Εκτύπωση

farm307 3Στην Αγιανάληψη είχαμε ένα αμπέλι. Μικρό σε έκταση και μεγάλο σε απόδοση. Μισό στρέμμα ήταν περίπου. Και δεν ήταν άφραγο αμπέλι μα περιφραγμένο, με σκίζες. Βρίσκονταν πάνω στην στράτα, που πήγαινε στην Κυδωνιά και δίπλα από την εκκλησία. Σε πλαγιά, που κοιτούσε κατά την ανατολή.

Ήταν προσηλιακό. Δίπλα ακριβώς κολλητά ήταν το αμπέλι του θείου Γιώργου. Ίδια έκταση είχε και αυτό. Χωρίς σύνορο μεταξύ τους. Δεν υπήρχε δηλαδή εκείνη η πέτρα η μεγάλη, που την «φύτευαν» στο χώμα για να οριοθετεί τα χωράφια. Έτσι το σύνορο ήταν μια νοητή γραμμή, που μόνο εμείς την ξέραμε. Την γνωρίζαμε από τα διαφορετικά κλήματα, που είχε το κάθε αμπέλι και από τις πατημασιές μας, που έκαναν πάντα ένα διάδρομο ανάμεσα στα δύο αμπέλια.

     Το κλάδεμα, το σκάψιμο, το ξελάκκωμα και τα ραντίσματα έπρεπε να γίνουν στην ώρα τους. Δύσκολες και επίμονες δουλειές, καθώς κείνο τον καιρό σπάνιζαν τα μηχανήματα και τα εργαλεία ευκολίας. Χυνόταν πολύς ιδρώτας από τον νοικοκύρη και όχι μόνο. Το αμπέλι σαν είδος ήταν απαιτητικό σε φροντίδα και περιποίηση και ήθελε χέρια πολλά. Για το σκάψιμο είχαμε το δικέλ(ι) και για το ξελάκκωμα την τσάπα, για δε τα ραντίσματα πρώτη και μόνιμη θέση είχαν η γαλαζόπετρα και το θειάφι. Το τιάφ(ι),όπως το έλεγαν στην τοπική λαλιά του Λιβαδερού και το οποίο έριχναν στα κλήματα με γυναικείο φακιόλι. Τα κλήματα ήταν πολλών ποικιλιών. Μοσχάτα, κρασάτα, ροζακί και άλλα.

     Σαν έφτανε ο Αύγουστος και άρχιζαν να ωριμάζουν τα σταφύλια τότε ακριβώς διαπιστώναμε πως το αμπέλι δεν ήταν καταδικό μας μα το είχαμε με συνεταίρους. Πρώτον τα πουλιά και δεύτερον οι σφήκες . Ο πιο «καλοί» συνεταίροι όμως ήταν οι χωριανοί, που περνώντας απ’ τη στράτα δρασκελούσαν το φράχτη και ξαλάφρωναν τα κλήματα από τα σταφύλια. Έτσι εμείς που είμαστε μόνοι μας στο κλάδεμα, στο σκάψιμο, στο ράντισμα, στο μάζεμα είχαμε τους συνεταίρους μας. Οι γονείς είδανε πως το πράμα δεν πάει άλλο και η σοδειά στον τρύγο ήταν σχεδόν η μισή.

      Από το καλοκαίρι του 1960 λοιπόν αποφασίσθηκε να φυλάγουμε το αμπέλι. Μοναδικοί υποψήφιοι φύλακες και μάλιστα φαβορί είμαστε εμείς, τα παιδιά. Εγώ, η αδελφή μου και οι ξαδέλφες μου. Εμείς θα το φυλάγαμε την μέρα και η γιαγιά μου η Γιάννου θα το φύλαγε τα βράδια. Γι’ αυτό το λόγο ο πατέρας μου στο πάνω μέρος του αμπελιού έκανε μία καλύβα με άχυρο, που είχε θέα όλο το αμπέλι. Εκεί θα κοιμόταν τα βράδια η γιαγιά μου, ενώ εμείς θα φυλάγαμε το αμπέλι …από την σκιά, εκεί στα δέντρα της εκκλησίας. Και όταν μερικές φορές είμαστε απορροφημένοι στο παιχνίδι κάποιοι λίγοι αλλά πολύ τολμηροί ζαβά-ζαβά έμπαιναν στο αμπέλι γέμιζαν τον τρουβά (ταγάρι) και με ελαφρά πηδηματάκια έφευγαν. Μόνο στο τέλος τους παίρναμε χαμπάρι μα τα σταφύλια είχαν κάνει φτερά.

