,24 και περισσότερο, που παίρνουν τις κηρήθρες είτε κάθετα προς την ακτίνα τους είτε ακτινωτά όταν οι κηρήθρες είναι πολλές.

Μπορεί να είναι χειροκίνητοι και ηλεκτροκίνητοι. Βασικά στοιχεία των μελιτοεξαγωγέων είναι το καλάθι ή κάδος που περιστρέφεται και η κάνουλα στο κάτω μέρος του τυμπάνου απ’ όπου παίρνεται το μέλι. Όσο προσεκτικά και αν έχει γίνει η μελιτοεξαγωγή είναι σίγουρο ότι το μέλι θα περιέχει πάμπολλα μικρά και μεγάλα ξένα σώματα (κομμάτια από κερί, ξυλαράκια, ολόκληρες μέλισσες ή τμήματά τους, γύρη ορατή ή αόρατη). Το μέλι πρέπει να φιλτραριστεί αμέσως μετά την έξοδό του από τον μελιτοεξαγωγέα. Τα φίλτρα αυτά μπορεί να είναι απλές σίτες, μέχρι και φίλτρα που λειτουργούν με θέρμανση και πίεση, ανάλογα με το μέγεθος της μελισσοκομικής εκμετάλλευσης. Το φιλτράρισμα του μελιού θεωρείται μια βασική φροντίδα της εξαγωγής του, γιατί η απαλλαγή του από ανεπιθύμητα ξένα σώματα, δημιουργεί προϋποθέσεις παραμονής του μελιού σε υγρή μορφή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

    Μετά την υποδοχή και ταυτόχρονα φιλτράρισμα του μελιού σε μικρά δοχεία (τενεκέδες), το μέλι μεταγγίζεται σε μεγάλα ντεπόζιτα τους λεγόμενους ωριμαντήρες, όπου χρειάζεται να μείνει ακίνητο για μερικές μέρες, πριν συσκευασθεί και διατεθεί στην αγορά. Κατά την «ανάπαυσή του» στα ντεπόζιτα το μέλι διαυγάζεται, δηλ. ανεβαίνουν στην επιφάνειά του μικρές φυσαλίδες αέρα και άλλα μικρά σωματίδια (κερί, κόκκοι γύρης), που όλα μαζί σχηματίζουν ένα στρώμα αφρού. Αυτός ο αφρός απομακρύνεται προσεκτικά, με άλλα λόγια το μέλι «ξαφρίζεται». Μετά κι απ’ αυτόν τον απλό, φυσικό χειρισμό, το μέλι είναι έτοιμο για το βάζο.

ΕΙΔΗ ΜΕΛΙΟΥ

Πευκόμελο: Πρόκειται για μια σταθερή σχεδόν παραγωγή που προέρχεται κυρίως από τις περιοχές της Βόρειας Εύβοιας, της Χαλκιδικής και της Θάσου.

Από έλατο: Δε θεωρείται σταθερή ετήσια παραγωγή και προέρχεται κυρίως από τα βουνά Μαίναλο και Πάρωνα στην Πελοπόννησο, Πάρνηθα στην Αττική, το δίδυμο Γκιώνας – Παρνασσού στη Στερεά και τη ραχοκοκαλιά της Πίνδου βορειότερα.

Ανθόμελο: Πρόκειται για μια μεγάλη κατηγορία στην οποία κατατάσσονται πολλά είδη μελιών. Ο κύριος όγκος αυτής της παραγωγής που θεωρείται σταθερή σχεδόν σε ετήσια βάση, προέρχεται ως επί το πλείστον από τις μεγάλες πεδιάδες της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης και στηρίζεται στα τριφύλλια, στα μπαμπάκια και τους ηλίανθους. Στην ίδια κατηγορία όμως αλλά σε μικρότερες ποσότητες κατατάσσονται τα μέλια εσπεριδοειδών (πορτοκαλιάς), ευκαλύπτου, αγκαθιών, μέντας, αγριορίγανης, λεβάντας, ακόμα ακακίας, μουσμουλιάς, φασκομηλιάς, ρεικιού, κουμαριάς, καστανιάς, βελανιδιάς, πολύκομπου, και αρκετών άλλων οπωροφόρων δέντρων ή από θρούμπα και τσάι του βουνού που έχουν όμως τελείως τοπικό χαρακτήρα και παράγονται σε ακόμη μικρότερες ποσότητες.

Θυμαρίσιο: Ανήκει κι αυτό στα ανθόμελα αλλά καταγράφεται ως ιδιαίτερη κατηγορία, λόγω των ξεχωριστών και έντονων αρωματικών και γευστικών χαρακτηριστικών του, που εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα από αρχαιοτάτων χρόνων. Έχει την πρώτη ζήτηση γιατί αν αναμειχθεί ακόμα και με μικρές ποσότητες (5%) με άλλους τύπους μελιών, επηρεάζει καθοριστικά το άρωμά τους. Παράγεται κυρίως στη Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο, Κρήτη και τα νησιά.

