Εκτύπωση

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΥΛΛΑ ΣΤΗ ΧΑΡΥΒΔΗ;

stkonst24.2.12  Στο όνομα της επιζητούμενης μεταρρύθμισης της διοικητικής λειτουργίας της χώρας και της εξυγίανσης των δημοσίων οικονομικών της, πολλά από τα μέτρα που μας επιβλήθηκαν αποδείχθηκαν άστοχα και ατελέσφορα. Ακολούθως αναφέρομαι σε ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα, τα οποία επιβεβαιώνουν, νομίζω, την παραπάνω θέση.

  Στον τομέα των φορολογικών εσόδων, δεδομένης της αδυναμίας του φοροεισπρακτικού μηχανισμού να αντλήσει τα προσδοκώμενα ποσά από τη φορολόγηση του πλούτου στο στάδιο της απόκτησής του, υιοθετήθηκαν μέτρα κυρίως σε βάρος της ακίνητης περιουσίας. Έτσι, ο ιδιοκτήτης ακινήτου επλήγη αφενός από την υποτίμηση της αγοραίας αξίας και των προσόδων του και αφετέρου από την επαχθέστατη φορολόγησή του. Η προφανής αδικία αποτέλεσε την πλήρη αντιστροφή της κατάστασης που ίσχυε μέχρι πρότινος, όπου ο ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας λογιστικοποιούσε κέρδη από την υπεραξία της οικοδομικής δραστηριότητας που, όμως, δεν ήταν το αποτέλεσμα, αλλά ο μοχλός της οικονομικής ανάπτυξης και είχε ως βασικό της εργαλείο και ανατροφοδοτούνταν από μια ανεξέλεγκτη διεύρυνση της πιστοληπτικής ικανότητας του μέσου πολίτη. Έτσι, όμως, από τη μία υπερβολή πήγαμε στην ακριβώς αντίθετη.

  Σε ό,τι αφορά στον υπερτροφικό δημόσιο τομέα, από τη διόγκωση των υπηρεσιών και τις υπεράριθμες και κυρίως ανορθολογικές και αδιαφανείς προσλήψεις, οδηγηθήκαμε στη μη πρόσληψη επιτυχόντων μέσω ΑΣΕΠ αλλά και σε απολύσεις, ενώ οι άμετρες μισθολογικές αυξήσεις και επιδοματικές παροχές του παρελθόντος αντιμετωπίσθηκαν, υπό το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής, με οριζόντιες και γι’ αυτό εξ ορισμού άδικες περικοπές των πάσης φύσεως εισοδημάτων, καταλαμβάνοντας εξαπίνης μισθωτούς που είχαν προσαρμόσει τον τρόπο και το κόστος της ζωής τους στο «αναμενόμενο» ύψος των εισοδημάτων τους.

  Αναφορικά  με το κοινωνικό κράτος, ενώ είναι αλήθεια ότι στην εποχή της ευμάρειας διευρύνθηκαν υπέρμετρα τα επιδοματικά πλαίσια και ολιγώρησαν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ραγδαία η κρατική αρωγή και συνεπακόλουθα οι σχετικές δαπάνες, φτάσαμε στην υιοθέτηση κριτηρίων και διαδικασιών που ουσιαστικά συνιστούν κατάργηση των αυτονόητων και ελαχίστων παροχών.

  Αντίστοιχα φαινόμενα συναντήσαμε σε όλο το εύρος της κοινωνικής ζωής. Στη δικαιοσύνη, από την υπερποινικοποίηση κάθε σχεδόν παραβατικής συμπεριφοράς οδηγηθήκαμε στην αποφυλάκιση (υπό όρους και προϋποθέσεις) εγκλείστων για κακουργήματα αλλά και στην απαγόρευση -ουσιαστικά- της προσφυγής στην ποινική δικαιοσύνη λόγω της υπερβολικής αύξησης της σχετικής δαπάνης.

  Στο χώρο της υγείας, από την ασυδοσία στη συνταγογράφηση και στο φαρμακευτικό κόστος οδεύσαμε στην έλλειψη υλικών, στην εξαίρεση καλύψεων και στην προκαταβολή της ιατροφαρμακευτικής δαπάνης από  ασφαλισμένους που είχαν ήδη πληρώσει για αυτή μέσω των εισφορών  τους προς τα ταμεία (σχετικώς, μνημείο αναλγησίας αποτέλεσε η τελικώς ανακληθείσα ρύθμιση για την προκαταβολή του κόστους τοκετού σε δημόσια νοσοκομεία).

  Αλλά και στην παιδεία, υπό το πρόσχημα της διαφάνειας των διαγωνιστικών διαδικασιών ή της ελλείψεως κονδυλίων, το κόστος για την προμήθεια της διδακτέας ύλης και της μεταφοράς των μαθητών στα σχολεία μετακυλίσθηκε σε μεγάλο βαθμό στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.

  Στην πολιτική ζωή, από τις παλλόμενες από πάθος, ένταση και φανατισμό συγκεντρώσεις των εκατοντάδων χιλιάδων οπαδών και από τη θεοποίηση των πολιτικών που ως άλλους μεσσίες υποδεχόμασταν στα αεροδρόμια και στις εισόδους των πόλεων, μεταβήκαμε στην απαξίωση και στην αμφισβήτηση θεσμών, προσώπων αλλά και αυτής της ίδιας της δημοκρατίας.

  Εύλογα ίσως κάποιος θα ισχυριζόταν ότι πληρώνουμε τα σπασμένα του παρελθόντος. Δεν υπαινίσσομαι ότι θα έπρεπε να συντηρήσουμε τις φαύλες και αδιέξοδες πολιτικές και πρακτικές μας. Τουναντίον, χρειάζονται ρηξικέλευθες και λογικά επώδυνες τομές σε όλα τα επίπεδα. Άλλο, όμως, εξορθολογισμός και άλλο τιμωρία και εξαγνισμός. Πολύ φοβάμαι ότι για μία ακόμα φορά δε βρήκαμε το αναγκαίο μέτρο. Η διαδρομή για την εξεύρεση της ορθής πορείας δεν πρέπει αναγκαία να ακολουθήσει την ταλάντευση του εκκρεμούς. Κατά τον Αριστοτέλη, τα δύο άκρα, η πλησμονή και η έλλειψη, αποτελούν έννοιες με την ίδια απαξία.

Στάθης Κ. Κωνσταντινίδης

Δικηγόρος, Διδάκτωρ Νομικής