      Όλη μέρα εκτός από τις περιπολίες φύλαξης και το παιχνίδι δοκιμάζαμε την κάθε ποικιλία από σταφύλια και αυτό για να μην πλήττουμε, τρώγοντας τα ίδια και τα ίδια. Τα μοσχάτα ήταν η αδυναμία μας και τα τιμούσαμε καθημερινά. Πολλές φορές ψήναμε τις ρόγες σε φωτιά για να γευθούμε κάτι διαφορετικό. Το νερό μας το παίρναμε από το Σφιντάν(ι), γεμίζοντας μια μπούκλα (ξύλινο δοχείο) και παγούρια πλαστικά. Σαν βλέπαμε πως τα σταφύλια, από το πολύ βάρος, ακουμπούσαν στην γη, κάναμε ξύλινες φούρκες και με αυτές στηρίζαμε τα φορτωμένα κλήματα. Γύρω από την εκκλησία ήταν γεμάτο από κομμάτια κεραμίδια, που σήμαινε, όπως τότε ακούγαμε, ότι κάποιοι τυχεροί από το χωριό είχαν βρει λίρες μέσα σε τσουκάλια και μεγάλες λαγήνες.

       farm307 1Η χαρά μας ήταν πολύ μεγάλη που σαν μικροί ντραγάτες φυλάγαμε το αμπέλι μας. Μα αυτή η χαρά μας ήταν ακόμη μεγαλύτερη κάθε απόγευμα, που βασίλευε ο ήλιος, όταν βλέπαμε την γιαγιά μου την Γιάννου να ροβολάει κατεβαίνοντας από τον Σταυρό στο Μπιαδόπουλο. Από μακριά την γνωρίζαμε. Με το μαύρο μαντήλι στο κεφάλι και την μάλλινη φούστα της να κουνιέται ρυθμικά και να πάει πέρα-δώθε, όπως με τον δικό της χαρακτηριστικό τρόπο περπατούσε και κατέβαινε τον δρόμο. Ήταν η ελπίδα για την ελευθερία μας. Εκείνη με την μεγάλη καλοσύνη, που πάντα είχε, θα έμενε όλο το βράδυ εκεί, αντί για μας, ενώ εμείς θα φεύγαμε για το χωριό.

      Την χρονιά εκείνη η σοδειά ήταν το κάτι άλλο. Θυμάμαι πως μαζέψαμε 24 κοφίνια (γαλίκες) σταφύλια.

    Σε καμιά πέντε-έξι χρόνια σταματήσαμε να το φυλάγουμε. Σαν παιδιά είχαμε κι εμείς μεγαλώσει και η γιαγιά μου αρρώστησε σοβαρά. Ο πατέρας μου το κράτησε λίγα χρόνια ακόμα μέχρι που μια μέρα αγανακτισμένος, που άλλοι απολάμβαναν τον κόπο και ιδρώτα του, το κατέστρεψε. Στην συνέχεια το χωράφι μπήκε σε αναδασμό και βρήκε άλλο αφεντικό.

     Το αμπέλι αυτό, που του δώσαμε πολλά και μας τα ανταπέδωσε με το παραπάνω έγινε μια ωραία ανάμνηση. Και σαν χωράφι πέρασε στην δούλεψη κάποιου άλλου.

Κώστας Ι. Φαρμάκης

Ξάνθη