    Στην περιοχή της Αρναίας παράγεται το σουσουρίσιο μέλι (από τη σουσούρα, ερίκη η φθινοπωρινή, Erica Verticillataκαι ερίκη η εαρινή,EricaArboreaπου αφθονεί στα βουνά της Χαλκιδικής), ένα πολύ αρωματικό και θρεπτικό μέλι. Η ερίκη η φθινοπωρινή προετοιμάζει τα μελισσοσμήνη για τη διαχείμανση (κάνοντάς τα γερά) ενώ η ερίκη η εαρινή που ανθοφορεί νωρίς την άνοιξη, είναι πολύ σημαντική για την εκκίνηση του σμήνους και τη γονιμοποίηση.

 

ΚΡΥΣΤΑΛΛΩΣΗ-ΝΟΘΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΛΙΟΥ

    Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα  που αντιμετωπίζει σήμερα το μέλι σε ότι αφορά τη συντήρησή του είναι η κρυστάλλωση. Πρόκειται για μια φυσική διεργασία κατά την οποία το μέλι μετατρέπεται σε παχύρευστο προϊόν. Η κρυστάλλωση παρατηρείται σε όλα τα είδη μελιού με διαφορετικούς χρόνους για την κάθε ποικιλία. Είναι ένα βιολογικό φαινόμενο του φυσικού ακατέργαστου μελιού που δεν προξενεί καμία αλλαγή στις θρεπτικές και στις βιολογικές ιδιότητες. Το μέλι που έχει κρυσταλλωθεί δεν είναι χαλασμένο ούτε νοθευμένο.

Υπάρχουν δύο διαφορετικά είδη κρυστάλλωσης:

Χοντροκρυστάλλωση: Πρόκειται για μια κατάσταση κατά την οποία οι κρύσταλλοι που σχηματίζονται στο μέλι είναι χοντροί και πέφτουν στον πάτο του βάζου. Δημιουργούνται τελικά μέσα στο μέλι δύο φάσεις. Μία κρυσταλλωμένη στο κάτω μέρος και μία υγρή επάνω. Η υγρή φάση, που έχει απαλλαχτεί από την περίσσεια των σακχάρων, όπως είναι λογικό έχει περίσσεια υγρασίας από το αρχικό μέλι και έτσι τώρα, εκτός από τους κρυστάλλους που συγκεντρώθηκαν στον πυθμένα, υπάρχει και διαγράφεται ένας επιπλέον κίνδυνος για το μέλι και την υγρή του φάση: Να ζυμωθεί, να ξινίσει.

Λεπτοκρυστάλλωση: Σχηματίζονται μικροί κρύσταλλοι, που κατανέμονται ομοιόμορφα σε όλη τη μάζα του μελιού. Στην περίπτωση αυτή το μέλι κρυσταλλώνεται όλο και όπως είναι φυσικό δεν κινδυνεύει να ξινίσει.

Εκτός των ειδών της κρυστάλλωσης, υπάρχει και μια άλλη κατάταξη των μελιών ως προς την τάση τους να κρυσταλλώνουν. Έτσι τα μέλια διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:

-       Μέλια που κρυσταλλώνουν γρήγορα, δηλαδή μέσα σε ένα χρόνο το αργότερο από τη συλλογή τους.

-       Μέλια που κρυσταλλώνουν αργά, δηλαδή στα 2 ή 3 χρόνια μετά τη συλλογή τους.

-       Μέλια που δεν κρυσταλλώνουν.

Ας εξειδικεύσουμε λίγο τις κατηγορίες αυτές. Πέραν των άλλων παραγόντων που επηρεάζουν θετικά την πορεία της κρυστάλλωσης και που θα αναφερθούν αμέσως, ο πρώτος και καθοριστικός είναι η περιεκτικότητά τους στο σάκχαρο γλυκόζη. Η γλυκόζη είναι ένα από τα βασικά συστατικά των μελιών. Έτσι λοιπόν μέλια που έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε γλυκόζη (39-40%) όπως του ρεικιού, κρυσταλλώνουν μέσα σε 1-2 μήνες από τη συλλογή τους. Μέλια που έχουν χαμηλότερη περιεκτικότητα σε γλυκόζη (35-38%) και τέτοια είναι όσα ανήκουν στη μεγάλη κατηγορία των ανθόμελων, δηλαδή από τριφύλλι, μπαμπάκι, πορτοκαλιά, ευκάλυπτο κ.α. κρυσταλλώνουν μέσα σε 6-12 μήνες, δηλαδή πάνω στο χρόνο από τη συλλογή τους. Μέλια που έχουν περιεκτικότητα σε γλυκόζη (31-33%) όπως το θυμαρίσιο, κρυσταλλώνουν αργά, στα 2 ή 3 χρόνια από τη συλλογή τους. Μέλια που έχουν περιεκτικότητα σε γλυκόζη κάτω του 30% και τέτοια είναι τα αμιγή μελιττώματα του πεύκου και του έλατου που έχουν γλυκόζη (26-28%), δεν κρυσταλλώνουν.

Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, δευτερεύοντες, που συντελούν στην κρυστάλλωση όπως:

Υγρασία του μελιού: Όσο λιγότερη είναι, προς το 14% τόσο οι πιθανότητες για κρυστάλλωση αυξάνουν.

Πυρήνες κρυστάλλωσης: Υπάρχουν περισσότεροι στα αφιλτράριστα ή μη διαυγασμένα φυσικώς μέλια και που είναι: Μικροσκοπικοί κρύσταλλοι, διάφορες ακαθαρσίες, τεμάχια κεριού, τμήματα εντόμων, φυσαλίδες αέρα, πολλή γύρη κ.τ.λ.

Θερμοκρασία διατήρησης του μελιού: Σε χαμηλές θερμοκρασίες, ιδίως κατά το χειμώνα, αυξάνει το ιξώδες των μελιών, ελαττώνεται η κίνηση των μορίων τους ως υγρών και κρυσταλλώνουν.

Η κρυστάλλωση του μελιού δε σημαίνει πιθανή «κακοποίησή» του, ή τουλάχιστο απαλλαγή του από πολλά χρήσιμα στοιχεία. Το μέλι όμως που δεν κρυσταλλώνει ποτέ, σχεδόν σίγουρα είναι «κακοποιημένο».

Σα φυσική διαδικασία, η κρυστάλλωση, δεν προκαλεί καμιά αλλαγή στις θρεπτικές και βιολογικές αρετές του μελιού.   

    Το μέλι που αγοράζουμε στα καταστήματα τροφίμων έχει υποστεί επεξεργασία προκειμένου να μην κρυσταλλώνεται. Η επεξεργασία συνίσταται στη θέρμανση κάτω από ορισμένες συνθήκες, που οδηγεί στην καταστροφή της φυσικής δομής ορισμένων συστατικών του μελιού. Έτσι δεν κρυσταλλώνεται. Αποτέλεσμα όμως αυτής της θέρμανσης είναι και η καταστροφή ορισμένων συστατικών του μελιού, σε μικρό ποσοστό. Σε πολλές χώρες που το καταναλωτικό κοινό είναι πιο ενημερωμένο, το μέλι διακινείται ευρέως χωρίς να έχει υποστεί επεξεργασία. Η τεχνολογία του μελιού στην Ελλάδα βρίσκεται σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να δέχεται την ελάχιστη δυνατή επεξεργασία και να διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τη γεύση και τη θρεπτική του αξία. Το εισαγόμενο μέλι, πέρα από την κατώτερη γεύση του υφίσταται μεγαλύτερη επεξεργασία, ώστε να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της διακίνησης και της συντήρησης και είναι ποιοτικά κατώτερο.

    Κάποιοι από τους παραγωγούς χρησιμοποιούν πολλούς τρόπους για να νοθεύσουν το μέλι. Όπως η προσθήκη γλυκαντικών ουσιών ή και «βιομηχανικού» μελιού στο μέλι που λαμβάνεται από τις μέλισσες, ώστε να αυξάνεται η ποσότητά του. Ακόμη το τάισμα των μελισσών κατά μεγάλο ποσοστό με σιρόπι ζάχαρης. Επίσης μεγάλη έκταση έχει η νοθεία που γίνεται με την παραπλάνηση του καταναλωτή, όταν πωλείται μέλι κακής ποιότητας σαν μέλι από θυμάρι ή άλλο ποιοτικά ανώτερο φυτό. Ο τελικός καταναλωτής δεν έχει τρόπο να ξεχωρίσει αυτή τη νοθεία, αφού δεν μπορεί να διακρίνει εύκολα την ποιότητά του από τη γεύση. Η αξία όμως του νοθευμένου μελιού, από την άποψη των θρεπτικών συστατικών και των γενικότερων ευεργετικών ιδιοτήτων, είναι πολύ χαμηλότερη.

Το μέλι πρέπει να συντηρείται σε αεροστεγώς κλεισμένα δοχεία, σε χώρο δροσερό, σκοτεινό και ξηρό. Καλό είναι να αποφεύγεται το μέλι που βρίσκεται σε βάζα εκτεθειμένα στον ήλιο

    Έχει αποδειχθεί ότι το μέλι έχει υψηλή ενεργειακή και θρεπτική αξία και γι’ αυτό είναι η πιο κατάλληλη τροφή για αθλητές και παιδιά. Τα ανόργανα στοιχεία του μελιού, τα μέταλλα και τα ιχνοστοιχεία παίζουν σπουδαίο ρόλο στο μεταβολισμό και στη θρέψη και συμμετέχουν σε διάφορα ενζυμικά συστήματα του οργανισμού.

 

ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΤΟΥ ΜΕΛΙΟΥ

Σε μια πρώτη κατάταξη μπορούμε να πούμε ότι το μέλι αποτελείται από:

16-17% υγρασία (νερό)

77-78% διάφορα σάκχαρα (υδατάνθρακες)

6% όλα τα υπόλοιπα συστατικά του.

Ειδικότερα:

α) Υδατάνθρακες: Το 85-95% του συνόλου των σακχάρων του μελιού αποτελούν η φρουκτόζη (ή λεβουλόζη) και η γλυκόζη (ή δεξτρόζη). Αυτά τα δύο σάκχαρα είναι προϊόν διάσπασης ενός άλλου σακχάρου της σακχαρόζης ( ή σουκρόζης), που υπάρχει κατά κόρον στους φυτικούς χυμούς.

β) Οργανικά οξέα: Το κυριότερο οξύ που υπάρχει στο μέλι είναι το γλουκονικό, που παράγεται με διάσπαση της γλυκόζης.

γ) Πρωτεΐνες και αμινοξέα: Στο μέλι αναγνωρίστηκαν 19 αμινοξέα, των οποίων η βασική τους προέλευση είναι η γύρη.

δ) Μεταλλικά άλατα: Ενώ τα σάκχαρα δίνουν στον οργανισμό ενέργεια, τα μέταλλα παίζουν σπουδαίο ρόλο στο μεταβολισμό και τη θρέψη, είναι συστατικά του σκελετού και των κυττάρων, συμμετέχουν σε διάφορα ενζυμικά συστήματα και ρυθμίζουν την οξύτητα.

ε) Ένζυμα: Τα κυριότερα ένζυμα του μελιού είναι η ιμβερτάση (σακχαράση ή σουκράση), η αμυλάση (ή διαστάση) και ένα άλλο ένζυμο που πρόσφατα ανακαλύφτηκε η γλυκοζοξειδάση.

στ) Βιταμίνες: Το μέλι δε θεωρείται ιδιαίτερα βιταμινούχο. Οι βιταμίνες που περιέχει είναι κυρίως της ομάδας Β, αν και λίγες, η επέμβασή τους στο μεταβολισμό είναι καθοριστική.

    Γενικά δεν είναι μόνο η συνύπαρξη τόσων και τόσων ουσιών στο μέλι που του προσδίδει αυτή την τεράστια διατροφική αξία,αλλά κυρίως ο εναρμονισμός τους και η παράλληλη δράση τους, που πραγματικά κάνει τη χρήση του αξεπέραστη.

 

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ

    Όπως έχει διαπιστωθεί, η χρήση του μελιού βοηθά στην άμυνα του οργανισμού και στη θεραπεία πολλών ασθενειών.

Μέλι και μάτια: Θεραπεία εγκαυμάτων των ματιών, φλογώσεων των βλεφάρων, του συνδετικού ιστού και του αμφιβληστροειδούς, πληγών του κερατοειδούς χιτώνα και άλλων οφθαλμολογικών παθήσεων.

Στομαχοεντερικές παθήσεις: Το μέλι συντελεί στην ταχύτερη καύση των τροφών κι έτσι βελτιώνει την αφομοίωσή τους από τον οργανισμό. Είναι ελαφρό καθαρτικό και ως εκ τούτου άριστο για την αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας, μιας σίγουρα υπαρκτής και ογκούμενης πάθησης λόγω της καθιστικής ζωής και γενικά του σύγχρονου τρόπου ζωής. Ακόμη συντελεί στη μείωση της υπερβολικής οξύτητας του γαστρικού υγρού σε άτομα που πάσχουν απ’ αυτή και τέλος, πολυτιμότατο μέσο δίαιτας κατά των ελκών του στομάχου.

Μέλι και συκώτι: Η γλυκόζη του μελιού συντελεί σημαντικά στις μεταβολές που γίνονται μέσα στο συκώτι και αυξάνει τις εφεδρείες του γλυκογόνου. Γι’ αυτό το μέλι -όπως το άσπρο τυρί και ο πολτός των μήλων – συνίσταται για τη θεραπεία ασθενειών του ήπατος και της χολής.

Μέλι και νεφρά: Το μέλι αποτελεί ένα πολύτιμο τρόφιμο για τα κύτταρα, ρυθμίζει την ωσμωτική ισορροπία μεταξύ αίματος και ιστών, συντελεί στη διούρηση και στη γρήγορη αποβολή από το αίμα και τους ιστούς πολλών άχρηστων υλικών. Έχει σαφή διουρητική ενέργεια και χάρη στις αντισηπτικές ιδιότητές του περιορίζει τα βακτηρίδια της ουροδόχου κύστης. Ακόμα συνίσταται στις περιπτώσεις ακράτειας ούρων.

Μέλι και καρδιά: Η γλυκόζη του μελιού αφομοιώνεται εύκολα από τον οργανισμό, έτσι που η χρησιμοποίησή του να παρουσιάζει τα καλύτερα αποτελέσματα για τον καρδιακό του μυ. Επιπλέον συντελεί στη διαστολή των αρτηριών κι έτσι βελτιώνει την κυκλοφορία του αίματος.

Μέλι και κρυολογήματα: Το μέλι αυτούσιο αλλά και σε συνδυασμό με άλλα τροφικά προϊόντα και φάρμακα, είναι ιδανικό εναντίον των κρυολογημάτων. Έτσι το μέλι με ζεστό γάλα, το μέλι με χυμό λεμονιού, το σιρόπι σέλινου και μελιού (σε αναλογία 1:1), θεωρούνται άριστα κατά των κρυολογημάτων.

Μέλι και νευρικό σύστημα: Ήδη από την εποχή της αρχαίας Ελλάδας το μέλι θεωρούνταν άριστο καταπραϋντικό μέσο και υπνωτικό. Μειώνει τους πονοκεφάλους, καλυτερεύει την όραση και γενικά ενεργεί κατευναστικά σ’ όλο το σώμα. Σε περίπτωση αϋπνίας ή κακού ύπνου, υπάρχει η ακόλουθη κλασσική συνταγή. Διάλυση μιας, γεμάτης καλά, μικρής κουταλιάς μελιού σε χλιαρό νερό. Το πίνουμε και… καλή νύχτα!

Μέλι και δέρμα: Στη λαϊκή θεραπευτική επί σειρά αιώνων, χρησιμοποιούνταν με απόλυτη επιτυχία εναντίον των δερματικών παθήσεων αλοιφές από μέλι και κατάπλασμα μελιού. Με την τοποθέτηση επιδέσμων μελιού στο δέρμα θεραπεύονται μεγάλα εξανθήματα που υπάρχουν σ’αυτό. Ακόμη το μέλι επιταχύνει τη διαδικασία επούλωσης των πληγών. Επιπλέον η μάσκα μελιού συνιστάται για την τόνωση και την απαλότητα του δέρματος. 

  

ΚΕΡΙ

Περί των αγιορειτικών κηροποιείων (Μοναχός Μωυσής)

     Η χρήση των κεριών στην πρώτη χριστιανική Εκκλησία ήταν συνηθισμένη μόνο κατά τις νυκτερινές ακολουθίες, ώστε να μπορούμε να πούμε ότι εξυπηρετούσαν φωτιστικές ανάγκες, ως άοσμα και καθαρά. Μετά τον 3οαιώνα στις μεγάλες εορτές και πανηγύρεις χρησιμοποιούσαν κεριά και την ημέρα. Αργότερα δόθηκε και συμβολική σημασία. Φως είναι ο Θεός, ο ποιητής του φωτός. Όπως το κερί παράγεται από τις μέλισσες, που είναι παρθένοι, έτσι και από την Παρθένο Μαρία ήλθε ο Χριστός, το φως το αληθινό, «το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον, ερχόμενον εις τον κόσμον». Κατά τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Συμεών, το κερί φανερώνει το ακηλίδωτο της προσαγωγής, το συγγενικό προς τη θεία καθαρότητα, το μαλασσόμενο για την υπακοή και μετάνοια, το ευκολόπλαστο για την αναμόρφωση, το ενωτικό με τη φωτιά, δηλαδή τη θέωση, το φωτεινό με τη φωτιά, που λάμπει και φανερώνει την καρτερικότητα της αγάπης και της ειρήνης.

    Το μειονέκτημα του ηλεκτρισμού «είναι ότι δεν φέρει το χρίσμα της αρχαιοπρεπείας». Το αυστηρό και φιλοπαραδοσιακό Άγιον Όρος, ακόμη και εκεί που υπάρχει το ηλεκτρικό ρεύμα από διάφορες πηγές ενεργείας, δεν επέτρεψε την είσοδό του στους ιερούς ναούς, για τη διατήρηση της κατανυκτικότητας και της αρχαιοπρέπειας. Το φως του κεριού συνεχίζει να συμβολίζει το φως του Χριστού, τη φλόγα της πίστεως, την προσφορά και τη θυσία.

     Μελίσσια στο Άγιο Όρος υπήρχαν πάντοτε, κυρίως από τους κελλιώτες μοναχούς. Συνηθιζόταν επίσης να φέρουν μελίσσια από τις γύρω περιοχές, τη Χαλκιδική και τη Θάσο. Ο Γεράσιμος Σμυρνάκης για τα πρώτα χρόνια του αιώνα μας γράφει πως έξω της Μονής Χιλανδρίου «συγκεντρούσι πάντες οι κελλιώται τας κυψέλας των μελισσών αυτών, ανερχομένας εις πεντακισχιλίας, από του μηνός Οκτωβρίου (αγίου Δημητρίου) μέχρι του Απριλίου (αγίου Γεωργίου), αποτίνοντες τη Μονή Χιλανδαρίου ανά γρόσιον δι’ έκαστον σίμβλον (μελίσσιον), είτα δε μετακομίζουσιν αυταίς επί  των ορεινών μερών του Αγίου Όρους, όπου ανθεί η καστανέα και η ελάτη. Εις την αυτήν τοποθεσίαν, ένθος άφθονος η ερείκη και η ελάτη, μεταφέρουσι τας κυψέλας αυτών περί τας 10.000 και οι κάτοικοι της Ιερισσού, Λιαριγκόβης (της σημερινής Αρναίας) και του χωρίου Στανού».

    Σε όλες τις μονές, τις σκήτες και σε πολλά κελλιά υπάρχουν πρωτόγονοι κηροποιειοί ή κηροπολαστείοι ή κεράδικοι, που κατασκευάζουν κεριά και λαμπάδες με υπομονή, διακονητές μοναχοί, για τις ανάγκες της εκκλησίας. Είναι γεγονός πως «ο βίος των μοναχών είναι πολύ συντηρητικός και έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με το τυπικό της κάθε μονής. Εκτός όμως που ένα τυπικό δεν μπορεί να καλύπτει όλους τους τομείς της ζωής των μοναχών, υπάρχουν και περιπτώσεις που δεν είναι δυνατό να έχουν προβλέψει οι κτήτορες. Τα μέσα του σύγχρονου πολιτισμού που φτάνουν ως εδώ, αν και κάπως αργά, επηρεάζουν το τοπίο, τα κτίρια και τους θεσμούς».

    Τα κηροποιεία πάντως παραμένουν σε μια αρκετά απλή μορφή και λειτουργούν

2-3 φορές το χρόνο, ανάλογα με τις ανάγκες. Προτιμάται η χειμερινή περίοδος, που η ζέστη δεν είναι μεγάλη και η παρασκευή γίνεται καλύτερη.

    Ένα αγιορείτικο χειροκίνητο κηροποιείο χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη βαμβακερές κλωστές, που, ανάλογα με το μέγεθος και το πάχος τους, γίνονται τα κεριά. Το καθαρό μελισσοκέρι πρέπει να’ναι αγνό και για το ότι καθετί που αφιερώνεται στο Θεό πρέπει να είναι το κατά το δυνατό το καλύτερο και για να μη «καπνίζει» και στάζει και λερώνει. Συνήθως ο διακονητής κατασκευαστής είναι ο εκκλησιαστικός, ο οποίος γενικώς ασχολείται με τις ανάγκες της εκκλησίας και γνωρίζει καλά τι κεριά χρειάζονται.

    Υπάρχει ένα πλήθος κεριών που χρησιμοποιούνται καθημερινά στις ακολουθίες. Καμία ακολουθία στο ναό δεν μπορέι να γίνει δίχως τη χρησιμοποίηση κεριού, λαδιού και θυμιάματος. Έχουμε κεριά των κηροπηγίων της Αγίας Τραπέζης και της Αγίας Προσκομιδής, των «δρακοντίων», που είναι χοντρά κεριά με ψιλό φιτίλι, των «γιντεκιών», που είναι ξύλο που μοιάζει με λαμπάδα και στην άκρη του υπάρχει κερί, των «εισοδικών» ή «σοδικών», που είναι εκαφρά μανουάλια και ατην άκρη έχουν κερί και χρησιμεύουν για την είσοδο του ιερέως, τα κεριά των ψαλτών, του κανονάρχη-διαβαστή, των δικηροτρίκηρων του αρχιερέως, του ηγουμένου, του αγίου, που ανάβει μπροστά στην εικόνα του τιμωμένου αγίου με το «ευλογητός» και σβήνει με το «δι’ευχών». Επίσης τα κεριά των πολυελαίων του Καθολικού, που συνήθως είναι ένας κεντρικός μεγάλος και τρεις μικρότεροι, της Λιτής, της Τραπέζης και μερικές φορές και του αρχονταρικιού. Έχουμε τα κεριά τάματος ή αφιερώματος, που ανάβονται στο μανουάλι του τιμωμένου αγίου. Στα νεότερα χρόνια, στο νάρθηκα υπάρχει δίσκος με κεριά δίχως αντίτιμο για όσους από τους προσκυνητές θέλουν ν’ ανάψουν κερί. Έτσι έμμεσα έχουμε κι εδώ ένα μικρό παγκάρι, που κάπου δειλά άρχισε να εμφανίζεται, Ακόμη, έχουνε το καντηλοκέρι, που χρησιμοποιείται από τον εκκλησιαστικό για το άναμμα των κανδηλών και των κεριών. Έχει το ιδιαίτερο ότι δεν στάζει. Η κατασκευή του είναι απλή. Είναι νήμα κερωμένο μια-δυο φορές και τυλιγμένο κουβάρι, απ’ όπου κόβεις όσο χρειάζεσαι.

    Στο κηροποιείο θα κατασκευαστούν και τα κεριά της κηροδοσίας. Υπάρχουν τακτικές και έκτακτες κηροδεσίες. Τη Μ. Πέμπτη στα 12 Ευαγγέλια, τη Μ. Παρασκευή στον Επιτάφιο και το Πάσχα, Εκτάκτως στις κηδείες, τα μνημόσυνα, τα ευχέλαια και τις κουρές. Ο κατασκευαστής των κεριών γνωρίζει το χρόνο των ακολουθιών και κανονίζει το μέγεθος των κεριών, π.χ. τα κεριά του Πάσχα είναι μεγάλες λαμπάδες, γιατί θ’ αναφτούν αρκετές ώρες τη νύχτα της Αναστάσεως, στην Ακολουθία της Αγάπης και την εβδομάδα της Διακαινησίμου. Ορισμένες μονές συνηθίζουν να στέλνουν ως αθωνική ευλογία τις λαμπάδες του Πάσχα στα Πατριαρχεία, σε αρχιερείς, ιερείς, μονές και φιλικές χριστιανικές οικογένειες. Από τα παραπάνω φαίνεται ότι τα’ αγιορείτικα κηροποιεία δεν έχουν λίγη δουλειά. Περί της παραγωγής όμως θα μιλήσουμε λίγο παραπάνω. Τώρα ας επιστρέψουμε στην κατασκευή.

    Σε χαμηλή φωτιά βράζει σ’ ένα καζάνι νερό και μέσα σε αυτό τοποθετείται άλλο αγγείο μακρόστενο που περιέχει το κερί που λιώνει. Σε αυτό το ζεστό κερί βυθίζονται με τρόπο οι κλωστές, που είναι κρεμασμένες κάθετα σ’ ένα στεφάνι μεταλλικό που περιστρέφεται και ψύχεται αμέσως. Συνήθως, τουλάχιστον δύο μοναχοί διακονούν στο κεράδικο, ιδιαίτερα στις πρώτες φάσεις της κηροπλαστικής. Κατόπιν, καθαρίζονται από τυχόν εξογκώματα και περιττά φιτίλια και τοποθετούνται κατά είδος και μέγεθος.

    Στο Άγιον Όρος δε χρησιμοποιούνται ποτέ έγχρωμα κεριά, ούτε λευκά το Πάσχα, ούτε κεριά συνθετικά ή από παραφίνη, Οι έμπειροι μοναχοί γνωρίζουν καλά την ποιότητα της καθαρότητας του αγνού κεριού. Στο Άγιον Όρος τα κεριά διατηρούνται πάντα στο φυσικό τους χρώμα. Το φυσικό φως του κεριού, φωτίζοντας τις αρχαίες εικόνες και τα ασκητικά πρόσωπα των μοναχών, «εν εσπέρα, και πρωί και μεσημβρία», δημιουργεί κατάνυξη και διάθεση για προσευχή. Η ευχάριστη μυρωδιά του αγνού κεριού, συνδυαζόμενη με το μοσχοθυμίαμα, τις ψαλμωδίες, τα αναγνώσματα και τα καθορισμένα αναβοσβησίματα των κεριών, που επαναλαμβάνονται κάθε ημέρα επί χίλια και πλέον χρόνια, θάλπτουν και συγκινούν.

    Στις είκοσι μονές, τις δώδεκα σκήτες και τα περίπου τριακόσια κελλιά του Αγίου Όρους καταναλώνονται ετησίως περί τους 8 τόνους κερί. Στην κάθε μονή χρησιμοποιούνται περίπου 120-160 κιλά κερί ετησίως. Στις μεγαλύτερες μονές και παράδειγμα, στον ιερό ναό του Πρωτάτου όλα τα κεριά είναι περίπου εκατό και αλλάζουν περί τις τρεις φορές το χρόνο. Τριακόσια κεριά είναι περίπου 120 κιλά. Σε αυτά προστίθενται και 50 κιλά της κηροδοσίας του Πάσχα, οπότε έχουμε συνολικά περί τα 270 κιλά. Στα κελλιά υπολογίζεται περίπου 20-25 κιλά ετησίως. Έτσι, φτάνουμε σ’ ένα συνολικό ποσό αρκετά μεγάλο για μια μικρή περιοχή.

    Η προμήθεια γίνεται συνήθως σε «πλάκες» από τη Χαλκιδική, τη Θάσο ή και αλλού με το κιλό, που σήμερα κυμαίνεται στις 1600 δραχμές. Τα τελευταία χρόνια γίνεται από ορισμένους αγορά τριμμένου κεριού του εμπορίου, φτηνότερου, αλλά χαμηλότερης ποιότητος, που συνήθως το αποφεύγουν οι μοναχοί.

    Στην Ι. Μονή Βατοπεδίου υπάρχει η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Βηματόρισσας ή Κτητόρισσας, όπου, κατά την παράδοση, το 10οαιώνα, κατά την επιδρομή των Αράβων, ο βηματάρης ιεροδιάκονος Σάββας έκρυψε σε καταπακτή την εικόνα, ανάβοντας μπροστά της μια λαμπάδα. Μετά από πολλά χρόνια, επιστρέφοντας στη μονή, κατά θαυμαστό τρόπο βρήκε την εικόνα και τη λαμπάδα αναμμένη. Ίσως η παραπάνω διήγηση περιέχει την παλαιότερη αναφορά στο κερί στον Άθωνα.

    Στο βίο του οσίου Γαβριήλ του Ίβηρος, που βρίσκεται σε χειρόγραφο της Ι.Μ. Ιβήρων του 18ουαιώνος, αναφέρεται πως το 10οαιώνα, όταν ο όσιος Γαβριήλ έφερε από τη θάλασσα τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Πορταΐτισσας, τη μετέφεραν στη μονή «λιτανεύοντες μετά κηρών και λαμπάδων και θυμιαμάτων».

    Ο προηγούμενος Καλλίστρατος Λαυριώτης στο Προσκυνητάρι του αναφέρει πως ο κυρίως ναός της μονής του έχει «εξ ωραιότατα ορειχάλκινα μανουάλια», δύο του 1835, δύο του 1741 και δύο 1732. Υπάρχει «χορός, ωραίος και μεγάλος, με πολλάς λαμπάδας, εκ των οποίων ανάπτουν τας δώδεκα εις τας αγρυπνίας». Ο πολυέλαιος κατασκευάστηκε στη Βιέννη «και είναι όντως ωραιότατος και υπερθαύμαστος». Υπάρχουν και άλλοι τρεις πολυέλαιοι ρωσικής προελεύσεως, που είναι δωρεά του 1913. Επίσης υπάρχουν κρεμασμένοι τέσσερις σταυροί ασημένιοι με δύο λαμπάδες ο καθένας. Ο ιερομόναχος Ευθύμιος Λαυριώτης (1757) αναφέρει ότι υπήρχαν δύο μανουάλια δίπλα στην Αγία Τράπεζα, άλλα δύο δίπλα στην Αγία Πρόθεση και κρέμονταν στους χορούς δύο σταυροί με τέσσερα κεριά.

    Ο μοναχός Κύριλλος Δοχειαρίτης στο Προσκυνητάρι του (1843) αναφέρει: «Έχουσιν ακόμα και από μίαν λαμπάδα εις δρακόντια, ήγουν μανουάλια επάνω και την μεν λαμπάδα του αρχαγγέλου Μιχαήλ ανάπτουσι το εσπέρας της κάθε Κυριακής και ψάλλουσι μετά τον εσπερινόν την παράκλησιν των θείων Αρχαγγέλων την δε ετέραν λαμπάδα το εσπέρας της κάθε Τετράδης, και ψάλλουσι την παράκλησιν του αγίου Νικολάου, και τούτο γίνεται άφευκτα εις όλην την περίοδον του ενιαυτού». Και αλλού σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ουκ ολίγην δε καλλονήν και ωραιότητα προξενεί, εις αυτόν τον πάγκαλον ιερόν ναόν, και ο κρεμάμενος εν τω μέσω αυτού μπρούντζινος χορός, καθώς εμπεριέχει εις την μέσην του κρεμάμενον τον μέγαν και πολύφωτον εκ μπρούντζου πολυέλαιον. Ομοίως και οι άλλοι τρεις οπού έφωθεν του χορού κρέμανται με τρόπον πολλά τακτικόν και αρμόδιον απού, όταν αναφθώσι, τον μεν κουμπέ και τους πέριξ αυτού θόλους της εκκλησίας παριστάνουσιν ως άλλο στερέωμα του ουρανού, αυτοί δε φεγγοβολούσιν εν τω με΄σω ως αστέρες πολύφωτοι».

    Τέλος, ο αρχιμανδρίτης Γαβριήλ Διονυσιάτης γράφοντας για το παρεκκλήσι του Ακαθίστου της μονής του αναφέρει: «Εν αυτώ, τοποθετημένη εν τω άκρο δεξιώ του τέμπλου, απόκειται η θαυματουργός εικόν  της Παναγίας, αραχαιοτάτης, επί κηρομαστίχης εζωγραφισμένη, και μύρω όλη περιρρεομένη, εξ ου μόλις διακρίνονται τα χαραστηριστικά των προσώπων». Μάλλον είναι η μόνη εικόνα από κερί και μαστίχη στο Άγιον Όρος. Σήμερα κατασκευάζουν μοναχοί κέρινες εικόνες, βάζοντας στο κερί και σύγχρονα στερεωτικά υλικά, Ο ίδιος σε μια αγρυπνία στην κορυφή του Άθωνος έγραφε: «Εις τους Αίνους, ότε ήναψαν οι πολυέλεοι, τα μανουάλια και έξωθεν αι πυραί διά την ορθρινήν ψύχραν, το Άγιον Όρος φωτί εσκέπετο και συνεβάδιζεν η φωταψία με το γλυκύ φως της ημέρας ερχόμενον ηρέμως εξ ανατολών».

    Οι παραπάνω αναφορές έγιναν για να φανερωθεί η τύχη των παρασκευαζομένων στα αγιορείτικα κηροποιεία – κεράδικα, κεριών. Μόνο τα λόγια του Κυρίου, κατά το ψαλτήρι, είναι λόγια αγνά «γλυκύτερα υπέρ μέλι και κηρίον». Ο Αγιορείτης εισηγητής μετέφερε ισχνό φως ενός ταπεινού κεριού, που χάνεται στα πολλά φώτα των ημερών μας ή έστω τρεμοσβήνει.

http://www.bee-active.gr/